ΕΠΩΝΥΜΗ
ΕΠΩΝΥΜΗ
Τελική διόρθωση
23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2004ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Περπατάω και αγκαλιάζω τα ηλίθια βιβλία σφιχτά πάνω μου. Δεν με προστατεύουν ούτε από τον αέρα ούτε από την πλήξη. Το κρύο δεν λέει να κοπάσει, διαπερνάει το φτηνό μπουφάν, τα ακόμα φτηνότερα παπούτσια που φοράω. Βιάζομαι. Προσπερνάω το θλιβερό καφενείο στην πλατεία, νιώθω τις ματιές των γέρων να γλιστράνε καταπάνω μου μέσα από τα λιγδωμένα τζάμια, τους χαμογελάω. Με χαιρετάνε, λες και με νοιάζει. Με ένα μου χαμόγελο κάνουν όνειρα για ένα μήνα ο καθένας τους - αν υποθέσουμε ότι τους έχει μείνει ένας μήνας ζωής, αν υποθέσουμε ότι είναι ζωντανοί.
Έχω μόλις βγει από το φροντιστήριο, όπου ο πατέρας μου χάνει τα φράγκα του και εγώ τον χρόνο μου. Πίσω μου, το τσούρμο διαλύεται σιγά-σιγά. Οι κουβέντες για τις εξετάσεις χάνονται μέσα στο παγωμένο απόγευμα, γεμίζουν τον αέρα με καταδικασμένες φιλοδοξίες, μάταιες ανησυχίες και παγωμένα χνώτα. Τουλάχιστον δεν είμαι σπίτι, τουλάχιστον φλερτάρω με τον Τέλη, σκέφτομαι, και βιάζομαι λίγο περισσότερο. Πάω στο κομμωτήριο της θειας Μαρίκας, να βοηθήσω, δήθεν. Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνω εκεί κάθε απόγευμα επειδή είναι το μοναδικό μέρος σε αυτό το κωλοχώρι που μυρίζει κάτι διαφορετικό από κοπριά, μούχλα και φυτοφάρμακα. Μου αρκεί αυτό.
Μέσα σε κάθε σύννεφο λακ, καθώς ανακατεύω ακόμα ένα μπολάκι βαφής με αμμωνία, ξεχνάω για λίγο ότι είμαι μια 17χρονη ψιλό-αμόρφωτη χωριάτα παγιδευμένη σε ένα ακριτικό αδιέξοδο. Περιμένοντας να πιάσει το ντεκαπάζ της μιας και της άλλης, ονειρεύομαι, χάνω λίγα κιλά, βγάζω τα φρύδια μου, φτιάχνω μια τσάντα, παίρνω το λεωφορείο, δραπετεύω. 'Έχω ήδη κόψει το φαγητό, μαζεύω τα φιλοδωρήματα, έχω μάθει απ΄έξω το δρομολόγιο. Δεν τολμάω να τα πω όλα αυτά σε κανέναν, άλλωστε δεν έχει νόημα. Τι θα κατάφερνα; Να μου πούνε ότι είμαι τρελή, να το πούνε στον πατέρα μου, να βάλει τις φωνές, να το μάθει η μητέρα μου, ν' αρχίσει τα κλάματα; Δεν γουστάρω σκηνικά, θα την κάνω νύχτα, προτιμώ. Η εναλλακτική είναι χειρότερη από θάνατο, να μείνω εδώ δηλαδή, στο χωριό, χριστέ μου!
Θα' ναι μεγάλη η στεναχώρια τους μόλις βρω το θάρρος να ανέβω στο ΚΤΕΛ, αλλά πιο πολύ με πιάνει πίκρα όταν σκέφτομαι πως θα περάσουνε την υπόλοιπη ζωή τους εδώ. Εδώ στο πουθενά, όπου οι νύχτες και οι μέρες είναι απλές εναλλαγές θερμοκρασίας και φωτός, σκιάς και ασημαντότητας.
Ο Τέλης με ακολουθεί, προφανώς από το φροντιστήριο. Με κόβει μέσα από ένα σοκάκι, έρχεται αναψοκοκκινισμένος, μου μιλάει. Τον τελευταίο καιρό εμφανίζεται στο μάθημα με το μαλλί καρφάκι, το τζιν πλυμένο, φρεσκοξυρισμένος. Το κάνει για μένα, μπας και πιάσουνε τόπο τα αστεία και τα κομπλιμάν του. Δεν μου κάνει κουράγιο να του εξηγήσω ότι για μένα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας θαυμαστής - ο πρώτος μου, αλλά ο πρώτος από πολλούς. Μπορώ να του δώσω λίγο χρόνο, άντε ένα χαμόγελο, αλλά όχι και να του δοθώ. Συγγνώμη Τέλη μου, υπάρχει ουρά, είναι πολλοί που περιμένουν, εγώ όμως είμαι μια και μοναδική, είμαι εκείνη.
Επ! Που πας; Κοντοστέκεται μπροστά μου, μια με κοιτάει στα μάτια, μια κοιτάει τριγύρω. Που να πάω ρε συ Τέλη, όπου κάθε απόγευμα, στο κομμωτήριο της θειας μου. Θες να πάμε καμιά βόλτα; Μου ζητάει να βγούμε. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να γίνει και τίποτε, αλλά ποντάρει στην βαρεμάρα μου, συνήθως κερδίζει. 'Έχω περάσει ατελείωτα απογεύματα δίπλα του, αυτός μιλάει για αμάξια, αλητείες που δήθεν κάνει με τους κολλητούς του, τους φίλους του στην Αθήνα. Εκεί είναι το μοναδικό σημείο που δίνω προσοχή, πετάω την τσίχλα από το στόμα.
Πάμε ρε συ όπου θες, πάμε στο Νώντα για σουβλάκια, πάμε στην καφετέρια στο Χιλιό, πάμε μέχρι Σαλονίκη αν γουστάρεις, εγώ οδηγάω, δεν έχω πρόβλημα, συνεχίζει, επίμονα. Καλά, σου στέλνω μήνυμα μόλις ξεμπερδέψω και βλέπουμε, 'ντάξει, του λέω, κοιτάω το ρολόι μου, επίτηδες, για να τον αγχώσω.
Προχωράω χωρίς να του πω ούτε γεια, μόνο τινάζω τα μαλλιά μου, έτσι. Αισθάνομαι στην πλάτη την χαρά που του έδωσε η υπόσχεση μου, την αγωνία που θα του φέρει η προσμονή. Τον έχω συνηθίσει στα καψόνια, τρεις στις πέντε φορές εξαφανίζομαι, το μήνυμα δεν χτυπάει ποτέ στο κινητό του, το δικό μου το κλείνω.
Βιάζομαι, ξανασφίγγω τα βιβλία πάνω μου, σκέφτομαι πολλούς Τέληδες, να μου ανοίγουνε πόρτες σε λουσάτα αμάξια, να μου τραβάνε καρέκλες να κάτσω, να με κοιτάνε με την ίδια αμηχανία.
Πρέπει να χάσω κιλά, πρέπει να μαζέψω λεφτά, πρέπει να πάρω το λεωφορείο, σκέφτομαι και σπρώχνω την τζαμένια πόρτα του κομμωτηρίου. Η ζεστή, πυκνή, αρωματισμένη ατμόσφαιρα μπουκάρει στα παγωμένα μου ρουθούνια και αισθάνομαι ότι για ένα ακόμα απόγευμα θα ζήσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Την προλαβαίνω στην γωνία - ούτε που κατάλαβα για πότε έφυγε από το φροντιστήριο. Ούτως ή άλλως δεν θα της την έπεφτα από δίπλα, μπροστά σε όλα τα μπακούρια, δεν γουστάρω να ακούω μαλακίες. Αν κάτσει, τότε αλλάζει, ας το μάθουν. Άλλο παρατρεχάμενος καψούρης, άλλο επίσημος γκόμενος κι έτσι.
Την γουστάρω, μέσα σε όλη την μιζέρια του χωριού εκείνη είναι σαν να έχει έρθει απ' αλλού, μπορεί από το εξωτερικό. Κοιτάζει με βλέμμα σαν αυτό που έχουν τα μοντέλα στα εξώφυλλα. Γυάλινο, κατάματα. Είναι μελαχρινή, ψηλή, αδύνατη, μεγάλα βυζιά, τέλεια.
Δεν ξέρω αν νοιάζεται για μένα, χέστηκα να σου πω την αλήθεια. Σορόπια, μπα, δεν ψάχνομαι για σχέση κι έτσι, δεν μπορώ, πνίγομαι - αλλά να την γαμήσω σίγουρα το θέλω, και ακόμα καλύτερα να την βγάζω έξω, Σαββάτο στην πλατεία, να με βλέπουνε οι άλλοι και να τρώνε ήττα, ναι!
Το παίζω σκυλάκι της, δεν με παίρνει κι αλλιώς. Είναι η πρώτη γκόμενα στα μέρη μας, το ξέρει, μπορώ να σου πω καλύτερη από κάτι σούργελα που βλέπεις στην τηλεόραση. Είναι λίγο ψωναρέ μα δεν με χαλάει καθόλου, μην σου πω ότι με φτιάχνει κιόλας. Αυτό το υφάκι, αφ' υψηλού και υπεράνω, με κάνει να αισθάνομαι ότι όποτε είμαι δίπλα της κάτι γίνεται, κάτι συμβαίνει.
Έχω και τίποτε καλύτερο να κάνω; Με το κώλο-αμάξι του πατέρα μου έχω γυρίσει όλο το νομό ίσα με χίλιες φορές, έχω ανέβει και κατέβει όλες τις πλαγιές και τα κεφαλοχώρια, ξέρω σε τι φλιτζάνι σερβίρουν τον καφέ σε απόσταση 100 χιλιομέτρων. Πίκρα.
Οι κολλητοί μου την σπάνε: ή θα λένε παπαριές για τα φράγκα που έχασε ο μπάρμπας στο χρηματιστήριο ή θα μου τα πρήζουνε με ζόρια και νταλκάδες για κάτι γκόμενες που ούτε για φτύσιμο δεν είναι. Τον τελευταίο καιρό έχουν φάει κόλλημα με τα σκυλάδικα, δεν μπορώ καθόλου, κακό τριπάκι. Θυμάμαι φάσεις που χτυπιόμαστε όλη νύχτα, μαγαζί ολόκληρο, με το που έπεφτε μια τρανσιά, φεύγανε τα τασάκια και σπάγανε ποτήρια από το μπάσο σου λέω, και τώρα τους βλέπω να πιάνουνε το μικρόφωνο και να γαβγίζουνε κάτι Ρέμους στην πίστα και ξερνάω, χάλια. Τι ζόρια τραβάνε τα τυπάκια δεν μπορώ να καταλάβω.
Σπίτι δεν το συζητάω - γονείς, σόγια κι έτσι, δεν λέει να κάθομαι με τίποτε. Τέλη αυτό, Τέλη εκείνο, τα παίρνω στην κράνα, γίνομαι βίδες, με τίποτε. Να διαβάσω, να δώσω εξετάσεις, να πάω στην σχολή, να πάω στρατό, να γυρίσω πίσω, να ανοίξω μαγαζί, δεν έχει τελειωμό το κήρυγμα.
Σφίγγει τα βιβλία επάνω της λες και τα αγαπάει - δεν νομίζω να τα έχει ανοίξει και ποτέ. Κάνει ψόφο, αλλά το μπουφάν δεν λέει να το κουμπώσει. Της λέω να πάμε μια βόλτα, μου λέει πάλι για το κομμωτήριο της θειας της. Τι σκατά γουστάρει και περνάει ώρες εκεί μέσα με τις κυράτσες και τις κατίνες, δεν καταλαβαίνω. Πάω πάσο, καλύτερα κουλαριστός, δεν θέλω να νομίζει ότι καίγομαι για την πάρτη της. Και' γώ στο κάτω κάτω μια χαρά παίδαρος είμαι, δεν είναι και λίγα τα φίνα γκομενάκια που με πάνε με χίλια. Κάτι μου λέει για μήνυμα στο κινητό μετά, δεν δίνω σημασία, το 'χω δει το έργο. Στο περίμενε της Vodafone, η χειρότερη μου. Της λέω ΟΚ, θα περιμένω.
Άμα δεν στείλει sms με βλέπω να ξημερώνομαι πάλι σε κάνα chat. Όποτε μου την βαράει μπαίνω στο internet και δουλεύω ψιλό γαζί καμία μόνη κι έρημη αδερφή, σπάω πλάκα με όποιον κακομοίρη πούστη φαντάζεται και καλά ότι βρήκε τον γαμιά της ζωής του. Μασάνε και έχουνε πολύ γέλιο, ειδικά οι φωτογραφίες που μου στέλνουνε, με κάτι άθλιους κώλους τουρλωμένους πάνω σε σομιέδες, μόνοι και αγάμητοι σε κάτι δυαράκια για κλάματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ανάβω την τηλεόραση, χαμογελάω, λες και βλέπω κάποιον γνωστό που πεθύμησα. Αν μπορούσα να πετύχω γραμμή, κάθε μέρα θα έπαιρνα τηλέφωνο. Όλο βουίζει όμως, απορώ πως τα καταφέρνουνε όσες βγαίνουνε στον αέρα. Αν με βγάζανε στον αέρα μπορεί και να μου κοβόταν η λαλιά βέβαια, οπότε, δεν ξέρω, ίσως και να είναι καλύτερα έτσι.
Όποια εκπομπή της αν βλέπω νομίζω ότι μιλάει για μένα, ή για κάποιον που ξέρω. Δεν το συζητάω, κάθε, μα κάθε απόγευμα, παρατάω τα πάντα. Κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση και την βλέπω, από την αρχή ως το τέλος, σαν υπνωτισμένη, ο κόσμος να χαλάσει.
Δεν είμαι μόνο εγώ που έχω ξετρελαθεί με την εκπομπή της. Όλες μου οι φίλες την βλέπουνε, και ας μην το λέμε η μια στην άλλη. Δεν είναι ότι ντρεπόμαστε, αλλά να, πως να το κάνουμε, αν πεις ότι σε συγκίνησε η εκπομπή για την απιστία, δεν είναι σαν να ομολογείς ότι ο άντρας σου ξενοκοιτάει; Και ποιος θέλει να βγάλει τα άπλυτα του στην φόρα; Όλες μας ξέρουμε τα πάντα για όλους βέβαια, στην επαρχία τίποτε δεν μένει μυστικό.
Κανείς όμως δεν μιλάει για τα δικά του δημόσια, προτιμάει να κάνει λες και δεν συμβαίνει τίποτε, αν και ξέρει πολύ καλά ότι πίσω από την πλάτη του συζητιούνται τα πάντα με λεπτομέρειες. Για αυτό μου αρέσει αυτή η εκπομπή, είναι σαν να μην ντρέπεται κανείς για τίποτε, όλοι βγαίνουνε στο κανάλι και λένε τα πάντα.
Δίπλα μου, η πεθερά μου μουρμουρίζει, τάχα σοκαρισμένη για τα όσα ακούει, κάνοντας αηδιαστικούς ήχους με το στόμα της. Συχνά βγάζει κάτι επιφωνήματα, λέει ότι έχει χαθεί πια η ντροπή - ειδικά όταν παίρνουνε κάτι παντρεμένες και μιλάνε για εξωσυζυγικά. Αν τύχει και το τηλεφώνημα είναι από περιοχή κοντινή στα μέρη μας, τότε η πεθερά μου σκαρφίζεται ολόκληρες ιστορίες. Ότι δήθεν ξέρει ποια είναι αυτή που τηλεφώνησε, ότι δεν λέει την αλήθεια, θα μου πει εκείνη τι τρέχει με δαύτηνα και άλλα. Ό,τι και να της πω, πως όσες παίρνουνε δίνουνε ψεύτικα ονόματα και περιοχή, δεν πείθεται, επιμένει. Παθιάζεται και αυτή, κι ας κάνει ότι δεν της αρέσει.
Έτσι, τα απογεύματα μου γεμίζουνε με τα προβλήματα των άλλων, τουλάχιστον ξεχνιέμαι. Καλύτερα, γιατί αν αρχίσω και σκέφτομαι το ένα και το άλλο, δεν με παίρνει ο ύπνος μετά. Στο σπίτι πια είμαι εγώ, η πεθερά μου, άντε και καμία γειτόνισσα που έχει έρθει για κανένα καφέ. Το πρωί το περνάω με δουλειές, μαγείρεμα. Μετά, μετράω τις ώρες μέχρι να γυρίσει ο άντρας μου από το καφενείο και η κόρη μου από το φροντιστήριο, και είναι ατελείωτες.
Τον τελευταίο καιρό η μικρή πηγαίνει στο κομμωτήριο της αδερφής μου και βοηθάει, καλά κάνει, μπας και μάθει την τέχνη, γιατί από μαθήματα και τέτοια δεν βλέπω προκοπή. Δεν με νοιάζει και πολύ, προτιμώ να μην σπουδάσει. Αν είναι να την τρέφουμε πέντε χρόνια σε καμία σχολή και μετά να την χάσουμε στην πόλη, στράφι δεν θά' χουνε πάει τόσες θυσίες που' κανα εγώ και ο πατέρας της;
Χίλιες φορές να παντρευτεί κανένα παιδί από δω, να κάνει ένα σπιτικό να την έχω και δίπλα μου στα γεράματα.
Τον τελευταίο καιρό όμως κλείνεται στον εαυτό της, γίνεται όλο και πιο μονόχνοτη, δεν ξέρω γιατί και πως. Μου' χουνε προφτάσει ότι δεν καταδέχεται να βγει καμιά βόλτα με κανένα απ' τ' αγόρια που την θέλουνε, και είναι και πολλά, γιατί, όχι να το παινευτώ, αλλά είναι η πιο όμορφη κοπέλα στο χωριό. Να μην πω στον νομό ολόκληρο.
Δεν ξέρω, άλλες μανάδες μπορεί και να χαιρόντουσαν που κάνανε κόρη τόσο συμμαζεμένη. Αλλά αν δεν βγει, δεν παίξει, δεν γυρίσει, πως θα την ερωτευτεί κάποιος να την ζητήσει; Νωρίς είναι ακόμα για να ανησυχώ μην και μείνει σε κανένα ράφι, αλλά η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.
Έξω το κρύο είναι τσουχτερό, τα σκυλιά έχουνε λουφάξει. Στην τηλεόραση όμως όλοι είναι μια μεγάλη παρέα, λες και γνωρίζονται από καιρό. Χαϊδεύω την φούστα μου, σπάω ένα φασολάκι, ρουφάω μια γουλιά καφέ, δυναμώνω τον ήχο, χάνομαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Περισσότερο από τις μυρωδιές και την ζέστη, στο κομμωτήριο με ζαλίζουν οι γυναικείες φωνές, τα γέλια, τα κακαρίσματα. Που και που, οι πολλές σωπαίνουν και μια κυριαρχεί, ειδικά όταν έχει να πει ένα κουτσομπολιό ή τον πόνο της. Οι κουβέντες είναι πάντα οι ίδιες - άντρες, παιδιά, κιλά, γκομενικά, εξωσυζυγικά. Πέρα απ' αυτά τίποτε - ακόμα και τα σκάνδαλα των επωνύμων, απλωμένα στα εξώφυλλα των περιοδικών, στοίβα πάνω στο τραπεζάκι, ακούγονται περίεργα, ξένα σε αυτό το μικρό, επαρχιακό κομμωτήριο.
Δεν μπαίνω ποτέ στον κόπο να ξεκινήσω συζήτηση. Αν με ρωτήσουν κάτι, μουρμουρίζω, κάνω ότι ψάχνω το πιστολάκι, την βούρτσα, τα ρόλευ - αυτό τις καθησυχάζει για αρκετή ώρα.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις άρχισα να βοηθάω στο κομμωτήριο ήτανε να σκίσω τις κιτρινισμένες φωτογραφίες από τους τοίχους και να κολλήσω καινούριες. Η θειά μου χάρηκε στην αρχή, αλλά μόλις είδε τι είχα διαλέξει μούτρωσε, "πολύ μοντέρνες, πολύ έξαλλες βρε κορίτσι μου, ποια θα χτενιστεί έτσι" γκρίνιαζε.
Έκανα ότι δεν την άκουσα. Ούτως ή άλλως οι περισσότερες πελάτισσες της ήτανε κάτι πενηντάρες με μικρά, άδεια μάτια, που από καιρό είχαν εγκαταλείψει τα μαλλιά τους σε εκείνο το κοντό κούρεμα που δεν καταλαβαίνεις καν αν είναι αντρικό ή γυναικείο. Όλες τα έβαφαν στο ίδιο θλιβερό καφέ χρώμα, αυτό που διαλέγει όποια γυναίκα θέλει να δείξει ότι αποσύρεται απ' το παιχνίδι. Καμία απ' αυτές δεν είχε την παραμικρή διάθεση να τσεκάρει καινούρια χτενίσματα, ούτε καν για να τα κοροϊδέψει.
Το ίδιο και οι πιο νέες. Αυτές είχανε άλλο κόλλημα - ζήταγαν όλες το ξανθό, όλο γλώσσες, μακρύ μαλλί της τηλεπαρουσιάστριας. Τις καθημερινές το μαζεύανε, αν πηγαίνανε καμιά βόλτα, το ισιώνανε πρόχειρα. Τις κοιτάω στην πλατεία τα Σαββατοκύριακα, να χαίρονται καθώς το νιώθουν να τις χαϊδεύει στους ώμους. Κάθε φορά ορκίζομαι να μην χρειαστεί ποτέ να τινάζω το μαλλί μου για να νιώσω ένα χάδι.
Ανακατεύω την μπογιά στο μπολ, τα χημικά μου καίνε τα ρουθούνια. Η πελάτισσα με περιμένει. Από τα μάτια της περνάνε σκιές σιωπηλής απόγνωσης και δέους, σαν να την έχω δέσμια, να εξαρτάται από μένα η λύτρωση της. Όπως πάντα, μου υπενθυμίζει ότι δεν τα θέλει πολύ κόκκινα. Την καθησυχάζω με δύο μπερδεμένες, μουρμουριστές συλλαβές. Κουνάει το μουσκεμένο της κεφάλι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές μέσα από τον καθρέφτη μην τυχόν και ακούσει τίποτε ενδιαφέρον. Δυστυχώς, κάποια μιλάει για την βάφτιση της κόρης της, και οι υπόλοιπες αδιαφορούν.
Ακούω το κινητό μου να δονείται, απαρατήρητο, μέσα στο κρεμασμένο μου μπουφάν. Είμαι σίγουρη ότι θα είναι κάποιο μήνυμα του Τέλη. Μου αρέσει αυτό, αλλά δεν πρόκειται να του απαντήσω. Το ότι έχει αρχίσει από τόσο νωρίς να μου στέλνει μηνύματα μου φτάνει σαν δικαιολογία για να τον στήσω απόψε. Βιάζεται, και αυτό θα μπορούσε να με αγχώσει, αν με ενδιέφερε έστω και στο ελάχιστο το όλο θέμα.
Είναι ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια αυτό. Με διασκεδάζει να αντιδράω σε πράγματα που δεν με νοιάζουν με συμπεριφορές που φαντάζομαι ότι θα είχα αν η κατάσταση με συγκινούσε. Η ιδέα μου ήρθε όταν έπιασα τον εαυτό μου να δακρύζει με μια ταινία στην τηλεόραση. Σκέφτηκα ότι αφού μπορώ να αισθανθώ κάτι για μια ταινία, τότε μπορώ και να εφεύρω συναισθήματα για την αληθινή ζωή μου. Αυτό που δεν έχω καταφέρει ακόμα είναι να μου βγαίνει η αντίδραση φυσική, όπως όταν βλέπω τηλεόραση.
Απλώνω την μπογιά πάνω στο κεφάλι της πελάτισσας. Σχεδόν την νιώθω να αναστενάζει κρυφά. Θα είναι χρόνια τώρα που μόνο στο κομμωτήριο κάποιος της χαϊδεύει το κεφάλι, έστω και με ένα συνθετικό πινέλο, βουτηγμένο σε πάστα αμμωνίας. Αηδιάζω, αλλά όχι πολύ.
Ζητάω συγγνώμη, παίρνω απ' την τσέπη του μπουφάν το κινητό, πάω στην τουαλέτα. Χωρίς καν να τα διαβάσω, σβήνω τα μηνύματα του Τέλη. Κλείνω το κινητό. Από την μια χαίρομαι, από την άλλη αισθάνομαι ότι στερώ από τον εαυτό μου την χαρά να τον βασανίζω για ένα ολόκληρο βράδυ. Τον φαντάζομαι να κάθεται μουτρωμένος στο δωμάτιο του, να στέλνει μηνύματα συνέχεια και να μην του έρχεται όχι απάντηση, αλλά ούτε καν η επαλήθευση ότι τα μηνύματα ελήφθησαν. Αύριο θα με θέλει ακόμα πιο πολύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Είμαι, όπως κάθε βράδυ, στο gay chat. Αριστερά στην οθόνη, το κυρίως δωμάτιο κάνει συνέχεια scroll, τίγκα στους losers που συζητάνε για τις γνωστές μαλακίες - τι φάγανε το μεσημέρι, τις απόψεις τους για το αν υπάρχει πραγματικός άντρας, ανοησίες ανάμικτες με διάφορες κακίες και εκκλήσεις για κανένα γαμήσι. Δεν συμμετέχω, εκτός και αν πληκτρολογήσω κανένα ερωτηματικό. Κάποτε έστηνα ολόκληρες συζητήσεις, τσακωνόμουνα, παθιαζόμουνα, τώρα πια μου φαίνεται εντελώς αδιανόητο ακόμα και να παρακολουθήσω τι λένε.
Από την λίστα των who's online, ανοίγω το ένα προφίλ πίσω από το άλλο.Υπνωτίζομαι καθώς διαβάζω τα stats και τις περιγραφές. Οι κατηγορίες είναι δυο, εξίσου προβλέψιμες. Οι μισοί ψάχνουν για σεξ, ειδικά αν είναι αρκετά ωραίοι και νέοι ή αρκετά γέροι και απελπισμένοι. Οι άλλοι μισοί ψάχνουν για κάτι παραπάνω, ειδικά αν είναι άνθρωποι που δεν θα ήθελες καν καφέ να πιεις μαζί τους. Το δικό μου profile ανήκει σε εκείνη την εκνευριστική κατηγορία που έχει πρόβλημα να δεσμευτεί με οποιαδήποτε από τις δυο αυτές κατευθύνσεις- ψάχνω και σεξ και (ίσως) κάτι παραπάνω, φέρνοντας έτσι σε αμηχανία τον οποιονδήποτε μπορεί να με γούσταρε από την φωτό μου.
Στέλνω μηνύματα με το τηλέφωνο μου σε όποιον φαίνεται αρκετά καυλιάρης από την φωτογραφία ή αρκετά ακίνδυνος από την περιγραφή. Σπάνια απαντάνε, αλλά όποτε συμβαίνει αναθαρρώ για λίγο, σαν να καθησυχάζεται η αγωνία μου για το αν θα ξανακάνω σεξ ποτέ στην ζωή μου. Με μερικούς, κλείνω ραντεβού, με όσους γουστάρουν ρίχνω κάνα πήδο. Αν το γαμήσι δεν είναι τελείως χάλια, κρατάω επαφή. Μόλις αρχίζει η πραγματικότητα και επιβεβαιώνει την ύπαρξη της, το διαλύουμε.
Έχω σταματήσει να στεναχωριέμαι για αυτήν την κατάσταση. Θεωρώ πια ότι είναι ένα καθεστώς στο οποίο πρέπει να προσαρμοστώ αν δεν θέλω οριστικά να μείνω στο απόλυτο περιθώριο. Πως να στεναχωρηθώ άλλωστε χωρίς να αισθανθώ ότι είμαι ένας ηλίθιος που μηρυκάζει το προφανές; Τι να αναλύω δηλαδή, το ότι είναι πολύ δύσκολο για έναν ομοφυλόφιλο να κάνει σχέση επειδή η συντριπτική πλειοψηφία προτιμάει την έλλειψη συναισθηματικής υπευθυνότητας που προσφέρουνε τα one nite stands; Είναι σαν να λες ότι είναι πολύ βαρετό να δουλεύεις επειδή πρέπει να πληρώσεις το νοίκι. Αληθινό, αλλά άνευ σημασίας.
Δίπλα μου, το κινητό κάνει ηχάκια κάθε λίγο και λιγάκι, όποτε κάποιος μπαίνει ή βγαίνει από το δωμάτιο του τηλεφωνικού chat. Εκεί, τα πράγματα είναι ακόμα πιο φαντασματικά, μιας και δεν παίζουνε ούτε φωτογραφίες, ούτε εκτενείς περιγραφές. Είναι απίστευτο το πως οι άνθρωποι καταφέρνουν και συμπτύσσουνε την ύπαρξη τους μέσα σε δυο-τρεις λέξεις ενός sms. Από την άλλη είναι και σωτήριο, μιας και κανείς δεν ενδιαφέρεται για τίποτε περισσότερο από σωματικές αναλογίες και προτιμήσεις στο κρεβάτι.
Που και που τσεκάρω κανένα nickname, αν ακούγεται αρκετά καβλωτικό στέλνω prive τον αριθμό μου. Συνήθως είναι κάτι σαλταρισμένα εικοσάχρονα από την επαρχία που ψάχνονται για phone sex ή κάτι κομπλεξικοί παντρεμένοι που μιλάνε με ψιθυριστές φωνές κλεισμένοι στην τουαλέτα, κρυφά απ' την βρομερή, διανοητικά καθυστερημένη γυναίκα τους. Καμιά φορά, αν είναι η τυχερή μου μέρα, πετυχαίνω κανένα ξέμπαρκο και κλείνω ραντεβού. Δεν έχω κανένα κριτήριο επιλογής, αρκούμαι στο να με θέλουνε, προσπαθώ να δω πως μπορώ να εκμεταλλευτώ την απρόσμενη αυτή προτίμηση τους. Συνήθως το καταφέρνω απλά κλείνοντας τα μάτια και ευχαριστώντας τον Θεό που έχω την πολυτέλεια να μην μου αρέσει κάποιος.
Το πιο ωραίο είναι όταν μιλάω στο τηλέφωνο και συγχρόνως πληκτρολογώ στο δίκτυο. Οι πολλαπλές στρώσεις από απρόσωπη λαγνεία εξ' αποστάσεως με κάνουν να αισθάνομαι ότι κάτι συμβαίνει. Τώρα περιμένω να με πάρει ένας τύπος από το τηλεφωνικό chat ενώ ταυτόχρονα έχει μπει στο δίκτυο ο τυπάκος από το χωριό που δήθεν είναι ξετρελαμένος μαζί μου. Του ανοίγω pvt. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί και να κατέβει Αθήνα κάποια στιγμή, να κάτσει κανένα γαμήσι, καλό είναι να καλλιεργείς καβάντζες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Το' ξερα ότι δεν θα απαντήσει στα μηνύματα. Δεν θα στείλω άλλα, το έχει κλειστό, δεν γουστάρω να νομίζει ότι πολυθέλω. Όσο επιμένω τόσο κάνει την αδιάφορη, στάνταρ φάση, όπως όλες οι γκόμενες. Έχει νυχτώσει για τα καλά, βαριέμαι να βγαίνω στο κρύο για καφέδες κι έτσι. Από το σαλόνι ακούγεται η τηλεόραση, ανάμικτη με τα μουγκρητά του πατέρα μου, ήχους από την κουζίνα, η μάνα μου μαζεύει τα πιάτα. Δυναμώνω την μουσική, ευτυχώς που υπάρχει το Kazaa.
Ανοίγω το pc, μπαίνω στο chat. Ως συνήθως είναι μέσα ο τύπος που με έχει καψουρευτεί, όλο μου λέει να κατέβω Αθήνα, να τα πούμε κι έτσι. Τι να λέω τώρα, ότι δεν έχω φράγκα ένα σουβλάκι να φάω; Άσε που δεν γουστάρω να μείνω σπίτι του και να μου την πέφτει, όχι ότι κομπλάρω, αλλά δεν έχω πάει με άντρα και δεν ξέρω και αν γουστάρω κιόλας. Είναι και πουρό ο καριόλης, πατημένα τα τριάντα λέει.
Μου ανοίγει pvt, τι γίνεται, το πάει αδιάφορα και καλά στην αρχή. Σε δυο-τρεις φράσεις θα αρχίσει πάλι τις προστυχιές και θα με καυλώσει, δεν θα ξέρω πάλι τι να κάνω. Έχει πολύ βρόμικο μυαλό, ξέρει να με κάνει τούρμπο. Αυτό που γουστάρω πιο πολύ σε δαύτονα είναι ότι ξέρει την θέση του, δεν προσπαθεί να μου κάνει κήρυγμα για το αν είμαι gay και λοιπές μαλακίες. Δεν με έχει καν ρωτήσει αν προτιμάω άντρες ή γυναίκες, το όλο θέμα είναι γύρω από μια καύλα που δεν έχει όνομα.
Που και που, μου μιλάει για τον εαυτό του, μένει μόνος του, θα ήθελε να έχει κάνα γκόμενο για συντροφιά και τέτοια. Τον λυπάμαι, αλλά δεν του το λέω. Πετάω κάτι ξώφαλτσα ότι αν συναντηθούμε ποτέ μπορεί να γίνουμε φίλοι, ποτέ δεν ξέρεις. Μακάρι μου γράφει, και αισθάνομαι ότι έχω καβατζάρει μια ώρα κουβέντα ακόμα.
Για μένα δεν του 'χω πει τίποτε συγκεκριμένο εκτός από ηλικία, ύψος και τα λοιπά. Ούτε συζήτηση για το που είμαι - ένα επαρχία του' φτασε, είναι ξύπνιος, δεν ρωτάει. Εδώ και καιρό μου έχει δώσει το κινητό του, αλλά λίγο οι αφραγκίες, λίγο η κόμπλα, δεν τον έχω πάρει. Φυσικά δεν του έχω δώσει το δικό μου, και δεν μου το έχει ζητήσει. Έχω περιέργεια να ακούσω την φωνή του ώρες-ώρες, από βαρεμάρα και μόνο, αλλά είναι τα κινητά πανάκριβα γαμώτο.
Το μόνο που ξέρω για κείνον είναι το πως μοιάζει - έχει φωτογραφίες στο profile του, γυμνές, χωρίς μούρη, αλλά μου' χει στείλει και την φάτσα του με mail. Ένας κανονικός άντρας, δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου, καμία σχέση με κραγμένη. Τουλάχιστον αν τύχει και βρεθούμε δεν θα ντραπώ να κάτσω για κανένα καφέ μαζί του.
Που και που σκέφτομαι τι πακέτο θα' τρωγα αν μάθαινε κανένας ότι μιλάω με πούστηδες στο chat. Θα έπρεπε να την κάνω από το χωριό επί τόπου, δεν το συζητάω. Καμιά φορά σκέφτομαι αν μπαίνει κανένας άλλος απ' τα μέρη μας. Πετυχαίνω που και που μερικούς που λένε ότι είναι από κοντινές πόλεις, αλλά με πιάνει κρύος ιδρώτας και μόνο που διαβάζω το όνομα της πόλης δίπλα στο όνομα τους. Το προφίλ μου δεν γράφει τίποτε απολύτως, θα μπορούσα να είμαι ο οποιοσδήποτε, αλλά φοβάμαι τόσο πολύ που νομίζω ότι θα μπορούσαν να με δούνε πίσω από την οθόνη.
Τελικά, ο τυπάκος που με γουστάρει πρέπει να είναι καλό παιδί. Ούτε πολλά ρωτάει, ούτε ζητάει τίποτε - του φτάνει να του λέω τι θα γούσταρα να του κάνω αν βρισκόμασταν, όποτε δεν έχω και τίποτε να του πω, μου δίνει ιδέες αυτός. Όποτε το πράγμα χοντραίνει πολύ, από την καύλα κάνω κεφάλι και κυκλοφορώ σαν κοτόπουλο για ώρες μετά. Μόλις το ξεπερνάω, αισθάνομαι ένα σίχαμα για την όλη φάση. Δεν θέλω να ξέρω τον εαυτό μου, το chat, τον τύπο, τίποτε από όλα αυτά. Ξέρω όμως, ότι λίγο η καύλα, λίγο η βαρεμάρα, λίγο η ευκολία του πράγματος, θα βρεθώ ξανά στην οθόνη. Κατά ένα περίεργο τρόπο όσο πιο πολύ το μετανιώνω κάθε φορά, τόσο πιο πολύ το θέλω την επόμενη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Αυτό που μου κάνει εντύπωση στην παρουσιάστρια, είναι οι εκφράσεις που παίρνει το πρόσωπο της καθώς ακούει τα τηλεφωνήματα. Σαν να στεναχωριέται η ίδια για αυτά που ακούει, σαν να σηκώνει το βάρος της δυστυχίας του καθενός στην πλάτη της. Καμιά φορά θυμώνει κιόλας, ειδικά όταν παίρνουνε κάποιες και λένε ξεδιάντροπα τα δικά τους, λες και υπερηφανεύονται που κερατώνουνε τον άντρα τους η που' χει μπλέξει η κόρη τους με πορνεία.
Η πόρτα ανοίγει, και μαζί με τον κρύο αέρα μπαίνει η κόρη μου. Ακουμπάει τα βιβλία της, βγάζει το μπουφάν της και σκύβει να με φιλήσει - μυρίζει λακ και αμμωνία από το κομμωτήριο. Της λέω ότι έχει φαΐ στην κουζίνα. Πάει μόνη της χωρίς να πει κουβέντα, ξέρει ότι αν δεν τελειώσει η εκπομπή δεν πρόκειται να σηκωθώ από τον καναπέ. Δίπλα μου, η πεθερά μοιάζει να μην έχει καταλάβει καν ότι έχει γυρίσει η εγγονή της, κοιτάει την τηλεόραση μουγκά, με βλέμμα δύσπιστο.
Το θέμα σήμερα είναι για κορίτσια που ξεκίνησαν μοντέλα και κατέληξαν στο πεζοδρόμιο. Δεν με ενδιαφέρει και πολύ, δεν έχουμε τέτοια στα μέρη μας. Μόνο αν πάρει καμιά μάνα για την κόρη της συγκινούμαι, έρχεται στο νου η δική μου. Δεν μπορώ όμως και να νιώσω και πολλά, είναι τόσο μακριά όλα αυτά από εμάς και αυτά που ζούμε. Το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να μας βρει είναι να έκανε κανένα εξώγαμο, και δεν νομίζω ότι η κόρη μου είναι τόσο αγαθιάρα.
Η εκπομπή τελειώνει. Ακούω το αμάξι απ' έξω, ήρθε και ο άντρας μου. Τώρα είναι η σειρά των ειδήσεων, της μπάλας. Το σαλόνι δεν ανήκει πια σε μένα και στην πεθερά μου, σηκωνόμαστε και πάμε να μαζευτούμε στην κουζίνα. Λέω να φτιάξω κανένα γλυκό, αύριο είναι και η γιορτή του αδερφού μου.
Ο άντρας μου μπαίνει μέσα, μου λέει ένα γεια σχεδόν μέσα απ' τα δόντια. Δεν ξέρω αν με στεναχωρεί που έχουμε πάψει να είμαστε ζευγάρι εδώ και χρόνια. Η σκέψη να με αγκαλιάσει ή να με φιλήσει μου είναι πια τόσο ξένη, ξεχασμένη ιστορία. Σχεδόν προτιμάω που είναι έτσι τα πράγματα. Είναι σαν να μην ήμασταν ποτέ ερωτευμένοι, σαν να έχουμε παραδεχτεί και οι δύο μας ότι ο σκοπός που είμαστε μαζί είναι η ελάχιστη παρέα που κάνουμε, η βολή, η συνήθεια. Δεν μπορώ να φανταστώ να ήμουνα μόνη μου, και σίγουρα ούτε κι αυτός. Είμαι σίγουρη ότι έχει κάποια γκόμενα, αλλά δεν θέλω να το ψάξω, τι νόημα θα είχε ούτως ή άλλως. Στην ηλικία που είμαι πια, πατημένα τα πενήντα, τι θα κάνω, διαζύγιο θα του ζητήσω; Και μετά, ποιος άντρας θα γυρίσει να με κοιτάξει;
Η κόρη μου έχει φάει, και έχει παρατήσει τα πιάτα της στο νεροχύτη. Όσες φορές και αν της πω να τα βάλει στο πλυντήριο, δεν την νοιάζει. Κλεισμένη θα είναι πάλι, στο δωμάτιο της, και θα μιλάει στο τηλέφωνο, ξεφυλλίζοντας περιοδικά. Από το να γυρνάει δεξιά και αριστερά, σαν την κόρη της Τασίας, καλύτερα έτσι.
Η πεθερά μου απλώνει το φύλλο για κανταΐφι. Κάνω βόλτες γύρω της, τα υλικά είναι πάνω στο τραπέζι, ακούω την φωνή της να δυναμώνει από την χαρά που νιώθει με την διαδικασία. Προτού κλείσω τα κουρτινάκια της κουζίνας, ρίχνω μια ματιά στο σκοτάδι απ' έξω. Με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά καθώς σκέφτομαι ότι η νύχτα αυτή δεν θα μου φέρει τίποτε άλλο εκτός από μια μέρα ίδια με την προηγούμενη. Κάνω τον σταυρό μου, για να διώξω το άσχημο αυτό συναίσθημα, να ευχαριστήσω τον Θεό που είμαστε όλοι καλά. Μου φτάνει το σταυροκόπημα για να γεφυρώσω την απόσταση από την ανεξήγητη αγωνία που με έπιασε μέχρι να καταπιαστώ κι εγώ με το κανταΐφι, να ξεχαστώ με το μαγείρεμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Κάτω από τα νύχια μου είναι μαζεμένα ίχνη από το κομμωτήριο. Τα ξεκολλάω, περνώντας τα από την άκρη των δοντιών μου. Hδονίζομαι με την χημική πίκρα που απλώνεται καθώς οι μικροποσότητες λιώνουν στο στόμα μου. Mπογιές, λακ, ασετόν ποιος ξέρει τι άλλο.
Ακούω , χωρίς να δίνω βάση, την κολλητή μου να λέει μπούρδες για τον γκόμενο που γουστάρει στο σήριαλ, για το πως της την έπεσε ο Γιώργος, για το πως δεν γουστάρει την Κατερίνα που θέλει να μπει ανάμεσα τους. Είναι η κόρη της Τασίας, της έχουνε βγάλει όνομα στο χωριό, εύκολη και έτσι. Αν άκουγες τι λένε για αυτή θα νόμιζες ότι είναι καμιά μοιραία γυναίκα. Η αλήθεια είναι ότι είναι χαζή και αγαπησιάρα η κακομοίρα, κάθεται να την μπαλαμουτιάζει ο κάθε μαλάκας. Εγώ την γουστάρω για δυο λόγους. Ο ένας είναι ότι δεν της καίγεται καρφάκι, κυρίως επειδή δεν καταλαβαίνει καν τις της συμβαίνει. Ο άλλος είναι ότι μου τα λέει όλα με το νι και με το σίγμα και διασκεδάζω με τα παθήματα της χωρίς να πληρώνω εγώ το κόστος από την κάθε απογοήτευση ή το κάθε ρεζιλίκι της.
Στα πόδια μου έχω μια στοίβα από περιοδικά που δανείστηκα από το κομμωτήριο. Το γυαλιστερό χαρτί τους είναι από μόνο του απόλαυση, είναι η αφή που θα ήθελα να έχουνε τα πάντα στον κόσμο. Πίσω από αυτή την γυαλάδα όλα είναι τέλεια. Κοιτάω τις εικόνες, τα πρόσωπα, τα ρούχα, τους χώρους, δεν χορταίνω. Στραβοκαταπίνω από τον πόθο που αισθάνομαι για να βρεθώ κι εγώ μέσα σε όλα αυτά. Διαβάζω τα πάντα μέσα στις σελίδες τους, μέχρι και τις διευθύνσεις καταστημάτων, τις τιμές, τα ονόματα των συνεργατών. Είμαι σίγουρη ότι αν μια μέρα καταφέρω να τρυπώσω σε αυτόν τον μαγικό κόσμο κανείς δεν θα καταλάβει ότι είμαι μια άσχετη κοπελίτσα από χωριό, όλοι θα νομίζουνε ότι μεγάλωσα μέσα στα λούσα.
Πάνω που είχα ξεχάσει ότι μιλάω στο τηλέφωνο, και είχα χαθεί κοιτώντας το φορέματα στα Όσκαρ, ακούω την φίλη μου να σιγόκλαιει. Αναγκάζομαι να της δώσω σημασία, την ρωτάω τι έχει. Καθυστέρηση και τέτοια. Παγώνω για μια στιγμή, είναι σοβαρό αυτό. Την ρωτάω αν είναι σίγουρη, μου λέει ναι. Δεν κολλάω καθόλου, της λέω ότι πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε λεφτά, να πάμε σε καμιά γειτονική πόλη να το ρίξει. Εκείνη είναι τόσο μπερδεμένη που δεν καταλαβαίνει καλά καλά τι της λέω, κάτι μπούρδες μου πετάει για γάμους και τέτοια. Υπομονετικά της εξηγώ ότι δεν παίζει αυτό, αν πάει και πει στον Γιώργο τίποτε τέτοιο θα κάνει ότι δεν την ξέρει, αν το μάθουνε οι γονείς του θα γίνει το έλα να δεις. Μπήγει ακόμα πιο δυνατά κλάματα, συνειδητοποιεί φαίνεται ότι το τελευταίο πράγμα που είχε ο Γιώργος στο μυαλό του όταν την γκάστρωνε ήταν ο γάμος.
Το σχέδιο κλασικό, εύκολο να το καταστρώσουμε. Τα λεφτά θα τα βρει ο Γιώργος, δεν μας νοιάζει πως. Μέχρι το νοσοκομείο θα μας πάει ο Τέλης, θα βρούμε μια δικαιολογία να τον φλομώσουμε, το πολύ πολύ να του κάνω εγώ τα γλυκά μάτια και να μην ρωτήσει καν. Την ορκίζω να μην κάνει καμία μαλακία και πάει να το πει σε καμιά μάνα της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Θα μπορούσα να έχω επενδύσει σε ένα ωραίο εκτροφείο ανθρώπινων οργάνων, να καλλιεργώ ένα χωράφι από σώματα, ζωντανά, αλυσοδεμένα εκ γενετής στους ανήλιαγους προθάλαμους της τελικής τους εκμηδένισης. Θα μπορούσα να κερδίζω από αυτό που όταν το έχεις το σπαταλάς χωρίς σκέψη σε τραπεζώματα με συγγενείς και δόσεις στην βιομηχανία καπνού. Τα νεφρά, την καρδιά, τα μάτια σου. Δεν αισθάνομαι ενοχές. Από μόνοι τους οι άνθρωποι επιλέγουν να ζουν ζωές ασήμαντες, δεν είμαι εγώ αυτός που ελέγχω την μοίρα τους.
Είμαι γιατρός, κάτι που έχει να κάνει περισσότερη σχέση με τον θάνατο απ' ότι νομίζετε.
Καταφέρνω με το ζόρι να πληρώσω τα χρέη μου κάθε μήνα, δουλεύοντας απάνθρωπες ώρες στο βρόμικο αυτό νοσοκομείο. Ζω κυρίως από τις κρυφές εκτρώσεις, συχνά προχωρημένες. Τις απολαμβάνω αυτές τις μικρές σφαγές, από την πρώτη μέρα κιόλας. Το μόνο που σκέφτομαι πια είναι τα λεφτά που χάνω, μιας και αν το γεννούσε το ρημάδι θα μπορούσα να το πουλήσω ή να αρχίσω σιγά σιγά το εκτροφείο οργάνων που ονειρεύομαι. Η παραίτηση είναι γλυκιά στιγμή στην ζωή όλων μας, ένας περίεργος τρόπος να μπαίνουν όλα σε τάξη.
Δυο απανωτά λάθη - ο γάμος μου και οι σπουδές μου - με κλείδωσαν σε αυτό το αδιέξοδο. Τώρα έχω μόνο την λαχανί λαδομπογιά στους τοίχους για συντροφιά. Ούτε το κάπνισμα δεν έχω καταφέρει να κόψω, αλλά πώς; Έχω και τίποτε άλλο να κάνω με τα χέρια μου εκτός από το να πετάω έμβρυα στα σκουπίδια ή να σκαλίζω κακοφορμισμένους προστάτες;
Η πρώτη μου συμφιλίωση με την φρίκη ήρθε την ημέρα που έκανα μια αναισθητική ένεση στο μουνί μιας υστερικής πενηντάρας. Αφού είχε τραβήξει κάτι ξυραφιές στα σκέλια της, είχε χάσει την λαλιά της. Αντίθετα με όσα νομίζουνε οι περισσότεροι, η υστερία είναι μια βουβή, αυτιστική ψυχολογική κατάσταση. Όταν η άρρωστη άρχισε να συνέρχεται, και ο πόνος από τις πληγές στα όργανα της άρχισε να επιστρέφει, μου είπε με τον πιο ψύχραιμο τόνο ότι προτιμάει να πετσοκόβεται αντί να υπομένει την αδιαφορία του άντρα της. Ο πόνος, και η εξαθλίωση, από εκείνη την ημέρα, άρχισαν να μου φαίνονται περισσότερο σαν κράτη επιθυμίας και αναγκαίος εξορκισμός μιας ζωής εν τάφω. Πριν, είχα τις αμφιβολίες μου.
Έτσι, ελαφρά υπερόπτης, αλλά ποτέ κριτής, περιποιούμην τις κακοποιημένες νοικοκυρές, τις έγκυες εφήβους, τις κατατονικές γριές, τις ετοιμοθάνατες κάθε είδους, τις πρησμένες από το αλκοόλ και τους καρκίνους κοιλιές των πενηντάρηδων, τα κομμένα πόδια από τις μηχανές, τα σαλεμένα μυαλά απ' τα ναρκωτικά, τα περίπλοκα τραύματα στα σώματα των παιδιών που προπονούνταν από τους σαδιστές γονείς τους για μία ζωή ατέρμονου πόνου. Όταν πούλησα το πρώτο παιδί, δεν πρόλαβα να χαρώ τη μίζα μου, χρωστούσα ένα κάρο λεφτά σε γραμμάτια και εφορίες. Παρ΄ όλα αυτά θαύμασα την έλλειψη δισταγμού που έδειξα δίνοντας το μωρό σε εκείνο τον άγνωστο. Αισθάνθηκα αγαλλίαση, σαν να έπαιζα επιτέλους σωστά τον ρόλο που έπρεπε σε αυτή την αλυσίδα τρόμου που γεννήθηκα να υπηρετώ. Όταν είσαι από την μεριά του κακού λούζεσαι από ένα αίσθημα υπερβολικής ελευθερίας. Καμία συνέπεια δεν είναι ικανή να σε αποτρέψει από την απόλαυση του να ανατρέπεις κάθε ιερό και όσιο.
Ενώ τα σκέφτομαι όλα αυτά, ξαφνικά επιστρέφω στο εδώ και τώρα. Ελπίζω να έχουν φράγκα αυτά τα κωλόπαιδα, να μην έμεινα για την έκτρωση άδικα, η γυναίκα μου θα με τσακίσει, έχουμε και τις δημοτικές εκλογές μεθαύριο, τραπεζώματα, άσε.
Τα χέρια μου είναι βρόμικα, ίχνη από αίμα βρίσκουν τον δρόμο μέχρι τα νύχια, κάτω από τα χειρουργικά γάντια. Ξύνοντας την σιχαμένη μύξα από το μουνί της ξεκωλιάρας που μουγκανίζει αναίσθητη στο ιατρείο μου, αναρωτιέμαι αν η κολλητή της θα γούσταρε να την κατούραγα στην μούρη. Δεν θα με χάλαγε να έτρωγα και τα σκατά του γκόμενου της. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
"Αγαπητέ μου Μένιο, πες μου, τι πιστεύεις για την έξαρση της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο;" άκουσα την παρουσιάστρια να λέει, στον πως τον λένε, τον καθηγητή, δεν θυμάμαι τώρα. Άλλη μέρα σήμερα, μπορεί χτεσινή, μπορεί αύριο, οι ίδιοι πάντα ήχοι από το στόμα της πεθεράς μου. Κανταΐφι δεν ξαναφτιάχνω πάντως, πέταξα το μισό στα σκουπίδια, όλες φοβούνται μην παχύνουνε και δεν τις βγάλει εξώφυλλο το Marie Claire.
"Αγαπητή μου Νένα," απαντάει ο καθηγητής στην εκπομπή, "η παιδική πορνογραφία δεν είναι παρά μια έκφραση της ανάγκης μας για επιστροφή στην αθωότητα. Ζούμε σε σκληρές εποχές, και ένα άσπιλο παιδί είναι το σφάγιο που μας λυτρώνει, το αντίδοτο στην φρίκη. Ζούμε υπό το ολοκληρωτικό καθεστώς της πορνοκρατίας δεν είναι πλέον ένας κριτικός όρος και μόνο. Είναι μια πραγματικότητα!
Ο συνδυασμός πορνογραφίας και τρομοκρατίας είναι ένα γενικευμένο ηθικό ατύχημα της επικοινωνιακής εποχής, μια νοηματική κατάρρευση των ανθρωπιστικών αξιών σε τηλεματικό χρόνο. Η πορνοκρατία ισχύει πια στο πεζοδρόμιο. Κάθε είδους άνθρωποι, συλλογικά, εγκαταλείπουν την ελευθερία τους στα χέρια κάποιου, ανθρώπου, εταιρίας η ιδέας. Ο δεσμοφύλακας, αυθαίρετα, τους παρέχει την απόλυτη ψευδαίσθηση, η φυλακή που επιλέγουν είναι το άλλοθι για την ανευθυνότητα τους, η αθώωση τους λόγω έλλειψης επιλογής.
Η δουλεία, στην επιλεκτική της μορφή, ως ερωτικοποίηση ή ιδεολογικοποίηση της στέρησης της ελευθερίας, επιστρέφει τους ανθρώπους στην ηλικία εκείνη που δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, τους ξανακάνει παιδιά, όχι περισσότερο δέσμια απ΄ όσο είναι τα περισσότερα παιδιά απ' τους γονείς τους.
Αργότερα, ανακαλύπτεις το παιδί μέσα σου προκειμένου να εγκαταλείψεις τις ευθύνες έξω σου.
Αυτή την ασυνειδησία μάθαμε πρώτα, πίσω από αυτήν αισθανόμαστε ασφαλείς, αυτή η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην ενήλικη ελευθερία τρέφει το καθεστώς της πορνοκρατίας, ένα καθεστώς που κατ' εμέ θα διαδεχθεί ολοκληρωτικά τον καπιταλισμό ως η κυριαρχική παγκόσμια ιδεολογία.
Ένα ακόμα σύμπτωμα της πορνοκρατίας είναι το Ισλάμ. Αρκεί να δείτε την εκμηδενιστική Ισλαμική αντιμετώπιση απέναντι στην σεξουαλική ελευθερία. Σκέψου ότι οι γυναίκες εκεί ευνουχίζονται, δηλαδή, είναι de facto δούλες. Σε τι εξυπηρετεί αυτό; Ο καταναγκασμός του δούλου από το alter ego του, τον Αφέντη, δίνει το τέλειο ιδεολογικό άλλοθι σε όλους. Ο δούλος δεν φταίει, επειδή αναγκάστηκε δια της βίας να απολέσει την ελευθερία του. Ο Αφέντης απαλλάσσεται, επειδή απλά ικανοποίησε την αυτοκαταστροφική ορμή του δούλου, ο οποίος αν δεν δέχονταν την δουλεία του ως δίκαιη, θα επαναστατούσε, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της ρήξης.
Και στην Ευρώπη όμως, η εθελοντική στέρηση δικαιωμάτων, και άρα των συνεπειών τους, δεν είναι άγνωστη. Το ήξερες ότι το www.slaveformaster.com, ένα site που σκοπός του είναι η σύναψη σχέσεων μεταξύ Αφεντών και σκλάβων, αποκτάει 14.000 νέα μέλη την εβδομάδα;
Σε οποιοδήποτε δυτικοευρωπαϊκό κανάλι και να κάνεις zapping, θα διαπιστώσεις ότι ο πόνος και τα βασανιστήρια είναι το αγαπημένο θέμα συζητήσεων, σπλάτερ διακοσμεί τα καλύτερα σαλόνια και τηλε-παράθυρα. Οι χειρουργικές επεμβάσεις είναι πράξεις με όλο και πιο ασαφή κίνητρα, τα πιο δημοφιλή ριάλιτι παρακολουθούν τους παίκτες καθώς γλιστράνε από το ένα χειρουργείο στο άλλο, προκρούστειες διασημότητες στιγμής.
Πότε άρχισε ο καπιταλισμός να τεμαχίζει τους δούλους του; Πως επήλθε αυτή η κοινωνική μετάλλαξη; Πόσο αρχαία είναι η δύναμη αυτή και τι την επικαλείται; Aμφίβολο. Στην παρούσα φάση της πορνοκρατικής έξαρσης βλέπουμε μια δημοκρατικοποίηση της ερωτικής βαναυσότητας. Η λατρεία της φρίκης εκτείνεται από τους Άγγλους και Αμερικάνους μισθοφόρους στο Ιράκ μέχρι τα πιο ερασιτεχνικά sites στον βόθρο του Internet.
Το πράγμα πήρε την αληθινή του διάσταση του όταν το πρωτοσέλιδο κάποιας Αγγλικής εφημερίδας ενημέρωνε τους πολίτες για τις μεθόδους βασανιστηρίων που εφάρμοζε ο Βρετανικός στρατός στο Ιράκ. Τότε, όλοι όσοι σερφάραμε ανώνυμα στις πιο σκληρές γωνιές του internet, αιφνιδιαστήκαμε. Όχι επειδή δημοσιοποιήθηκαν τα όσα είχαμε ήδη δει, κλικάροντας από το ένα γκροτέσκο σαδομαζοχιστικό site στο επόμενο. Οι εικόνες του σεξουαλικού εκμηδενισμού ήταν κοινό μας μυστικό. Είχαμε ήδη αναισθητοποιηθεί από την σκληρότητα της εικόνας, την βία που συναγωνίζεται το απίστευτο. Ωστόσο, το ανέφικτο της όλης ιστορίας, η άγρια χαρά που καίει τον εγκέφαλο μας, μεταφέροντας μας σε παραμορφωτικά επίπεδα σεξουαλικής διέγερσης, η λαγνεία του τρόμου, πιστεύαμε ότι θα παρέμενε πάντα εκ του ασφαλούς εξόριστη στην σφαίρα της περιθωριακής και νοσηρής επιθυμίας, της μάταιης φαντασίωσης. Δεν θα συνέβαινε επί οθόνης CNN, δεν θα είχαμε ποτέ παγκοσμιοποιημένη επιβεβαίωση ότι όλοι αυτοί οι ψηφιακοί εφιάλτες είναι αληθινοί.
Το αν ήταν ή όχι αυθεντικές οι φωτό από τις φυλακές του Άμπου Γκρέημπ δεν έχει σημασία. Άλλωστε, οι φωτογραφίες σε στοιχειώνουν περισσότερο για τα όσα αποκρύπτουν και όχι για τα όσα φανερώνουν. Το θολό και ασαφές τετράγωνο μπροστά στα γεννητικά όργανα των βασανισμένων Ιρακινών είναι η αμήχανη περιοχή όπου συναντιέται η πορνογραφία με την τρομοκρατία." "Παρακαλώ διακόψτε την εκπομπή" ακούω να ψιθυρίζει η τηλε-οικοδέσποινα, ενώ με κοιτάει κατάματα, χαμογελώντας. "Εγώ αυτό που ήθελα να πω το είπα, εξάλλου το γράφω και στο βιβλίο μου, "Η Θεωρητικοποίηση των Πάντων: Πως η σύγχρονη διανόηση κάνει τα πάντα για να μην γίνει τίποτε", της απαντάει ο καθηγητής.
Δεν καταλαβαίνω τίποτε, έχει βραδιάσει, η κόρη μου έχει εξαφανιστεί, έχει πάει βόλτα με έναν αλήτη, και εκείνη την κοκορόμυαλη την κολλητή της, και έναν άλλο, δεν τον ξέρω. Αισθάνομαι έναν κόμπο στο λαιμό, σίγουρα υπάρχει λέξη γι αυτό, δεν την ξέρω όμως. Δεν αντέχω την πεθερά μου, θέλω να την σκοτώσω αυτή την γριά που με κοιτάει όλο κατηγόρια, λες και επέλεξα εγώ να την γηροκομήσω. Ποτέ δεν μιλάει, αλλά ξέρω τι σκέφτεται. Σκέφτεται εκείνη την μέρα που της είπα ότι το γλυκό της είναι χάλια, από τότε ονειρεύεται πως θα με εκδικηθεί. Λες και που της στρώνω το κρεβάτι δεν είναι αρκετή τιμωρία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Θέλω να βάλω τους πορτιέρηδες στην σειρά, να πυροβολήσω τον πρώτο, να δω ένα-ένα τα ξυρισμένα τους κεφάλια να κομματιάζονται διαδοχικά από την ίδια σφαίρα. Θα ήταν κρίμα να σπαταλούσα και άλλες.
Σπρώχνουν εμένα, εκείνη, τον γκόμενο της μαλάκως, αυτός γελάει σαν πίθηκος. Η πρώην γκαστρωμένη είναι στο ξενοδοχείο, προσπαθεί να συνέλθει. Εμείς λέμε να το ρίξουμε έξω, όπως παλιά. Το club είναι αυτό που είναι. Μεγάλο, ψευτοχλιδάτο, απαίσιο και τίγκα. Ο dj παίζει τα μαλακισμένα του χιτάκια το ένα πίσω από το άλλο. Απόψε έχουν σκάσει μύτη και κάτι γκόμενες ψώνια, φάτσες από την τηλεόραση, μοιάζουν με διάσημες. Τις βλέπω να τρέχουν στις τουαλέτες χασκογελώντας επιδεικτικά, όπως γελάνε όλες οι γκόμενες όταν έχουν αρχίσει να γαμιούνται με επαρχιώτες ντίλερ κόκας για μια ψιλή. Τα κινητά έχουν ανάψει, οι φωτό αναμεταδίδονται αυτόματα στο internet από τα βλαχάκια που τις τραβάνε, ένα ευρώ την αποστολή.
Ο γιατρός, η έκτρωση, η φάση όλη, με καύλωσε. Σκέφτηκα τα χέρια του γιατρού να σκαλίζουν το μουνί της κόρης της Τασίας, της ηλίθιας γκόμενας του κολλητού μου, όπως ξέρω ότι ήθελε εκείνος να σκεφτώ. Ας έβγαζε τα βρόμικα γάντια πριν βγει από το χειρουργείο, να μην έβλεπα την βέρα που τσίτωνε κάτω από το πλαστικό. Σκεφτόμουν να μου χώνει όλη την γροθιά του στον κώλο, τον χρυσό κρίκο να σκαλώνει πάνω στον προστάτη.
Ξεφεύγω. Κάθε βράδυ, από το chat, παρέα με την τριαντάρα πρωτευουσιάνα αδερφή, πληκτρολογώ όλο και πιο ακραίες χοντράδες, προκαλώ το ανώμαλο μυαλό της. Δεν μπορώ να συναγωνιστώ αυτό τον πούστη, την φρίκη αλλά και την καύλα των φαντασιώσεων του. Με κάθε νέα ανωμαλία, στέλνει και από ένα link. Όποτε το κλικάρω, οι εικόνες γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές, εικόνες από κελιά, με ανθρώπους σαν ζώα, διάφορα. Με μαθαίνει πώς να καυλώνω με τον τρόμο. Αυτό δίνει μια νέα χάρη στην ζωή μου -όσο δεν τον συναντάω, τον δράκο που έκανα φίλο μου, τόσο θα είμαι καλά. Αισθάνομαι ότι αυτός ο άνθρωπος, που στην τελική δεν έχει κάνει και τίποτε άλλο από το να μου μιλάει στο τηλέφωνο, συγκεντρώνει επάνω του όλα εκείνα τα χαρίσματα που πρέπει να έχει κάποιος αρχηγός παραθρησκευτικής αίρεσης. Πειθώ, ηρεμία, λογική, ασφυκτικά επικίνδυνη επιρροή πάνω στην σκέψη των άλλων.
Βλέπω τον Νίκο, του χώνω τα φράγκα, είμαι ήδη στην τουαλέτα, μοιράζω τα χάπια, δύο στον καθένα. Εκείνη τινάζει τα μαλλιά της χοροπηδάει, έχει κάνει και κάνα δυο μυτιές με τον γιατρό στο νοσοκομείο νωρίτερα. Ο γκόμενος της γκαστρωμένης συνεχίζει να γελάει σαν ηλίθιος, δεν νομίζω ότι έχει ξαναπάρει e ποτέ.
Σε λίγο είμαι πίσω στην πίστα, αισθάνομαι ένα κομμάτι να σκάει. Το δωμάτιο περιστρέφεται σαν σκηνή από κακό ελληνικό βίντεο κλιπ, νιώθω παγιδευμένος σε μια ανάποδη εκδοχή της χορεύτριας στα λούνα παρκ, εγώ στον ρόλο της ίδιας της χορεύτριας, ο κόσμος προσπαθεί να μην ξεράσει στα πόδια μου. Δεν έπρεπε να πάρω δυο με την μία, το βλέπω να μου' έρχεται το overdose. Δεν με νοιάζει, ένα συναίσθημα ζεστό και υγρό με πνίγει, αισθάνομαι ταυτόχρονα άδειος και ελαφρύς, είμαι αλλού. Ο ρυθμός τρίζει τις σόλες των παπουτσιών μου, τα έγχορδα με κουβαλάνε πάνω από τους χορευτές.
Κάπου εκεί είναι, τους είδα, όχι, δεν είναι αυτοί, δεν πειράζει, δεν με νοιάζει. Θα τους βρω μετά, όπως τόσες και τόσες φορές, να στρίβουν στο αυτοκίνητο, ξημέρωμα, η πάχνη να κολλάει τα χαρτάκια, να κάνει την κόκα τσίχλα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Η πρώτη φορά που πλήρωσα για σεξ ήρθε αργά, εκεί στα τελευταία, σκονισμένα χρόνια πριν τα σαράντα μου. Από την πρώτη κιόλας φορά λύθηκε η απορία μου για πως μπορεί να είναι ικανοποιητική για τον πελάτη η συναλλαγή της πορνείας. Το κόλλημα μου με τους πούτανους ήταν η κλασική νεύρωση κάθε ναρκισσευόμενης αδερφής - δεν μπορούσα να δεχτώ πως όσο ανεπιθύμητος ήμουν στα 20 μου χρόνια, άλλο τόσο ανεπιθύμητος θα είμαι στα 40 μου. Υπέφερα από ένα κόμπλεξ τόσο κλισέ όσο και βαρετό. Η αναστολή αυτή εμπόδιζε επίμονα την λυτρωτική παραίτηση από τον έρωτα, μια κατάληξη που θεωρούσα μοιραία και την περίμενα με ανυπομονησία. Όλος αυτός ο τρόπος σκέψης αποδείκνυε την ηλιθιότητα μου, μιας και η βίζιτα δεν έχει να κάνει με τίποτε περισσότερο από την τριβή ενός πούτσου μέσα σε μια τρύπα. Έμοιαζα με τον κνίτη στο ανέκδοτο, που του δείχνουν το φεγγάρι και εκείνος κοιτάει το δάχτυλο. Οι πούτανοι μου έδειχναν τον πούτσο τους και εγώ, ως χαζή αδερφή, κοιτούσα την πίκρα μου.
Μπορώ να πω ότι αμέσως μόλις έδωσα το πενηντάρικο στο τσόλι, απελευθερώθηκα παντελώς από την ανάγκη μου να αρέσω στους άλλους. Λυτρώθηκα από την ζητιανιά της αρέσκειας, που μπορεί να με έκανε καλύτερο άνθρωπο στα μάτια των άλλων, καθώς με ανάγκαζε να επιλέγω αρεστές συμπεριφορές. Παράλληλα όμως, αυτή η βασανιστική αναζήτηση επιβεβαίωσης μετέτρεπε την κάθε μου στιγμή σε δικαστήριο. Μόλις συνειδητοποίησα ότι ήμουν ικανός να αγοράσω παρέα, τότε άρχισα να παίρνω την συναισθηματική κατρακύλα που τόσο δύσκολα ανέβαλα. Οι εραστές μου από εδώ και πέρα θα ήταν αποπροσωποποιημένες επιβεβαιώσεις της απελπισίας μου. Το φριχτό εδώ και τώρα είχε κερδίσει το φευγαλέο ίσως αύριο.
Πληρώνοντας ανακάλυψα πως θα υπερβώ την βεβαιότητα ότι το τσόλι δεν γουστάρει, βρήκα τον τρόπο να ξεχάσω ότι με γαμάει μόνο και μόνο για το 50άρικο. Ανακάλυψα ότι είμαι ικανός να ξεπεράσω τον εαυτό μου προκειμένου να προσηλυτίσω τον άλλον σε μένα, να του επιβάλλω εκείνο που θα κρατήσει τον πούτσο του σκληρό. Ανακάλυψα πως για να πετύχει ένα τέτοιο γαμήσι πρέπει η πουτάνα να γίνω εγώ, να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου προκειμένου να καυλώσει με την πάρτη μου το ανθρωπόμορφο τσουβάλι από σκατά που είχα επιλέξει. Αλλιώς, είχα απλά κάψει τα λεφτά μου.
Στον κόσμο του ανάποδου, εκεί που ένιωθα πιο άνετα πάντα, έβαλα τα δυνατά μου. Επέμενα εγωιστικά να την βρει μαζί μου η χαζή πουτανίτσα που είχα ψωνίσει στο chat. Μου έκανε εντύπωση το πόσο εύκολα μεταμορφώθηκα εγώ σε πόρνη και εκείνος σε πελάτη. Καθώς έσκυβα να τον πάρω στο στόμα μου, κατακάθονταν γύρω μου ακόμα μια νύχτα απογοήτευσης, απόρριψης, πλήξης, εκνευρισμού. Ο χωριάτης με είχε στήσει στο καθιερωμένο μας ραντεβού επί της οθόνης. Για την ακρίβεια με έστηνε εδώ και μέρες, ποιος ξέρει ποια μέγαιρα τον είχε κλειδώσει στο μουνί της.
Ο αγοραίος επιβήτορας μου ήταν πολύ λιγότερο από αυτό που ο χαρακτηρισμός του αποδίδει. Δεν ήταν παρά ένας αφόρητα τετριμμένος, κυνικός και ξερόλας πουστράκος, φορτωμένος με τις συνήθεις καθηλώσεις περί μπαμπάδων και αγάπης άνευ όρων, Επέμενε να με ψωνίσει παρ' όλη την κομπλεξική και επιθετική μου στάση. Ήταν γύρω στα 20.
Όταν σήκωσε την μπλούζα του, τινάζοντας την λεκάνη του και δίνοντας μου τον πούτσο στο στόμα, παρατήρησα τον ραμμένο ορίζοντα που χώριζε το σώμα του στα δύο. Ήταν μια φρέσκια ουλή, χοντρή σαν δάχτυλο, απ' άκρη σ' άκρη, στο υπογάστριο. Θύμιζε καισαρική τομή αλλά ήταν ενθύμιο από την λιποαναρρόφηση που προφανώς ξεπλήρωνε κατουρώντας σαραντάρηδες πούστηδες σαν κι εμένα.
Πριν το γαμήσι δεν σταμάτησε λεπτό να ζαλίζει το καμένο μου μυαλό με τις καλοχτενισμένες μαλακίες που ξεστόμιζε. Αφού έχυσε, ζωγράφισα, για λίγο, με το δάχτυλο, συννεφάκια, με τις πουτσότριχες του. Μέσα από το σωτήριο ημίφως της μυωπίας, τα πουτσοτριχοσυνεφάκια έμοιαζαν με καταιγίδα που σκοτείνιαζε τον σάρκινο ουρανό, μπόρα που θα ξέσπαγε όπου να' ναι, λυσσώντας μάταια πάνω στο δερμάτινο τίποτα που εκτείνονταν πέρα απ΄ τον μενεξεδένιο ορίζοντα της τεμαχισμένης του κοιλιάς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Μυρίζει άσχημα- υγρασία, ιώδιο και φτώχεια. Ακόμα και το ωχρό φως από τα φτηνά φωτιστικά βρομάει σαν στόμα γέρου. Στους τοίχους απλώνεται μια ανθισμένη ταπετσαρία, σαν να έχει ξεδιπλωθεί η πίστα ενός μπουζουξίδικου τα ξημερώματα. Το στόμα μου είναι ξερό, η τηλεόραση δείχνει μουγκή Βανδή, δεν έχω κουράγιο ούτε νερό να πιω, ούτε το τηλεκοντρόλ να πιάσω, ούτως η άλλως ξέρω τα λόγια απ' έξω, ούτως η άλλως θα βγάλω λίγο σάλιο σε λίγο.
Τα σκέλια μου είναι ακόμα μουδιασμένα από την έκτρωση, το κεφάλι μου βαρύ από τα Lonarid. Οι άλλοι έχουν πάει στο club, καλύτερα, βαριέμαι την αμηχανία τους όσο και τις εκδηλώσεις ψεύτικης συμπόνιας. Άσε που δεν αντέχω αυτό τον μαλάκα τον Τέλη, και την καψούρα που τραβάει με την κολλητή μου. Νομίζει ότι θα την γαμήσει ο μαλάκας, που να 'ξερε πόσο τον έχει γραμμένο. Όσο για τον παρ' ολίγον πατέρα του παιδιού μου, δεν χρειάζεται να με βλέπει έτσι χλομή, ιδρωμένη, ταλαιπωρημένη, μπορεί να νομίσει ότι έχει κάποια ευθύνη απέναντι μου και να την κάνει.
Νομίζει ότι την έχει γλιτώσει, πως θα πηδάει τσάμπα για καιρό, δεν σφάξανε. Το επόμενο μουτζόχεσμα θα το κρατήσω, τι θα κάνει ο μαλάκας, θα με παντρευτεί με παπά και με κουμπάρο, το αρχίδι, έτσι πρέπει.
Γυρνάω στο πλάι, πόνος σουβλίζει την μήτρα μου, τραχύ και κέρινο το μαξιλάρι, κολλάει αηδιαστικά στο μάγουλο, η μυρωδιά του παλιού στρώματος διαπερνάει τα σεντόνια. Δεν έχω ύπνο. Παίρνω ένα ακόμα Lonarid, μπας και την ακούσω, αλλά που, τζούφια είναι.
Είμαι η κόρη της Τασίας, η χαζή του χωριού, έτσι με λένε και έτσι με βολεύει. Ανοίγω τα πόδια μου για να χουφτώσει το μουνί μου ο κάθε μαλάκας. Ξέρω πολύ καλά ότι εκείνη την στιγμή περισσότερο χαίρεται που γλίτωσε από το να πληρώσει καμία ρωσίδα παρά καυλώνει για αυτό που πασπατεύει. Κάνω όμως ότι δεν καταλαβαίνω. Περιμένω την στιγμή που ένας από αυτούς θα αποφασίσει ότι τον συμφέρει καλύτερα να με αγοράσει, πιο φτηνά θα του βγει το μουνί, θα του πλένω και τα σώβρακα. Πάνω σε τέτοιες μιζέριες χτίζονται οι πιο δυνατοί γάμοι. Οι περισσότερες γυναίκες επιβιώνουν επειδή οι άντρες είναι από την μια ανίκανοι να κάνουν μπουγάδα και από την άλλη υπερβολικά τσιγκούνηδες για να τα χώνουν συνέχεια σε πουτάνες.
Σκέφτομαι την κολλητή μου. Την ζηλεύω, επειδή είναι όμορφη, επειδή θα γίνει πλούσια και διάσημη, επειδή θα τα καταφέρει. Την ζηλεύω επειδή ξέρει τι θέλει από την ζωή της, επειδή θέλει απλά. Ξέρω πως για να θες κάτι από την ζωή σου, πρέπει να έχεις ζωή. Εγώ, όπως κάθε κοντόχοντρη κατσαρομάλλα, δεν έχω ζωή, και ούτε πρόκειται. Έχω επιβίωση, αυτό είναι που με καίει, η ζωή είναι για τους πλούσιους, χέστηκα να σου πω την αλήθεια, την βλέπω και από την τηλεόραση. Όμως, αν δεν βρω έναν μαλάκα να με ταΐζει εμένα και τα καθυστερημένα που θα του αραδιάσω, τι θα κάνω; Θα πάω να δουλέψω; Ποιος θα με πάρει, να κάνω τι, να σφουγγαρίζω; Και δεν παίρνει καμιά ρωσίδα να πηδάει και τσάμπα;
Στην τηλεόραση περνάει διαφήμιση για τα καλλιστεία. Το 090 για τις συμμετοχές αναβοσβήνει πρώτα στην οθόνη, μετά στο κινητό μου. Υπνωτισμένη δηλώνω συμμετοχή, δίνω το όνομα και το τηλέφωνο της κολλητής μου. Με το άλλο μου χέρι σκαλίζω το μουνί μου, το τσούξιμο με αποτρέπει από το να σκέφτομαι το βρισίδι που θα μου ρίξει εκείνη μόλις μάθει ότι είναι υποψήφια για τα καλλιστεία εξαιτίας μου.
Συνέπειες - μαλακισμένες, πάντα εκεί, με περιμένουν, ότι και να κάνω, σαν βρομιά πάνω στο πιάτο αφού φάω, σιχαμένες, μίζερες, δεν φεύγουν με τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Το κινητό χτυπάει καθώς σκουπίζω τα κάτουρα από τον σκισμένο καναπέ μου. Πρέπει είναι 3 το πρωί, έχω χύσει ήδη με την βίζιτα, αλλά είμαι ακόμα ανικανοποίητος όπως πάντα, όπως ακριβώς προτιμώ. Κλήση από απόκρυψη - σίγουρα κάποιος βρομιάρης παντρεμένος που θέλει να χύσει κάνοντας phone sex κλειδωμένος στην τουαλέτα, ενώ η χοντρή γυναίκα του κλάνει και ροχαλίζει στο κρεβάτι, σίγουρα κανένας ξέμπαρκος αλκοολικός από το chat, σίγουρα κάποιος μαλάκας που περνιέται για σημαντικό άτομο και προφυλάσσεται μέσω απόκρυψης από τους θαυμαστές που νομίζει ότι τον κυνηγάνε. Δηλαδή, σίγουρα ο τύπος μου.
Τελικά είναι ο χωριάτης, το τεκνό που μιλάω απ΄ το chat, ο Τέλης. Περίεργο, πρώτη φορά με παίρνει εκείνος. Πρέπει να είναι λιώμα, ακούγεται σαν να μιλάει από καρτοτηλέφωνο στον δρόμο. Βροχή, κόρνες, αντιπαθητικά ετεροφυλόφιλα γκαρίσματα φοδράρουν το ψευτομάγκικο μονόλογο του. Μου λέει ότι δεν είναι στο κωλοχώρι του, έχει πάει βόλτα με τα φιλαράκια του και με σκέφτηκε.
Με ενοχλεί που δεν είναι σπίτι του - αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τηλεφωνικό σεξ. Αν δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε αυτό, τότε τι απομένει, σκέφτηκα, καθώς εκείνος που λέει ότι ετοιμάζεται να κατέβει στην Αθήνα.
Το μυαλό μου μπαίνει σε διαδικασία γρήγορων προϋπολογισμών - αν τον γουστάρω θα τον σπιτώσω, θα τον ταΐζω, θα του πληρώνω τους καφέδες, περίπου 30 euro την ημέρα. Φτηνότερα από βίζιτα, γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις σε μένα του λέω, σίγουρος ότι θα αρνηθεί. Δέχεται χωρίς αντίρρηση, ενώ ακούω να μου λέει διάφορες μαλακίες περί του ότι δεν έχει πάει ποτέ με άντρα και δεν υπόσχεται τίποτε, έχω ήδη καυλώσει. Ονειρεύομαι να περάσω ένα σαββατοκύριακο μπουκωμένος με πούτσα, το κεφάλι μου να πονάει από τον ψυχαναγκασμό του συνεχούς γαμησιού και τις μαλακίες που θα λέει. Ετοιμάζομαι ήδη να γιατροπορέψω τον αρσενικό αυτισμό του, να υποκριθώ ότι ακούω και εκτιμώ τις άναρθρες βλακείες του, να υποστώ την σιχαμένη του έπαρση. Ετοιμάζομαι να κάνω τα πάντα προκειμένου το εγώ του να μαλάζεται αρκετά ώστε να επιτρέψει στην πούτσα του να σηκωθεί. Ο μειλίχιος συναγερμός της τηλεκάρτας που τελειώνει, τουτ-τουτ-τουτ, με επαναφέρει στο σιωπηλό διαμέρισμα μου. Αρχίζω να συγυρίζω νευρικά, λες και ο ψηφιακός χωριάτης θα έρθει σε δέκα λεπτά, λες και είμαι ακόμα στην φάση που πιστεύω ότι ένα καθαρό και περιποιημένο σπίτι θα είναι ένας λόγος για να μην με εγκαταλείψει όποιος με επισκεφτεί.
Η τηλεόραση αναβοσβήνει σιωπηλή, φωτίζοντας την απομίμηση ζωής που βλέπει γύρω της με την απομίμηση ζωής που εκείνη πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι αληθινή. Αντί το ένα ψέμα να ανταγωνίζεται το άλλο, τακιμιάζουν μεταξύ τους και φτιάχνουν μια σούπα από μπλε, πράσινες και κόκκινες σκιές, μια σούπα χλιαρή, πνιγηρή, γνώριμη σαν αναγούλα.
Στρίβω ένα γάρο, και αράζω στον μισοκαθαρισμένο, μισοκατουρημένο, μισοσκισμένο καναπέ μου. Καπνίζω, η φούντα κάνει το ευλογημένο της έργο στο κεφάλι μου, ξαναγράφει το σενάριο, όλα γίνονται λιγότερο επικίνδυνα, περισσότερο υποφερτά, σχεδόν χαίρομαι. Χασικλής, πούστης, μόνος, αποτυχημένος, άφραγκος, μεσήλικας, πάμε παρακάτω, αγάπη μου, αγάπη μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Χτυπάει, ξαναχτυπάει, τίποτε. Ξύνω τ' αρχίδια μου, περνάω το δάχτυλο κάτω απ' το υγρό μου πουτσοκέφαλο, μυρίζω τα δάχτυλα μου. Στραβώνω τα μούτρα μου απ' την ξινίλα, απέχθεια και αυταρέσκεια μαζί, το ρημάδι δεν σταματάει να κουδουνίζει. Πάλι πρέπει να σηκωθώ εγώ να το απαντήσω, θα χάσω κάνα γκολ, και θα γίνει της πουτάνας. Εμ, πώς να το ακούσει η πριγκηπέσα, ακόμα δεν έχει σηκωθεί απ΄ το κρεβάτι από την ώρα που γύρισε απ' το ξενύχτι. Καθόλου δεν μου άρεσε το πόσο βιαστικά έφυγε χτες το πρωί. Μην μιλήσω για την κωλοπαρέα της, την χαζή την κόρη της Τασίας, τους δύο αλήτες, τον Τέλη και τον άλλον, τον μαλάκα, και καλά θα πήγαιναν για ψώνια και μπουζούκια, άσε, δεν μασάω εγώ. Να δεις που στο τηλέφωνο θα είναι η μαλάκω η θεια της, η κομμώτρια, και θα την ψάχνει την τεμπέλα.
Η μάνα της, άλλη από εκεί, ποιος ξέρει με ποια κατίνα κάθεται και λέει τον καφέ, γυναίκες σου λέει. Φταίω εγώ που τις αφήνω να ξεπορτίσουνε, δεν φτάνει που τις ταΐζω τις μουλάρες, πρέπει να κάνω και την τηλεφωνήτρια για πάρτη τους.
Πετάω το τηλεκοντρόλ στο τραπέζι, πέφτει πάνω στο κομπολόι και την εφημερίδα, σηκώνομαι, βρίζω. Οι παντόφλες μου έχουν κρυφτεί κάτω από την καρέκλα, πιο βρόμικες από το πάτωμα από το οποίο υποτίθεται ότι με προφυλάσσουν, σκύβω να τις πιάσω και χτυπάω το κεφάλι μου στην γωνία του τραπεζιού. Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, αν δεν είχα χάσει το αμπέλι στο μπαρμπούτι θα την είχα κάνει εδώ και καιρό για Αθήνα, θα τις είχα κλάσει, και αυτές, και τα κακαρίσματα τους. Θα έβρισκα καμιά ρωσίδα, να φχαριστηθώ γαμήσι τουλάχιστον, 65 χρονών έφτασα και ακόμα κατσίκες και μουλάρες πηδάω, το τηλέφωνο χτυπάει συνέχεια.
Σέρνομαι μέχρι την κουζίνα, σηκώνω το ακουστικό, μου μιλάει μια φωνή στρωτή, ευγενική, γραμματιζούμενη, σαν από τηλεόραση, ζητάει την κόρη μου. Πρέπει να είναι από καμία τράπεζα, ποιος ξέρει τι έχει κάνει με την πιστωτική της η βρομιάρα, πάλι θα χρωστάει. Τις φοβάμαι αυτές τις φωνές, πολιτισμένες και καθαρές, λένε τις λέξεις ολόκληρες και καθώς πρέπει, σαν να διαβάζουν φωναχτά αντί να μιλάνε. Συνήθως θέλουν λεφτά, ή ψάχνουνε κορόιδα να πουλήσουν δάνεια. Την ρωτάω τι θέλει την κόρη μου, της λέω ότι είμαι ο πατέρας της, αισθάνομαι ότι έχω τεντώσει την ραχοκοκαλιά μου όπως στην επιθεώρηση, στον στρατό.
Η γραμματιζούμενη φωνή στο τηλέφωνο μου απαντάει, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ότι η κόρη μου πρέπει να κατέβει μέχρι το τέλος του μήνα στην Αθήνα για να περάσει από τον ημιτελικό των καλλιστείων. Θα της το πω, ευχαριστώ, γεια σας, λέω με όσο πιο τηλεοπτική φωνή μπορώ, δεν είμαι δα και τόσο βλάχος.
Κλείνω το τηλέφωνο και σέρνομαι στην τηλεόραση, η ζωή με έχει ξεπεράσει, οι παντόφλες μου όμως είναι ακόμα κάτω από την πολυθρόνα. Με το ένα χέρι πιάνω το τηλεκοντρόλ, με το άλλο το κομπολόι, λες να καταφέρει να την γλιτώσει εκείνη τουλάχιστον;
Εμένα ποιος θα μου αλλάζει τις πάπιες, ποιος θα με ακούει όταν δεν ξέρω τι λέω, ποιόν θα με κοιτάει όταν δεν θα βλέπω πια, ποιος θα με θάψει πριν βρομίσω, μετά από όσα έχω κάνει εγώ και η μάνα της για εκείνη, τόσα χρόνια, τόσα λεφτά, θα κλείσει την πόρτα πίσω της και θα πάει να κάνει την πουτάνα στην Αθήνα; Αποκλείεται, αυτό δεν θα περάσει, γκοοοοοόλ!. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Από τότε που η Τασία έχασε τον άντρα της τον χασικλή, ήρθαν τα χειρότερα. Πλένει και σιδερώνει για το μισό χωριό, πάλι καλά που την αφήνουν, θα' χε πεθάνει της πείνας. Τι το' θελε κι αυτός το μπιλιαρδάδικο, ποιος ξέρει πόσα φράγκα έχασε ο μαλάκας.
Η κακομοίρα η Τασία, τον βρήκε κρεμασμένο στην αποθήκη, τον κυνηγούσανε Αλβανοί, πασόκοι, ποιος ξέρει τι χρωστούσε. Άλλοι λένε ότι του είχε σαλέψει έτσι κι αλλιώς, μιλούσε με τον θεό λέει, τσακωνόταν με τα περιστέρια στην πλατεία λένε, δεν ξέρεις τι να πιστέψεις. Εκείνη έμεινε μόνη και άφραγκη, με μόνη της παρηγοριά την ανεπρόκοπη την κόρη της, που αντί να κοιτάξει η μουλάρα να βρει κάνα καλό παιδί να παντρευτεί, μπας και ανασάνει η μάνα της λιγάκι, κάθεται η ξεδιάντροπη και την πηδάει τσάμπα όλο το χωριό.
Με τα χρόνια γίναμε φίλες, πρώτα οι κόρες μας, και μετά εμείς, της πάω κάνα ταψί σπανακόπιτα, της δίνω κάνα φράγκο να μου λέει τον καφέ, είναι και περήφανη, όχι σαν την κόρη της. Τα βγάζει δύσκολα πέρα η κακομοίρα, και όχι μόνο οικονομικά. Οι περισσότερες γυναίκες στο χωριό την έχουν κάνει πέρα, φοβούνται μήπως η αχαΐρευτη η κόρη της τυλίξει τον γιο τους, ή ακόμα και τον άντρα τους, τρέμουν μην χάσουν τον κουβαλητή, μην τον ξελογιάσει μια που όχι μόνο σκυλοπηδιέται, αλλά δεν έχει καν στον ήλιο μοίρα.
Η Τασία σιδερώνει ασταμάτητα, μιλώντας ασταμάτητα, ο μακαρίτης κάνει ότι δεν ακούει, ασφαλής πια μες την κορνίζα, κοιτάει το μίζερο σαλόνι με βλέμμα ανακουφισμένο, σαν να ανασαίνει ελεύθερα τώρα, τώρα που γλίτωσε από την μιζέρια για πάντα.
Τα λόγια της Τασίας μπερδεύονται με την φλυαρία της τηλεόρασης, κουτσομπολιά του χωριού ανάκατα με κουτσομπολιά επωνύμων, στο κεφάλι μου πλέκονται περίεργες κοτσίδες, σφιχτές πλεξούδες από ξεμαλλιάσματα ριάλιτι, από ξεμαλλιάσματα της γειτονιάς. Πίνω τον καφέ μου, δεν της απαντάω, η φωνή της, ψεύτικα δυνατή, σαν ραγισμένο ποτήρι έτοιμο να γίνει κομμάτια εκεί που δεν το περιμένεις, με νανουρίζει, η Φράνκα δεν λέει αν τα έχει με τον Κώστα, η θεια της λέει ψέματα, σιγά μην δεν έχει μιλήσει μαζί της από χτες που τσακωθήκανε μπροστά σε όλη την χώρα.
Αναποδογυρίζω το φλιτζάνι, εκείνη διπλώνει ένα πουκάμισο και σκουπίζει νευρικά τα χέρια στην ποδιά της, σαν να' ναι βρόμικα, ενώ δεν είναι, της έχει μείνει κουσούρι από τη μέρα που σφουγγάριζε τα κάτουρα, τα χύσια και τα σκατά που φύγαν απ' τον κρεμασμένο, λες και ακόμα καθαρίζει το πάτωμα της αποθήκης στο μυαλό της.
Με το που γυρνάει το φλιτζάνι, σωπαίνει για λίγο, κοιτάει πάνω από τον ώμο της λες και μπήκε κάποιος στο δωμάτιο. Δεν πάει καλά η Τασία σκέφτομαι, περιμένω να μου πει τι βλέπει στα κατακάθια, περιμένει και ο άντρας μου στο σπίτι, δεν μπορώ την μουρμούρα του. Μια γυναίκα θα με στεναχωρήσει, μια γυναίκα που αγαπάω θα φύγει από κοντά μου, μακριά, μακριά, από πολύ κοντά, θα μείνω μόνη, πιο γρήγορα απ΄ όσο νομίζω, πιο πολύ απ' όσο φαντάζομαι. Ανατριχιάζω, σταυροκοπιέμαι, τι βλακείες είναι αυτές που μου λες, πάω να της πω, το μετανιώνω, την λυπάμαι.
Συγχυσμένη, της πετάω ένα δεκάρικο στο τραπέζι, σηκώνομαι να φύγω. Ελπίζω η κόρη μου να έχει ξυπνήσει και να έχει βάλει κάνα πιάτο φαΐ στον άντρα μου, ξινός μου βγήκε ο καφές, τι κρύο είναι αυτό, έξω από την πόρτα του σπιτιού μας βλέπω το αμάξι του Τέλη, τι σκατά θέλει αυτός ο αλήτης με την κόρη μου πάλι. Είναι η ώρα εκείνη που δεν είναι ακόμα βράδυ, είναι εκείνη η στιγμή που ο θεός μας φοράει αόρατα γυαλιά ηλίου, με σκούρο μπλε γυαλί, σαν να θέλει να μας προφυλάξει από την τρομακτική θέα της μέρας που μεταμφιέζεται σε νύχτα, ο θεός μας φυλάει για να μην τυφλωθούμε από το φως που γίνεται σκοτάδι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Tης μιλάω στο κινητό μέχρι την στιγμή που χτυπάω το κουδούνι του σπιτιού της. Δεν την καταλαβαίνω, δεν με ακούει. Έφτασα όσο πιο γρήγορα γινόταν, η κλήση μετράει μόλις τρία λεπτά, δεν την έχω ξανακούσει ποτέ τόσο φοβισμένη.
Την ακούω στερεοφωνικά, ταυτόχρονα από το κινητό και πίσω από την εξώπορτα του σπιτιού της, την ακούω να ουρλιάζει, τα γκαρίσματα του πατέρα της πρέπει να τα ακούει όλη η γειτονιά. Φρικάρω, το e από προχτές φλασάρει ακόμα στο μυαλό μου σαν πυρετός, δεν ξέρω τι να κάνω, αν δεν μπω μέσα θα την σκοτώσει, αν μπω μπορεί να σκοτώσει και μένα. Πάνω που είχα κλείσει το τηλέφωνο με την πρωτευουσιάνα αδερφή, πάνω που κανόνιζα το πότε θα κατέβω στην Αθήνα, μπας και της φάω κάνα φράγκο, μπας και ξεχρεώσω την έκτρωση που αναγκάστηκα να πληρώσω εγώ, εγώ, ο λεβεντομαλάκας ο Τέλης, για να μην αναγκαστεί ο κολλητός μου να παντρευτεί την κόρη της Τασίας, την ηλίθια που γκάστρωσε ο μαλάκας. Ας μην είχα διαλύσει το αμάξι της μάνας του πέρσι και θα σου' λεγα που θα τον έγραφα και αυτόν και την γκαστρωμένη του.
Δεν πρόλαβα να κλείσω με την τριαντάρα Αθηναία αδερφή, ακόμα σκούπιζα τα χύσια απ' την κοιλιά μου, και με παίρνει εκείνη. Για μια στιγμή μου πέρασε απ΄ το μυαλό ότι ήθελε να την πάω πουθενά με το αμάξι, αλλά μετά είδα ότι ήταν περασμένες 12, τι σκατά να θέλει μες την νύχτα, λες να γουστάρει κάνα πήδο; Δεν πρόλαβα να χαρώ την σκέψη, τα αναφιλητά της με έκαναν να τρέξω, πηδάω μες στο αμάξι, φτάνω σπίτι της σφαίρα.
Η πόρτα είναι ανοιχτή, σπρώχνω, μπαίνω. Βλέπω τον γέρο της να έρχεται κατά πάνω μου, τυφλός από θυμό, κρατάει κάτι, ένα σκουπόξυλο, κάνω στην άκρη, εκείνος με μια κίνηση γκρεμίζει το σύνθετο, πορσελάνες, μπιμπελό, πως τα λένε, σπάνε με την μία, σε μεγάλα κομμάτια, γεμίζει η φλοκάτη αποκεφαλισμένα ελαφάκια, φούστες από χωριατοπούλες, λουκούμια, μπομπονιέρες. Θα τα κάνω όλα λίμπα, θα σε σκοτώσω, πουτάνα, ουρλιάζει, έξαλλος, το κεφάλι του τρέμει, οι φλέβες πράσινες κόντρα στα αναψοκοκκινισμένα του μηνίγγια.
Κοιτάω ανήσυχος προς το δωμάτιο της, η πόρτα είναι κλειστή, την φωνάζω. Εκείνη ουρλιάζει, έλα γρήγορα, μπες μέσα, η πόρτα ανοίγει και κλείνει με την μια, κλειδώνει αλαφιασμένη. Ο μπάρμπας της κλωτσάει την τηλεόραση, δεν ξέρω καν αν με είδε, τόσο σαλταρισμένος είναι.
Το δωμάτιο της είναι άνω κάτω, στο κρεβάτι της μια βαλίτσα, μου δίνει ένα γάρο, το παίρνω, δεν μπορώ καν να σκεφτώ, την ρωτάω τι συμβαίνει. Εκείνη σκουπίζει τα δάκρια της, με κοιτάει με μάτια που γυαλίζουν, παίρνει ένα τηλέφωνο, μιλάει στην γκόμενα του κολλητού μου, την κόρη της Τασίας, την βρίζει. Αν κατάλαβα καλά, η παρ' ολίγον ανήλικη μητέρα και σύζυγος, την έμπλεξε κάπου, σε καλλιστεία, δεν καταλαβαίνω. Τι θα απογίνω τώρα μου λες, ο πατέρας μου θα με σκοτώσει μωρή, χάρη θα σου κάνω εγώ αν δεν σε σκοτώσω, ποιος σου είπε να ανακατευτείς στην ζωή μου, μαλάκω, λέει και ξανάλεει στο τηλέφωνο, ενώ ρίχνει ό,τι βρει μέσα στην βαλίτσα, μπλουζάκια, κραγιόν, cd του Μαζωνάκη.
Απ' έξω ακούγεται η μάνα της, ουρλιάζει στον πατέρα της, τον ρωτάει τι έγινε, η αγωνία στις κραυγές της σκίζει ότι δεν έχει ήδη σπάσει μέσ' το σπίτι. Αισθάνομαι ότι έχω κάνει λάθος που έχω έρθει, αλλά είμαι παγιδευμένος. Δεν μπορώ να βγω απ΄ το δωμάτιο, φοβάμαι τον πατέρα της, κλωτσάει την πόρτα, η μάνα της κλαίει και παρακαλάει να της ανοίξει.
Με μία κίνηση, της πιάνω το χέρι, το δικό της πιάνει την βαλίτσα, ανοίγω το παράθυρο, την σπρώχνω, πηδάει κάτω, εγώ από πίσω της, η επόμενη ανάσα μας είναι στην εθνική οδό, το μαύρο που μου έδωσε σκάει πάνω στα όσα έγιναν, αντί να με ηρεμήσει με τσιτώνει σαν τριπάκι που δεν λέει να τελειώσει. Προς Αθήνα, θα γράφει κάποια επιγραφή, από εκεί θα στρίψεις, μου λέει και για πρώτη φορά γυρνάω να την κοιτάξω. Νομίζω ότι χαμογελάει, ανάβει ένα ακόμα γάρο, πατάω το γκάζι, προς Αθήνα λοιπόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Δεν περίμενα να έρθουν έτσι τα πράγματα, αλλά δεν με χαλάει κιόλας. Όταν έχεις κολλήσει, για να πηδήξεις, κάποιος πρέπει να σε σπρώξει, αν όχι ο εαυτός σου, τότε μια κολλητή που δεν ξέρει τι κάνει, ένας πατέρας που προσπαθεί να σε σκοτώσει, μια μητέρα που μυξοκλαίει. Δεν πρόλαβα να χάσω τα κιλά που θέλω, τα φρύδια τουλάχιστον έχουν φύγει, από κάτω μόνο, όπως είδα στο Votre Beaute, ωραία, τοξωτά, σαν της Κάτιας Ζυγούλη, σκέφτομαι να τα ξανθύνω κιόλας.
Ο Τέλης οδηγάει δίπλα μου, εγώ χαζεύω, μαστουρωμένη, τα φώτα της εθνικής περνάνε σύρριζα από το τζάμι, θαμπά, πορτοκαλί, το ένα μετά το άλλο, απαράλλαχτα, σαν να είναι το ίδιο φως που κάνει κύκλο γύρω από το αμάξι, επιστρέφει ξανά και ξανά.
Δεν βλέπω την ώρα να φτάσουμε στην Αθήνα, να κυκλώσουν το αμάξι εκατοντάδες τέτοια φώτα, φωτοστρόβιλος, ο πρώτος από πολλούς που θα με βάλουνε στο μάτι. Στρίβω ένα ακόμα γάρο, η φούντα τελειώνει, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε μόλις φτάσουμε είναι να βρούμε κι άλλη, λέει ο Τέλης, ξεφυσάει ένα παχύ πίδακα καπνού. Πολύ άνετος είναι με τα λεφτά, σκέφτομαι και απορώ.
Που και που παρανοώ, αν μας σταματήσουνε μπάτσοι ούτε έρευνα δεν θα χρειαστεί να κάνουν, θα τους πάρουν τα ντουμάνια, θα μας πάνε μέσα κατευθείαν, μετά αντίο καλλιστεία, αντίο εξώφυλλα, αντίο ζωή. Ανοίγω το παράθυρο, ο κρύος αέρας με ξυπνάει, δυναμώνω την μουσική, τα μπιτ μπερδεύονται με το βουητό των αυτοκινήτων, οι αποθήκες και τα εργοστάσια μεταξύ τους.
Πεινάω, αλλά δεν θα φάω. Η πείνα είναι η κακιά μάγισσα που με θέλει χοντρή, το πιρούνι είναι το μαγικό της ραβδάκι, έτοιμο να πασπαλίσει το σώμα μου με κυτταρίτιδα αντί για νεραιδόσκονη. Τσίχλες, τσιγάρα, φούντα, κρύο νερό, τα όπλα μου εναντίον της. Δεν θα της περάσει της μαύρης πείνας το κακό, θα γίνω η πιο αδύνατη γυναίκα του κόσμου, που να χτυπιέται.
Εκείνος επιμένει να φάμε κάτι, τον έχει πιάσει λύσσα απ' τα γάρα. Θα του κάνω παρέα, λέω, καθώς μπαίνει στο πάρκιγκ και μας καταπίνει το γαλάζιο φως της καφετέριας, φως ύπουλο σαν ελαφρύς παιδικός πυρετός που καταπίνει ένα βαρύ κυριακάτικο απόγευμα.
Την ώρα που αγοράζει κάτι να φάει, εγώ ψάχνω, ανάμεσα στα τυλιγμένα σε σελοφάν αρκουδάκια, πίσω από τα στοιβαγμένα μαντολάτα, ψάχνω κάτι να αγοράσω. Θέλω να έχω κάτι για να θυμάμαι την πρώτη φορά που βρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν με έχουν ξαναδεί, που δεν ξέρουνε ποια είμαι, θέλω να έχω ένα σουβενίρ απ΄ την ώρα μηδέν που θα με εκτοξεύσει στις καρδιές τους, στα εξώφυλλα τους, στις οθόνες τους. Πιάνω ένα κουκλάκι, άσπρο τερατάκι, το μόνο που δεν έχει περιτύλιγμα για την νάιλον γούνα του, το μόνο που δέχεται τα χάδια των αγνώστων απροστάτευτο. Είναι αρκετά φτηνό, αρκετά άσχημο, είναι το μόνο που μπορώ να εμπιστευτώ, τώρα που είμαι κιόλας εδώ, στο πουθενά που πάντα ήθελα να είμαι, ανάμεσα σε αγνώστους, που ακόμα δεν με ξέρουν, αλλά θα με μάθουν, χωρίς ποτέ να με γνωρίσουν, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, που θα λατρέψουν ένα πρόσωπο χωρίς άνθρωπο, εμένα, την επώνυμη, επώνυμη, επώνυμη.
Το κλειδί γυρνάει, το αυτοκίνητο τραντάζεται, βγαίνουμε ξανά στην εθνική, χρειαζόμαστε βενζίνη. Τα διυλιστήρια αστράφτουν μες την νύχτα, αντανακλούν το ένα το άλλο, οι ασημένιες τους δεξαμενές αστραφτερές και αδιάφορες για το σκοτάδι που τις σκεπάζει, οι φλόγες απ΄ τις υψικάμινους βρίζουνε τ' αστέρια, εκείνα δεν έχουν πια κουράγιο να απαντήσουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Μου λέει να το γεμίσω, με την άνεση και τον αέρα που έχει κάθε βλάχος που κουβαλάει μια γκόμενα της κλάσης της. Μου δίνει το κλειδί, τα μάτια του είναι κατακόκκινα, χαρτογραφημένα, η μπόχα από την φούντα ξεχύνεται απ΄ το αμάξι, καίει τα ρουθούνια μου.
Δεν λέω τίποτε, κοιτάω τα βυζιά της, δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαεπτά χρονών. Μελαχρινή, μουνάρα, μάνα μου, καλό μουνί γαμάει ο χωριάτης. Κοιμάται, κουλουριασμένη στο κάθισμα, μια τούφα απ΄ τα μαλλιά της τρεμοπαίζει καθώς την κάνει κούνια η ανάσα από τα χείλια της, η ανάσα που μπαινοβγαίνει στο μισάνοιχτο της στόμα, στόμα κοριτσίστικο, στόμα υγρό που πιπιλάει την ίδια ανάσα ξανά και ξανά, την ίδια καραμέλα από αέρα από την ημέρα που γεννήθηκε, σαν να μην θέλει να αναπνεύσει τίποτε που να μην είναι δικό της.
Το κοντέρ μετατρέπει χαιρέκακα τα λίτρα σε λεφτά, η κάψα της βενζίνης έχει πάψει να με ζαλίζει εδώ και χρόνια, απ' την ημέρα που κατάλαβα ότι είναι η μυρωδιά από ταξίδια που δεν πρόκειται να κάνω. Εκδρομείς, τουρίστες, οικογένειες, ζευγάρια, νταλικέρηδες, μηχανόβιοι, μόνοι, είτε με παρέα, είτε χωρίς, τους βλέπω να έρχονται, να φεύγουν, νομίζοντας ότι πάνε κάπου, ότι επιστρέφουν κάπου. Καημένοι ταξιδιώτες, σαν δέματα ασυνόδευτα, με αποστολέα και παραλήπτη άγνωστο, με περιεχόμενο ρευστό και γραμματόσημα τις σκέψεις σας, νομίζετε ότι ταξιδεύετε, γελιέστε.
Εγώ ξέρω ότι απλά μετακινείστε από το ένα βενζινάδικο στο άλλο, γεμίζοντας ντεπόζιτα που γρήγορα θα αδειάσουν πάλι, ξέρω ότι ο φόβος του κενού είναι το μόνο αληθινό σας καύσιμο, το τίποτε είναι η τίγρη στην μηχανή σας.
Απ' όπου και αν έρχεστε, όπου και αν πηγαίνετε, εγώ θα μένω εδώ αμετακίνητος. Θα σας υποδέχομαι, σιωπηλός, με την αντλία στο χέρι, το γράσο κάτω από τα νύχια, κρυμμένος μέσα στις ρυτίδες μου, θα σας ξαναγεμίζω το ντεπόζιτο, για λεφτά, αλλά όχι για πολύ. Θα με ξανασυναντήσετε, σε λίγο, όταν η βελόνα γλιστρήσει προς το κόκκινο, όταν το σηματάκι της αντλίας στο καντράν θα ανάψει πάλι, σαν σύμβολο που μεταμορφώνεται απότομα από φόρος τιμής σε σήμα κινδύνου, από γούρι σε ταφόπλακα. Και τότε, θα σας υπενθυμίσω ότι η διαφορά από το εκεί στο αλλού είναι το εδώ, η διαφορά του χτες από το σήμερα είναι το τώρα, η διαφορά από το ένα βενζινάδικο στο άλλο είναι ο βενζινάς.
Θα παραφυλάω, για λογαριασμό σας, μοναχικός, εθελοντής και άγρυπνος φύλακας όλων εκείνων που δεν αλλάζουν, όλων εκείνων που μένουν ίδια, όσο και αν μετακινηθούν, όσο και αν ταξιδέψουν, φρουρός, εμπροσθοφυλακή ενός στρατού που νομίζει ότι προελαύνει, σημειωτόν παρατηρώντας την γη που γλιστράει και φεύγει κάτω από τα πόδια του, την γη που στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό της, διαγράφοντας κύκλους, στο διάστημα, στο σκοτάδι.
Θα είμαι ένας λαθραίος μοιρολάτρης, λατρεύοντας όποια άλλη μοίρα εκτός απ' την δική μου, ένα άστεγο φάντασμα. Θα παρατηρώ εσάς που αγνοείτε εμένα, εμένα, που χωρίς εμένα δεν θα μπορούσατε να κάνετε βήμα, δεν θα μπορούσατε να οδηγήσετε ούτε μέτρο παραπάνω, ούτε μέτρο παρακάτω, εμένα που αν δεν σας άδειαζα το ντεπόζιτο από το τίποτε που ξεχειλίζει, θα πνιγόσασταν στο εδώ, στο τώρα, χωρίς εκεί, χωρίς αλλού, χωρίς χτες, χωρίς αύριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Η Αθήνα μας καταπίνει. Ανοίγει το στόμα, το βρομερό της χνώτο βουλώνει τα ρουθούνια μας, κέρινη ανάσα ετοιμοθάνατου, γριά που από καιρό φιλοξενεί ήσυχες αρρώστιες κάτω απ' το γκρίζο της πετσί. Οι επιγραφές και οι διαφημίσεις σαλιώνουν το μυαλό μας, στάζοντας άσχημες εικόνες, σαν βρόμικες γλώσσες από πρόχειρα τυπωμένο χαρτί, δοκιμάζουν τις σκέψεις μας πριν τις ρουφήξουν. Τσιγάρα, ινστιτούτα αδυνατίσματος, κινητή τηλεφωνία.
Μας πιπιλάνε οι φτωχογειτονιές, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες, και λίγο μετά, σαν μπουκιά έτοιμη να την καταπιεί η πειναλέα πόλη, μας μασάνε οι πολυκατοικίες, τόσο ίδιες η μία με την άλλη. Μοιάζουν σαν μια, απλωμένη παντού, όλη η Αθήνα μια και μοναδική, ατελείωτη πολυκατοικία, σκονισμένη λίμνη από αρχαίο τσιμέντο, γεμάτη τρύπες και λαγούμια, σκαμμένα από ανθρωπόμορφα σκουλήκια.
Μόλις χαράζει, το πρώτο φως της μέρας εμφανίζει την πόλη σταδιακά, σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο πρωινός ουρανός είναι ο σκοτεινός θάλαμος της πόλης, αποκαλύπτει μέσα από το τίποτε της νύχτας τα χιλιάδες μη-χρώματα της μέρας, ατελείωτες παραλλαγές σκιάς, διαβαθμίσεις βρόμας που ονειρεύεται να γίνει χρώμα, αλλά δεν μπορεί, δεν έχει ούτε το ταλέντο, ούτε τις διασυνδέσεις.
Η νωθρή φρίκη της Αθήνας πάντα με κάνει να νιώθω καλά, με νανουρίζει σαν ηρωίνη, τα χάλια της με ανεβάζουν, αφού μόνο ανώτερος αισθάνομαι όταν με περιτριγυρίζει τέτοια αθλιότητα, τόση παραίτηση.
Εκείνη κοιμάται ακόμα δίπλα μου, το κεφάλι της ακουμπισμένο στο παράθυρο, το μάγουλο της μια χώρα για φιλιά, εξίσου προκλητική και απροσπέλαστη. Στα φανάρια, νιώθω να την χαζεύουν από ψηλά οι επιβάτες απ' τα λεωφορεία και οι νταλικέρηδες από τα άρματα τους, θαμπωμένοι από την ομορφιά της, θαυμαστές μιας άγνωστης ακόμα σταρ, κορδώνομαι που είμαι ο σοφέρ της, όσο μπορώ, είμαι τόσο κουρασμένος.
Την σκουντάω λίγο, ανοίγω το ραδιόφωνο, εκείνη ξυπνάει αμέσως, το πρώτο που κάνει είναι να στρώσει τα μαλλιά της πίσω από τα αυτιά, μια φιλάρεσκη και σιωπηλή καλημέρα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Για μια στιγμή είναι δική μου, όπως μόνο κάποιος που ξυπνάει δίπλα σου μπορεί να είναι δικός σου.
Δεν λέει κουβέντα, κοιτάει γύρω απ΄ το αυτοκίνητο την πόλη που μας δοκιμάζει, χαζεύει το τσιμεντένιο στόμα της Αθήνας καθώς μας γυροφέρνει μέσα του, αβέβαιο ακόμα αν θέλει να μας φτύσει ή να μας κάνει μια χαψιά, ο ουρανός πάνω απ΄ την πόλη ένας γκρίζος ουρανίσκος, τα πατζούρια σφραγίσματα σε χαλασμένα δόντια, ανίκανα να αναχαιτίσουν την τερηδόνα που φθείρει τα πάντα έξω απ΄ τα παράθυρα.
Μια μητέρα σέρνει το παιδί της απ' το χέρι, ένας ψιλικατζής σηκώνει ένα δεμάτι από εφημερίδες, ένας χαρτογιακάς μιλάει στο κινητό, ένα φρικιό γυρνάει από ξενύχτι, μια πουτάνα αγοράζει ένα κουλούρι, ένας ζητιάνος γρατζουνάει ένα βιολί.
Μια προσευχή ξετυλίγεται απ΄ το μυαλό μου, σαν αυτοκίνητη κορδέλα, δένει φιόγκους απ' τις κολόνες στα μπαλκόνια, απ΄ τους λαιμούς των περαστικών στα τιμόνια των οδηγών, ενώνει αόρατες τελείες με την μεταξωτή, κυματιστή γραμμή της, μεταμορφώνει την πόλη σε μια στοίβα από δώρα, περιγράφει ένα βουνό από εκπλήξεις εκεί που πριν λίγο ήταν ένας Γολγοθάς από σκουπίδια.
Τα περιτυλίγματα περιμένουν τα παιδιά για να τα σκίσουν, τα μυστικά που κρύβουν ανυπομονούν για την γιορτή που θα τα αποκαλύψει, εγώ ελπίζω εκείνη να μιλήσει, να πει κάτι, να δώσει κλότσο στην ανέμη, παραμύθι ν' αρχινήσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Σταμάτησα να κλαίω, μόνο προσεύχομαι πια, όχι δάκρια, μόνο παρακάλια. Παναγία μου, κάνε να γυρίσει πίσω, να μην πάθει τίποτε, χριστέ μου, το παιδί μου, να είναι καλά, πως μπόρεσε να μας αφήσει έτσι, πήδηξε απ' το παράθυρο σαν κλέφτρα, αγκαλιά με αυτόν τον τύπο, τον Τέλη, ούτε για φτύσιμο δεν τον είχε, που να το φανταστώ ότι θα κλεφτούνε έτσι.
Απ' την ώρα που έφυγε η κόρη μου δεν σταματάω να τηλεφωνάω την κόρη της Τασίας, ρωτάω και ξαναρωτάω, τι ξέρει, τι γίνεται, να μου εξηγήσει θέλω, να μου πει γιατί έφυγε μέσα στην νύχτα, έτσι ξαφνικά, χωρίς να πει κουβέντα. Εκείνη λέει ότι δεν έχει ιδέα, ότι η κόρη μου θέλει να πάει στα καλλιστεία, δεν μπορεί, ποια καλλιστεία, θα τρελαθώ, ψέματα είναι, κάτι κακό τρέχει, δεν μπορεί να έφυγε έτσι μόνο για να πάει να κάνει την όμορφη.
Ο άντρας μου, με την φανέλα και το σώβρακο μούσκεμα απ΄ το νερό που του 'ριξα, μπας και συνέλθει, κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, μουρμουρίζει βρισιές, συλλαβίζει κατάρες, μετανιώνει για όλη την ζωή του λέξη - λέξη, δεν μπορεί να συνέλθει.
Διαλυμένα έπιπλα, σκισμένες κουρτίνες, σπασμένα γυαλικά απλώνονται γύρω μας, σαν θρύψαλα προδομένης καρδιάς, ανήμπορα να πιστέψουν τα σκληρά λόγια του εραστή που την βαρέθηκε, διάσπαρτο το νοικοκυριό μου, σαν κατεστραμμένη σοδειά στο άγονο πια σπίτι, το ρημαδιό ακούει το παραμιλητό του, την προσευχή μου, πίνει το δηλητήριο και την αγωνία, προτιμά να πεθάνει απ΄ το να διψάσει.
Φτιάχνω έναν καφέ, τον ξεχνάω, ξεχειλίζει από το μπρίκι στον πάγκο, σβήνω το γκαζάκι, καίγομαι κατά λάθος, ή επίτηδες, ή και τα δύο, δεν ξέρω. Η πεθερά μου σιγοντάρει το τικ-τακ του ρολογιού με τους ήχους απ' το στόμα της, καθώς η γλώσσα της βεντουζώνει πάνω στην μασέλα, νιώθει με την γλώσσα της τα ψεύτικα της δόντια ένα-ένα, κάθε δόντι και ένα λεπτό, περνάει την ώρα μετρώντας τα δευτερόλεπτα και αυτή.
Μου' ρχεται να ξεσπάσω πάνω της, που ήτανε η κωλόγρια όταν το παιδί μου σχεδίαζε να φύγει, γιατί της έπαιρνε όλα αυτά τα περιοδικά που της φουσκώσαν τα μυαλά, γιατί της έλεγε και της ξανάλεγε πόσο όμορφη ήτανε, αφού, γριά γυναίκα είναι, δεν μπορεί, ξέρει καλά πόσο επικίνδυνο πράγμα είναι η ομορφιά για ένα κορίτσι, σαν την φωτιά σε καίει αν δεν προσέξεις, σαν την θάλασσα σε πνίγει αν ξεχαστείς και καταπιείς περισσότερο απ' ότι πρέπει.
Ξαναπαίρνω τηλέφωνο την κόρη της Τασίας, αρχίζω πάλι να την παρακαλάω, προσπαθώ να την κάνω να με λυπηθεί, να μου πει την αλήθεια, που είναι τώρα το παιδί μου, να πάω να το βρω, να το φέρω πίσω, όλα θα αλλάξουν τότε, δεν θα ξαναφύγει ποτέ το καμάρι μου, θα είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια όπως πριν.
Εκείνη επιμένει, για καλλιστεία, για υποψηφιότητες, για τηλέφωνα σε τηλεοπτικά κανάλια, για προκριματικούς και φωτογραφίσεις, για εξώφυλλα και διασημότητες, το μυαλό μου συντονίζεται ξαφνικά, από μπροστά μου περνάει το πρόσωπο της κόρης μου, φωτεινό αλλά ξένο, τα μάτια της αστραφτερά αλλά χάρτινα, τα μαλλιά της ξανθά αλλά δανεικά, τα ρούχα της πανάκριβα αλλά σχεδόν αόρατα, γυμνή, μόνη, ναυαγός σε μια θάλασσα από σκουπίδια.
Από την μια στιγμή στην άλλη, περνάνε από μπροστά μου τα εξώφυλλα, όχι σαν στιγμές που θυμάμαι, αλλά σαν στιγμές που φοβάμαι, και τότε ξέρω ότι το παιδί μου έχει πεθάνει, αλλά συνεχίζω να κρατάω το ακουστικό στ' αυτί, σαν περίστροφο στον κρόταφο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Όταν έπεσα στην αστραφτερή παγίδα της showbusiness, κάπου στα 12 μου χρόνια, είδα σαν όραμα το πρώτο μου εξώφυλλο, να αιωρείται πάνω από το Lidl, σαν εικόνα μιας ιδιωτικής παναγίας, ένα θαύμα με θέμα εμένα, αποκλειστικά. Ήταν η 25η Μαρτίου του 1983, σχολική γιορτή, τότε που πήρα το βραβείο για το κουνελάκι που τραγούδησα στην γιορτή της μητέρας. Ακόμα δεν φανταζόμουν ότι πίσω από τις σταχτοπούτες που δοκιμάζουν το κρυστάλλινο γοβάκι, κρύβονται δούλες ακούραστες, καταδικασμένες να λιώνουνε την άμμο για να την κάνουν κρύσταλλο. Πιάνουν κουρασμένες δουλειά, κάθε φορά που το παραμύθι λέγεται ξανά, ανασκουμπώνονται απ΄ την αρχή, μαζεύουνε την παραλία για να την κάνουνε αόρατο τακούνι, για να πετάξει μέσα σε αυτό η όμορφη τους η κυρά, για να την δει ο πρίγκιπας, να τις παντρευτεί και τα λοιπά.
Τώρα, καθισμένη μπροστά σε ένα βρόμικο PC, με το νοβοπάν να απορροφάει τον καπνό απ' τα τσιγάρα γύρω μου, τώρα που είμαι η Λέλα, ασχολούμαι με το δημιουργικό τηλεοπτικών επιτυχιών, τώρα που το ξέρω ότι είμαι δούλα της Σταχτοπούτας, το παίζω η καλή νεράιδα. Έτσι, για να περνάω τις ώρες μου δίπλα σε αυτήν. Κάθε φορά αλλάζει πρόσωπο, αλλά η έκφραση της κυράς μου είναι πάντα η ίδια - μορφασμός ναυτίας, για το ρεύμα της ζωής που τραβάει την αλήθεια κάτω από τα πόδια της, ναυτία για τα κρυφά φιλιά που δεν θα μπορέσει να ξαναδώσει χωρίς να βγούνε πρωτοσέλιδα, ναυτία για την μυρωδιά από καινούριο βινίλιο και αρωματισμένο ιδρώτα που ξεχύνεται, ψυχρή από το air condition, μέσα από τις λιμουζίνες, ναυτία για αυτή την ανθρωπομηχανική μυρωδιά που θυμίζει τόσο, μα τόσο νεκροφόρες.
Αυτός ο ίλιγγος είναι και η εκδίκηση μου, το αναστατωμένο αίμα που παίρνω πίσω, λυσσασμένη να την κάνω να νιώσει όσο πόνο νιώθω εγώ, που φορούσα μισό νούμερο μεγαλύτερο απ΄ το παπούτσι που εγώ η ίδια έφτιαξα. Χαίρομαι που η Σταχτοπούτα τρέμει, καθώς την παίρνω από το χέρι, καθώς την κάνω βόλτα στην άκρη της αβύσσου, στο χείλος όπου είναι καταδικασμένη να περπατάει, φοβισμένη, την μια στιγμή κοιτώντας τον γκρεμό της ασημότητας, την άλλη προσέχοντας να μην πνιγεί στο ορμητικό ρέμα της επωνυμίας, το βρόμικο ποτάμι από φλας και εξώφυλλα, τον βόθρο που διάλεξε να κολυμπήσει, την τάφρο απ΄ την οποία γλίτωσε, προς το παρόν.
Αυτή η εποχή είναι η καλύτερη και η χειρότερη του χρόνου. Με δυσκολία περνάνε οι μέρες, ετοιμάζοντας τα καλλιστεία, οι ώρες, μέχρι να στηθεί το πρόχειρο σφαγείο, οι στιγμές, μέχρι να αρχίσουν οι ιαχές στο σκλαβοπάζαρο, ο χρόνος, μέχρι να διαλέξω τα κορίτσια που έρχονται να βρουν την μοίρα τους, αλλά συναντούν εμένα, κυνηγημένες από την πλήξη, την μιζέρια και την έλλειψη κάθε δισταγμού.
Από κάθε γωνιά της απελπισίας που σκεπάζει όλο τον πλανήτη, από κάθε ρυτίδα έγνοιας που βλέπεις γύρω σου, από κάθε κενό βλέμμα πίσω από κάθε ταμείο σούπερ-μάρκετ, ξετρυπώνουν, οι υποψήφιες, γεμάτες ελπίδα, αλλά και τρόμο, σαν να κάνουν επίθεση αυτοκτονίας. Είναι αποφασισμένες να ζωστούν με τα εκρηκτικά της δημοσιότητας, να ανατιναχτούν μπροστά μας, με ιερό φανατισμό, ήσυχες ότι μετά το μπαμ, τα κομμάτια τους θα σκάσουν στο σωστό σημείο, το κεφάλι τους στο εξώφυλλο, το σώμα στην διαφήμιση, το μυαλό στον γάμο με κάποιο πλούσιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
Γλιστράω το σώμα μου ελάχιστα, χρησιμοποιώντας ως λιπαντικό τον γεροντικό μου ιδρώτα, γλιστράω έτσι ώστε ο πρωκτός μου να προεξέχει από το χείλος της πλαστικής καρέκλας όπου κάθομαι.
Εκείνη, φτηνή, τρίζει ελαφρά πάνω στο ντεκ καθώς υποστηρίζει την περίσσια σάρκα που της φόρτωσα. Ο ήλιος καίει το πλαστικό, τα ακριβά αντηλιακά προσπαθούν να καλύψουν την εριστική καύλα του ελληνικού καλοκαιριού.
Εκείνη, ξανθιά, από κάτω μου, κοιτάει τις αιμορροΐδες και την σκισμένη μου κωλότρυπα, το στόμα της έτοιμο να καταπιεί μια κουράδα που ελπίζω να φτάσει στο στομάχι της πριν βρομίσει ο τόπος.
Την ρωτάω αν είναι σωστό να κάνει βουτιές μέσα στην πισίνα, ειδικά όταν πληρώνει το κανάλι τόσα λεφτά για να την πηγαίνει κομμωτήριο, ειδικά όταν η πισίνα έχει τόσο χλώριο, μην κολλήσουμε κανένα aids από τους πούστηδες που προσκαλεί, με την ελπίδα μήπως και φέρουνε κανένα τεκνό να την γαμήσει.
Από μένα, και από τους άλλους σκατόγερους που την αγοράσαμε, πούτσα δεν πρόκειται να φάει, αφ' ενός επειδή δεν μας σηκώνεται εδώ και χρόνια, αφ' ετέρου επειδή έχουμε βαρεθεί να γαμάμε, και ειδικά γκόμενες που έχουν πατήσει τα είκοσι προ πολλού.
Χέστηκα για ότι κι αν νομίζετε για μένα. Σας έχω χεσμένους, ακόμα και να μπουκάρετε με εξωλέμβιο, ακόμα και αν μου κόψετε την καρωτίδα με κονσερβοκούτι, ακόμα και αν ξεκουνηθείτε να κάνετε μια από αυτές τις επαναστάσεις που όλο απειλείτε ότι θα κάνετε, τεμπέληδες. Σας χέζω, εγώ, ο καναλάρχης, άρχοντας, αφέντης, γαμιάς, μάγκας.
Και να με σφάξετε, εγώ θα έχω περάσει καλύτερα από εσάς, καλύτερα απ΄ ότι έχετε φανταστεί ότι μπορεί να περάσει άνθρωπος. Πουλάω όπλα, ναρκωτικά και τρόμο, μέσα από τα κανάλια και τις εφημερίδες μου, πλουτίζω εις βάρος της δικής σας ηλιθιότητας. Δεν θα αισθανθώ εγώ ενοχές για τους πολέμους σας, όπως δεν αισθάνεστε εσείς ενοχές όταν στέλνετε τα παιδιά σας στον στρατό, ή εκείνα όταν πληρώνονται παχυλούς μισθούς από το λογιστήριο της πολυεθνικής που τα πουλήσατε, από το πανεπιστήμιο ακόμα.
Είμαι γέρος, δεν με νοιάζει τίποτε πια, αποφάσισα να τα έχω όλα και όλα με εκδικήθηκαν, με έβαλαν στο μάτι και με έφτυσαν, δεν έχω τίποτα να χάσω. Θα αράζω εδώ, μπροστά στην παραλία που βρομίζετε, με τις ρακέτες και τα χαζά, χοντρά παιδιά σας, μέσα στο πλωτό μου φρούριο, θα κάνω παρτούζες σε κοινή θέα, μέρα μεσημέρι. Δεν θα μπω καν στον κόπο να πάω στο Μπαλί ή στο Ποζιτάνο, τα ωραία μέρη είναι για αδερφές. Εδώ θα μείνω, μπροστά από το αγαπημένο σας θέρετρο. Θα με βλέπετε με κιάλια, από την παραλία, θα με βλέπετε να χέζω στο στόμα εκείνης που σας χαμογελάει από τα εξώφυλλα, εκείνης που δεν θα γαμήσετε ποτέ, της μόνης που σας χαμογελάει πια, ίσως επειδή δεν σας γνωρίζει.
Εγώ όμως σας ξέρω καλά, ανθρωπάκια, ξέρω ότι το μόνο που φοβάστε είναι ο πατέρας σας, ειδικά αν είναι ένας σεξομανής δισεκατομμυριούχος που έχει σκοτώσει τουλάχιστον τρία άτομα με τα ίδια του τα χέρια, και έχει οδηγήσει στην αυτοκτονία άλλα 8 άχρηστα κορμιά. Αδερφές, κομμούνια.
Με ρωτάτε, εμμέσως, από τις εφημερίδες και τα κανάλια που εγώ σας επιτρέπω να βλέπετε, εμμέσως επειδή δεν τολμάτε να με πλησιάσετε, εμμέσως με ρωτάτε, τι κίνητρο έχω να ισοπεδώνω τόσα και τόσα προκειμένου να έχω περισσότερα από όσα μπορώ να απολαύσω. Σιγά μην σας απαντήσω. Η πολλή σκέψη βλάπτει, και αντί να σκέφτεστε εμένα και τα όσα έχω, σκεφτείτε τι μπορείτε να κάνετε για τον εαυτό σας: σκεφτείτε το τίποτε που σας ανήκει, την φτώχεια που της ανήκετε, την κακή σας αισθητική, σκεφτείτε τις άθλιες εκπομπές που σας κρατάνε παρέα στα βρόμικα σας δυαράκια, σκεφτείτε τα καλλιστεία που έρχονται, έρχονται σαν την κουράδα που νιώθω να ξεσκαλώνει από τα γέρικα μου σωθικά, να γλιστράει στο ψεύτικο στόμα της, να λερώνει τα πανάκριβα δόντια της, μπράβο Photoshop.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24
Μπορεί ο πατέρας μου να λιάζεται πάνω σε κότερα με την γκόμενα, μπορεί η μάνα μου να χτίζει νοσοκομεία για παιδάκια με καρκίνο, αλλά εγώ δεν πρόκειται να τους κάνω το χατίρι. Θα τους ντροπιάζω πάντα, επειδή αυτός είναι ο ιερός μου σκοπός. Ο μπαμπάς δεν θα με καμαρώσει ποτέ να πηδάω ρωσίδες όπως άλλοι κοκορεύονται ότι κάνουν οι γιοι τους. Κορδώνονται για τις πουτάνες που γαμάνε τα παιδιά τους ακόμα και μπροστά στον πατέρα μου, που τους ταΐζει, σηκώνουν κεφάλι τα υπαλληλάκια, προκειμένου να θυμίσουν στον δικό μου πατέρα την αλήθεια που τον έχει κάνει να θέλει να ξεχάσει τα πάντα. Θα είμαι πάντα ο γιος του, η αδερφή.
Ακόμα χειρότερα, δεν κρύβομαι, μένω στο σπίτι του, δουλεύω γι' αυτόν, δεν θα πηδήξω, σαν τον ηλίθιο τον γιο του Agnelli, που φούνταρε ο μαλάκας από μια γέφυρα σε έναν Ιταλικό αυτοκινητόδρομο, επειδή, επειδή, δεν μπορείς να ξέρεις γιατί.
Με την γυναικωτή φωνή μου, τα ακριβά μου μαλλιά, το γυμνασμένο, σοκολατί κορμί μου, αταίριαστα εφηβικό για έναν 35άρη, κάθομαι στα συμβούλια και τα meetings, ξεφυλλίζω την ιταλική Vogue, μιλώ για την ανάγκη της αισθητικής να σχεδιάσει νέες προκλήσεις υπέρ του καπιταλισμού. Σχεδιάζω κακοήθεις στρατηγικές προκειμένου η εργατική τάξη να χρεωθεί ακόμα περισσότερο σε διακοποδάνεια, χρηματιστήρια, πούρα Αβάνας. Μιλάω για την ειρωνεία του να φοράς Roberto Cavalli όταν δεν έχεις ταξιδέψει έξω από τα Μέγαρα, προσβάλλω τους μη έχοντες. Εν ολίγοις το κάρμα μου είναι να είμαι η χειρότερη ενόχληση που μπορεί κανείς να εκπροσωπεί σε έναν χώρο εργασίας. Είμαι ο γιος του αφεντικού, και ταυτόχρονα, είμαι μια καταγέλαστη, αντιπαθητικιά αδερφή, μια πανωραία για γέλια, μια ιερή αγελάδα ανάμεσα σε άθεους και πεινασμένους.
Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να ευνουχίζω τους υποψήφιους εραστές μου με εκδηλώσεις εγωπάθειας και αστείρευτης κυκλοθυμίας, απαιτώντας από τους άλλους να προσέχουν τα πάντα σε μένα - από το πώς ντύνομαι μέχρι το πώς μου μιλάνε. Είμαι γνωστός για τις ίντριγκες που σκαρώνω, όσο γνωστό είναι ότι το μοντέλο που με συνοδεύει πληρώνεται για να βαριέται, και πιθανόν, θα την παντρευτώ κιόλας, να την βλέπω και λιγότερο.
Δεν ντρέπομαι που είμαι αδερφή, αντίθετα, το επισημαίνω σε όλους, όχι με τα λόγια αλλά με τα έργα. Ο βασικότερος τρόπος είναι απλά να διατάζω τους έντρομους εργαζόμενους του πατέρα μου να με γαμήσουν, ή να μου φέρουν ναρκωτικά, ή απλά να με ανέχονται ενώ φλυαρώ. Κανείς τους δεν έχει την παραμικρή εκτίμηση στο πρόσωπο μου, αλλά ο κώλος μου είναι πρόθυμος και γυμνασμένος, άσε που αφήνει καλά φιλοδωρήματα. Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, "γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις", ανάβω ένα τσιγάρο, παίρνω τηλέφωνο την κολλητή μου στο κανάλι του μπαμπά, την διευθύντρια δημιουργικού, την Λέλα, την γεροντοκόρη που μου κάνει παρέα από το γραφείο. Μαζί, σκαρώνουμε σκάνδαλα για να περνάει η ώρα ή γκρινιάζουμε παρέα για να μην περνάει, για να μένουμε πάντα ανεύθυνα παιδιά. Την πληρώνει ο μπαμπάς φυσικά, για να οργανώνει τα καλλιστεία κάθε χρόνο, εκείνη σκίζεται να ξετρυπώσει χοντρούλες που θέλουν να βάψουν τα μουνιά τους ξανθά και να σταδιοδρομήσουν ως τουαλέτες για γέρους. Εγώ διασκεδάζω με όλα αυτά, ειδικά όταν διαλέγω ποια από τις φιναλίστ θα υιοθετήσω, να την έχω σαν σκυλάκι, να την μαντρώσω, να της καταστρέψω την ζωή, να την τιμωρήσω, που κατέβηκε από το χωριό της και νομίζει ότι θα είναι ευτυχισμένη, πάνω σε ένα πυρακτωμένο φρούριο, τυλιγμένη σε άσπρο πλαστικό, μιλώντας με ανάσα που μυρίζει βόθρο, δεν βλέπω την ώρα να διαλέξω ποια θα χάσει τα πάντα, για πάντα, ποια είναι εκείνη που φέτος θα ανακαλύψει ότι το τίποτα είναι πολύτιμο, είναι το σκοτάδι που κάνει τα αστέρια να λάμπουν τόσο έντονα, την νύχτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25
Η ώρα είναι κιόλας 11, το κεφάλι μου γυρίζει, βαρύ από την φούντα, στεγνό στόμα. Πάνω στο τραπέζι τα αποφάγια της νύχτας, μιας ακόμα νύχτας που νόμιζα ότι ήμουν ευτυχισμένος, αλλά απλά δεν είχα βγει από το σπίτι μου, μια νύχτα μαστούρας που έμεινε και σεξ που έφυγε τόσο εύκολα όσο δύσκολα είχε έρθει. Πόπερς, λιπαντικές, αναισθητικές, ντίλντο, χαρτάκια, άδεια κουτάκια κόκα κόλας και μπύρας, αποτσίγαρα, βουνά, ουρανοί, καθρέφτες, λεκέδες.
Ο χωριάτης, όχι μόνο κατέβηκε, όχι μόνο με πήρε τηλέφωνο, αλλά ήρθε σούμπιτος από το σπίτι, καυλωμένος, έκατσε όλη νύχτα, με έστησε στα τέσσερα, με ξεκώλιασε, τέτοια πούτσα είχα μήνες να φάω, σκληρή, χοντρή, γενναιόδωρη, τόσα γάρα είχα ώρες να πιω, τέτοιο πονοκέφαλο είχα να νιώσω από το Σάββατο.
Το ότι πρέπει να πάω στο κανάλι, να πληρώσω το νοίκι, να φάω στην μάπα την μαλακισμένη και τα καλλιστεία της είναι το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μου. Στην οθόνη βλέπω να περνάει η διαφήμιση, το 090 των καλλιστείων αναβοσβήνει, σαν κακό καρμικό ανέκδοτο το κινητό μου φωτίζεται, είναι η τηλε-σκύλα, η διευθύντρια δημιουργικού, η Λέλα, με θέλει, την πήρε ο γιος του αφεντικού από το σκάφος, η αδερφάρα που όλοι της μιλάνε στον πληθυντικό ειρωνικά, μας ζήτησε, πρέπει να κάνουμε συνάντηση, φρίκη.
Τα νοίκια, τα τεκνά, τα ναρκωτικά, οι ψευδαισθήσεις περί γραμμάτων και τέχνης είναι ακριβά σπορ. Σε αυτά τα αόρατα πράγματα επενδύουν οι αδερφές σαν κι εμένα, 35άρες, δέσμιες του chat, όσες έχουν ξεπεράσει τους άλλους αλλά όχι τον εαυτό τους.
Το να ομφαλοσκοπείς είναι ακριβότερο σπορ από ένα κότερο και δυο ρωσίδες, αλλά το τι τραβάς για να είσαι τόσο στ' αρχίδια σου, μόνο τ' αρχίδια σου το ξέρουν. Τα δικά μου αρχίδια πονάνε, μου τα έστριψε γερά ο πιτσιρίκος το βράδυ, ακριβώς όπως θέλω να μου κάνουνε για να μην χύνω, να είμαι διαθέσιμος στον γαμιά για έναν ακόμα πήδο, για ένα ακόμα γάρο, να τον εξουθενώσω, μέχρι να κοιμηθεί σαν αγγελούδι στην αγκαλιά μου, να ξεχάσει προς στιγμήν το μουστάκι της μαμάς του και να νιώσει ότι τον αγαπάει κάποιος.
Σηκώνω το κινητό, τουλάχιστον να σταματήσει το εταιρικό ring tone που έβαλα για να "ξεχωρίζω". Είναι η Λέλα, ντυμένη με κάποιο επώνυμο τζιν, στο δυσοίωνο γραφείο της, μόνο είκοσι λεπτά με την Αττική οδό, κάποτε έκανε 2 ώρες να πάει.
Τουλάχιστον δεν πληρώνω το τηλεφώνημα εγώ. Μου λέει να πάω από εκεί, να συζητήσουμε, μπορεί να μπούμε και σε κανένα καράβι για Μύκονο, να πάμε να βρούμε την πουστάρα και τον γέρο της, αραχτούς πάνω στο κότερο που αγόρασαν κλέβοντας το ΙΚΑ από μένα και εκατοντάδες άλλους ανασφάλιστους ηλίθιους που τους σφουγγαρίζουν τα γραφεία.
Ανάβω τον θερμοσίφωνα, κρεμάω μια πλαστική σακούλα στο χέρι, παρτενέρ στον χορό που θα κάνω μαζεύοντας τα υπόλοιπα της νύχτας που πέρασε, θα την πετάξω στον κάδο, το μόνο που δεν αντέχω είναι σκουπίδια μες στο σπίτι, η μόνη μου χαρά είναι να τα ακούω να σκάνε δυνατά, πάνω στα σκουπίδια των άλλων, στον κάδο, τότε αισθάνομαι ελαφρύς, η ζωή μου άδειασε, το σπίτι καθάρισε, καθάρισα εγώ, για λίγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Δεν έχω ξαναχύσει έτσι ποτέ στην ζωή μου, βαθιά, μέσα σε έναν ξυρισμένο κώλο τριαντάρη άντρα, βαθιά, μέσα εκεί απ' όπου δεν πρέπει. Δεν με έχει ξαναφιλήσει κανείς ποτέ έτσι, κανείς δεν μου έχει πει τέτοια λόγια, τα σκέλια μου είναι μουδιασμένα από το γαμήσι, το πουτσοκέφαλο μου τσούζει από την κατάχρηση, το στομάχι μου ελαφρώς τσινάει από την πείνα και τα τσιγάρα, βήχω τα κατάλοιπα των πόππερς από τα πνευμόνια μου, σκέφτομαι ότι εκείνη θα έχει ήδη ξυπνήσει, όχι πια δικιά μου, όχι πια δίπλα μου.
Πιάσαμε δωμάτιο σε ένα κωλοχανείο στην Ομόνοια, βρομάει μπαχάρια και σκατά όλη η γειτονιά, ελληνικά δεν ακούς ποτέ. Ούτε καν σουβλάκια δεν βρίσκεις να φας, ένας καφές θα με στρώσει. Τσίμπησα ένα κατοστάρικο, αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα τα ίδια τσάμπα. Εγώ, πούστης, ποιος να το φανταστεί, κι ας μου λέει ο τριαντάρης ότι επειδή γαμάω είμαι ο άντρας, πούστης είμαι κι εγώ, κι ας το ξέρω μόνο εγώ και η ψυχή μου πόσες χοντρές ψωλές θέλω να σφηνωθούν στον κώλο μου.
Τώρα καταλαβαίνω τον πανικό που έχουνε όλοι με την ομοφυλοφιλία - είναι απλά πιο καυλωτική, και όποιος το γνωρίσει αυτό, μόνο διεκπαιρεωτικά επιστρέφει στο μουνί. Γιατί να έχω μια γκόμενα να μου τα πρήζει, σπίτια, κουτσούβελα, ενώ μπορώ να γαμάω πέντε γέρους και να κονομάω δυο χιλιάρικα τον μήνα, αφορολόγητα; Ούτως ή άλλως θα τους γαμούσα, το ξέρω, μια γάτα περνάει σχιστά από την ρόδα ενός λεωφορείου που αδιάφορο γλιστράει, σαν ελέφαντας ανάμεσα στο πλήθος, κάρυ, πιπέρι, ελιές ξιδάτες, αηδία, ζέστη, λαθραία τσιγάρα, χρυσά δόντια, νέον από sex shops, προφορές και γλώσσες, ιδρώτας, λίγδα, καυσαέριο, ξυπνητήρια σε πάγκους, ταξί με γριές, άσφαλτος, Ομόνοια.
Θα της πάρω μια σπανακόπιτα, θα της πάω ένα φραπέ, αν δεν έχει σηκωθεί θα ανοίξω τα παράθυρα, θα βάλω μουσική, θα ξεκινήσω μια ζωή χωρίς όνομα, θα μυρίσω τα μπαχάρια, θα στρίψω ένα γάρο, θα κάτσω στην άκρη του παραθύρου, θα κλείσω το μάτι στον αγουροξυπνημένο αλβανό του απέναντι δωματίου, θα τσεκάρω αντιδράσεις, θα της πω ότι πάω για τσιγάρα, θα πεταχτώ να τον φάω, κρυφά, σκληρά, δυνατά, μέχρι να λιώσω κι εγώ όπως έλιωνε πάνω στον πούτσο μου η τριαντάρα αδερφή που πηδούσα όλη νύχτα, χτες βράδυ, την αδερφή που μίλαγε στο τηλέφωνο για δουλειές όσο ντυνόμουνα να φύγω από το σπίτι της, από το κρεβάτι της που ξημερώθηκα, μίλαγε για καλλιστεία, αποκαλώντας κούκλα του την άγνωστη γυναικεία φωνή που έτριζε από το κινητό, σαν να μην θυμόταν το όνομα της, σαν να μην θέλει να θυμηθεί ότι του είπα για εκείνη, να την προσέξει, να την δει, πρώτη πρώτη.
Όλα μπερδεύονται φριχτά στο μυαλό μου, ξαφνικά θυμάμαι ότι έχω να κοιμηθώ δυο μέρες, οδηγάω και γαμάω, οι δύο πιο αγαπημένες μου ασχολίες, και τότε, για πρώτη φορά στην ζωή μου αισθάνομαι ευτυχισμένος, ελεύθερος, εκείνη με περιμένει, μόνη της, στο δωμάτιο ξενοδοχείου, δεν ξέρει ότι έχει ήδη μήνυμα στο κινητό της από την Λέλα, την διευθύντρια δημιουργικού, την φίλη του, την κούκλα του, τον υποχρέωσα να της το πει, μπροστά μου, χαϊδεύοντας το χοντρό που πουτσοκέφαλο ανάμεσα στο αυτί και το σβέρκο του, εκεί όπου οι σκέψεις μαζεύονται και πιάνεσαι, μουδιάζεις, πονάς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Τις βλέπω κάθε χρόνο, δυο φορές τον χρόνο, πρώτα έρχονται να δοκιμάσουν παπούτσια, από το μαγαζί μου στην Ερμού, άχαρες, χοντρούλες, άκομψες, με μάτια που γυαλίζουν φοβισμένα, πρώτη φορά που θα μπούνε σε μαγαζί και θα φύγουν φορώντας κάτι χωρίς να το πληρώσουν πρώτα. Μετά, τις ξαναβλέπω όταν τις καλώ στο μαγαζί που έκανα με τον ξάδερφο μου, έξω από την Χαλκίδα, έχει μπει και στα καλύτερα της Αθήνας στο Time Out, ωραίο μαγαζί, χλιδάτο, με φοίνικες, lounge, σαν κήπος παλατιού, χωρίς παλάτι, με αυλή, χωρίς αυλικούς, με κέφι, κάθε καλοκαίρι, στην Χαλκίδα, πάνω από την νέα γέφυρα.
Ανάμεσα τους περιμένω εκείνη, κάθε χρόνο αυτή την εποχή την περιμένω, να έρθει, μικρή, όμορφη, τα παπούτσια της αστράφτουν, έτοιμα, μαγικά, κρυστάλλινα, με ωραίες λεπτές κορδέλες, ανυπόμονες σειρές από κρύσταλλο, να τυλίξουν όμορφες γραμμές γύρω από τους λεπτούς της αστραγάλους. Θα την καταλάβω όταν με ρωτήσει αν μπορεί να περπατήσει λίγο, "για να δει αν μπορεί να περπατήσει". Εγώ θα της απαντήσω, "φυσικά μπορείς να περπατήσεις", μόνο και μόνο για να δω να ξεφυσάει την ανάσα της, ανακουφισμένη καθώς ανακαλύπτει ότι η μοκέτα υποστηρίζει μαλακά τα εύθραυστα τακούνια της, όπως ο αφρός υποστηρίζει τις μέρες, τις μέρες που περιμένω μέχρι εκείνη να έρθει για μένα.
Θα την ξεχωρίσω επειδή θα είναι η μόνη που δεν θα γυρίσει να ρωτήσει αν μπορεί να κρατήσει τα κρυστάλλινα γοβάκια, απλά θα περπατήσει σαν υπνωτισμένη, έξω από το μαγαζί, σαν τα κρυστάλλινα πέδιλα να ήτανε ανέκαθεν δικά της, αποκλειστικά φτιαγμένα να οδηγήσουν τα βήματα της προς εμένα, εμένα που δεν μπορώ να περιμένω ούτε στιγμή, ούτε αγκράφα, ούτε φιόγκο, ούτε απόδειξη, ούτε βιτρίνα, ούτε εκπτώσεις, ούτε επιταγή, ούτε κουτί, ούτε σακούλα, παραπάνω.
Θα έρθουνε την Τρίτη, οι πρώτες 20, και μετά οι τελευταίες δώδεκα, όλες τους όμορφες, μικρές, και άγνωστες, από κάθε γωνιά της χώρας, αποφασισμένες να φορέσουνε το στέμμα, να ανάψουνε το φως, να μην γυρνάω σε άδειο σπίτι, μόνος, χωρίς αγάπη, χωρίς ελπίδα, ελεύθερος δεν θέλω να είμαι πια, να της ανήκω θέλω, να πηγαίνουμε τα καλοκαίρια σε παλάτι, κι ας μην έχει κήπο, ας μην έχει αυλή, ας έχει εκείνη, ας είναι τώρα. Πολύ μελό θα μου πείτε, αλλά εγώ ζω με την ελπίδα ότι για τον καθένα υπάρχει κάποιος στα μέτρα του, στο νούμερο του.
Ξέρετε, είμαι από τους βασικούς σπόνσορες των καλλιστείων, και αν και δεν είμαι στην επιτροπή, ακόμα, έχω κι εγώ τον τρόπο μου, με το ωραίο μου κοστούμι κάθομαι πια στο τραπέζι του καναλάρχη, του αφεντικού, που παίρνει πρώτος τις καλύτερες, και τις κάνει αστέρια.
Αλλά που θα πάει, θα αφήσει κάτι για εμάς, κάτι όμορφο, με πόδια άτριχα, αδύνατα, πόδια για τακούνια, πόδια που δεν θέλουν να πάνε πουθενά μόνα τους, πόδια για παιδιά και άμμο, για παραλίες, πόδια για να σκύβω μπροστά τους, να τα φυλάω, να τα πλένω, μόνο αν εκείνα καταδέχονται, να τα γλύφω, στοργικά, γυναικεία πόδια, θέλω να σας δω να περπατάτε στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί μου, στο πρόσωπο μου πάνω, από το στόμα μου, στο κούτελο μου, μια κλοτσιά, δύο, θα γίνω δρόμος να διαβείτε, υπόγεια διάβαση να αποφύγετε και σκάλα να ανεβείτε, πόδια που φοράτε κρυστάλλινα γοβάκια, πόδια ξυπόλητα σε παραλίες, πόδια γυάλινα σε καλλιστεία.
Το κινητό με ξυπνάει, είναι η στρίγγλα από το κανάλι, αν δεν προσέχω πως της μιλάω δεν θα τις στείλει τις μικρές, και τότε δεν θα συναντήσω ποτέ εκείνη, που μπορεί να την γνωρίσω αλλά και να μην την γνωρίσω, γιατί μπορεί εκείνη να έρθει φέτος αλλά να έρθει και του χρόνου, ας έρθει τώρα.
Όσο πιο ευγενικά μπορώ, λέω ναι, την Τρίτη όπως είπαμε, και στρώνω τα μαλλιά μου, αρχίζω να ετοιμάζομαι από τώρα, για εκείνη, λες να κλείσω κανένα τραπέζι σε καμιά μεγάλη πίστα, να κάνω και φιγούρα, δεν μπορεί, κάποια θα είναι ακάλεστη από τα πάρτι που θα γίνουν στη βίλα του καναλάρχη, ή πάμε και μετά, αυτοκίνητο δεν έχω, πάλι άδειο ντεπόζιτο, το Humvee, καταραμένο βυτίο θέλει για βενζίνη, σε βενζινάδικο πρέπει να το παρκάρω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
Το κινητό λέει Δευτέρα, το ίδιο και ο καιρός. Βρομάει, φτώχεια, μπαχάρια, χαλασμένα δόντια, όπως πάντα, Αθήνα. Οι απέναντι, τους ψιλό-βλέπω σαν σκιές πίσω από τις γκρι κουρτίνες, πορνογραφία σκιών του απέναντι κωλοχανείου.
Είναι δύο πούστηδες που γαμιούνται, δεν λένε να πνίξουν τα μουγκανητά τους, το γαμήσι τους, πήδημα άγριο, ζωώδες, αντρικό, μόλις που ξεχωρίζω τον κώλο του ενός, σφίγγεται, αλλάζει σχήμα, καθώς πασχίζει να χύσει μέσα στον αόρατο κώλο του άλλου. Το δευτερόλεπτο κλεμμένης εικόνας με καυλώνει, τα βρομόλογα του ενός είναι μόνο αλβανικά, του άλλου δεν τα βγάζω, δεν μιλάει μάλλον, τον παίρνει βουβός δαγκώνοντας το μαξιλάρι, χαϊδεύω τα πόδια μου μεταξύ τους, άτριχα, πόδια που δεν θέλουν να είναι με κανέναν ποτέ.
Ο Τέλης έχει πάει να πάρει τσιγάρα, μόλις έχω ξυπνήσει, είμαι γυμνή στο κρεβάτι, στο ξενοδοχείο. Τεντώνομαι, οι ρίγες από το παράθυρο διαγράφουν μια διάβαση στο γυμνό μου κορμί, τα εφηβικά μου βυζιά γίνονται ριγέ.
Αποφασίζω να τραβήξω μια ωραία μαλακία τώρα που λείπει ο χωριάτης, ανοίγω τα πόδια μου, πιάνω το σακουλάκι με τα καλλυντικά, ανοίγω το φερμουάρ, βρίσκω την βούρτσα, χοντρή, από αυτές που έχουν ροζ, λαστιχένιες μπίλιες στην άκρη των πλαστικών αγκαθιών της, παραμερίζω τα μουνόχειλα, χώνω την βούρτσα μέσα μου, με την μια, κρατώντας με ιδρωμένη παλάμη το χερούλι καθώς τα αγκάθια χαράζουν αυλάκια στον κόλπο μου..
Στην μικρή λίμνη από λιποθυμία που πνίγομαι, ο πόνος κολυμπάει σαν νεκρός που μόλις πήρε την τελευταία του ανάσα. η τελευταία σκέψη του αν έχει το κουράγιο να φτύσει. Αμέσως εξαφανίζομαι, παύω να είμαι εγώ, σηκώνομαι από το κρεβάτι, αφήνω ένα μικρό μονοπάτι από αίμα πίσω μου, ο κοντορεβιθούλης στην κόλαση.
Αρχίζω να συγυρίζω το δωμάτιο, σκύβοντας κάθε λίγο και λιγάκι για να αισθανθώ την πλατιά πλευρά της ξύλινης βούρτσας να πιέζει τα άντερα μου, να νιώσω να φεύγουν σκατά από τον κώλο μου, να λερώνονται τα μπούτια μου. Αποφασίζω να τιμωρήσω τον εαυτό μου που λερώθηκε, ορθώνομαι απότομα, έτσι ώστε να ξεσκαλώσουν οι βελόνες από τον κόλπο και να ξανακαρφωθούν σε νέα, πιο επώδυνη, θέση. Το αίμα ξεχύνεται από τις πληγές που μόλις ξεβούλωσαν από τις πλαστικές μπίλιες, ανακατεύεται με τα σκατά, κυλάει ποτάμι από το μουνί μου, ανάμεσα στα μπούτια μου, χύνεται από τους δεκάδες φρέσκους κόλπους που άνοιξε μέσα στον δικό μου κόλπο, το πέος σκαντζόχοιρος, μέσα μου, λαγούμι, τάφος.
Πιάνω ένα περιστέρι από το περβάζι, χώνω το δάχτυλο στον πικρό του κώλο. Εκείνο με κοιτάει με το μικρό του γυάλινο μάτι, μέσα του βλέπω τον αχτένιστο μου εαυτό, καταλαβαίνω ότι με κοροϊδεύει, με βρίσκει ατημέλητη. Αρχίζω να βαράω παλαμάκια, για να χτενιστώ, που θα γίνει μόνο όταν το περιστέρι λιώσει πάνω στην ελεύθερη παλάμη μου, τα φτερά του μια λάσπη από ουράνια σκόνη ανακατεμένη με τα έντερα του, τα μάτια του παγιδευμένα κάτω από τα νύχια μου, χωρίς κακές σκέψεις για μένα πια.
Μόλις γίνει μια άμορφη μάζα, και τα μαλλιά μου είναι όσο ξέμπλεκα πρέπει, είναι η ώρα να το φάω, όσο πιο γρήγορα μπορώ, να μην καταλάβω την γεύση του ιπτάμενου αρουραίου που πολτοποίησα κρυφά. Ο εμετός που κάνω μόλις καταπιώ την τελευταία μπουκιά σχηματίζει ένα μικρό λιβάδι πάνω στο μωσαϊκό, αποφασίζω να κάνω μια κηδεία για το νεκρό περιστέρι, ποιος ξέρει αν είναι αγόρι η κορίτσι.
Πιάνω τον Zippo, λούζω το υπόλοιπο, αφάγωτο πουλί με υγρό, ανάβω, καίγεται, στο πάτωμα, μαζί με τον εμετό, η καμένη σάρκα και η βενζίνη μυρίζει σαν σφαγείο, που το περνάς στην εθνική οδό, δεν ξέρεις αν θα επιβιώσεις από την απόκοσμη του μπόχα. Δεν βλέπω την ώρα να με γαμήσει, βγάζω την βούρτσα από το μουνί μου, είμαι έτοιμη, ακούω το κλειδί στην πόρτα, γύρισε, να πιούμε και κάνα γάρο, χαρμάνα από χτες βράδυ είμαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Φαντάσου έναν μακρόστενο φωταγωγό, έναν μακρύ διάδρομο με πανύψηλο ταβάνι, κενός ανάμεσα στους δύο τοίχους, κενό πλάτους περίπου ενάμιση μέτρο, ύψος και μήκος αθέατο, κενό τόσο στενό ώστε να χωράνε, σφηνωμένα οριζόντια, σε διαστρωματώσεις παράλληλες, σώματα, με τα χέρια και τα πόδια κομμένα, σαν ζωντανά αγάλματα, στοιβαγμένα στο αρχαιολογικό μουσείο του μυαλού σου.
Οι ακρωτηριασμένες, μαξιλαρένιες απολήξεις των σωμάτων έχουν μελανιάσει από την συνεχή πίεση της χοντροκομμένης σάρκας κόντρα στον τοίχο, που είναι υγρός, κρύος και τσιμεντένιος, αλλά χωρίς χρώμα, επειδή είναι σκοτάδι, συνέχεια, εκεί, ανάμεσα στους δύο τοίχους, στον μακρύ αυτό διάδρομο που χωρίζει την ζωή από τον θάνατο, την ελευθερία από την σκλαβιά.
Ο σκοτεινός διάδρομος, είναι αδιέξοδος και από τις δύο του πλευρές, τα σώματα στοιβαγμένα στην τσιμεντένια του κοιλιά σαν μόνωση, η σάρκα πηχτή σαν υαλοβάμβακας, βρεγμένη από ιδρώτα. Είναι ένα παραλληλόγραμμο, σαν μακρόστενο δωμάτιο, γεμάτο με σώματα, στοιβαγμένα σαν σακιά σε χαρακώματα, από την μια άκρη στην άλλη, από πάνω ως κάτω.
Χωρίς πόδια ή χέρια, οι άνθρωποι είναι ζωντανοί, και παραμένουν σφηνωμένοι στην θέση τους με δύο στηρίγματα, που το καθένα προεξέχει από τον τοίχο, μπρος και πίσω από τον καθένα, ένα στο ύψος του στόματος, ένα στο ύψος της κωλότρυπας από πίσω.
Το πρώτο στήριγμα εμφανίζεται σε άσχετες στιγμές, περνάει από μια ειδική, επενδυμένη με λάστιχο και απολυμαντικό τρύπα, χώνεται απροειδοποίητα στο στόμα - είναι, συνήθως, μια πούτσα, σκληρή, ορμητική και βίαιη, χώνεται βαθιά μες στο λαρύγγι, μέχρι να κοπεί η ανάσα, να λιποθυμήσει ο σφηνωμένος άνθρωπος που την καταπίνει, θέλει δεν θέλει, πίσω από τον διάτρητο, παραγεμισμένο με άλλους ανθρώπους τοίχο.
Καταλαβαίνεις τις διαστάσεις του πανύψηλου ανθρώπινου τοίχους, όταν από τα βάθη του διαδρόμου ακούγεται το πνιγμένο ουρλιαχτό κάποιου - πρέπει να είναι το δεύτερο στήριγμα, το πρωκτικό, που αντικαταστάθηκε, από πούτσα σε παλούκι, σιδερένιο. Συνήθως, το πίσω στήριγμα είναι και αυτό μια πούτσα, που σοδομίζει βίαια τους αιχμάλωτους. Συνήθως; τους πηδάει αναπάντεχα, ξυπνώντας τους, σκαλίζοντας ενοχλητικά τον προστάτη τους, που είναι και το μοναδικό όργανο ηδονής που δεν έχει αφαιρεθεί κατά την απαγωγή και φυλάκιση τους.
Κατά τα άλλα είναι όλοι τους ευνουχισμένοι, τα μάτια τους βγαλμένα, αλλά όχι τυφλά. Κρέμονται από το οπτικό νεύρο, μεταδίδοντας ακόμα εικόνες στον εγκέφαλο, χωρίς να μπορούν ποτέ να στρέψουν το βλέμμα από εκεί που έχει καρφωθεί. Αυτό που βλέπουν οι βολβοί μπορεί να είναι η μασχάλη του διπλανού, επειδή εκεί γλίστρησαν τα μάτια όταν αποκολλήθηκαν από τις κόγχες, με χειρουργικό κουτάλι.
Το εκκρεμές πλην ζωντανό μάτι μπορεί να διακρίνει ελάχιστο φως, αν ο βολβός κρέμεται ελεύθερος, φως πορτοκαλί, που φεγγίζει από μακριά, φωτίζει τα σώματα που αναδεύονται, σαν φωτιά που πλησιάζει. Είναι κάποιος που καίγεται ζωντανός, τόσο απροειδοποίητα όσο σοδομιζόταν πριν από λίγο, η όσο ανελέητα θα συνεχίσει να σοδομίζεται μέχρι να γίνει κάρβουνο, κάτι που παίρνει πολύ περισσότερη ώρα απ΄ όσο πίστευα.
Κανείς από τους αιχμάλωτους δεν ξέρει πότε το σύνηθες ξάφνιασμα μιας καυλωμένης πούτσας, μια καύλας που σφηνώνεται απότομα στον κώλο τους ή χοντρά στο στόμα τους, κανείς δεν ξέρει πότε ο βιασμός θα γίνει θάνατος, ποια στιγμή το πέος θα αντικατασταθεί από ένα παλούκι, αιχμηρό, μεταλλικό, καυτό, ένα παλούκι που θα διαπεράσει τις λεπτές μεμβράνες του εντέρου ή του λαιμού, ένα παλούκι που θα προχωρήσει βαθιά μέσ' στα σωθικά τους.
Συνήθως χρειάζεται κάνα διήμερο για να πεθάνουν, σουβλισμένοι σαν αρνιά, ενώ δεν χρειάζεται κανένας καθαρισμός, καθώς οι γείτονες τρώνε τον ημιθανή παρακοιμώμενο, καταβροχθίζουν τον πλησίον τους πέτσα-πέτσα, συκώτι - συκώτι.
Οι τελευταίες του λέξεις, αυτές που ψελλίζει καθώς ψήνεται από μέσα του, είναι τα παρακάλια του, εκλιπαρεί να μην τον φάνε γρήγορα, να αφήσουνε τα νεύρα και τις αρτηρίες όσο πιο άθικτες μπορούνε, για να νιώσει τον πόνο όσο περισσότερο μπορεί, να καεί λίγο περισσότερο, βαθιά στα σωθικά του, καθώς το παλούκι πυρακτώνεται και προχωράει μέσα του, σιγά-σιγά, παρακάμπτοντας προσεκτικά την καρδιά, μην ραγίσει.
Οι αληθινά τυχεροί έχουνε καταπιεί δύο πούτσες την τελευταία στιγμή, πριν πεθάνουν, δύο ψωλές ταυτόχρονα από τον κώλο και το στόμα, είχαν μείνει μόνο οι ραχοκοκαλιές και τα νεύρα τους, τυλιγμένα σαν κοκορέτσι γύρω από την σούβλα, υπολείμματα εντοσθίων ελάχιστα ζωντανά, ίσως μόνο ζεστά, δύο πούτσες καυλωμένες ενώνουνε τους δύο γαμιάδες που σφήνωναν τις πούτσες τους στην υγρή, καυτή μάζα από κρέας, χωρίς να κοιτάνε, χωρίς να ξέρουν τι γαμάνε, σπρώχνοντας ο καθένας τον τοίχο από την δική του μεριά, χωρίς να τους νοιάζει τι τους χωρίζει.
Έχω ακούσει ότι καμιά φορά, ο ένας από τους δύο γαμιάδες ανοίγει τα μάτια, και μέσα από τις τρύπες στον τοίχο κρυφοκοιτάζει, μια σκισμένη κωλότρυπα, κάποια υπολείμματα σε ένα άπλυτο παλούκι, κανέναν βολβό που κρέμεται στο κενό, κάνοντας κούνια από το οπτικό νεύρο κάποιου.
Τότε είναι η μοναδική στιγμή που ο δήμιος και ο αιχμάλωτος συναντιούνται, αλλά ακόμα και τότε, σε άλλον ανήκει η ματιά, άλλον κοιτάνε οι βολβοί, άλλος γαμάει, άλλος γαμιέται.. Θα μείνω για λίγο, αιχμάλωτος, στο μυαλό μου αντηχούν αλβανικά βρομόλογα, μπερδεύονται με βογκητά μου, ακούγονται μέχρι το βάθος του διαδρόμου, που είναι γεμάτος ακρωτηριασμένα σώματα, κομμένα, μισοφαγωμένα, ο ήχος της καπότας που βγαίνει δύσκολα, η πούτσα αποδεσμεύεται από το λάστιχο και το σπερματοκτόνο, γκελάρει στο υπογάστριο του, πιτσιλάει με χύσια, ο αφαλός του, σηκώνομαι από το κρεβάτι, βάζω την βερμούδα μου και φεύγω.
Παίρνω το κλειδί από την ρεσεψιόν, αναρωτιέμαι αν έχω λεκέ πίσω μου, αν το αίμα έχει ποτίσει την βερμούδα μου, τι θα γίνει αν πάει εκείνη να μου χώσει κωλοδάχτυλο, θα δει την σκισμένη μου τρύπα, χέστηκα, τουλάχιστον έχω φούντα, λες να την γαμήσω σήμερα, λες να έχει ξυπνήσει, έχει να πάρει τηλέφωνο το κανάλι, να πάει στα καλλιστεία, να γίνει διάσημη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
Χώνω στον καμπινέ το ρυτιδιασμένο, λεκιασμένο από ηπατικούς λεκέδες χέρι μου, βλέπω την βέρα μου να βυθίζεται στον μικροσκοπικό βόθρο της χέστρας, εκεί που κάθε μέρα, αδειάζω τ' άντερα μου λίγο-λίγο, τσουβάλι που γεννάει σκατά, κουραδομηχανή.
Ψαχουλεύω την λάσπη που φώλιαζε μέσα μου πριν από λίγο, ζεστή ακόμα, μυρωδιά από μεθάνιο ανακατεύεται με μυρωδιά απ' το παπί, συνθετική άνοιξη σε Νορβηγικές χωματερές, ιαματικές πηγές που ξερνάνε θειάφι, στόματα, χνώτα, κρύο.
Μου έρχεται αναγούλα, αλλά το δόντι δεν το βρίσκω. Κάθε βδομάδα μου το αλλάζουνε, κάθε φορά το καταπίνω, ποτέ δεν το βρίσκω, κοντεύω να πληρώσω ένα μποστάνι ψεύτικα δόντια, δόντια που μασάω αντί να μασάνε, δόντια που καταπίνω χωρίς να το καταλαβαίνω, και μετά, δόντια που δραπετεύουνε, από τον γέρικο μου κώλο, στον σκοτεινό κόσμο των αποχετεύσεων, δόντια που κροταλίζουν για πάντα στους βόθρους που περνάνε ορμητικοί κάτω από τα πόδια μας.
Δεν πρόλαβα να καταλάβω πότε πήρε η ζωή μου την κάτω βόλτα. Μάλλον όταν πάντρεψα τον γιο μου με αυτή την ηλίθια που μυξοκλαίει τώρα στο διπλανό δωμάτιο, μάλλον όταν σταμάτησα να καταλαβαίνω τι λένε στις ειδήσεις. Η λεγάμενη, με κατηγορεί τώρα, ότι τάχα μου φούσκωσα τα μυαλά της εγγονής μου, εγώ, που το μόνο που κάνω είναι να ξεφυλλίζω περιοδικά και να βλέπω τηλεόραση, που έχω πατήσει τα εβδομήντα, λες και με νοιάζει αν η μουλάρα η κόρη της θα γίνει ηθοποιός ή θα μείνει κομμώτρια σαν την θεια της, την λαϊκιά.
Δεν έχω καμία διάθεση να κάνω την κακιά πεθερά. Αν αυτό είναι το μόνο που μου έχει απομείνει στην ζωή, προτιμώ να αφήσω την λεγάμενη να με μισεί με την ησυχία της, εγώ θα προσέχω μην μου φύγει το καινούριο μου δόντι, να αποφύγω την μάταιη ανασκαφή στο πρωινό μου χέσιμο, αλλά και την γκρίνια για τα έξοδα που τους βάζει η υπό κατάρρευση οδοντοστοιχία μου.
Ανοίγω την πόρτα της τουαλέτας, βγαίνω στο σαλόνι, το κορμί της κρέμεται από το ταβάνι, άψυχο, κρεμασμένη από το πολύφωτο, πως αντέχει το καλώδιο και δεν σπάει. Το χοντρό της σώμα κρύβει το πρωινό φως, αιωρείται ακριβώς μπροστά από το παράθυρο, πάνω από το ρημαδιασμένο δωμάτιο, η σκιά της σκοτεινιάζει το πάτωμα, απλώνεται σαν βαρομετρικό χαμηλό, λεκές στα δελτία καιρού, τα χέρια και τα πόδια της δεν προσπαθούνε καν να δείξουν που θα βρέξει αύριο, κρέμονται πάνω από τα συντρίμμια, εκκρεμή που δείχνουν μόνιμα κάτι αναποδογυρισμένα τραπέζια, σπασμένα γυαλικά.
Κρεμάστηκε, η καριόλα, ακούω τα αναφιλητά του γιου μου από την κρεβατοκάμαρα, συνειδητοποιώ ότι δεν θα έχω πολύ χρόνο για τηλεόραση πια, αντί να με γηροκομήσει εκείνος θα τον γηροκομήσω εγώ, ο θάνατος μου απλά ένα ακόμα χτύπημα στα γηρατειά ενός παιδιού που θα μπορούσα να είχα ρίξει, αντί να πληρώνω το λάθος μέχρι σήμερα.
Θυμάμαι ότι δεν έχω τραβήξει το καζανάκι, γυρνάω στην τουαλέτα. Το νερό, ορμητικό και μπλε από το παπί, στροβιλίζεται ορμητικά στην χέστρα. Στήνω αυτί μήπως και ακούσω τον ήχο του δοντιού που κατρακυλάει στον πορσελάνινο λαιμό της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Το στόμα μου μπουκώνει πρώτα από απλά ζεστή, μετά από ζεματιστά καυτή, πράσινη κρέμα, η γεύση σπανάκι και η υφή σαν μαλακή κουράδα. Οι μυς του λαιμού σπρώχνουν την τροφή προς το άδειο, επίπεδο στομάχι μου, συσπώνται αντανακλαστικά καθώς πασχίζω να μασήσω το ταυτόχρονα ελαστικό και αφυδατωμένο φύλλο που περικλείει την γέμιση, καίει την γλώσσα μου.
Το σαγόνι μου ανοιγοκλείνει με περιττή δύναμη, ξαφνικά ένα μου δόντι γίνεται θρύψαλα, το αισθάνομαι να ανακατεύεται στο πολτοποιημένο σπανάκι. Φτύνω την μπουκιά στην χούφτα μου, ανακαλύπτω ότι μασούσα ένα ψεύτικο, πορσελάνινο δόντι που με την σειρά του έκανε κομμάτια ένα από τα δικά μου αληθινά.
Κάποια εργάτρια προφανώς είχε χάσει την πορσελάνινη θήκη μέσα στο ταψί που γέμιζε, σε κάποιο εργαστήριο παρασκευής σπανακόπιτας. Φοβισμένη μην χάσει την δουλειά της, ακόμα ελπίζει να μην γίνει θέμα από τον άτυχο πελάτη που αναπόφευκτα θα μασήσει το ψεύτικο της δόντι. Αν γίνει φασαρία, τότε θα την διώξουν. Την φαντάζομαι μόλις ανακαλύπτει ότι της λείπει η καινούρια, ακριβή θήκη, σε κάποιο ραντεβού ίσως, νιώθοντας το ακριβό κενό ανάμεσα στα δόντια της, με την άκρη της γλώσσας της, ακριβώς την στιγμή που την ρωτάει ο γκόμενος της αν την πόνεσε ο οδοντίατρος.
Μου έρχεται αναγούλα, καλύτερα, να ξεράσω αυτό που έφαγα μια ώρα αρχύτερα. Από την μισάνοιχτη κουρτίνα της τουαλέτας, σκυμμένη πάνω από την λεκάνη, ιδρώνω καθώς τα βγάζω. Με την άκρη του ματιού παρακολουθώ τον Τέλη. Ρουφάει τον φραπέ του, φωσφορίζον καλαμάκι, κόκκινο σορτσάκι, καθισμένος στο περβάζι, ένα γάρο έχει κολλήσει μισοκαπνισμένο στα δάχτυλα του. Ακούγεται μουσική από τον διάδρομο, ένα ανυπόφορο ηλεκτρονικό ντελίριο, φτηνή μελωδία κατάλληλη μόνο για γήπεδα ή νηπιαγωγεία, τραγουδισμένη όμως με ακραίο πάθος, σε μια ακατανόητη, αργόσυρτη ανατολίτικη γλώσσα.
Προφανώς, πολλοί ένοικοι του κωλοχανείου δεν έχουν και πολλά επαγγελματικά ραντεβού το πρωί, όπως άλλωστε κι εμείς. Περνάνε την ώρα τους βλέποντας τηλεόραση ή ακούγοντας μουσική στον διάδρομο. Καμιά φορά είναι μαζεμένοι τρεις-τρεις και μιλάνε την γλώσσα της πατρίδας τους, σαν να μην έχουνε πιστέψει ότι φύγανε ποτέ. Με τρομάζει αυτή η κατά φαντασία ακινησία, και φτύνω τους αφρούς από το στόμα μου. Καθαρή αναπνοή, πάντα.
Βγαίνω από την τουαλέτα, κάνω την αδιάφορη. Ο Τέλης χαϊδεύει τον πούτσο του μέσα από το σορτς του, ελπίζω να μην μυρίσει το δάχτυλο του όπως έκανε ο πατέρας μου όταν νόμιζε ότι δεν έβλεπε κανείς. Με το άλλο χέρι, ευτυχώς, μου δίνει το κινητό μου, έχω καμιά δεκαριά αναπάντητες, δεν προλαβαίνει άνθρωπος να πλύνει τα δόντια του, του την πέφτουν δέκα.
Κάμποσες κλήσεις είναι από το σπίτι και από το κινητό του πατέρα μου. Σιγά, είναι τόσο προβλέψιμες που σχεδόν δεν μου φτάνει να τις αγνοήσω. Κανα-δυο κλήσεις από ένα σταθερό με εναλλακτικές καταλήξεις πρέπει να είναι από το κανάλι, μα είναι ακόμα Δευτέρα, την Παρασκευή μου είπαν ότι είναι η πρώτη ακρόαση.
Παίρνω τηλέφωνο και λίγο πριν τελειώσει η κάρτα ακούω την γραμματέα να με συνδέει. Η γραμμή κόβεται. Ελπίζω να έχουν αναγνώριση, το όνομα μου το έχουνε, το ίδιο και το τηλέφωνο μου.
Καίγομαι μέχρι να ξαναχτυπήσει το ρημαδιασμένο, μόλις το βλέπω να ανάβει, μια αχτίδα μπαίνει από το παράθυρο και διαθλάται μέσα από το γυάλινο σταχτοδοχείο, ανοίγει μια πολύχρωμη βεντάλια σαν σήμα τηλεοπτικού σταθμού πάνω στο φτηνό πράσινο πλαστικό της υποτιθέμενης τουαλέτας του άθλιου δωματίου.
Παίζω με τα μαλλιά μου μέχρι να με συνδέσουνε πάλι. Όταν ακούω μια σταθερή φωνή να μου μιλάει γελαστά, σαν να με ξέρει από καιρό, χαμογελάω κι εγώ, κι ας μην με βλέπει, κι ας μην με ξέρει. Είναι το πρώτο από πολλά ανόητα χαμόγελα που θα δώσω, μια απλή πρόβα. Το χαμόγελο πρέπει να βγει φυσικό, αληθινό, να μην μπορεί να καταλάβει κανείς ότι το κάνω στα ψέματα. Θα μου ήταν εξίσου δύσκολο αλλά και εξίσου ενδιαφέρον να υποκαταστήσω το χαμόγελο με ψεύτικο κλάμα ή με ψεύτικο θυμό.
Για μένα, το θέατρο είναι θέατρο, και μετά από επιτυχημένο μοντέλο θέλω να γίνω ηθοποιός, ας χρησιμοποιήσω λοιπόν την ζωή σαν σχολείο, ας μάθω να εκφράζω ανύπαρκτα συναισθήματα, να γίνομαι αυτό που οι άλλοι πληρώνουν για να δουν.
Η απόκοσμη γκριμάτσα περνάει απαρατήρητη από τον Τέλη, μένει κρυφή, χωμένη μέσα στο κινητό. Οι διαχυτικές συμπεριφορές μεταξύ αγνώστων, μέσω συσκευών, μου είναι ταυτόχρονα πρωτόγνωρες και εύκολες. Μοιάζει σαν να γελάμε, εγώ και η κυρία από το κανάλι, για αστεία ή χαρές που δεν ήρθαν ακόμα, η προσδοκία για το αύριο είναι αρκετή για να μην νιώθουμε την απογοήτευση του σήμερα.
Καθώς η διευθύντρια μιλάει, την έχω δει στα κοσμικά, κυρία, Λέλα την λένε, αισθάνομαι σαν να ομολογούμε σιωπηρά ότι παίζουμε. Με άνεση, η φωνή μου λέει ότι πρέπει να περάσω από ένα μαγαζί, αύριο κιόλας, να διαλέξω τα παπούτσια για την πρόβα της Παρασκευής.
Μόλις βρίσκω ένα στυλό γράφω την διεύθυνση πάνω στο χάρτινο σακουλάκι που περιείχε την σπανακόπιτα που με ξεδόντιασε. Αναρωτιέμαι τι μπορώ να κάνω, πως θα βρω φράγκα για να πάω στον οδοντίατρο, αν προλαβαίνω να βάλω θήκη. Θυμάμαι ότι υπάρχει ο Τέλης και αποφασίζω να τον σπρώξω στο έγκλημα προκειμένου το ψεύτικο μου χαμόγελο να είναι αληθινά τέλειο, τέλεια αληθινό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32
Το κινητό μου χτυπάει την στιγμή που εκείνη μιλάει με το κανάλι. Είναι η μάνα μου, έξαλλη. Ψάχνω για λέξεις ανάμεσα στις υστερικές τσιρίδες της, προσπαθώ να συρράψω τις συλλαβές που θα σχηματίσουν μια πρόταση με νόημα, να καταλάβω τι μου λέει. Την μια ρωτάει που είμαι, την άλλη που είναι εκείνη, γιατί φύγαμε, που μένουμε, να μην το κουνήσουμε ρούπι, να έρθουν να μας πάρουνε.
Έχω συνηθίσει την καταπιεστική μάνα μου, συμπεριφορά περισσότερο ταιριαστή σε προδομένη γκόμενα παρά σε μάνα 18χρονου αγοριού. Παρ' όλα αυτά, η φωνή της σήμερα έχει μια περίεργη σοβαρότητα, ένα βράχνιασμα, κάτι με προειδοποιεί ότι αυτή τη φορά δεν είναι μια απλή σκηνή, αλλά κάτι τρέχει, κάτι συμβαίνει σοβαρό, κάτι που μπορεί να εμπλέκει και μένα.
Στήνω αυτί. Δέχομαι τα νέα της αυτοκτονίας της μητέρας της όπως το χειμωνιάτικο πρωί δέχεται την πραγματικότητα του θλιβερού δωματίου μας - αμήχανα, χωρίς να ξέρω τι να κάνω με αυτό που βλέπω. Με την ίδια απογοήτευση που νιώθει ο γερασμένος, γκρίζος ήλιος, που απομακρύνεται παραιτημένος, αφού δεν βρίσκει τίποτε αξιόλογο να φωτίσει μέσα στο φτηνό δίκλινο, απομακρύνομαι από το ακουστικό. Η εικόνα της κρεμασμένης μητέρας περνάει σαν εσωστρεφές σύννεφο από πάνω μας, ματαιωμένη καταιγίδα, περιφρονεί την γη που περιμένει την βροχή του. Η αυτομητροκτόνος μοιάζει ήσυχη, σφιχτά τυλιγμένη στον θάνατο της, σαν παιδί που κοιμάται κουλουριασμένο, σε μια κουβέρτα, σαν βουνό σκεπασμένο κάτω από σύννεφα..
Εκείνη δεν έχει καταλάβει ακόμα τίποτε, άλλωστε απαντούσα μονολεκτικά στο τηλέφωνο, μίλησα στην μάνα μου λες και μιλούσα σε τραπεζοϋπάλληλο, για διακοποδάνειο ας πούμε. Είμαι πολύ μαστουρωμένος για να αντιδράσω ακαριαία, αλλά πρέπει να της το πω αμέσως, η μάνα σου αυτοκτόνησε.
Με κοιτάει φευγαλέα, έχει κλείσει το τηλέφωνο, κρατάει ακόμα το στυλό. Κοιτάει το πάτωμα, το κεφάλι της αρχίζει να τρέμει ελαφρά, το στόμα της σφίγγεται, δεν βγάζει λέξη, μετά με ρωτάει αν κάνω πλάκα. Υφίσταμαι μια σύντομη διαδικασία αμφισβήτησης, και αφού την διαβεβαιώνω ότι δεν θα έκανα ποτέ ένα τόσο κακόγουστο αστείο, όσο το να της πω στ' αστεία "η μάνα σου αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε".
Την τρίτη φορά που το λέω διαβάζω στα μάτια της την παραδοχή, την ηρεμία. Με την σιωπή της μου δείχνει ότι είναι πεπεισμένη εξ αρχής πως της λέω την αλήθεια, σαν να ήξερε ότι η μάνα της κρεμάστηκε πριν από δυο ώρες, την ώρα που εμένα με ξεκώλιαζε ο αλβανός απέναντι, ενώ εκείνη κοιμότανε.
Ξεπερνάει γρήγορα το διαδικαστικό της τραγωδίας, το πρωτόκολλο της κακιάς ώρας, τον κώδικα που απαιτεί να υποκρίνεσαι πως δεν πιστεύεις στ' αυτιά σου όταν σου μεταφέρουν μια σκοτεινή είδηση. Αμέσως μόλις συνέρχεται, γδύνεται και μένει με το εσώρουχο της. Ανεβαίνει ψηλά στο δωμάτιο, με ένα μικρό πηδηματάκι προς τον ουρανό βουτάει θεαματικά, ανάποδα, με την πλάτη προς την ζωή, τα πόδια προς τα πάνω, το κεφάλι της προς το νερό, το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό, πάντα γαλάζιος κι ας απομακρύνεται, καθώς εκείνη πέφτει εκείνος μένει εκεί, να αλληλοκοιτάζονται, εκείνη διαγράφει μια τροχιά μαγευτική, αφήνει άναυδους εμένα και το φτηνό δωμάτιο.
Αιωρείται για ένα δευτερόλεπτο στον κρύο αέρα, τόσο όσο χρειάζεται για να κάνει μια επίδειξη ακροβατικής κατάδυσης, και αμέσως μετά, χάνεται σε μια λίμνη από μελαγχολία, σαν είδωλο που το απορροφάει η αντανάκλαση του, βυθίζεται μέσα σε ένα τίποτε, αριστοτεχνικά ζωγραφισμένο με διαφανή υδράργυρο. Κοιτάω την επιφάνεια που μόλις την κατάπιε, μόλις που διακρίνω το πρόσωπο της, εκείνη δεν μπορεί να με δει, είναι από κάτω, ακόμα ζωντανή, σαν να βρίσκεται πίσω από μονόδρομο καθρέφτη, φαίνεται, αλλά δεν βλέπει, η ματιά της συναντάει την δική μου μόνο όταν κοιτάμε και οι δύο το είδωλο της.
Κάθομαι στην όχθη της, χαϊδεύω το νερό, διαγράφω αψίδες με το δάχτυλο, ακολουθώ την τροχιά της βουτιάς, μετράω τις πτυχώσεις, η θλίψη μοιάζει με ήσυχο νερό που αντανακλάει τον μεσημεριανό ήλιο, αυτό το χειμωνιάτικο απόγευμα, η αντηλιά είναι έντονη, οι κυματισμοί ελάχιστοι, οι αντανακλάσεις μηδενικές, ο καθρέφτης τυφλός, αποφασισμένος να αποκρύπτει όσα έπρεπε να επιβεβαιώνει, η ζωή διαιρεί διαρκώς αυτά που υποσχέθηκε να ζευγαρώσει για πάντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Όλο το χωριό λέει ότι αυτοκτόνησε, και έτσι ο παπάς ζήτησε περισσότερα για να την θάψει. Σιχαμένος, τον θυμάμαι ακόμα από την φυλακή που μου' φέρνε με δυσκολία τρία γάρα φούντα για 30 χιλιάρικα, όταν ακόμα υπήρχαν χιλιάρικα. Τι καθίκι. Από την άλλη, μου έδωσε αυτή την δουλειά, τουλάχιστον πληρώνω ένα νοίκι σε μια περιοχή της Ελλάδας που δεν ξέρουν ότι πήγα φυλακή.
Σκάβω, λάκκους, για την ενορία, μετά τρέχω, με τα χώματα ακόμα σκαλωμένα κάτω από τα νύχια, να φορέσω το γελοίο κοστούμι, για να σηκώσω το φέρετρο, πάντα καινούριο και αστραφτερό, να το βυθίσω στον λάκκο που χάσκει ακόμα μαλακός από το σκουριασμένο φτυάρι μου. Κοράκι σήμερα, όπως ταξιτζής χτες.
Δεν έπρεπε να σκοτώσω την κόρη μου, αλλά δεν με έπαιρνε, θα το έλεγε σε όλο το χωριό ότι την γκάστρωσα, και μετά, ποιος ξέρει μετά, μπορεί και να το γεννούσε το μπάσταρδο, να πρέπει να την πληρώνω από πάνω. Και με τα λιγοστά φράγκα που βγάζω τώρα ούτε να γαμήσω δεν έχω.
Λένε ότι η κόρη της κρεμασμένης είναι μουνάρα, έχει κατέβει στην Αθήνα για τα καλλιστεία, την ψάχνουν και δεν την βρίσκουν. Έτσι, όλο το χωριό περιμένει, μες το κρύο, γύρω από το ανοιχτό φέρετρο, μπας και εμφανιστεί την τελευταία στιγμή. Η κηδεία έχει κανονιστεί για σήμερα, η μάνα της κρεμάστηκε προχτές και εκείνη ακόμα να φανεί, ούτε να πάρει ένα τηλέφωνο, άλλα έτσι είναι τα όμορφα κορίτσια, εξαφανίζονται όταν τα θέλεις πιο πολύ.
Ο πατέρας της μας έχει σπάσει τ' αρχίδια, πηγαινοέρχεται και χαιρετάει τον κόσμο σαν να είναι σε προεκλογική εκστρατεία, λες και θα τον ψηφίσουνε οι συγχωριανοί για δημοτικό σύμβουλο επειδή αυτοκτόνησε η γυναίκα του. Τι μαλάκας, αλήθεια πρέπει να' ναι ότι δεν τον άντεχε η κακομοίρα και κρεμάστηκε.
Ποιος νοιάζεται για όλους αυτούς, όλους αυτούς τους νεκρούς, που αιωρούνται για μια στιγμή μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, βουτάνε μες στο χώμα, σαν άτυχοι, δύτες: κανείς, αυτός νοιάζεται. Κανείς, επειδή όλοι είναι ανακουφισμένοι που δεν είναι η δική τους η σειρά, κανείς επειδή όλοι στεναχωριούνται για την πάρτη τους, που δεν θα έχουν δίπλα τους πια ένα γνώριμο πρόσωπο να τους φυλάει από τα όσα δεν θέλουν να γνωρίσουν.
Κανείς, επειδή, όλοι πιστεύουν ότι τους απομένει ένα ακόμα γαμήσι, καλύτερο από τα όσα έχουν ήδη ρίξει, κανείς δεν θέλει να πεθάνει, μήπως και ξημερώσει η μέρα που θα ζήσει. Και όσοι το αποφασίζουνε, να το κάνουν μόνοι τους μια ώρα αρχύτερα, ούτε αυτοί νοιάζονται για τους νεκρούς, για τους ζωντανούς αυτοκτονούν, για τον ίδιο τους τον ζωντανό εαυτό πεθαίνουν, εξάλλου ο θάνατος είναι μια ιδέα που προϋποθέτει την ζωή, το να αυτοκτονήσεις για να είσαι νεκρός, να λυτρωθείς, είναι μια επιθυμία που μόνο κάποιος ζωντανός μπορεί να έχει. Ούτε εγώ δεν νοιάζομαι για τους νεκρούς, όσο δεν νοιάζομαι για το ίδιο μου το συκώτι, σφουγγάρι πια, ρουφάει αλκοόλ, το ανακατεύει με το αίμα μου, η κάψα γρήγορη, το μούδιασμα ακόμα περισσότερο. Δεν με νοιάζει που έχω χάσει σε όλα τα παιχνίδια, είμαι ακόμα ζωντανός, ακόμα και αν οι ζωντανοί μόνο δίπλα σε νεκρούς αντέχουν να με βλέπουν.
Έχω συνηθίσει πια, στο κουρασμένο, χαρακωμένο, ηττημένο μου πρόσωπο να αναγνωρίζουν έναν υπηρέτη του θανάτου, στα πρόσωπα τους ζωγραφισμένη η αποστροφή για αυτό που με πληρώνουν να κάνω στο αγαπημένο τους πρόσωπο, αμέσως μετά φιλικοί μόλις συνειδητοποιούν ότι είμαι ο πρώτος άνθρωπος που έχουν ανάγκη οι αγαπημένοι τους, ο πρώτος άνθρωπος που θα τους γνωρίσει αφού πεθάνουν.
Όπως ένας ξαφνικός ταξιτζής στην βροχή ή ένας πρόσκαιρος εραστής στην μοναξιά, είμαι κι εγώ ένας χρήσιμος άγνωστος. Αυτή δεν είναι μια ιδιότητα που μπορείς να υποτιμάς στην ζωή, ειδικά αν έχει πεθάνει κάποιος που αγαπάς, σκέψου ένα γαμήσι χωρίς όνομα, ένα γαμήσι απρόσμενο, ένα γαμήσι που έσωσε μια νύχτα δίχως τέλος, και σκέψου - αν ήξερες το όνομα του σωτήρα σου, θα άλλαζε κάτι;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Στους επάνω ορόφους, οι βόλτες που κόβουνε είναι λιγότερο σιωπηλές, τα χέρια πιο βαθιά χωμένα στις τσέπες, τα καθίσματα λιγότερα, οι κοιμισμένοι συνταξιούχοι κάθονται κάτω στην πλατεία.
Ο ήχος από τις τηλεοράσεις που κρέμονται στις γωνίες των επάνω ορόφων, αγκομαχητά και πρόσθετα ηχητικά εφέ από δέρμα που χαστουκίζεται και αλυσίδες που τρίζουν καθώς συγκρατούν το βάρος εκείνου που γαμιέται, ανάκατος ζωώδης ήχος ζευγαρώματος αντρών, μπερδεύεται ακατανόητα με τον ήχο από την κεντρική οθόνη του πορνοσινεμά, οι δύο τσόντες, με άντρες και πούστηδες στις τηλεοράσεις, άντρες και γυναίκες στην μεγάλη οθόνη, ταυτόχρονες κι εξίσου καταθλιπτικές.
Τα θεαματικά σπρωξίματα στις ταινίες και τα βίντεο προσπαθούν μάταια να αναπαράγουν ανάμεσα σε αρχαία σκατά κάποιοι Αλβανοί, διαθέσιμοι για όσους πληρώνουνε τα ελάχιστα ευρώ που τους ζητάνε για τις κουρασμένες τους υπηρεσίες.
Δεν είναι μόνο γέροι οι πελάτες, παρατηρώ ανακουφισμένος, βλέποντας διάφορες ελληνίδες αδερφές, καλοβαλμένες, μερικές δεν έχουν πατήσει καν τα τριάντα ακόμα, καχύποπτες και καυλωμένες, όλες πλησιάζουνε με περίσσιο σεβασμό τους υποσιτισμένους πρόσφυγες.
Τα γαμήσια που πέφτουνε στα όρθια είναι τόσο ξεδιάντροπα όσο τα λιγοστά ευρώ που ανταλλάσσονται πριν από αυτά, τα βογκητά πνιχτά μες στο σκοτάδι. Μόλις ανάψει το φως για το διάλειμμα, είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία εξαφανίζονται τα συμπλέγματα, θα έλεγες ότι ήταν φαντάσματα και όχι άνθρωποι εκείνες οι φιγούρες που διέκρινες να μπλέκονται λάγνα μες στους διαδρόμους και τις σκιές.
Ανάμεσα στα διαλείμματα, όλα μοιάζουν βασίλειο σκιών, λαβύρινθος με αδιέξοδα οθόνες που προβάλλουν τσόντα, τίποτε δεν είναι αληθινό, μόνο τα όσα μισοδιακρίνει κανείς πίσω από τις ρημαγμένες ξύλινες πόρτες στις τουαλέτες, που κρέμονται αποστεωμένες από σκουριασμένους μεντεσέδες, μετά βίας αποθαρρύνουν τα αδιάκριτα βλέμματα που ψάχνουν θέαμα, μάτια καρφωμένα στο πουθενά από την μία, μάτια καρφωμένα σε σώματα που σέρνονται όρθια έξω από τις χέστρες από την άλλη, πάνω- κάτω βλέμμα, πάνω- κάτω σκάλα.
Το βασικό είναι να μην χύσω, σκέφτομαι, και ξανασκέφτομαι, την στιγμή που κάνω το λάθος να χαϊδέψω το κεφάλι που πηγαινοέρχεται μηχανικά στα σκέλια μου, ανατριχιάζω καθώς το χέρι μου σπρώχνει το χοντρό, άτριχο, ελαφρώς ιδρωμένο πετσί, το κρανίο από κάτω σκληρό και κρύο. Ο πούτσος μου έχει αρχίσει να κοκκινίζει, ερεθισμένος από τα σάλια και τα λιπαντικά στις καπότες, τα' αρχίδια μου μουδιασμένα έχουν τραβηχτεί στις κόγχες τους, σαν μάτια που μπαίνουν στο συρτάρι του μυαλού που τα ορίζει.
Κοιτάω κάτω, μην γλιστρήσει το πόδι μου στην τρύπα του τούρκικου χεσμετζέ, τα πάντα σκατωμένα στην μικρή τουαλέτα του κατάμεστου στις 2 το μεσημέρι τσοντοσινεμά, Ομόνοια, ο κώλος του μαλάκα που με ρουφάει ξεχωρίζει ανάμεσα από πουκάμισα, κατεβασμένα παντελόνια, προσπαθεί να χύσει τραβώντας μαλακία ανάμεσα στ' αθλητικά μου, δεν μπορεί, είναι γέρος, και ας μην του φαίνεται.
Στο μισοσκόταδο διακρίνω το πορτοφόλι του, ξεπροβάλλει από μια τσέπη που χάσκει, παχύ, προφανώς γεμάτο με ολόκληρο τον μισθό της αδερφής που τσιμπουκώνω.
Πριν προλάβει να κάνει κιχ, χώνω τα δύο χοντρά μου δάχτυλα στις εσοχές των ματιών της και τραβάω τους βολβούς έξω. Το οπτικό νεύρο σκαλώνει ελαφρά κάτω από το ένα μου νύχι, το τινάζω και μπλέκεται για λίγο με το άλλο, μια κοτσίδα από νεύρα με δύο μάτια στην άκρη τους, διεστραμμένο παιδικό παιχνίδι.
Η κίνηση μου είναι τόσο απλή, τόσο καίρια, δεν προλαβαίνει να ουρλιάξει καν, είμαι σίγουρος ότι ακόμα είναι εκεί, καθισμένη στα γόνατα, στην τούρκικη χέστρα, τα μάτια της κρέμονται από τις κόγχες, το βλέμμα της κολλημένο στο πάτωμα, προσπαθώντας να ξεχωρίσει ποιος λεκές είναι σκατό και ποίος μωσαϊκό, μέχρι να ανοίξει την απολιθωμένη πόρτα κάποια άλλη αδερφή, κάποιο άλλο τσόλι, κάποιος Πακιστανός, και την δει, μέσα στα αίματα, λουσμένη στα χύσια, η υγρή της αθλιότητα να συναγωνίζεται την τυφλή της ακινησία.
Εκείνη τώρα δοκιμάζει παπούτσια, οδοντίατρο να βρω, 600 ευρώ της βούτηξα, το παιχνίδι ξαναρχίζει, μόλις γυρίσει από την κηδεία της μάνας της θα το κάψουμε, είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί, να ξεχαστεί λιγάκι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35
Μου κάνει εντύπωση: το αφεντικό την άφησε να πάρει τα σανδάλια της βιτρίνας χωρίς κουβέντα, έτσι, σαν να ήτανε δικά της. Τόσα περιοδικά τα έχουνε ζητήσει αυτά τα παπούτσια για να τα φωτογραφίσουν, εμείς δεν τα δώσαμε ποτέ, σαν τόσο καιρό να περιμέναμε, να τα πάρει εκείνη, σαν να ήτανε ήδη δικά της.
Τυλίγω τα ψηλοτάκουνα σανδάλια μέσα σε τσιγαρόχαρτο, αυτά αναπαύονται στα λευκά τους σάβανα, σαν σκελετός εξωγήινου μωρού, χώνω τα πανάκριβα, σαβανωμένα σανδάλια μέσα στο χάρτινο, μικρό φέρετρο, αυτό με την σειρά του τυλίγεται με κορδέλα, και γλιστράει μέσα στην μεγάλη χάρτινη σακούλα.
Το δέρμα της γυαλίζει, πρέπει να έχει ιδρώσει, όλο το μαγαζί ξέρει ότι η μάνα της κρεμάστηκε, κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει ότι χαμογελάει και πηγαινοέρχεται με άνεση πάνω κάτω, πρέπει να της έχουν δώσει κάποιο ηρεμιστικό, η κάμερα την ακολουθούσε συνέχεια καθώς διάλεγε το πιο αστραφτερό ζευγάρι, κρύσταλλα κεντημένα πάνω στις κορδέλες, τυλίγονται σφιχτά σαν φίδια γύρω από τους λεπτούς της αστραγάλους.
Το αφεντικό έχει πάθει παράκρουση, την ακολουθεί από πίσω, κάθε χρόνο μια από τις γκόμενες των καλλιστείων θα του τα φάει χοντρά, μέχρι πλαστικές και σπίτια του παίρνουν οι επιτήδειες. Νομίζει ότι θα βρει νύφη να τον αγαπήσει, είναι τόσο καλό παιδί ο κακομοίρης, αλλά εγώ ξέρω ότι ακόμα και αν παντρευτεί με κάποια από αυτές τις ξεφτιλισμένες εδώ θα έρχεται κάθε πρωί, σε μένα, θα περνάει την ζωή του στο μαγαζί μαζί του, να πηγαινοφέρνουμε εμπόρευμα από την αποθήκη, να με μαλώνει για την σκόνη στην βιτρίνα, να κρυφοκοιτάζω το φούσκωμα στο παντελόνι του, να χαϊδεύω τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο τασάκι, να ανοιγοκλείνω, καθισμένη πίσω από το ταμείο, το συρτάρι με τους αναπτήρες, εκείνους που μαζεύω μην τυχόν και ξεμείνει ποτέ από φωτιά.
Ο καθένας από αυτούς τους αναπτήρες έχει μια ιστορία, φέρνει στον νου μια ταβέρνα ή ένα ξενοδοχείο, κάποια αντιπροσωπεία, η ακόμα χειρότερα, θυμίζει κάποιες στιγμές στην ζωή μου που δεν μπόρεσα ούτε αναπτήρα να κλέψω και ταπεινώθηκα αγοράζοντας καινούριο από το περίπτερο, δημόσια ομολογώντας ότι η κοινωνία τόσο πολύ σε έχει σπρώξει στην άκρη που έχασες ακόμα και το δικαίωμα του να ζητάς φωτιά από αγνώστους.
Έτσι έγινε όταν τον γνώρισα, του ζήτησα φωτιά, και η ευχή που έκανα καθώς μου άναβε το τσιγάρο ήτανε να μου ζητάει την φωτιά πίσω κάθε μέρα. Τσεπώνοντας τον αναπτήρα του εκείνο το βράδυ, στα μπουζούκια που τον γνώρισα, ήξερα ότι θα του έκανε εντύπωση το θράσος μου, ακόμα άνεργη πιτσιρίκα εγώ.
Η ιστορία μας δεν κράτησε πολύ, δηλαδή δεν κράτησε για πάντα, και όταν μου πρότεινε να δουλέψω στο παπουτσάδικο του, συμφώνησα, άλλωστε δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, γυναίκα είμαι.
Εκείνη έχει ήδη φύγει, χώθηκε σε ένα ταξί που την περίμενε, το ευχαριστώ της ακόμα λάμπει στα μάτια του, το κινητό του είναι ήδη κολλημένο στο αυτί, κανονίζει να πάει κάποιος να την φέρει πίσω, είναι ενθουσιασμένος ο κακομοίρης, οργανώνει ταυτόχρονα και ένα τραπέζι στα μπουζούκια. Εγώ δεν λέω κουβέντα, τι να του πω άλλωστε, μην βγεις μαζί της, αφού έχουμε χωρίσει, τι δικαίωμα έχω να του πω να μην βγει μαζί της, ας μην βγει μαζί της.
Για κάποιον λόγο ξέρω ότι θα τιμωρηθώ για αυτή μου την φθονερή ευχή - θα είμαι και εγώ καλεσμένη στο τραπέζι, έτσι, για να φάω στην μάπα το θέαμα εκείνου που φλερτάρει με αυτήν, και άλλες είκοσι ταυτόχρονα, ενώ εγώ θα κάθομαι και θα βαράω παλαμάκια στις τσιφτετελούδες, μην τολμώντας να ανέβω στο τραπέζι, πάντα τραπεζοκόμος, ποτέ επίσημη προσκεκλημένη, πάντα παράνυμφος, ποτέ νύφη, το κοριτσάκι με τους αναπτήρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Το ταξί σχίζει την βροχή που πέφτει δυνατά στην εθνική οδό, κρύα άσπρη κουρτίνα από χάντρες, παραπλανητική, αντί να οδηγεί στα έγκατα κάποιου άθλιου μπαρ απλά επαναλαμβάνεται, σαν διαδοχικές αυλαίες, αντί να αποκαλύπτει την σκηνή, αποκαλύπτει μια ακόμα αυλαία από χάντρες, μόλις που ξεχωρίζεις έναν ουρανό γκρι μέσα από τις θολές, σαν μάτια τυφλών, σταγόνες, σκοτεινός ουρανός, μεταλλικό, ενιαίο νεφελώδες υπογάστριο, μουντό και ασφυκτικό, σαν το εσωτερικό ενός περίστροφου, σαν η φύση όλη να είναι βλήμα σφηνωμένο στην κάνη του σύμπαντος, η γη να εμποδίζει τον ουρανό να εκραγεί, να φτύσει, να καθαρίσει τον λαιμό του από εκείνη, τα σύννεφα είναι φλέματα που μαζεύονται γύρω από την πλανητική μπουκιά που έχει κάτσει στο ουράνιο λαρύγγι.
Κάθομαι πίσω, μπροστά ένας πενηντάρης ροχαλίζει, φίλος του ταξιτζή, το ραδιόφωνο καρφωμένο στα αθλητικά και στα παράσιτα, τα δύο μπλέκονται με τον ήχο της βροχής.
Από το πλαϊνό παράθυρο, μέσα από τα ρυάκια και τις σταγόνες, βλέπω να ξετυλίγεται, υγρά παραμορφωμένη, η γνώριμη παρέλαση από βενζινάδικα, αποθήκες, κλειδαμπαρωμένα σπίτια, χωράφια και αλάνες, μισογκρεμισμένα εργοτάξια και παρατημένα ζώα.
Τίποτε από όλα αυτά δεν με φοβίζει πια, ξέρω ότι μόλις ξεμπερδέψω με την κηδεία της μάνας μου την έχω κάνει πίσω για Αθήνα. Ανάμεσα στα πόδια μου, στην κάτω αγκαλιά μου, σφίγγω την χάρτινη σακούλα από το παπουτσάδικο, μέσα της φωλιάζει το μαγικό κουτί που περιέχει τα αστραφτερά σανδάλια που μου χαρίσανε στην Αθήνα. Ήταν όλοι τόσο φιλικοί, ειδικά ο ιδιοκτήτης του παπουτσάδικου, ένας τριαντάρης, κυριούλης, κουστουμάτος, σαν Ιταλός έμοιαζε, μου την έπεφτε ξεδιάντροπα, φαινόταν σοβαρός άνθρωπος, με κάλεσε σε κάτι μπουζούκια, θα πάω.
Δεν πρόλαβα να τον ευχαριστήσω για τα παπούτσια που μου χάρισε, έτσι γρήγορα που έφυγα από το μαγαζί, με περίμενε από κάτω, σαν λιμουζίνα, το ράδιο ταξί που είχε καλέσει η διευθύντρια απ' το κανάλι, η Λέλα, από το κινητό, μόλις έμαθε τον θάνατο της μητέρας μου, γουργούριζε κίτρινα το ταξί, Αθηναϊκό, ανυπόμονο να με πάει στο χωριό.
Το πρώτο πράγμα που είπε η κυρία απ' το κανάλι, η Λέλα, μόλις έμαθε για την μάνα μου, είναι να μην ανησυχώ, και κυρίως, να μην απαντάω σε δημοσιογράφους, θα αρχίσουν να με παίρνουν τηλέφωνο θα τα βγάλουν όλα στην φόρα.
Φυσικά έχω ήδη δώσει δυο συνεντεύξεις, σιγά μην την ακούσω την σκρόφα, θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο αυτή, να αποφασίσει εκείνη για το ποια θα γίνει διάσημη. Άσε, δεν σφάξανε, σε μένα έλαχε ο κλήρος, εγώ θα φάω το λαχείο.
Μασάω νευρικά τα νύχια μου, σκούρα μπλε και αστραφτερά κομματάκια από μανό σπάνε, παγιδεύονται ανάμεσα από τα δόντια μου, η καινούρια πορσελάνινη θήκη γερά βιδωμένη στην θέση της, και αυτή εντάξει, κανένα πρόβλημα, ο Τέλης έκοψε τον λαιμό του και δεν χρειάζεται να κρύβω το στόμα μου με το χέρι όποτε χαμογελάω.
Ο οδηγός με κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη, το παραλληλόγραμμο που περικλείει τα μάτια του σαν μια μικρή οθόνη πάνω στο παρμπρίζ, που συνεχίζει να αποτελείται από αεικίνητες άσπρες χάντρες και διάχυτο μολύβι.
Με γουστάρει, αλλά στο βλέμμα του διαβάζω ήδη την άβυσσο που μας χωρίζει, εμένα, μέχρι χτες απλά μια ωραία γκόμενα, σήμερα όμως μια κοπέλα που κοτζάμ τηλεοπτικοί σταθμοί παραγγέλνουν για λογαριασμό της πανάκριβα ράδιο ταξί, εκείνος ένας άνεργος χτες, ένας ταξιτζής σήμερα, ποιος ξέρει αύριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
Και να σκεφτεί κανείς ότι μόλις χτες προσευχόμουν να βρω το κουράγιο να τις εγκαταλείψω, τις μουλάρες. Δεν πρόλαβε να ξημερώσει, και ο Θεός με τιμώρησε απαντώντας στις προσευχές μου, ο Θεός να με φυλάει αν η προσευχή μου ακουστεί ολόκληρη, με την ρωσίδα, το φευγιό στην Αθήνα.
Δεν με νοιάζει τόσο το ότι πέθανε, ούτως η άλλως στην ηλικία που είμαστε, κάπου το έχουμε πάρει απόφαση, όπου να' ναι φεύγουμε, ένας-ένας. Με νοιάζει όμως που αυτοκτόνησε, και όχι μόνο επειδή το συζητάει όλο το χωριό, αλλά για έναν ακόμα λόγο, πιο σημαντικό - τόσα χρόνια παντρεμένοι, δεν την είχα για τόσο αποφασιστική, αυτή την πρότερα ωραία, τώρα νεκρή, στα πενήντα από το ίδιο της το χέρι, άσχημη, χοντρή γριά, με σκούρες σακούλες κάτω από τα μάτια, πρησμένα χέρια, κοντά γκρίζα μαλλιά. Είναι αλήθεια τελικά, οι άνθρωποι με την ηλικία χάνουν το φύλο τους, η αλλοτινή καύλα πνίγεται σε ένα σωρό από γκρίζες τρίχες, λίπος και χλομάδα.
Τα κυπαρίσσια στο μικρό νεκροταφείο μοιάζουν με λεπίδες από σκοτάδι, χθόνιοι σουγιάδες που απειλούν τον λευκό χειμωνιάτικο ουρανό. Ο ασβέστης, που ακόμα πασαλείβουν εναντίον της πανούκλας, παχύς, χιονάτος, γύρω από τους πιο φτωχούς τάφους, έχει φουσκώσει απ΄ τη βροχή, έσκασε, κομμάτια του σκόρπια γύρω από την ταφόπλακα, λες και ο νεκρός τίναξε την πιτυρίδα από την νέκρα του.
Η κόρη μου φτάνει όπου να' ναι, αισθάνομαι ότι θα την δω για πρώτη φορά, η απόφαση της να φύγει την έχει μεταμορφώσει σε μεγάλη γυναίκα στο μυαλό μου, την φοβάμαι. Αυτή θα είναι η μόνη ζωντανή από τις δυο, τελικά αποδείχτηκε μέσα σε μια μέρα ότι είναι πιο δυνατές από μένα, με εγκατέλειψαν χωρίς δεύτερη σκέψη, καμία ανάγκη δεν με είχαν.
Η σκέψη ότι εγώ παραμένω ακίνητος καθώς εκείνες φεύγουν μακριά μου, η σκέψη της μάνας μου, που ξαφνικά πρέπει να φροντίζω εγώ μόνος μου, ανάποδο μωρό, με κάνει και ζαλίζομαι, συνειδητοποιώ ότι η ζωή μου όπως την ονειρευόμουνα δεν πρόκειται να πάρει ποτέ σάρκα, ούτε οστά.
Με βλέπω, από Δευτέρα κιόλας, να σέρνω τις παντόφλες, στο ημίφως κάποιου απογεύματος, πάντα χειμωνιάτικο, σαν το σημερινό, με βλέπω να προσπαθώ να διαβάσω τι γράφει το αλουμινόχαρτο στα χάπια, αν είναι τα δικά μου φάρμακα ή της μάνας μου, να ξεχνάω που βρίσκομαι, εκεί, μέσα στο μπάνιο, καθισμένος στην χέστρα, να ξύνω τ' αρχίδια μου και μετά να μυρίζω το δάχτυλο μου, όπως κάνω κάθε φορά που δεν με βλέπει κανείς, ακίνητος, χαμένος, μην μπορώντας να πιστέψω ότι η ευτυχία μπορεί να είναι τόσο εύκολη, τόσο απλή, αλλά και τόσο μίζερη όσο ένα σπίτι με την μητέρα, άρρωστη, βουβή, καθισμένη συνέχεια μπροστά στην τηλεόραση, εμένα από δίπλα, άπλυτο, ακίνητο, αδιάφορο, ευτυχία είναι να κόβω βόλτες στο ήσυχο απόγευμα της ζωής μου, προσέχοντας να μην χτυπάνε οι παντόφλες και κάνουν θόρυβο, μην την ξυπνήσω, μην ξυπνήσει τίποτε και κανένας, ποτέ ξανά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38
Είμαι νεκρή, επιτέλους. Ξαπλωμένη στο φέρετρο, στην μικρή αίθουσα δίπλα απ' το ξωκλήσι, το τελευταίο μέρος που επισκέπτομαι πριν με θάψουν. Με έχουν πλύνει, με έχουν ντύσει. Δεν νιώθω καθόλου διαφορετικά τώρα που σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά μου, δεν αισθάνομαι τίποτε και πάλι, τίποτε όπως πριν. Για να αρχίσει η κηδεία περιμένουν να έρθει η κόρη μου, η πέτρα του σκανδάλου, ακόμα δεν έφυγε και είναι ήδη διάσημη, τουλάχιστον στο χωριό. Ακόμα και στον θάνατο μου, και τι θάνατο, αυτοκτονία, μου κλέβει την παράσταση, όπως κάνει κάθε μέρα από την ημέρα που γεννήθηκε. Μουλάρα.
Η πεθερά μου έχει μείνει σπίτι, φτιάχνει κόλλυβα για τους περιέργους που θα μαζευτούνε να δουν αν ράγισε ο σοβάς από το βάρος μου. Δεν ξέρω αν έκανα καλά που κρεμάστηκα, δεν βλέπω να αλλάζει και τίποτε. Οι φίλες μου είναι όλες πολύ μεγάλες για να με κλάψουν, τρέχουν πάνω κάτω οι κακομοίρες και βοηθάνε τον άντρα μου, εκείνος κάθεται σιωπηλός σε μια γωνία, η τηλεόραση του λείπει μόνο και θα ήταν μια χαρά.
Βαριέμαι, πάω μια βόλτα. Σηκώνομαι στους αγκώνες, κοιτάω γύρω μου, κανείς δεν καταλαβαίνει ότι έχω βγει από το σώμα μου, βγαίνω από το φέρετρο, τινάζω τα πόδια ελαφρά, ανυψώνομαι ως το ταβάνι. Ξεγλιστράω από την αίθουσα που με έχουν ξαπλωμένη και με κλαίνε, πετάω, με ένα μικρό τίναγμα των ώμων τώρα πια γλιστράω πάνω από το νεκροταφείο, μέσα από τα κυπαρίσσια, πέρα απ' το χωριό, μόνη μου, στον γκρίζο ουρανό.
Κοιτάω κάτω, απλώνεται παντού μια πρόχειρα ραμμένη κουρελού από χωράφια, ταράτσες, δρόμους, πλατείες, εκκλησίες. Καταλαβαίνω αμέσως ότι όταν είσαι πεθαμένος, ο ουρανός που σε σκεπάζει, ο ουρανός που ατενίζεις, είναι η γη των ζωντανών, τα φώτα απ΄ τις πόλεις είναι οι γαλαξίες σου, τα σπίτια πλανήτες και αστέρια, οι άνθρωποι πουλιά, όταν είσαι νεκρός ο ουρανός είναι γαλάζιο χώμα, ξαπλώνεις πάνω του και κοιτάς την γη, αλλάζει χρώματα, σαν ουρανός.
Το ταξί που φέρνει την κόρη μου διασχίζει τον νέο ουρανό μου, κίτρινο πάνω στην βρεγμένη μαύρη άσφαλτο, μια σφαίρα από χρώμα που σημαδεύει κατευθείαν την μικρή εκκλησία, εκεί όπου θα φιλήσει την μάνα της, εμένα. για τελευταία φορά, στο κούτελο, δέρμα πιο κρύο κι από μάρμαρο, χείλη πιο απαλά και από λουλούδι.
Αρπάζω ένα σύννεφο, από τα παχιά, άσπρα του τσουλούφια, το φοράω, εκείνο κάνει να ξεφύγει, να εξατμιστεί μέσα από τα χέρια μου, αλλά το έχω πιάσει γερά, τυλίγεται γύρω μου σαν κάπα, μπέρτα, αυτοκρατορικός μανδύας, κρύβω την γύμνια μου μέσα στην δροσερή μουντάδα του, οι ασημένιες αποχρώσεις του όμορφες, τα υγρά του τελειώματα αστραφτερά.
Πέφτω γρήγορα από τον ουρανό, τραβάω και το σύννεφο μαζί μου, φτάνω στο ύψος του γρήγορου ταξί της, πετάω παράλληλα με το παράθυρο της, την κοιτάω μέσα από τα ρυάκια και τις σταγόνες που έχουν θολώσει το τζάμι. Με το δάχτυλο μου γράφω το όνομα της πάνω στο κρύο, θολωμένο τζάμι, το όνομα που ποτέ δεν της άρεσε, δίπλα ζωγραφίζω μια καρδιά. Εκείνη διαβάζει το όνομα της, από την άλλη μεριά του τζαμιού, βάζει τόνο στο όνομα, και δίπλα, ένα βελάκι που τρυπάει την καρδιά που σχεδίασα εγώ.
Το κοιτάει για μια στιγμή, προσθέτει μερικές σταγόνες από ζωγραφιστό αίμα στην καρδιά, διαφανείς τρύπες κόντρα στο γκρίζο τζάμι, υγρές σταγόνες, στο σχήμα και στην ύλη, σταγόνες από σταγόνες, που μέσα τους κυλάνε οι σταγόνες της βροχής και τις διαλύουν, όπως η βροχή διαλύει την υπόλοιπη ζωγραφιά μας. Γλιστράω μέσα από το air condition και κάθομαι στο πίσω κάθισμα, δίπλα της, η τσιγαρίλα με ενοχλεί, η μυρωδιά των ζωντανών επίσης, ανακατεμένη με την μυρωδιά του βινυλίου, μου θυμίζει τόσο την μυρωδιά της νεκροφόρας που με πήγε στην εκκλησία πριν από κάνα δίωρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Τραγωδία στα καλλιστεία "Θέλω την μανούλα μου!" λέει το 17χρονο φαβορί
Αρχαία τραγωδία θυμίζει η ιστορία της μικρής ορφανής καλλονής. Αμέσως μόλις έφτασε στο νεκροταφείο του χωριού της, όλοι την κύκλωσαν σαν χορός, σκίζοντας την σιωπή με θρήνους. Εκείνη απλά δάκρυσε και ακούμπησε ένα λουλούδι στον τάφο της μητέρας της. Μιλάμε για την 17χρονη καλλονή και υποψήφια των καλλιστείων γνωστού τηλεοπτικού σταθμού, η μητέρα της οποίας αυτοκτόνησε χτες τα ξημερώματα, σε ένα ακριτικό χωριό της Βόρειας Ελλάδας.
Κόρη εύπορων γονέων, η μικρή είχε ανακοινώσει μόλις πριν από μερικές ώρες την απόφαση της να κατέβει στην Αθήνα για λίγο καιρό, προκειμένου να περάσει τις διαδικασίες που θα την οδηγούσαν στην τελική δωδεκάδα των καλλιστείων. Η λαμπερή εκδήλωση θα γίνει τον επόμενο μήνα σε γνωστό νυχτερινό κέντρο της παραλιακής.
Άγνωστες παραμένουν οι αιτίες που οδήγησαν την τραγική μάνα στο απονενοημένο διάβημα. Όσοι την ήξεραν λένε ότι "πέφτουν από τα σύννεφα" και βεβαιώνουν ότι "δεν φαινόταν να έχει ψυχολογικά προβλήματα η συχωρεμένη". Οι φήμες που κυκλοφορούν, ότι δηλαδή η μάνα αυτοκτόνησε από τον φόβο του τι θα συμβεί στην κόρη της στα καλλιστεία, δεν ευσταθούν μας διαβεβαίωσαν από το κέντρο Τύπου του καναλιού που οργανώνει τα καλλιστεία.
Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την "κατάρα των καλλιστείων", μια σειρά από ατυχή γεγονότα που ακολουθούν τις υποψήφιες και τις φιναλίστ, ειδικά αν πάρουν κάποιο σημαντικό τίτλο. Θυμηθείτε μόνο την περσινή περίπτωση, εκείνη της απελπισμένης Σταρ Ελλάς, που δεν άντεξε τους πόνους του καλπάζοντος καρκίνου που της έσκισε το δέρμα λίγα μόλις λεπτά από την στέψη της, με συνέπεια να αυτοπυρποληθεί μπροστά από τα γραφεία του πρακτορείου της, λίγες μέρες αργότερα.
Οι φλόγες εισπνέονταν από το άψογα μακιγιαρισμένο στόμα της, ορθάνοιχτο αλλά βουβό, ρουφούσε τις πυρακτωμένες αναθυμιάσεις του ίδιου του φλεγόμενου εαυτού της, βαθιά στα πυρακτωμένα της πνευμόνια, Η εικόνα αυτή, που έκανε τον γύρο του κόσμου, θα παραμείνει για πάντα χαραγμένη στην μνήμη όλων μας, χάρη στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της γνωστής αλυσίδας φαστ φουντ που βρίσκονταν δίπλα από την φλεγόμενη καλλονή.
Όσον αφορά την συμμετοχή της άτυχης φετινής υποψήφιας, αυτή είναι σίγουρη. Οι ειδικοί ψυχολόγοι που παρακολουθούν τα κορίτσια των καλλιστείων αποφάσισαν ότι καλό θα ήταν να είχε κάτι άλλο να την απασχολεί αυτές τις δύσκολες ώρες. Εκείνη, σε αποκλειστικές της δηλώσεις προς το περιοδικό μας, είπε:
"Αισθάνομαι υπερήφανη που εκπροσωπώ την ιδιαίτερη πατρίδα μου σε αυτά τα καλλιστεία, και θέλω να ευχαριστήσω όλους εκείνους που μου συμπαραστέκονται αυτές τις δύσκολες ώρες, τώρα που έχασα την μανούλα μου. Δεν ξέρω τίποτε ακόμα για τα αίτια θανάτου, το τελευταίο βράδυ πριν κατέβω στην Αθήνα την είδα, μετά, ήταν πολύ πρωί όταν ξεκίνησα, υπέθεσα ότι θα είχε πέσει για ύπνο και δεν ήθελα να την ενοχλήσω.
Σας ευχαριστώ όλους, και εύχομαι να τα πούμε την βραδιά εκείνη, αν και ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός, και οι κοπέλες όλες όμορφες. Εγώ θα λάβω μέρος, επειδή πιστεύω ότι η μανούλα μου αυτό θα ήθελε για μένα, ακόμα και να κερδίσω, είναι ένα όνειρο που έχω από μικρή, να μου δοθούν οι ευκαιρίες στον χώρο της showbusiness, στην αρχή σαν μοντέλο και μετά βλέπουμε. Ευχαριστώ και τον κο. Δανιήλ, που όχι μόνο σε μένα, αλλά και στα υπόλοιπα κορίτσια, χάρισε τα υπέροχα αυτά παπούτσια, για τις φωτογραφίσεις αλλά και τα καλλιστεία."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
Κόβω την φωτογραφία της από το περιοδικό, το πρόσωπο της φτιαγμένο από κουκίδες κίτρινο, φούξια και γαλάζιο μελάνι, θολό, καθώς μπαίνει στο ταξί για να γυρίσει πίσω στην Αθήνα. Δεν πρόλαβε να φύγει απ' το χωριό και όλα τα περιοδικά γράφουν για εκείνη.
Αν δεν είχε πεθάνει η μάνα της, αν δεν είχε κρεμαστεί από το ταβάνι του σαλονιού της, αν δεν ήταν ορφανή, ίσως να με έπαιρνε τώρα τηλέφωνο, μου έκανε αναπάντητη, να την πάρω πίσω, σε βροχερή Πατησίων, αντανακλάσεις από συνοικιακές βιτρίνες, λίμνες από πολύχρωμα φώτα στις λακκούβες, νησιά από φως στα διαλυμένα πεζοδρόμια.
Φτιάχνω μια σαΐτα από την σελίδα του περιοδικού, έχω πάρει δύο τεύχη, το άλλο θα το φυλάξω απείραχτο στο συρτάρι. Ανοίγω το παράθυρο, ο κρύος αέρας με καυλώνει για μια στιγμή, τα μάγουλα μου αναψοκοκκινίζουν για πρώτη φορά μετά την έκτρωση. Νιώθω όμορφα, με μια κίνηση όλο χάρη στέλνω την σαΐτα μέσα στην νύχτα, εκείνη γλιστράει στο σκοτάδι, το πρόσωπο της διπλωμένο κόντρα στην ήσυχη, χειμωνιάτικη ξαστεριά.
Μοιάζουν με τουρμπίνες τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων καθώς τρέχουν μέσα στην νύχτα, πάνω στην εθνική οδό, που γουργουρίζει σαν ασθματικό φίδι λίγο πιο πέρα από το σπίτι μου, τουρμπίνες που η σαΐτα απέκτησε μαγικά, με την δύναμη τους εξακοντίζεται, αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα προς στο άπειρο, περνάει τους γαλαξίες σαν να ήτανε φανάρια, τα χρώματα τους οτιδήποτε άλλο εκτός από κόκκινο, πορτοκαλί και πράσινο, γαλαξίες κίτρινοι, φούξια και γαλάζιοι, γαλαξίες θολοί, σαν το πρόσωπο της, το πρόσωπο της που ήδη έχω αρχίσει να ξεχνάω.
Διπλωμένη, σε σαΐτα, θα τρέχει στο σύμπαν, βιαστική, αλλά και παγωμένη, η κίνηση της μόνο αντιληπτή από τις εναλλαγές των αστροφυσικών φαινομένων γύρω της, μέχρι που θα αρχίσει να αναρωτιέται αν εκείνη κινείται η αν παραμένει ακίνητη, αν οι γαλαξίες, οι σούπερ νόβες, τα ηλιακά συστήματα, οι εκρήξεις και τα νεφελώματα, απλά παρελαύνουν από μπροστά της, εκείνη στατική, εκείνα πηγαίνουν κάπου, απ' όπου σίγουρα θα γυρίσουν, ακολουθώντας εκείνα τα μονοπάτια της κβαντικής μηχανικής που πάντα σε γυρίζουν πίσω εκεί που ήσουνα, αλλά μέσα από ένα άλλο χρονικό παράθυρο.
Οι φωτογραφίες θα αλλάζουν, λες και η σαΐτα φτιάχνεται κάθε φορά από άλλη σελίδα, άλλη φωτογραφία, διπλωμένη, θα ταξιδεύει στο σύμπαν, την μία η ματιά της, την άλλη το μαγιό της, θα φαίνονται κάθε φορά διαφορετικές όψεις και στιγμές της, γύρω της θα παρελαύνει, η θα την προσπερνάει αν την προτιμάτε ακίνητη, το σύμπαν, ολόφωτο, δικό της, αλλά μόνο για να το θαυμάζει, σαν πίσω από ένα τζάμι, αυτοκινήτου, κάθε φορά που κλαίει, σύμπαν βροχερό, ρυάκια παραμορφωμένης διαφάνειας το σχίζουν, χοντρές σταγόνες το στολίζουν, σύμπαν που δακρύζει.
Τα δέντρα κρύβουν ήδη την σαΐτα, έχει πετάξει πέρα από τις φυλλωσιές τους, σαν πιτσιλισμένο μαύρο μελάνι κόντρα στην σκούρα μπλε νύχτα, το βράδυ απλώνεται από πάνω μου σαν λεκές από χλωρίνη που ξέβαψε ένα μαύρο σεντόνι, ό,τι μαύρο απέμεινε είναι τα σχήματα των δέντρων και του κήπου, το σεντόνι απλωμένο να στεγνώσει στον χρόνο, κουνιέται λίγο από έναν αρχαίο αέρα, πίσω απ΄ το σεντόνι τα αστέρια σαν τρύπες που αφήνουνε την μέρα να περνάει μέχρι τα μάτια μου, ένα από αυτά τα αστέρια έχει ήδη το όνομα της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41
Από την κωλότσεπη λείπει το πορτοφόλι μου, αλλά ο ταξιτζής με ξέρει, κάθε μέρα το ίδιο ράδιο ταξί καλώ. Μερικοί από αυτούς τους ταξιτζήδες με έχουνε γαμήσει κιόλας, θα τρέμουν μην το μάθει η γυναίκα στο σπίτι, ας μην συζητήσουμε για όσους έχω γαμήσει εγώ. Είπα να σταματήσω για λίγο στο τσοντάδικο πριν πάω στο κανάλι να συναντήσω την Λέλα, την κολλητή μου και διευθύντρια δημιουργικού στο κανάλι του μπαμπά, αλλά τι το' θελα, μου έκλεψε ένα τσόλι το πορτοφόλι, τα μάτια μου τσούζουνε από το χτεσινοβραδινό μεθύσι και την κόκα. Πρέπει να έχει μείνει μια καβάντζα στο πορτοφόλι, δεν έχω χρόνο να περάσω και από τον ντίλερ.
Ο ταξιτζής γλιστράει άνετα στην Κηφισίας, οι καινούριοι κόμβοι κάνουν την άφιξη στο γραφείο μου υπερβολικά άμεση, ούτε τρία τραγούδια δεν πρόλαβα να ακούσω στο ραδιόφωνο και είμαι εκεί.
Ο ταρίφας μου μιλάει για αυτό το μαλακισμένο που έδωσε ήδη δύο συνεντεύξεις σε φυλλάδες πριν καν την φωτογραφίσουμε, πριν καν αποφασίσει κανείς αν θα είναι στην τελική δωδεκάδα, σε όλη την διαδρομή μου μιλάει για την υποψήφια των καλλιστείων που αυτοκτόνησε η μάνα της, τι όμορφη που είναι, πως την πήγε χτες στο χωριό της, στην κηδεία, με το ταξί, που θα έκλεισε η Λέλα, προφανώς.
Εκνευρίζομαι με την σκέψη ότι ένα κοριτσάκι έχει κάνει άνω κάτω το κανάλι, σκέφτομαι μπινελίκια που μπορεί να χρειαστεί να ρίξω. Δεν γουστάρω όμως να τσακωθώ κι άλλο, έχω ήδη σπαστεί από το κλεμμένο πορτοφόλι, αν τον δω τον γαμημένο θα τον σκίσω.
Κάνει ζέστη στους διαδρόμους, οι υπάλληλοι του μπαμπά τρέχουν πάνω κάτω, εγώ τους χαμογελώ πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά, εκείνοι παγώνουν για λίγο, μετά με χαιρετάνε, άλλοι στον πληθυντικό, άλλοι στον ενικό, ο αέρας ζεστός και αποπνικτικός από το air condition, στο φουλ ζέστης.
Περνάω μπροστά από τις γυάλινες τζαμαρίες που κρατάνε εγκλωβισμένους τους εργαζόμενους, τα τερματικά σαν μικρά ενυδρεία, γεμάτα με διάφορες μορφές ψηφιακής ζωής να κολυμπάνε τεμπέλικα στο γαλάζιο φως.
Η χειρότερη μου, όλοι αυτοί που παίρνουνε κινητά εις βάρος της επιχείρησης, κάθονται όλη μέρα μπροστά σε ένα αναμμένο υπολογιστή, δήθεν δουλεύουν, ακόμα χειρότεροι εκείνοι που νομίζουν ότι θα μου χαλάσουν την ζαχαρένια ζητώντας μου να κάνω το οτιδήποτε.
Ως γιος του αφεντικού, έχω την ευθύνη να μην κάνω τίποτε, να είμαι αδρανής σε μια αυλή γεμάτη φίδια, έτοιμα να με δαγκώσουν με τα φριχτά, μαλακά τους δόντια. Ως αδερφή όλοι τους ονειρεύονται να με δούνε να πεθαίνω από την χειρότερη αρρώστια, ειδικά οι αδερφές ανάμεσα σε αυτούς.
Μπαίνω στο γραφείο της Λέλας, χωρίς να χτυπήσω. Εκείνη μιλάει στο τηλέφωνο, βρίζει κάποιον από το περιοδικό που δημοσίευσε την συνέντευξη της μικρής. Απορώ για το κουράγιο της να ασχολείται, αρχίζω να ξεφυλλίζω μια Ιταλική Vogue που έφτασε μόλις, καυτή από το πρακτορείο. Οι γυαλιστερές της σελίδες αντανακλούν την φιγούρα της κολλητής μου, την μία την βλέπω να καθρεφτίζεται σε μια διαφήμιση καλλυντικών, την άλλη σε κατεστραμμένα εργοστάσια, άψογα φωτογραφημένα, την νύχτα, με βροχή, αλλόκοτα Dior, συλλεκτικά Comme.
Πιάνω την τσάντα της, ψαχουλεύω, τσιμπάω ένα xanax, καταπίνω λίγο καφέ, μοβ γαλήνη, ξεθάβω ένα μπουκαλάκι γεμάτο με άσπρη σκόνη. Ανοίγω το μικροσκοπικό καπάκι, το πτυσσόμενο πλαστικό κουταλάκι, εισπνέω μια άσπρη, παχυλή μυτιά. Είναι κεταμίνη, γαμώτο, πρωινιάτικο θα πέσω σε κώμα.
Πριν αρχίσουν να σβήνουν όλα από μπροστά μου, με τα μάτια θολά, βλέπω την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει στο γραφείο της Λέλας το τσόλι που έγλυψα στο τσοντάδικο. Δεν μπορώ να μιλήσω καλά καλά, τα σάλια μου στάζουν πάνω στο πουκάμισο μου, τον βλέπω να την πιάνει από την μέση, να την ρίχνει στο πάτωμα, να της σηκώνει την φούστα, και με μία επιδέξια κίνηση, να γλιστράει το παλούκι του στο μουνί της.
Ξαφνικά η κοιλιά της φουσκώνει απότομα, σαν να την γκάστρωσε και να πέρασαν εννιά μήνες σε ένα δευτερόλεπτο. Εκείνος δεν πτοείται και συνεχίζει να την πηδάει, η πούτσα του πάντα σκληρή σαν ατσάλι, το μουνί της όλο και πιο χαλαρό.
Γλιστράω από κάτω τους, εκείνη από πάνω, στα τέσσερα, τα βυζιά της σαν σκύλας που έκανε εξαπλή μαστεκτομή, η μούρη μου ανάμεσα στα ανοιχτά της πόδια, εκείνος στα γόνατα, σπρώχνει από πίσω της, η κοιλιά της να τρίβεται στο πρόσωπο μου.
Με τα δόντια μου τραβάω τον αφαλό της, σαν να ανοίγω ανυπόμονα ένα δώρο, η γκαστρωμένη κοιλιά της σκίζεται στον ρυθμό του γαμησιού του, εκείνη δεν μπορεί να κινηθεί, αόρατα δεσμά την έχουν καθηλώσει στα γόνατα και στους αγκώνες, το κεφάλι της κλεισμένο μέσα σε τσιμέντινο κουτί, μόνο το στόμα της ξεπροβάλλει, για να ανασαίνει.
Στην γλώσσα μου νιώθω τα υγρά της, τα νερά της, που σπάνε, σαν μαλακό γυαλί, σιγά σιγά από τα σπλάχνα της ξεπροβάλλει το μωρό, μπροστά στην μούρη μου, τα μάτια του κλειστά, σαν να κοιμάται, να μην έχει πάρει χαμπάρι ότι γεννιέται, ότι θα πεθάνει, σχεδόν, αλλά όχι αρκετά, αμέσως.
Εκείνος έχει περάσει τα χέρια του από κάτω της, με το ένα χαϊδεύει το πρόσωπο μου, ενώ με το άλλο κρατάει σταθερό το μωρό. Το έχει καρφώσει με την ψωλή του στον κώλο, τρυπώντας με την σιδερένια πούτσα του το χώρισμα της σάρκας ανάμεσα στο μουνί και στο έντερο, γαμάει το μωρό μέσα της, αυτό σχεδόν αγέννητο, ακόμα δεμένο από τον ομφάλιο λώρο, ξαφνικά κλαίει.
Τεντώνω λίγο τον λαιμό μου, τρώω μια μεγάλη δαγκωνιά από το παρ' ολίγον νεογέννητο, το χέρι του, σκέφτομαι, τα μικροσκοπικά του κόκαλα διαλύονται ανάμεσα από τα δόντια μου, η γεύση του μεταλλική και ζεστή, σαν ωμός κιμάς που ξεχάστηκε έξω από το ψυγείο.
Τα ουρλιαχτά του μωρού διαδέχονται τους λυγμούς της, μετά τις κραυγές του, καθώς χύνει μέσα σε ότι έχει απομείνει από το μωρό, πιτσιλάει με τα χύσια του την ανακατωσούρα στα σπλάχνα της.
Τραβάει την πούτσα του έξω από το πτώμα της, εκείνη μόλις που ακόμα ανασαίνει, λίγο, ξεπλένει την ψωλή του από τα αίματα και τα σκατά με λίγο νερό από την κανάτα, αρχίζει να ντύνεται. Τα καρφιά που με κρατάνε ακίνητο από κάτω της έχουν αρχίσει ήδη να σκουριάζουν πάνω στα νεύρα μου, το αίμα που κυλάει έχει πήξει, η σάρκα έχει ήδη αρχίζει να σαπίζει γύρω από τις πληγές. Συνειδητοποιώ ότι θα πεθάνω από κάτω της, καλύτερα αυτό να γίνει μια ώρα αρχύτερα, αλλιώς θα πρέπει να την υποστώ να σήπεται πάνω μου, σκουλήκια να στάζουν μέσ' τα μάτια μου, πονάω φριχτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42
Με το που μπαίνω στο γραφείο της, εκείνος είναι ήδη καθισμένος στον καναπέ, κάτι ψάχνει μέσα σε μια τσάντα. Τον αναγνωρίζω αμέσως, κι ας φοράει τα μαύρα γυαλιά για να μην φαίνονται τα μάτια που του έβγαλα στο τσοντοσινεμά.
Κάνει ότι δεν με αναγνωρίζει, αν και λέω μια καλημέρα στο πουθενά, την φωνή μου τουλάχιστον την ξέρει, την μυρωδιά μου σίγουρα.
Κοιτάει τυφλός το δωμάτιο, εκείνη βρίζει κάποιον από το τηλέφωνο, μάλλον δεν έχει πάρει καν χαμπάρι ότι έχω μπει, άλλωστε δεν με ξέρει φατσικά, περιμένει τον υποτιθέμενο μάνατζερ της μικρής που αυτοκτόνησε, τουλάχιστον έτσι της είπε η αδερφή που γάμησα χτες βράδυ, από το τηλέφωνο, μπροστά μου, σήμερα το πρωί, καθώς έτριβα το πουτσοκέφαλο μου στο σβέρκο του πούστη που γάμησα, λίγες ώρες πριν μάθουμε για την αυτοκτονία.
Η αδερφή που είχα ψωνίσει απ' το chat, όταν ακόμα ήμουν ένα βλαχάκι, πίσω στο χωριό μου, αιώνες πριν, η αδερφή που για καλή μου τύχη δουλεύει με την διευθύντρια των καλλιστείων, σίγουρα της έχει πει για εκείνη, άλλωστε αν δεν της είχε μιλήσει, η αδερφή, στην διευθύντρια, για την μικρή μου φίλη, η διευθύντρια δεν θα της είχε πληρώσει το ταξί για να γυρίσει στο χωριό.
Τώρα όμως, που κάθομαι σε ένα γραφείο με μια αδερφή που της πέταξα τα μάτια έξω, με μια γκόμενα τρελή που ουρλιάζει σε ένα κομμάτι πλαστικό, βαριέμαι, ανησυχώ, επειδή η αδερφή που με πήρε τηλέφωνο να έρθω, έχει αργήσει.
Ο πούστης που τύφλωσα στο τσοντάδικο τι δουλειά έχει εδώ, λες να είναι συνεννοημένοι όλοι αυτοί;
Ακούω το όνομα μου, η διευθύντρια έχει κλείσει το τηλέφωνο και μου μιλάει, με την ίδια ταχύτητα και με την ίδια ένταση που μιλούσε σε όποιον κακομοίρη την άκουγε από την άλλη άκρη της γραμμής. Πρέπει να έχει να κάνει σεξ πολύ καιρό η κακομοίρα, η στέρηση φαίνεται πάνω της σαν σκόνη, πολύχρωμη, αποξηραμένα καλλυντικά, το πρόσωπο της είναι μια μάσκα που όσο συσπάται τόσο γίνεται σκόνη.
Ο άλλος, ο αόμματος, κοιμάται στον καναπέ, ένα καλώδιο από σάλια γλιστράει από το στόμα του και απλώνεται σαν διαφανές αίμα πάνω απ' την καρδιά του. Κάνω σκοποβολή με το βλέμμα, στέλνω αόρατες σφαίρες για να τον αποτελειώσω, εκείνος συσπάται μες τον ύπνο του, τινάζεται σκόνη και από αυτόν, αυτή όμως είναι άσπρη, όχι πολύχρωμη.
Εισπνέω και τις δύο σκόνες, και την δική της, και την δική του, και γίνομαι ένα μυθολογικό τέρας, μισό άλογο, μισό άνθρωπος, Με τα χέρια μου την πιάνω από την μέση και την σέρνω από κάτω μου, τα αλογίσια πόδια μου στήνουν γύρω της ένα κλουβί από μυς και ένταση, τέσσερα ζωντανά κάγκελα.
Εκείνος, παραπατώντας, σηκώνεται από τον καναπέ, βγάζει τα κορδόνια από τα αθλητικά του, με σοβαρότητα την δένει, το πρόσωπο της στο πάτωμα, οι καρποί της δεμένοι από τα μπροστινά μου πόδια, οι αστράγαλοι της πίσω, τα πόδια και τα χέρια της ανοιχτά, καθώς το εμβαδόν που ορίζουνε τα αλογίσια πόδια μου είναι μεγαλύτερο από το δικό της ύψος.
Αιωρείται μερικά εκατοστά από το πάτωμα, άλλα όχι για πολύ - σε λίγο, καθώς θα τρέχω με εκείνον καβάλα, τυφλός αναβάτης πάνω στα κύματα, εκείνη θα έχει γίνει κομμάτια, κάθε μου δρασκελισμός μια νέα ρωγμή στην σάρκα της. Θα τρέχω μέχρι να διαλυθεί εντελώς, τα υπολείμματα της λευκά, σπασμένα κόκαλα, θα κρέμονται από τα αλογίσια πόδια μου σαν αλλόκοτα κοσμήματα, κάνοντας έναν θόρυβο απόκοσμο, ξερό, θρύψαλα σε κίνηση, γιγαντιαία σκόνη σε αναταραχή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43
Με το που μπαίνω στο γραφείο της, χωρίς να χτυπήσω, τον βλέπω ήδη μέσα, το είπε και το έκανε, θα παραστήσει τον μάνατζερ της μικρής.
Ένας επαρχιώτης γαμιάς του πενηντάρικου, άγουρος ακόμα νταβατζής, μια διευθύντρια μεγάλου καναλιού τις παραμονές των καλλιστείων, κακοπληρωμένη γεροντοκόρη, στον καναπέ ο γιος του αφεντικού, αδερφή σαν κι εμένα, πάμπλουτη σαν κανέναν από τους υπόλοιπους εδώ μέσα, στο ασφυκτικά ζεστό γραφείο της, μια αφίσα extreme sports στον τοίχο, κάτι βιβλία, κάτι περιοδικά, ένα computer αναμμένο στο γραφείο της, ταξιδεύει και δέχεται μηνύματα, χωρίς πιλότο, ακυβέρνητο παράθυρο.
Χαιρετάω, στο κενό, είμαι σίγουρος ότι δεν με άκουσαν. Στην γωνία, εκεί που κάθομαι πάντα, με περιμένει μια καρέκλα, στοιβαγμένη με χαρτιά, περιοδικά, σημειώσεις και εφημερίδες. Από πίσω ακριβώς είναι μια τηλεόραση συνέχεια καρφωμένη στο κανάλι, το τηλεκοντρόλ δεν φαίνεται πουθενά. Δουλεύω εδώ, δηλαδή ανέχομαι την Λέλα, αρκετά χρόνια. Τα βράδια τα περνάω στο Internet, και ιδού τα αποτελέσματα, ο μικρός που με γαμούσε χτες το βράδυ, και σήμερα το πρωί μου ζητούσε να πω έναν καλό λόγο για την φίλη του, είναι εδώ, και καπνίζει ένα τσιγάρο, το κελί από νοβοπάν γεμίζει με καπνό.
Ο γιος του αφεντικού έχει ξαπλώσει να πάρει έναν υπνάκο, τα μάτια του κρυμμένα πίσω από μαύρα γυαλιά, εκείνη μιλάει έντονα στον μικρό, βαριέμαι ήδη πάρα πολύ.
Έξω από την κλειστή πόρτα δεν ακούγεται τίποτε, αλλά εμείς ξέρουμε ότι όχι μόνο είναι γεμάτο το κτίριο από υπαλλήλους, αλλά και ότι κάθε κίνηση μας καταγράφεται από την ασφάλεια του κτιρίου, εκατοντάδες κάμερες κρυμμένες παντού, τεμπέλικα μάτια, σε ακινησία, κοιτάνε χωρίς να βλέπουνε.
Μου αρέσει να παρατηρώ την υπερήφανη στάση που έχουν όλοι τους απέναντι σε αυτή την συνεχή επιτήρηση, το πώς συμπεριφέρονται λες και οι κάμερες δεν είναι εκεί. Συνεχίζουν να γαμιούνται στις τουαλέτες, να ξύνουν την μύτη τους στο ασανσέρ, τα' αρχίδια τους στις πίσω σκάλες, να βρίζονται, να πετάνε πράγματα στα κεφάλια των άλλων, να κλέβουν χαρτί υγείας από την τουαλέτα, να κάνουν ό,τι έκαναν και πριν, μόνο που τώρα λογοδοτούν απέναντι στην νέα αριστοκρατία, τους τεμπέληδες εκείνους που φυτοζωούν πίσω από μια οθόνη κλειστού κυκλώματος, παιδιά της εργατικής τάξης και του περιθωρίου που πλούτισαν από την ανάγκη των ανθρώπων να έχουν πάντα κάποιον να τους προσέχει.
Κάποιος κρατάει ένα πάκο DVD, κάποιος ένα μάτσο χαρτιά, άλλοι με κοστούμια, άλλοι με αθλητικά, τρέχουν πάνω κάτω, ανάμεσα από τις γρίλιες, γραμμικές υποδιαιρέσεις των προφίλ τους, γραμμές που αλλάζουν χρώματα και υφάσματα, οριζόντια αλλαγή, σαν οι γραμμές να τρέχουν, και όχι οι εργαζόμενοι, ο ένας τοίχος του γραφείου γραμμικός εξομοιωτής, μια σειρά από οριζόντιες σχισμές, οι γρίλιες ανοιχτές όσο χρειάζεται για να βεβαιωθείς ότι υπάρχουν άλλοι, και θα' θελαν κι αυτοί να έχουν το προνόμιο να βρίσκονται πίσω από μια κλειστή πόρτα, στο ήσυχο γραφείο της Λέλας, εκεί όπου την έχουνε κλείσει για να μην ακούνε τα βρισίδια και τις απειλές της.
Ανάβω ένα τσιγάρο, ο Τέλης μου κλείνει το μάτι, κοροϊδεύει το γιο του αφεντικού, που έχει ξαπλώσει αδερφίστικα και τον έχει πάρει ο ύπνος. Μια κάμερα κάνει μια σιωπηλή κίνηση προς το μέρος του, περιστρέφει το τυφλό της μάτι προς εκείνον.
Από την μικρή τηλεόραση αρχίζει να προβάλλεται το όνειρο του, ένα τοπίο θολό πίσω από τηλεοπτικό χιόνι, παγωνιά, τα δέντρα εύθραυστα, τα χρώματα ατελείωτες παραλλαγές του γκρι. Σε κάθε του ανάσα μια τηλεοπτική νιφάδα σκάει, σαν ασπρόμαυρο πυροτέχνημα, και εξαφανίζεται, αποκαλύπτοντας μια ακόμα λεπτομέρεια του τοπίου, κάποιο βορειοελλαδίτικο χωριό, μια συστάδα από αυθαίρετα που κοιμάται κάτω από χοντρά σύννεφα, γκρίζα και αυτά.
Σε λίγο, έχει ξεκαθαρίσει η εικόνα στην τηλεόραση, και μπορώ να διακρίνω στο κεντρικό δρόμο του χωριού, μια νεκρική πομπή, άντρες, γυναίκες, μαυροφορεμένες, απομακρύνονται από το νεκροταφείο, οδεύουν προς ένα κομμωτήριο. Εκεί τους περιμένει εκείνη, η φίλη του Τέλη, μου δίνει μια τσίχλα, τον ευχαριστώ. Μασάω αποχαυνωμένος, καθώς η μικρή, μπροστά στην κάμερα, δείχνει το κομμωτήριο της θείας της, που χαμογελάει δίπλα της, στο χρυσό της δόντι καθρεφτίζεται το υπόλοιπο χωριό πίσω από τον δημοσιογράφο του καναλιού. Εκείνη χαμογελάει, και την εικόνα τους ακολουθεί ένα πρόχειρο μοντάζ από παιδικές και εφηβικές της φωτογραφίες.
Το άγουρο σώμα της τεντώνεται σαν μεμβράνη πάνω στην οθόνη, παραλίες παιδικών διακοπών απλώνονται στο γραφείο, κάποιο Πάσχα, κάποια γενέθλια, κεριά, τούρτες, χαμόγελα χωρίς δόντια, σφραγίσματα, θήκες. Σκέφτομαι πως είχε κάνει μια ευχή κάθε φορά που έχανε ένα δόντι, αναρωτιέμαι πόσες από αυτές έχουνε ήδη βγει αληθινές, εκείνη μου κλείνει το μάτι, μέσα από την τηλεόραση, στο γραφείο.
Η Λέλα έχει πάψει να βρίζει τον Τέλη, ο γιος του αφεντικού ακόμα ροχαλίζει, η τσίχλα έχει χάσει την γεύση της, οι οριζόντιες γραμμές αλλάζουν χρώματα πιο αργά από ποτέ, έξω από το γραφείο ο συνωστισμός έχει φτάσει στο απροχώρητο, κοιτάω προσεκτικά μέσα από τις γρίλιες, βλέπω ανθρώπους να σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στον άλλον, να πατάνε ο ένας το κεφάλι του άλλου, τα κεφάλια να σκάνε σαν καρπούζια από το βάρος των εκατοντάδων απελπισμένων αναρριχητών.
Σε όλο το γραφείο σχηματίζονται ανθρώπινες πυραμίδες, ζωντανά βουνά, στις πλαγιές τους αντί για δέντρα φυτρώνουν χέρια και πόδια που συσπώνται στο κενό, τα κόκαλα σπάνε σαν χαρτί που τσαλακώνει, τα αέρια από το air condition βγαίνουνε πάντα στην ώρα τους, εκείνοι πνίγονται όλοι ανεξαιρέτως, το ένστικτο τους οδηγεί εσφαλμένα, νομίζουν ότι στις γρίλιες του κλιματιστικού θα βρουν καθαρό αέρα να ανασάνουν, από εκεί όμως ξεχύνονται, βουβές, θανατηφόρες οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις.
Κανένας τους δεν έχει επιζήσει ποτέ, εκτός από εκείνη, σήμερα, μου κλείνει το μάτι, μέσα από μια σήραγγα που σχηματίζεται στιγμιαία, ένα σάρκινο τούνελ από μασχάλες, μπούτια, δάχτυλα, ταυτόχρονα δίνει συνέντευξη στην τηλεόραση, στο χωριό της, στο όνειρο του, την ίδια στιγμή πλακωμένη κάτω από εκατοντάδες υπαλλήλους, έξω από την πόρτα, του γραφείου όπου βρίσκομαι, και κρυφοκοιτάζω από τις γρίλιες τους υπαλλήλους που ασφυκτιούν, προσπαθούν να κρατήσουν την ανάσα τους, σχηματίζοντας με τα κορμιά τους ένα καταφύγιο, προστατεύοντας εκείνη, χωμένη βαθιά κάτω από την ανθρώπινη πυραμίδα, η μοναδική που θα την γλιτώσει, έχει καταλάβει ότι οι νεκροί που την σκεπάζουν είναι προστάτες, εργάτες που χτίζουν ένα αυθαίρετο για εκείνη, κρατώντας το δηλητήριο μέσα τους, να μείνει έστω και μια ανάσα οξυγόνο, μέχρι το συνεργείο καθαρισμού να ανοίξει τα παράθυρα, να μαζέψει τα πτώματα, να την βρει να κοιμάται, ακόμα ζωντανή, ύπνο βαθύ, ατάραχο, σαν βουνό, που κρύβει ένα χωριό, ένα κορίτσι, ένα όνειρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44
Θα της αλλάξουμε τα πάντα, θα της ξεριζώσουμε τα φρύδια, θα της κάψουμε τα μαλλιά, θα της τυλίξουμε τις τούφες, θα χύσουμε καυτό κερί πάνω στις γάμπες της και γύρω απ' το μουνί της, μετά θα την καίμε με laser, μια ριπή για κάθε τρίχα που φυτρώνει, οξύ θα ασπρίσει τα δόντια της, βορικό τα μάτια της, θα αλλάξουν και αυτά χρώμα, από καφέ σε γαλάζιο, το στήθος της θα τεμαχίσουμε, θα βάλουμε μέσα νερό, φουσκωτά μπαλόνια, οι θηλές θα κοπούν, με νυστέρι, θα τοποθετηθούνε λίγο πιο ψηλά, να δείχνει πιο περήφανο το βυζί, θα' ναι σκληρά τα μπαλόνια, θα ανεβοκατεβαίνουν άτσαλα, δεν θα τα σηκώνει άνετα η μέση της, εξ' άλλου θα της λείπουν κάνα δυο παΐδια, αφού θα της τα σπάσουμε όπου χρειάζεται, να κάνει λεπτή μέση, σαν σφήκα, θα σπάσουμε τα κόκαλα της, τα ζυγωματικά της θα πριονιστούν, θα χωνέψουν πλαστικά, καινούρια, πρόσθετα μάγουλα, το τσιτωμένο δέρμα που θα τα σκεπάζει θα αντανακλά καλύτερα το φως, ο μικροσκοπικός ιδρώτας θα ανακατεύεται με τα πανάκριβα, πολύχρωμα καλλυντικά, τις σκόνες, τις κρέμες τις λιωμένες, αυτές που θα κυλιέται μέσα τους ολημερίς, τον αρωματισμένο βόθρο, ανορεξική γουρούνα, με μαστάρια κατσίκας και μαλλιά πλαστικής κούκλας, τυφλωμένη από τους φακούς και τα καλλυντικά, έξαλλη, συνέχεια πεινασμένη, ποτέ χορτασμένη, τα ρουθούνια της ερεθισμένα από τις αμφεταμίνες και την κοκαΐνη, το δέρμα της ξερό αλλά βρεγμένο, θα ξεκολλάει φολιδωτό, θα πέφτει σαν λέπια, πιτυρίδα, ψηφίδες της, που με την σειρά τους θα ρετουσάρονται από τους ακούραστους νάνους στο εργαστήριο Photoshop, εκεί θα σβήνονται οι ρυτίδες της, τα σπυράκια της, τα τριχάκια που πετάνε κόντρα στα φώτα, μέχρι να γίνει μια σφήκα, να μεταμορφωθεί σε μια ανάμνηση του εαυτού της, ένα μέτρο σύγκρισης για το παρελθόν, το πρόσωπο της να γίνει το σήμερα που κοιτάει με τρόμο το χτες, ένα τέρας ομορφιάς, μια σφήκα χωρίς μυστικό, μια γυναίκα που πλένει τα πιάτα, όρθια, στον νεροχύτη, έχει ξεχάσει να κατεβάσει τα σκουπίδια, απ' έξω νυχτώνει, και εκείνη, πετάει τα γάντια της, χτυπάει ένα παλαμάκι, ανεβαίνει, από στέγη σε στέγη, πηδάει από κεραία σε κεραία, χορεύει μόνη της, μέσα στην νύχτα, οι ταράτσες είναι πίστες, αυτές θεοσκότεινες, εκείνη με τα μάτια κλειστά, τυφλή χορεύτρια, υπνοβάτιδα τσιφτετελού, τα μπουζούκια ανοιχτά μόνο για εκείνη, που χορογραφεί, διστακτικά, αλλά χαμογελώντας, το κάθε κομμάτι που τυχαίνει να ξεχύνεται από κάποιο παράθυρο, μέσα στην νύχτα, γίνεται δικό της, έχει παρέα όταν δεν κοιμάται, παρέα που εκείνη δεν γνωρίζει, αλλά εκείνη την γνωρίζει, της βάζει μουσικές χωρίς όνομα, προσκαλώντας την να ανεβάσει ένα μιούζικαλ πάνω στην ταράτσα, να χορέψει με τα μάτια κλειστά, μέχρι να κλείσεις τα δικά σου, μήπως αλλάξουν χρώμα και αυτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45
Το κεφάλι μου πονάει, γύρω μου βασιλεύει το ψυχρό ημίφως του νοσοκομείου. Αισθάνομαι ευφορία, κάποια ναρκωτικά κυλάνε αργά στις φλέβες μου, δεν μπορώ να κουνηθώ, είμαι δεμένη από τους καρπούς και τους αστραγάλους, το στόμα μου γεμάτο από έναν σωλήνα που κατεβαίνει βαθιά μέσα στο στομάχι μου, ρουφάει υγρά, ένας δεύτερος σωλήνας, φαρδύς, με μια κάμερα καρφωμένη στην άκρη του, αναδεύεται χωμένος βαθιά μέσα στον κώλο μου, από μια οθόνη που είναι στο ύψος των ματιών μου, μπορώ να δω το εσωτερικό του έντερου μου, η κάμερα χτυπάει στις στροφές του, εγώ βογκάω μουγκά, ο σωλήνας δεν επιτρέπει στις κραυγές μου να ακουστούν.
Από τις άκρες των ματιών μου, πέρα από τα δάκρια, βλέπω τον Τέλη, την διευθύντρια, τον γιο του αφεντικού, κοιμάται πάνω στον καναπέ, κάτι ένστολοι, της αντιτρομοκρατικής, με ανασύρανε πριν από λίγο από τον σωρό.
Ακούω μια συνεχή ανταπόκριση για τα θύματα της επίθεσης, ονόματα και αριθμοί ανάκατοι, εθελοντές μιλάνε στο ραδιόφωνο για τις εντυπώσεις τους από τον τόπο της σφαγής.
Κάποιος άγνωστος με πλησιάζει, από έναν δίσκο παίρνει ένα μικρό πριόνι, σκουριασμένο, και αρχίζει να μου κόβει ένα-ένα τα δάχτυλα, από την ρίζα. Είναι πολλά, δέκα, σκέφτομαι καθώς ακούω τον ανεπαίσθητο γδούπο που κάνουν καθώς πέφτουν στο πλαστικό δάπεδο του χειρουργείου.
Δεν αισθάνομαι τίποτε, ούτε την βελόνα που ράβει στις πληγές καινούρια, πιο μακριά, πιο φινετσάτα δάχτυλα. Δεν θα μπορώ να τα κουνήσω, άντε για να σηκώνω το κινητό, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, σημασία έχει να φαίνονται όμορφα χωρίς πολλή ώρα στο Photoshop, πιο όμορφη είναι εκείνη που προλαβαίνει να κυκλοφορήσει πρώτη τις φωτογραφίες της στα περιοδικά, δηλαδή να έχει υποστεί η εικόνα της όσο το δυνατόν λιγότερες επεξεργασίες, να την έχει καθυστερήσει ο χρόνος λιγότερο, η ομορφιά είναι πια θέμα χρόνου, ρεκόρ, δευτερολέπτων.
Όταν μου ξύρισαν τα μαλλιά, έβαλα τα κλάματα, φοβόμουν πολύ, έτρεμα, αλλά ένιωθα μέσα μου ακατανίκητη ανάγκη για αυτή την δουλεία, τον τεμαχισμό, τους ακρωτηριασμούς, τα εγκαύματα, τις στερήσεις, τις προσβολές, τα βαριά αναισθητικά, τα ναρκωτικά, τις συνεχείς αναρρώσεις, τους κατ' επιλογήν τραυματισμούς, διάλεξα να μην προλαβαίνω να συνέρχομαι από το σφυρί του ωτορινολαρυγγολόγου, που θα μου σπάει την μύτη, να μπαίνει ο γναθοχειρουργός, να μου τροχίσει το σαγόνι, ο εμφυτευτής να μου προσθέσει μαλλιά, ο λιποαναρροφητής να μου αδειάσει το αποθηκευμένο κακό, ο γυμναστής να κόψει την ανάσα μου, με ασκήσεις αντοχής για ιρακινούς φυλακισμένους, ο διαιτολόγος να με ταΐσει σκατά, και τέλος, το αφεντικό, να μου δείξει την κρυφή πόρτα, πίσω από τους ουρητήρες στις ανδρικές τουαλέτες, εκεί όπου οι θήκες από τα δόντια μου θα βιδώσουν στο σιφόνι, και θα καταπίνω τα κάτουρα των ανυποψίαστων διευθυντών, πίδακες ζεστοί, από τρύπες, μέσα στο σκοτάδι, κατευθείαν στο λαρύγγι μου, κάτουρα ανάκατα με κάψα απολυμαντικού, άσπρο χάπι με μυρωδιά νεκροτομείου, λιώνει λίγο λίγο, κάθε φορά που τρέχει το νερό, να μαζέψει τα κάτουρα από το ποτάμι, το ποτάμι που κυλάει μπροστά από τον τοίχο, πέρα από μένα, το ποτάμι στα πόδια εκείνων που με ξεδιψάνε χωρίς να το ξέρουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46
Οι υπόλοιπες υποψήφιες των καλλιστείων την ζηλεύουν, ξέρουν από τώρα, από τις κραυγές που ξεχύνονται από το χειρουργείο, έχουν όλες δει τις παχιές, μοβ ουλές, άλλωστε η ίδια τις δείχνει περήφανη, δείχνει τις ουλές που υπενθυμίζουν σε όλους ότι έχει ανοιχτεί το σώμα της, έχει ραφτεί απ' την αρχή το δέρμα της, οι μυς, το λίπος.
Η μητέρα της αυτοκτόνησε, και όλες οι ιστορίες που λένε οι υπόλοιπες ωχριούν, κανείς δεν ενδιαφέρεται για άλλη υποψήφια, μοιάζει σαν ο καναλάρχης να έχει σχεδόν αποφασίσει, να στέψει εκείνη, ακόμα και αν δεν την έχει δει μπροστά του, την είδε στα εξώφυλλα των περιοδικών, στην τηλεόραση.
Κανένας δεν την έχει δει ακόμα από κοντά, την έχουν πλησιάσει μόνο όσοι έχουν άμεση σχέση με τα καλλιστεία, οι συνεντεύξεις που δίνει είναι όλες από τηλέφωνο, τις υπόλοιπες ώρες μπαινοβγαίνει συνέχεια στα χειρουργεία και τα νοσοκομεία.
Από την ημέρα που γύρισε απ' την κηδεία της μητέρας της, οι επεμβάσεις είναι γρήγορες, εκείνη αναρρώνει εύκολα από την μία, πριν αρχίσει αντιβιοτικά για την επόμενη. Η συνεχής στέρηση φαγητού, επειδή πρέπει να χειρουργείται πάντα με άδειο στομάχι, έχει ξεράνει τους βλεννογόνους στο στόμα και στην μύτη, έτσι η ανάσα της μυρίζει, άσχημα, σαν κάτι να έχει πεθάνει μέσα στο κεφάλι της.
Συνέχεια αδυνατίζει, λιώνει σαν κερί, το δέρμα της αποκτά διαφάνεια πορσελάνης, το κρανίο της, από κάτω, εκπέμπει θαμπό λευκό φως, είναι μια κούκλα ταυτόχρονα φτιαγμένη από κιμωλία και αιώνια, εύθραυστη αλλά επίμονη, εδώ πριν από σένα, εδώ μετά από σένα, εκτός και αν την σπάσεις, αν με τα κομμάτια της νεκρής κιμωλίας, σκονισμένα δάχτυλα, γράψεις στον τοίχο το όνομα σου, στον μαύρο τοίχο που εκείνη ποζάρει, άγαλμα που διασχίζει το σκοτάδι, βιαστικό.
Τα ήσυχα βράδια, τις όμορφες μέρες, όταν ξεκουράζεται και περιμένει να την ξαναφωνάξουν στο χειρουργείο, για την επόμενη επέμβαση, είναι μόνη της, στο κρεβάτι της, μπροστά στην τηλεόραση, έχει νοικιάσει διαμέρισμα, με τα λεφτά που της έδωσε ο καλός κυριούλης από το παπουτσάδικο, εκείνος που θέλει να την βλέπει όποτε έχει καιρό, θέλει να της πλένει τα πόδια, να της μιλάει στοργικά, καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού της, στο μισοσκόταδο του νοσοκομείου, στο άδειο της το σπίτι, το ασανσέρ απ' έξω φλυαρεί, ανεβοκατεβαίνει ασθματικά, μεταφέρει άγνωστους επισκέπτες στα γειτονικά διαμερίσματα, πιθανόν εραστές, πιθανόν συγγενείς,.
Ένα τέτοιο άδειο απόγευμα, είναι εκείνος εκεί, ο καλός κυριούλης από το παπουτσάδικο, της έχει πλύνει τα πόδια, έχει βάψει τα νύχια, τους γαλάζια, σαν χώμα, εκείνη ρουφάει χυμό μήλου από το σωληνάκι, κίτρινος σαν κάτουρο, εκείνος ξεκολλάει απότομα την γάζα που σκεπάζει τις ουλές στις μασχάλες της, κοιτάει την πληγή, μοβ, ακόμα υγρή, βυθίζει το δάχτυλο του μέσα στην μαλακή της σάρκα, το περνάει κάτω από το δέρμα της, ξύνει με το νύχι του τα νεύρα της, εκείνη συσπάται, είναι δεμένη, αναγκαστικά, ο πόνος σαν υγρό γυαλί χύνεται στα αυλάκια του μυαλού της, ανακατεύεται με τα παυσίπονα και τα ηρεμιστικά, πνίγεται σε λάσπη από φρίκη, πόνο, τρόμο και πανικό, δεν μπορεί πια να κλάψει άλλο, εκείνος αναστενάζει, σηκώνεται και ανοίγει λίγο την κουρτίνα, γλύφει το αίμα από το δάχτυλο του, και αρχίζει να διευθύνει, σαν μαέστρος, οι κουρτίνες ανοίγουν σαν αυλαία, απ' έξω έχει ήδη βραδιάσει, σφυρίζει μόνος του, μια σκιά στο μπλε παράθυρο, στο περβάζι μαζεύονται άσπρα περιστέρια, τραγουδάνε όλα μαζί, μια χορωδία εκστατική, ένα τραγούδι παιδικό, μια εθνική γιορτή, στο ρεφρέν εκείνη δεν αντέχει, βήχει, σπρέι από χυμό μήλου και αίμα σκορπίζεται στο δωμάτιο, το τελευταίο απογευματινό φως πιάνει τις σταγόνες και τις ακινητοποιεί στο σκοτάδι, αμέσως πριν σβήσουν σαν κεριά σε παιδικά γενέθλια, τα περιστέρια πετάνε μακριά, κάνουν θόρυβο, τρομαγμένα, εκείνος είναι ήδη στο ασανσέρ, φεύγει χωρίς να πει αντίο, πιθανόν εραστής, πιθανόν συγγενής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47
Η θέα με κοιτάει έξω από το παράθυρο, στην γωνία η τεράστια τηλεόραση δείχνει το κανάλι του μπαμπά, αθλητικά χωρίς φωνή, διαφημίσεις για τα καλλιστεία. Όταν ξημερώνει, το χρώμα του ουρανού αλλάζει, από ροδαλό σε γκρι, μετά ανάβουνε τα φώτα, στα παράθυρα, στις βιτρίνες, στα φανάρια των αυτοκινήτων και στις διασταυρώσεις, η γη πιο φωτεινή από τον ουρανό, μέχρι να βρέξει πράσινες σπίθες, που θα καψαλίζουν την θάλασσα, φυτεύοντας παντού στο δέρμα του πλανήτη τρίχες από καπνό, μια τεράστια γκρι γούνα που εξατμίζεται καλύπτει όλο τη γη, νησιά γλιστράνε ανάμεσα στις αναθυμιάσεις, χαμένες οάσεις, πόλεις, και πλυντήρια, ρούχα μπαινοβγαίνουν σε αυτά τα πλυντήρια, ρούχα τώρα βρόμικα, που θα γίνουν όμως πάλι καθαρά, θα απελευθερωθούν από λεκέδες, ιδρώτα, δάκρια, αίμα, σπέρμα, ούρα και σκατά, γρασίδι και σκόνη, αλκοόλ και σιρόπι, παγωτό και γράσο, λάδι και σκουριά, μέρα και νύχτα, λερώνεται, το ύφασμα, τσαλακωμένο, πρώτα νεκρό, ξερό, το σπρώχνεις, βαθιά, ρίχνεις άσπρη σκόνη, μετά είναι μυρωδάτο, υγρό, πλεξιγκλάς και λεβάντα, ξεκοιλιάζεις το πλυντήριο, τραβάς το υφασμάτινο εντόσθιο μέσα από την μεταλλική κοιλιά, απλώνεις, κόντρα στον ουρανό, το ρούχο γίνεται οθόνη, ο ήλιος προβάλλει πάνω του εικόνες από στιγμές που το είχες φορέσει, άτυχες στιγμές, για να σε κοροϊδέψει, το ρούχο στεγνώνει, οι εικόνες εξατμίζονται, σαν την γούνα, βλέπεις ότι το ρούχο είναι αλλού φθαρμένο, αλλού γυαλιστερό σαν καινούριο, αλλού γυαλιστερό από την φθορά, αποφασίζεις να το τιμωρήσεις.
Παίρνεις μια σύριγγα, την γεμίζεις με θυμό, αρχίζεις να περιπλανιέσαι στον λαβύρινθο που σχηματίζουν τα απλωμένα ρούχα, από κάτω ατελείωτο γρασίδι, από πάνω ψεύτικος ουρανός από computer, στα πόδια σου αναθυμιάσεις από την γούνα που εξατμίζεται καθώς βρέχουν πάνω της πράσινες σπίθες, είναι οι εικόνες που στάζουν από τα ρούχα, οι εικόνες από την ζωή σου.
Δεν σε απασχολεί τίποτε, τρέχεις ανάμεσα στα σεντόνια, στα πουκάμισα, στα παντελόνια, στα κυριακάτικα, στα εσώρουχα, πάνω τους διαβάζεις σελίδα σελίδα το ημερολόγιο της ζωής σου, θες να το διορθώσεις όλο, λέξη λέξη, με την σύριγγα, κάνεις ένεση στο κάθε ρούχο, εκεί που πιστεύεις ότι την χρειάζεται περισσότερο, να αισθανθεί καλύτερα, τουλάχιστον να σταματήσει να θυμίζει, οθόνη, θέατρο σκιών, να θυμίζει εκείνα που προτιμάς να ξεχάσεις, το παρελθόν τριμμένο ύφασμα, μια βαρετή Κυριακή απόγευμα, με χαλασμένο κινητό, κομμένο ρεύμα, καθόλου λεφτά, τα ρούχα έξω στην βροχή, δεν θα στεγνώσουνε ποτέ.
Αποφασίζω να φάω κάτι, κάτι υγρό και κρύο, παγωτό, λίγο γιαούρτι ίσως, φοβάμαι μην χτυπήσω τα δόντια μου στο μεταλλικό κουτάλι, το μετανιώνω, καλύτερα ένα μπισκότο, μήπως αυτό με αφυδατώσει, ένα φρούτο, τα σιχαίνομαι, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να αλλάξω τώρα, τώρα που έμαθα ότι είμαι οροθετικός, με ένα τηλεφώνημα στο κινητό, από μια νοσοκόμα που αρνιόνταν να μου δώσει τα αποτελέσματα από το τηλέφωνο, αλλά εγώ κατάλαβα, ούτως ή άλλως τα άκουσα δια ζώσης, από την καλοσυνάτη γιατρό, μια εξηντάρα, αργότερα, την ώρα που θα περνούσα να πάρω εκείνη από το χειρουργείο, έμαθα ότι πεθαίνω από AIDS από ένα τηλεφώνημα που παρά λίγο να μην απαντήσω, άγνωστη κλήση από την κλινική που έκανα εξετάσεις αίματος πριν από μια εβδομάδα, ανήσυχος, θορυβημένος από κάποιες ασήμαντες ενοχλήσεις.
Το να δουλέψω υπό αυτές τις συνθήκες μου είναι από παρήγορο έως αφόρητο, δηλαδή αυτό που ήταν πάντα για μένα η δουλειά, ένα μίγμα ερασιτεχνισμού και ξενοιασιάς, αυτό που θα έπρεπε να είναι ο ιδανικός μου εραστής, ο εραστής που δεν είχα, έχοντας αφιερώσει την καριέρα μου σαν πούστης στο να εξυπηρετώ την όποια πούτσα είχε την ανάγκη μου.
Μάλλον έχω άρνηση αλλά δεν με έχει πάρει από κάτω, αισθάνομαι δυνατότερη την απόλαυση για τις ομορφιές της ζωής, έχει αυξηθεί το πάθος μου για όλα, ακόμα και η κίνηση στον δρόμο έχει γίνει μια ευκαιρία για γαλήνη, τα καλλιστεία ένα θόρυβος στο πίσω μέρος του μυαλού μου, διασκεδαστικός, αδιάφορος, εκείνη όπου να' ναι θα έχει ξεπρηστεί από τις πλαστικές, την έστησα στο χειρουργείο, αλλά είμαι σίγουρος ότι η Λέλα θα έχει λύσει το πρόβλημα στέλνοντας τον ταξιτζή, τον γνώριμο, σιωπηλό ταξιτζή, εκείνον που την πήγε στην κηδεία της μητέρας της, εκείνον που με πήγε στο γραφείο την ημέρα που έγινε η τρομοκρατική επίθεση, που κοιμόμουν ο μαλάκας στον καναπέ, εκείνον τον ταξιτζή που οδηγούσε το αμάξι όταν χτύπησε το κινητό μου για να μάθω σε μια στιγμή τι σημαίνει ιικό φορτίο και τι λεμφοκύτταρο, ο ιός τρέχει εδώ και δύο χρόνια μέσα στο αίμα μου, φθείρει τα κύτταρα μου, μιμείται το DNA μου, φτιάχνει μια βιολογική γελοιογραφία μου, άτυχη, για να με κοροϊδέψει, το αμυντικό μου σύστημα αυτοκαταστρέφεται, τώρα έχει πια συγκεκριμένο λόγο, μια ένεση θα με έσωζε, μια ένεση σε ένα πουκάμισο, στο μανίκι, στην μέση, στον ήλιο, κανείς δεν θα δει την μικροσκοπική τρύπα, το πλάνο θα είναι μακρινό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48
Την βλέπω να ανεβαίνει στο τραπέζι, το διάφανο μεταξωτό της φόρεμα, κόκκινα λουλούδια, εξαφανίζεται, τα φώτα του μαγαζιού περνάνε μέσα από τις πτυχώσεις του, ήλιος απογευματινός την περιβάλλει, αχτίδα που γλιστράει κάτω από λεωφορείο, καταλήγει στα παπούτσια σου, φωτεινός λεκές, που σε προκαλεί, να προχωρήσεις απέναντι, ενώ εγώ, στο πεζοδρόμιο, ακόμα κοιτάω το φανάρι.
Τα λουλούδια πέφτουνε βροχή, αυτοκτονούν στα πόδια της, εκείνα τα λεπτά πόδια που προχτές μόλις βγήκαν από το μαγαζί μου, παραμέρισαν την βροχή απ' έξω, κουρτίνα από άσπρες, υγρές χάντρες, διέσχισαν την γούνα που εξατμίζεται, και μπήκαν μέσα στο ταξί, δεκαεπτάχρονα πόδια που πάνε στην κηδεία της μάνας της, που αυτοκτόνησε.
Έχει αλλάξει πολύ από τότε που πρωτοήρθε στο μαγαζί μου να διαλέξει τα παπούτσια της για τα καλλιστεία, η Λέλα μου είπε ότι την πήγανε σε ινστιτούτα καλλονής, και φαίνεται. Είναι πιο νέα, πιο αδύνατη, πιο όμορφη από ποτέ, τα μάτια της αλλάζουν χρώμα κάθε λίγο και λιγάκι, η λεπτή της μέση δονείται, κορμός δέντρου που το τσεκουρώνουν αποφασιστικά, εκείνο τρέμει πριν πέσει με υπόκωφο γδούπο πάνω στα πούσια, πριν ξεκινήσει για να γίνει παιδικά έπιπλα, με αυτοκόλλητα επάνω, ξεθωριασμένα, οι άκρες ξεκολλημένες από μαλακά νύχια, νύχτες, οι γονείς είναι μέσα και βλέπουν τηλεόραση, αμίλητοι.
Νομίζω ότι, εννοώ θα ήθελα, μήπως, κάποια στιγμή, ίσως, να την παντρευτώ, όχι να ζούμε μαζί και τέτοια, αλλά να είναι μόνο δικιά μου, εγώ φυσικά έχω εκατό άλλα μπλεξίματα, μου αρέσουν οι γυναίκες, τι να κάνω, ένα μικρό κορίτσι σαν κι αυτό, θα πικραθεί, ας πούμε, αν μάθει, ότι η ταμίας στο μαγαζί ήταν πρώην γκόμενα μου.
Εγώ βέβαια δεν ψάχνω για κανένα τσόλι, ούτως ή άλλως θα πηδάω όποια μου κάτσει, αλλά θέλω κάποια να αγαπήσω, κάποια νέα και ωραία, σαν εκείνη, τώρα παραμερίζει με το πόδι πιάτα, σταχτοδοχεία, λουλούδια, χορεύει, παραμερίζει εμένα, και τους άλλους, όλοι βαράμε παλαμάκια, εκείνη ανεβαίνει, στην μέση της αίθουσας, αιωρείται στον αέρα, συνεχίζει να χορεύει ένα τσιφτετέλι, σφιχτό, σαν κοχλίας, περιστρέφεται γύρω από το αχόρταγο της κέντρο.
Ο κόσμος, ένας ένας και μετά ολόκληρα μπουλούκια, σηκώνονται μαζί της, πετάνε όλοι στο μαγαζί, οι καύτρες από τα τσιγάρα πυγολαμπίδες στα μπουζούκια, την κοιτάνε να χορεύει, εκείνη χαμογελάει, με τα μάτια κλειστά, αλλάζουν χρώμα μυστικά, εκείνη τρέχει μέσα στο πλήθος, τραβώντας τους τα ρούχα, εκείνοι τα βγάζουν χωρίς αντίρρηση, της τα δίνουν, εκείνη τα πλένει μαγικά, σε μια στιγμή μοσχοβολάνε, πηδάει από τραπέζι σε τραπέζι, από ταράτσα σε ταράτσα, απλώνει σε όλο το μαγαζί την μπουγάδα των αγνώστων, μετά, στρίβει ένα τσιγάρο, κάθεται να το πιει μαζί τους, όλοι γυμνοί πια, παρακολουθούν την ταινία που προβάλλεται πάνω στα ρούχα που μόλις βγάλανε.
Οι αναμνήσεις αναβοσβήνουν το σκοτάδι, μια εξωλέμβιος διασχίζει ένα φόρεμα, ένα φιλί στο αεροδρόμιο κρύβεται στις πιέτες ενός παντελονιού, εικόνες άλλοτε θαμπές, άλλοτε έντονες, άλλοτε από εφημερίδα, άλλοτε εκτυφλωτικές, με τα χρώματα της τελευταίας ψηφιακής μηχανής ή κινητού, όλοι είναι ευτυχισμένοι, οι μηχανές έχουν αναλάβει την διάσωση του τότε, χωρίς εδώ, χωρίς τώρα, χωρίς αύριο.
Ξαφνικά, μέσα στο πλήθος ακούγεται ένας καυγάς, μετά δύο. Κάποιος κρυφοκοίταξε την οθόνη κάποιου άλλου, και έτσι ανακάλυψε ότι είναι θύμα συναισθηματικής απάτης, εν αγνοία του, απάτη που παρακολούθησε να προβάλλεται πάνω στο φανελάκι του διπλανού.
Πολύ γρήγορα, ο καυγάς εξαπλώνεται σαν φωτιά, όλοι αρχίζουν να κοιτάζουν εξεταστικά, καχύποπτα, τις οθόνες γύρω τους, πολλοί ανακαλύπτουν ότι εκείνο που θυμούνται δεν είναι εκείνο που αληθεύει, και από θεατές, τα μπουζούκια γεμίζουν θύματα, γυμνούς ανθρώπους που αλυχτάνε, κρατάνε το κεφάλι στα χέρια τους, τρέχουνε μέσα σε έναν λαβύρινθο από φρεσκοπλυμένα ρούχα, οι εικόνες που προβάλλονται σε αυτά συνεχίζουν να τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι, σαν να έχασε κάποιος το τηλεκοντρόλ, το κανάλι να μην έχει σήμα, να μην μπορεί να αλλάξει το κανάλι, την συχνότητα καβαλάνε, σαν έντρομο άλογο, πολλές εκπομπές ταυτόχρονα, σειρά από εικόνες πέφτουν η μία πάνω στην άλλη, σπρώχνονται να ειδωθούν, μάταια, πεθαίνουν από ασφυξία, στριμωγμένες στην οθόνη, πίσω από το γυαλί, από την άλλη μεριά του αδιεξόδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Το φόρεμα είναι τυλιγμένο πάνω μου, σφιχτά, ότι περισσεύει καλά διπλωμένο σε μια υφασμάτινη ραχοκοκαλιά, καρφωμένη στην θέσης της, από πίσω μου, με καρφίτσες, δεν με τρυπάνε αν δεν κουνιέμαι, είμαι ήδη ένα τρίωρο εδώ μέσα και ακόμα να τελειώσει η μοδίστρα.
Που και που μπαίνει ο σχεδιαστής, μια γελοία αδερφή μεσόκοπη, με σπασμένες αρθρώσεις, τόσο στους καρπούς όσο και στις λέξεις, ένα τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί, κρύα αστεία για τεκνά και κουτσομπολιά για επώνυμους, ένας βασιλιάς της ασημαντότητας, τα ρούχα απαίσια, φτηνά τσαντίρια από γυαλιστερούς ταφτάδες, με τριαντάφυλλα, υπερφυσικά σαν λάχανα να κρέμονται απ' όπου έπρεπε να βάλει ένα φερμουάρ, μια κόπιτσα, προκειμένου να τσιτώσει ο ασφυκτικός κορσές από τον οποίο ξεχύνονται ατελείωτα μέτρα τούλι, κρύβουν την ανυπαρξία ταλέντου, κρύβουν τα δεκαεπτάχρονα πόδια μου.
Τον λυπάμαι τον κακομοίρη, ιδρώνει, χοντρός, βαμμένο μαλλί, κάτω από φτηνό air condition, σε ένα τριάρι στο Κολωνάκι, ζει μια φαντασίωση, δήθεν είναι μεγάλος καλλιτέχνης, ένας μετρ της κομψότητας. Έχει κάνει αρκετά λεφτά φυσικά, σχεδιάζει διάφορες αηδίες για επαρχιώτικες βιοτεχνίες, κανείς δεν ενδιαφέρεται, είναι και τσιγκούνης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξαργυρώσει την επιτυχία του.
Νομίζει ότι είμαι μια χωριατοπούλα, που να φανταστεί ότι τα ξέρω όλα, ότι έχω διαβάσει ατελείωτες σελίδες για εκείνον, για την μόδα, για την τέχνη.
Τώρα είναι στα πόδια μου, σαρκώδες στόμα γεμάτο καρφίτσες, προς στιγμήν μου έρχεται να τον χαστουκίσω, καρφίτσες να καρφωθούν στην γλώσσα του, να μην μπορεί να πιει ούτε νερό, μην σκουριάσουν, καρφιτσώνει το φόρεμα διστακτικά.
Εκνευρίζομαι, η αναποτελεσματικότητα του με εξαντλεί, αρπάζω το τελείωμα από το φόρεμα, τραβάω όσο πιο δυνατά μπορώ, εκείνο σκίζεται, μπλέκεται, ένα κουβάρι από τούλι και γαλάζιο ταφτά γεμίζει το δωμάτιο, εκείνος έχει μείνει άναυδος, δεν τολμάει να μιλήσει, η μοδίστρα σταυροκοπιέται, εγώ, γυμνή, τρέχω, γελώντας, με κλειστά μάτια, τρέχω γύρω από το υφασμάτινο κουβάρι, σηκώνω αέρα, μελτέμι, το ύφασμα αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, μεταμορφώνεται σε καλοκαιρινό ουρανό, ασύμμετρη και φωτεινή Τετάρτη Ιουλίου, πηδάω στο κέντρο της, φοράω το καλοκαίρι, ξανθά μαλλιά, φυσάει αέρας, μαζεύονται, σε μπούκλες πίσω από τα αυτιά μου, ένα στεφάνι χαμομήλι, το τραπέζι γίνεται άλογο, άσπρο, χαμογελαστό, το καβαλάω, βγαίνω, ξυπόλητη, τυλιγμένη με το πιο όμορφο φόρεμα του κόσμου, στον δρόμο, καλημέρα.
Καλπάζω, πάνω από βουνά και λίμνες, πάνω από φωτογραφίες, μέσα από εξώφυλλα, είμαι εκείνη, η μέρα που έφτανε ένα αεράκι για να σε κάνει ευτυχισμένο, είμαι η κουρτίνα που τρεμοπαίζει στην σιωπή, το σώμα σου είναι καυτό ακόμα, πυρωμένο από την παραλία, τα ρούχα σου μυρίζουν θάλασσα, στο πάτωμα, αρχαίο αλάτι σκεβρώνει το παρκέ, τα πέταξες εκεί χωρίς να κάνεις μπάνιο, ξάπλωσες γυμνός να με φιλήσεις, το στόμα σου ξερό από τα τσιγάρα, υγρό από εμένα.
Τα παπούτσια που μου χάρισες είναι τέλεια, κρέμονται σαν κρυστάλλινοι αναβατήρες από τα παΐδια του αλόγου, μόνο το δικό μου πόδι χωράει σε αυτά, κανείς άλλος δεν μπορεί να καβαλήσει το άσπρο μου άλογο, το έχω αφήσει δεμένο να βοσκήσει, εγώ κοιμάμαι, κάτω από την σκιά, που κάνει το δέντρο, στην μέση του αγρού, που λάμπει πίσω από την κουρτίνα, έξω από το δωμάτιο, το καλοκαιρινό αυτό απόγευμα, που εσύ κοιμάσαι, το στόμα σου στεγνό, τα ρούχα σου βρεγμένα, η θάλασσα στο πάτωμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50
Ονειρεύομαι τα ιδανικά καλλιστεία σαν ένα απελπιστικό reality game, ένα βάναυσο παιχνίδι που θα προβάλλεται από το κανάλι μου, θα αναμεταδίδεται από όλα τα υπόλοιπα, ονειρεύομαι εκείνη την επιτυχία που θα μου εξασφαλίσει την θέση που μου αξίζει στην τηλεοπτική ιστορία, εκείνη του καναλάρχη που έδωσε στον κόσμο αυτό που θέλει, τον θάνατο των ηλιθίων, τον διαμελισμό όσων ζούνε μπροστά στις κάμερες, τον εκμηδενισμό όσων χάνουν οικειοθελώς κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, εκούσιοι πίθηκοι σε ζωολογικό κήπο, σαρκοβόρα φυτά που τραβάνε μαλακία ερεθισμένοι από τα ξανθά μαλλιά των παιδιών που τους πετάνε φιστίκια.
Σε αυτό το παιχνίδι, σε αυτή την εκπομπή, σε αυτά τα νέα, σκοτεινά καλλιστεία καμία υποψήφια δεν θα βγαίνει ζωντανή, ενώ η προσωπικότητα της, τα λεγόμενα της, η συμπεριφορά της, ό,τι πει ή δεν πει, ότι εκφράσει ή αποκρύψει από τις κάμερες, και πιο ειδικά, η εμφάνιση της, όλα θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της, η ίδια η ψυχή της θα είναι όχι μόνο καταδίκη, αλλά και διαδικασία προς την τιμωρία, η ζωή της εισαγγελική έρευνα, συνεχής συλλογή αποδείξεων ενοχής, τα λάθη της αστραφτερό χιόνι που κρύβει το πρόσωπο της, τηλεοπτικό χιόνι, σκεπάζει πυκνό τις τελευταίες εικόνες της σφαγής της, οι σπόνσορες εξίστανται εναντίον της βίας λίγο πριν εκείνη ρευτεί την τελευταία της ανάσα, χαρακωμένη ζωντανά, η σάρκα της ανοιχτή στον αέρα, όσο χρειάζεται ζωντανή, βασανισμένη μέχρι θανάτου, με όποιο τρόπο προτείνουν οι τηλεθεατές, μέσω αιμοσταγών πλην κερδοφόρων sms, γράψε τώρα, άφησε κενό, συμπλήρωσε το βασανιστήριο που προτείνεις, στείλε το στον αριθμό της υποψήφιας που επιλέγεις να πονέσεις.
Πιέζω λίγο την πάρα φύσιν έδρα, αισθάνομαι ότι ακόμα δεν έχει γεμίσει με σκατά, εκείνη είναι στα γόνατα της, πάνω σε ένα μαξιλάρι, μου γλύφει τα αρχίδια, προσπαθώ να σηκώσω την πούτσα μου, αλλά η καρδιά μου δεν αντέχει πια, τα πόδια μου χαϊδεύουν τις σκληρές, πλαστικές, άψογα επανατοποθετημένες ρόγες της, σκύβω λίγο, βήχοντας χώνω το χέρι μου ανάμεσα από τα πόδια της, γεμάτα κοκκινίλες από τις συνεχείς αποτριχώσεις.
Χουφτώνω το μουνί της, οι άσπρες τρίχες από τα δάχτυλα μου μπερδεύονται με τις ελάχιστες που έχουν απομείνει γύρω από τις ουλές που άφησαν τα μουνόχειλα της όταν αφαιρέθηκαν με σκουριασμένο ξυράφι, ξανθιές κι αυτές πια, όπως και του κεφαλιού της.
Χώνω ένα δάχτυλο μέσα της, νιώθω την καυτή σπηλιά να ανοίγει λίγο, νιώθω έναν αναστεναγμό της πάνω στην ουρήθρα μου, μάλλον πονάει, ίσως το δάχτυλο μου σπρώχνει τον αέρα μέσα από τα σωθικά της, και εκείνη τον εκπνέει από το στόμα, ανάμεσα στα σκέλια μου, τα πόδια μου μοιάζουν με πέτσινα σακούλια γεμάτα με γιαούρτι, το πουκάμισο μου είναι ανοιχτό πάνω στην γκρίζα μου κοιλιά, απ' έξω βρέχει, κομμένα νύχια από μανικιούρ έχουν παγιδευτεί μέσα στην μοκέτα, της λέω να σηκωθεί, να πάει στην εκκλησία, να ανάψει ένα κερί για την μητέρα της, μετά την χαστουκίζω, και τότε, αποφασίζω ότι το reality αυτό που ονειρεύομαι, θα γίνει πραγματικότητα, ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνω.
Η καρδιά μου σφίγγεται, χάνω την ισορροπία μου, πέφτω, το κούτελο μου χτυπάει πάνω στο βαρύ, γυάλινο τραπέζι, το τζάμι ραγίζει, μια κοφτερή λεπίδα τρυπάει τον κρόταφο μου, διασχίζει το μυαλό μου, κόβει ότι βρει μπροστά του, βγαίνει κάτω από το μάτι, ένα τζάμι μου έχει κόψει το κεφάλι στην μέση, είμαι ήδη νεκρός, ζωγραφίζω το δωμάτιο με πίδακες από αχνιστό αίμα, η βρόμα από τις φλέβες μου ποτίζει όλο τον διάδρομο, εκείνη μου δίνει σπρωξιές, σαν να είμαι σβούρα, ένα σιντριβάνι κόκκινο, εγώ επιταχύνω την περιστροφή μου, σε λίγο δεν μπορείς καν να ξεχωρίσεις τίποτε άλλο εκτός από έναν μικρό τυφώνα που ματώνει, πάνω στην μοκέτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51
Δεν με νοιάζει τόσο που με χρησιμοποιεί για τα βίτσια του, με καυλώνει και μένα να είμαι η τουαλέτα του. Στα 24 μου δεν μπορώ να ελπίζω σε τίποτε περισσότερο, άλλωστε έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να γίνω η παρουσιάστρια της πρωινής του ζώνης.
Δεν είναι και άσχημα, δύο ώρες την ημέρα, να τηγανίζεις στην τηλεόραση, μετά από πολύ ξύλο, με πορτοκάλια τυλιγμένα μέσα σε πετσέτες, για να μην κάνουν σημάδια στην κοιλιά, στην πλάτη, στα πλευρά.
Τα δόντια μου παγιδεύουν κομμάτια από σκατά του, ακόμα και αν καταπίνω τις κουράδες γρήγορα, άλλοτε από την παρά φύση έδρα του, άλλοτε από όσα κατάφερε να φτιάξει ο γέρικος πρωκτός του, άλλοτε γονατισμένη μπροστά του, ο καυτός ήλιος να πυρακτώνει την αγκράφα του μπικίνι μου, να προκαλεί έγκαυμα πάνω στην πλάτη μου, γυμνασμένη, με το στόμα πάντα άψογα βαμμένο, ακόμα και στις δέκα το πρωί, η γλώσσα μου ζωγραφισμένη με τατουάζ, το σύμβολο του αντρικού ουρητηρίου φαίνεται ξεκάθαρα αν την βγάλω, όταν γελάω στην τηλεόραση πάντα βάζω το χέρι μου μπροστά.
Πριν ακόμα με δεχτεί ο καναλάρχης για δούλα του, πλήρωσε να μου κόψουν την κλειτορίδα, ροδαλή και σαρκωμένη, μικρό σάρκινο σύκο, σχισμή ελάχιστα χνουδάτη, κλειτορίδα σκύλας, μου την έκοψαν σε ένα νοσοκομείο για πλούσιες αραβίδες, στο Λονδίνο, ισλαμική παράδοση στην βροχή.
Δεν ήξερα τι έκανα, οι γιατροί όμως φρόντισαν να μην μείνει η παραμικρή ουλή, ένα γλιστερό ίσιωμα εκεί όπου έπρεπε να ξεπροβάλλει το όρος της Αφροδίτης, ο κόλπος χάσκει, μια τρύπα σαν πληγή, ανοιχτή κάτω από το τίποτε, τα μουνόχειλα ξυρισμένα από την ρίζα τους, είμαι μια γυναίκα που άλλαξε φύλο χωρίς να έχει υπάρξει άντρας, εξωτερικά, εκ γενετής και σύμφωνα με το μητρώο τέλεια θηλυκή, εσωτερικά απόλυτα ανύπαρκτη, ευνουχισμένη σαν παλλακίδα σε χαρέμι αποπνικτικής ανατολής, ο οργασμός βασανιστική ανάμνηση, πόνος η μόνη μου εκτόνωση, είμαι μυστικιστικά εξαρτημένη από την εκμηδένιση μου, είμαι σκόνη που απλώνεται στον αέρα, αόρατη αλλά όχι αδιάφορη, πάντα υπάκουη, εξουθενωτικά υπεραποδοτική, υπομένω, με κέφι, την επόμενη ηλεκτροπληξία, ξαφνικό οξύ, λιωμένο μολύβι, πιρούνια κάτω από τα νύχια, ψεύτικα νύχια που αντικαθιστούν εκείνα που σπάσανε από τα πιρούνια, γάζες στις πατούσες, πληγωμένες από τσιγάρα, τα σβήνει εκείνος επάνω μου, κάνει zapping με το άλλο χέρι, κοιτάει εκείνη, που η μάνα της αυτοκτόνησε, βγήκε μόλις από τα χειρουργεία, την πετσόκοψε με αναισθητικά, όχι σαν κι εμένα, που τόσο με έχει βαρεθεί, απλά ξυρίζει τα φρύδια μου, για να γελάει, μετά κοιμάται εκείνος, η ρίχνει χάπια στο ποτό μου για να με παίρνει ο ύπνος, και όταν ξυπνάω, πνίγομαι, ένα παιδικό χέρι χωμένο στο λαρύγγι, κομμένο από τον αγκώνα, ένα παιδικό κεφάλι χωμένο στον κώλο μου, μόνο το στόμα προεξέχει από την σκισμένη μου κωλότρυπα, ο γερασμένος πούτσος πηγαινοέρχεται βαριεστημένα στο κομμένο παιδικό λαρύγγι, μου λέει να σφίγγομαι, να στενεύει το κανάλι, να σφίγγει το λαρύγγι, να καυλώνει καλύτερα, χέζομαι από την ασφυξία, φεύγουν σκατά, περνάνε από το άντερο μου, μέσα από τον λαιμό του αποκεφαλισμένου παιδιού, σκατά λούζουνε την ματωμένη πούτσα, τα σάλια του γέρου τρέχουν, βρέχει πάνω από την πλάτη μου, είμαι στα γόνατα, εκείνος από πίσω μου, τα σάλια του μουσκεύουν την σχισμή του κώλου μου, κυλάνε, πηχτά, πάνω από τα παιδικά χείλια, γλιστράνε, ανάμεσα στα πόδια μου, μουσκεύουνε το εσωτερικό των μπουτιών μου, σχηματίζουνε διαφανή καλώδια, που ενώνουν σαν υγρά σύρματα το ένα μπούτι με το άλλο, πάνω σε αυτά τα σύρματα κάθονται σπουργίτια, σπουργίτια που κρυφακούν συζητήσεις από τηλεφωνήματα, φλυαρίες που κυλάνε μέσα στα υγρά καλώδια, μάνες που ρωτάνε πως πάει το παιδί τους στις σπουδές, φαντάροι που υπόσχονται αγάπη, λάθος τηλεφωνήματα, σε αριθμούς που δεν υπάρχουν ή σημειώθηκαν λάθος, η απλά, δεν απαντάνε πια, σπουργίτια που όλα αυτά τα κεηλαδάνε, καθισμένα στα καλώδια από σάλιο που απλώνονται ανάμεσα από τα μπούτια μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52
Πρώτα φροντίζω το πρόσωπο της να είναι απόλυτα καθαρό, απαλλαγμένο από ακαθαρσίες και λίπη. Αφού η επιδερμίδα είναι φρέσκια, σαν μωρού, τότε ο καμβάς είναι έτοιμος για να ζωγραφίσω επάνω του. Αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό, καθώς πιστεύω ότι το μυστικό ενός καλού μακιγιάζ είναι ένα καθαρό πρόσωπο.
Δεν είναι απαραίτητο να είναι όμορφη κάποια γυναίκα, αρκεί να έχει συμμετρικά χαρακτηριστικά και να είναι αδύνατη, αλλά αυτά δεν είναι δική μου δουλειά, είναι του πλαστικού και του διατροφολόγου.
Εγώ είμαι ο μακιγιέρ, των καλλιστείων, αποκλειστικά, με διάλεξε ο συνεργάτης της Λέλας, με ξέρει όλη η Ελλάδα, δίνω συχνά συμβουλές ομορφιάς στην πρωινή εκπομπή του καναλάρχη μας.
Πριν από κάθε φωτογράφηση, ανοίγω το κλουβί της, μέσα σε μεταλλικό κλουβί μεγάλου σκυλιού την φέρνουνε. Δεν μπορεί να γυρίσει να με δει, είναι στα γόνατα, με την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο του κλουβιού, δεμένη από μια κοντή αλυσίδα, που ενώνει τον τοίχο με τον κρίκο που κρέμεται ανάμεσα από τα πόδια της, το μεταλλικό δαχτυλίδι την έχει ερεθίσει, διαπερνάει ένα σάρκινο μηδέν, μια στρογγυλή ουλή, τυφλή οπή, ο κρίκος κρέμεται από το σκαμμένο της μουνί, από εκεί που έπρεπε να βρίσκεται η κλειτορίδα της, φρέσκια κομμένη, σαν σύκο έπεσε στα σκουπίδια του χειρουργείου, πάντα παρακολουθώ τους ακρωτηριασμούς, συγκινούμαι.
Τα μάτια της, σήμερα καφέ, γεμάτα τσίμπλες, δεν έχουν συνηθίσει το ξαφνικό φως που μπαίνει από τον διάδρομο της κλινικής, πρέπει να την έχουνε κανα δεκαήμερο στην απομόνωση.
Με στόμα κλειστό, μια λαστιχένια μπίλια σφηνωμένη μέσα, δένει με λουρί και αγκράφα στην βάση του σβέρκου, είναι αναγκασμένη να εισπνέει μόνο από τα ρουθούνια, έχουν ερεθιστεί πολύ.
Το πάτωμα του μεταλλικού κλουβιού είναι λερωμένο από τα κάτουρα και τα σκατά της, απλωμένα με φαρδιές γλωσσιές πάνω στην σκουριασμένη επιφάνεια, αποτυχημένη προσπάθεια να φάει τις ακαθαρσίες, μην τυχόν και εκνευριστεί το αφεντικό που την παρακολουθεί συνέχεια από τις κάμερες.
Είναι πολύ αδύνατη, και αν δεν έχει χάσει ήδη το μυαλό της, θα το χάσει σε λίγο. Εγώ είμαι εδώ για να την βάψω, μετά θα έρθει κάποιος να την χτενίσει, και αφού της δώσουνε τα χάπια της, θα την πάνε στο στούντιο, εκεί που θα φωτογραφηθεί, όμορφη, είδωλο.
Τραβάω το λουρί, εκείνη σαστίζει, αισθάνεται τον κρίκο να τραβάει την σάρκα της, ξέρει ότι μια μέρα πόνου αρχίζει και πάλι, τα χέρια της είναι δεμένα πίσω από την πλάτη της, παρατηρώ ότι τα καινούρια νύχια της μόλις άρχισαν να φυτρώνουν, ελπίζω να έχουν μανικιουρίστα να της φυτέψει μεταξωτά, αλλιώς ο στυλίστας πρέπει να έχει γάντια, δεν μπορεί να βγει φωτογραφίες με βγαλμένα νύχια, θα κάνει τουλάχιστον μισή ώρα να τα ρετουσάρει ο νάνος στο Photoshop, και τότε, θα καθυστερήσουν οι φωτογραφίες να μοιραστούν στα περιοδικά, δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χρονοβόρα ομορφιά.
Ανοίγω τον κρίκο που στερεώνει στον τοίχο το ξεριζωμένο της μουνί, εκείνη σωριάζεται στο πάτωμα, ο εμετός της διαγράφει την πορεία που ακολουθεί το στόμα της, μια καμπύλη στον αέρα καθώς εκείνη πέφτει, αναίσθητη, τα μάτια της ανοιχτά.
Την σηκώνω από τις μασχάλες και την σέρνω μέχρι το ντους, η πλάτη της γδέρνεται στα πλακάκια, κομμάτια από δέρμα αφήνουν πίσω της ίχνη, ο κοντορεβιθούλης στην κόλαση.
Την ακούω να με παρακαλάει, να την λυπηθώ, να την αφήσω να φύγει, ελεύθερη, ή να την σκοτώσω, κλαίει, με λυγμούς ξερούς, που ανεβοκατεβαίνουν στον λαιμό της σαν πολτοποιημένο καρύδι, πικροί, λιπαροί, αηδία πλημμυρίζει όλο το κορμί της, στο κεφάλι μου δυναμώνει η μουσική, ένα κυκλωτικό, ηλεκτρονικό κομμάτι κορυφώνει την επαναληπτική ανία του, ήχοι από υποβρύχιο σε κίνδυνο αντιλαλούν στο δωμάτιο, η μάνικα νερού στέλνει τον πίδακα ορμητικό πάνω της, μερικά κόκαλα σπάνε από την δύναμη του νερού, εκείνη είναι πεσμένη στο πάτωμα, εκεί που την ακούμπησα, ρεύεται ανάκατα εμετό και αίμα, ο πόνος έχει πυρακτώσει την ψυχή της, δεν μπορεί άλλο να σκεφτεί τίποτε, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να κλαίει, χωρίς δάκρια, με τα μάτια ανοιχτά, ακίνητη, καθαρή, περιμένοντας τον θάνατο σαν σωτήρα, όχι για πρώτη φορά, αλλά δυστυχώς, ούτε για τελευταία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 53
Άφησα τον Αλβανό, που με κοιτούσε επίμονα από το απέναντι κωλάδικο, να με πηδήξει, αμέσως μόλις ξημέρωσε η νύχτα που πέρασα γαμώντας την τριαντάρα αδερφή, που είχα ψωνίσει από το chat, για λεφτά, για φούντα, λίγο πριν μάθουμε ότι η μάνα της κρεμάστηκε, από την μάνα μου, στο κινητό μου, λίγο πριν εκείνη με στείλει να βγάλω τα μάτια της άλλης αδερφής, της καλοβαλμένης, εγώ όρθιος, μου πήρε τσιμπούκι, στην βρόμικη τουαλέτα, για λεφτά, το πορτοφόλι, το έκλεψα, για την πορσελάνινη θήκη, για το δόντι της, έσπασε από την σπανακόπιτα, μάτια που κρέμονται από το οπτικό τους νεύρο, στο τσοντάδικο, στις κατακόμβες, φαντάσματα, παρτούζες μυστικές, στο σκοτάδι, το φως καταπίνει εραστές, το μόνο που απομένει είναι ίχνη αθλητικής σόλας, γεωμετρικά κατανεμημένη λάσπη στο πάτωμα, σαν αγρός που βλέπεις από το αεροπλάνο, καλλιέργεια φυτεμένη με πόθο, ανθίζει μόνο τσαλακωμένες καπότες, το χύσι μέσα τους θλιβερό.
Αυτό πού ήθελα από εκείνον ήταν να με γαμήσει, χωρίς να με ρωτήσει αν θέλω, εγώ μόνο να στηθώ καλά, την τρύπα μου να φυσάει ο κρύος και υγρός αέρας που μπαίνει από το σπασμένο τζάμι, να χαϊδεύει καυλωμένος ο χειμώνας τα κωλόχειλα μου, πρόστυχα εκτεθειμένα, από κάτω οι περαστικοί βιάζονται, να με χρησιμοποιήσει ξεκούραστα, να τον βολέψω, όπως οι γκόμενες στις τσόντες, περισσότερο αναίσθητη παρά πρόθυμη, δεν θέλω να στήσω τον κώλο μου αθλητικά, προτεταμένο, σαν καλιφορνέζα πορνοστάρ, με κοφτερά ροζ νύχια, ούτε μίζερα, σαν τις ευρωπαίες ξέκωλλες, αυτές με τα κατσαρά πλατινέ μαλλιά, τα συναχωμένα μουνιά, κορδώνονται λες και ο άντρας γαμάει για να τις ευχαριστήσει, ήθελα να στηθώ σαν τις άλλες, τις μελανιασμένες, τις αχτένιστες, με τα βρόμικα γόνατα, τα απεριποίητα φρύδια, εκείνες τις γαμιόλες που είναι προφανώς θύματα απαγωγής, εκείνες που τις βλέπεις σε τσόντες ύπουλες, χωρίς ήχο, μεταμεσονύκτιες, ή στο internet, στο κινητό, τσόντες που δείχνουν βιασμούς, ανηλίκων συχνά, η, ακόμα καλύτερα, σκηνές μετά τον βιασμό, ο κάμεραμαν έχει πάει για κατούρημα, η κοπέλα κάθεται μόνη σε έναν σομιέ, άθλια κουβέρτα καφέ, τριχωτή, κοιτάει την κάμερα, προφανώς χαπακωμένη, τα πόδια της ανοιχτά, μελανιές, σκισίματα στα μπούτια, δαγκωματιές στον λαιμό, σαν να πάλεψε με αρκούδα και να γλίτωσε, κοιτάει την κάμερα, με απορία, βλέμμα κενό, ξαφνικά, ο νταβατζής της, χαμογελαστός και ευχάριστος, καφέ και τριχωτός σαν την κουβέρτα στον σομιέ, μπαίνει στο πλάνο, η κάμερα ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι, μόλις και φαίνεται το πλαστικό τραπεζομάντιλο, σπαρμένο γαλάζιες τρίλιζες, φωτορεαλιστικά ροδάκινα, θολό επειδή είναι κοντά στον φακό, μόλις φαίνεται, αυτή, ακίνητη, η κάμερα την καταγράφει σαν παράλυτος κύκλωπας, παρακολουθεί με το γυάλινο μάτι τον τελευταίο άντρα που θα την γαμήσει πριν αυτοκτονήσει, δεν θυμάται το όνομα της, δευτερόλεπτα πριν την βιάσει εκείνος που την απήγαγε, σίγουρα την έφερε εκεί παραμυθιάζοντας την με αγάπη και αφοσίωση, μόνο και μόνο για να την σκοτώσει στο γαμήσι ή να περιμένει πότε αυτή θα πηδήξει, από το μπαλκόνι, από την απελπισία, βγάζοντας κάποια φράγκα εις βάρος της, απλά παρατηρώντας την μέχρι η ζωή να λύσει το αδιέξοδο, να ανοίξει τον δρόμο, να φτάσει ως εκείνη ο θάνατος, η βαρύτητα να την σπρώξει, προς την άσφαλτο, και τους περαστικούς, τα αμάξια.
Με πηδάει ο γαμιάς, τσούζει η τρύπα μου, εμένα δεν με ενδιαφέρουν όλα αυτά, ειδικά αδιάφορη με αφήνουν τα φράγκα που θα βγάλει ο νταβατζής απ' το μουνί μου, τον κώλο μου, το συκώτι μου και το νεφρό μου, τις ταινίες και τα βίντεο μου, ούτε παραπονιέμαι, άλλωστε, σαν θύμα απαγωγής που είμαι, σκλάβα από την αγροτική επαρχία, μπορώ να πω ότι οι βασανιστές μου άνοιξαν καλύτερη μοίρα, το περιβάλλον του πολλαπλού βιασμού και της κινηματογράφησης μου δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνο που ήξερα από παιδί- δεν βλέπω διαφορά από την μια δυστυχία στην άλλη, ίδια γεύση, μικρό διαμέρισματάκι, κλειδωμένη, τα ουρλιαχτά δεν τα ακούει κανείς, σβήνουν τσιγάρα στα ρουθούνια μου, ουρλιαχτά πνίγονται από τα αυτοκίνητα της λεωφόρου, περνάει θυμωμένη κάτω από το κλειστό παράθυρο, πέρα από το πλαστικό παντζούρι, από εκεί που θα πηδήξω, δεν έχει διαφορά η κατάσταση μου τώρα από το να βρίσκομαι στο άθλιο χωριό, να με βιάζουνε τσάμπα οι τοπικοί αλήτες, τα βρισίδια τους σκεπάζονται από την σιωπή του χωριού.
Με ενδιαφέρει μόνο ο πούτσος του γαμιά μου, να γλιστρήσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα στον κώλο μου, να ανακατέψει τα πάντα, σκληρός λοστός, σπρώχνει την κωλότρυπα τόσο, αρχίζω να σκίζομαι, επιτέλους, η μικρή γροθιά μέσα μου αρχίζει να ανοίγει δίοδο, σαν κουταλάκι βαρυποινίτη μέσα στον υγρό τοίχο της φυλακής του, σκάβει, μέσα από το έντερο, μια καινούρια τρύπα, ο πούτσος του περνάει μέσα από τον δικό μου πούτσο, ξεμυτίζει από την βάση, μια τρύπα στ' αρχίδια μου, που κρέμονται ανίκανα, αχρηστεμένα πια, άχρηστα ανέκαθεν, η ύπαρξη τους προσβολή στο αντρικό φύλο, το νεύρο πού κάποτε τα σήκωνε προκλητικά τώρα δεμένο σαν κορδόνι, σφιχτά δεμένο γύρω από την καυλωμένη του ψωλή, τα αρχίδια λιωμένα, κρέμονται, στριμώχνονται πάνω στην άκρη του τραπεζιού, στην κόγχη, κάθε του σπρώξιμο μια εγκοπή, βαθιά, μέχρι να σκιστεί η μεταξωτή σάρκα που προστάτευε τα' αρχίδια μου, και να εμφανιστεί, θριαμβευτής, ο πούτσος του, σκατωμένος, ματωμένος, μέσα από την δίοδο, μέσα από την πληγή που άνοιξε σκάβοντας, μέσα από εκεί που μέχρι πριν από λίγο ήταν τα σκέλια μου.
Κοιτάω το αίμα που ποτίζει την κουβέρτα, χώνω το χέρι μου μέσα στην ανοιχτή πληγή, σαν μουνί γελάδας μετά από γέννα, πιάνω τον πούτσο του και του τραβάω μαλακία, τα χύσια του πετάγονται μέσα από τα ξεσκισμένα μου σκέλια, με γκαστρώνει, θα είμαι νεκρός μέχρι να γεννηθεί το παιδί, δεν με νοιάζει, μέχρι τότε έχω τι να κάνω.
Ξέρω ότι από αύριο θα περιμένω να τελειώσει εκείνη με τα χειρουργεία της, η τριαντάρα αδερφή από το chat με έχει υιοθετήσει, με κάνει βόλτες, η Αθήνα την νύχτα, κουραστική, ξαπλωμένη σε βουνά από τσιμέντο, πιο σκοτεινή από την νύχτα στο χωριό, όλοι τριγυρνάνε με μάτια αστραφτερά, κοκαΐνη, πρέζα, έκσταση, κρακ, αμφεταμίνη, κεταμίνη, κρίσταλ μεθ, ζάναξ, αλοπεριντίν, ρισπερτάλ, βικοντίν, λαντόζ, ό,τι μπορείς να φανταστείς παίρνουν εδώ, ποτέ δεν έχω κάνει τόσα πολλά ναρκωτικά, χωρίς να πληρώσω δεκάρα.
Σπρώχνω ανθρώπους στα club, παραμερίζουν, σαν να ξέρουν ποιος είμαι, η έκφραση τους περισσότερο αναγνωριστική παρά αδιάφορη, προσπαθούνε να θυμηθούνε το όνομα μου, ανακαλύπτουν ότι τους είναι αδύνατον. Τους συστήνομαι, είμαι ο Τέλης, και εκείνοι μου απαντάνε ότι μοιάζω εκπληκτικά με έναν κολλητό τους, κάνω λίγο πίσω, εκείνοι εξαφανίζονται, σαν τα φαντάσματα στο σινεμά, αλλά όχι κατατροπωμένοι από το ξαφνικό φως του διαλείμματος, τους καταπίνει μια σούπα από χρώμα και φως, καμιά φορά ακόμα και ασπρόμαυρη, αλλά πάντα φωτεινή, και σκιερή, τα πρόσωπα στην πίστα μοιάζουνε να φωτίζονται από λεκέδες σαν κι αυτούς που σκορπάει ο ήλιος στο δάσος, μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, μια κουρελού ραμμένη από διαφορετικό κομμάτια φως, σπαρμένη με μάτια, στόματα και μύτες, ένα χωράφι σπαρμένο άγνωστα πρόσωπα αναδεύεται, που και πού ένα χέρι υψώνεται στον ουρανό, τα φωτορυθμικά που σκεπάζουν την πίστα, κάθε φορά που η μουσική σταματάει για λίγο, ξεκινάει πάλι θριαμβευτικά.
Το πρωί, που ο ήλιος χαράζει, σαν απειλή πίσω από την τετραγωνισμένη οροσειρά που χαράζουν οι ταράτσες, βουνό από χαρακτικό κυβιστικό, πυκνοφυτεμένο με οστά, κεραίες τηλεοράσεων, καμένα μεταλλικά δέντρα, οι εκπομπές που δέχονται τα αποτέφρωσαν, οι σκελετοί τους μια φριχτή προειδοποίηση κόντρα στον πρωινό ουρανό, τόσο ύπουλα ωραίος, τόσο καθαρός, σαν φωτιά που καίει τα πάντα όσο δυναμώνει, η μέρα που πλησιάζει τυφλώνει.
Το χάραμα είναι η πιο βάναυση ώρα, το πρώτο φως τσούζει τα μάτια σαν αλάτι, είναι η ώρα που λυσσάω, παρατάω τους πάντες στα ξενυχτάδικα που περνάνε τις ώρες τους, πριν ανέβουν πάλι στην Κηφισίας, στα γραφεία και τους υπολογιστές, περπατάω μόνος, με τα πόδια, ξημερώματα, απ' όπου κι αν είμαι, ακόμα και από την Εκάλη έχω κατέβει, μέχρι την Αγίας Άννης, στα φορτηγά, εκεί που οι αδερφές κάνουν γύρους, μέσα σε αυτοκίνητα, γύρους μέσα στην πυκνή σκόνη που σηκώνουν τα λάστιχα των αμαξιών καθώς μαρσάρουν στην αλάνα, στρίβουν να αποφύγουν τους πεζούς, που περπατάνε, σαν αδιάφοροι περαστικοί, τα αυτοκίνητα περνάνε ξυστά, μέχρι ένα από αυτά να σταματήσει μπροστά μου, να κατεβάσει το τζάμι, να με ρωτήσει αν ψάχνω παρέα, να του πω την τιμή, να κάνουμε φάση, πάντα εγώ είμαι από κάτω, το σεξ έχει γίνει πλήξη, μου είναι αδύνατον έστω και να υποκριθώ ότι μου σηκώνεται με την ιδέα.
Έχω σπάσει στο ξύλο μερικούς, σε άλλους έχω χαράξει το πρόσωπο με σουγιά, τα χαράματα, αν προσπαθούν να μου πιάσουν τον πούτσο, δεν θέλω να τον αγγίζει κανείς άλλος, κανείς άλλος δεν είναι τόσο αδερφή όσο εκείνος που χαϊδεύει τον πούτσο μου, ο άντρας που με γαμάει, δεν είναι αδερφή. δεν μπορεί να θέλει να λερώσει τα χέρια του, στην πληγή που έχει πια απλωθεί ανάμεσα στα μπούτια μου, στην πληγή που τρίβεται επώδυνα σε κάθε μου βήμα, κομμάτια μελανιασμένης σάρκας ξεκολλάνε καθώς τα μπούτια τρίβονται, τα χέρια του γαμιά πασπατεύουν το τίποτε εκεί όπου άλλοτε ορθώνονταν ο πούτσος μου, το τίποτε άπειρα πιο απολαυστικό από το κάτι, το μυαλό μου πια ελεύθερο να μετράει τα αστέρια που καθρεφτίζονται στην λάσπη, ανάμεσα από τα ίχνη που η αφήνει η σόλα του στο χώμα, στο χώμα που περιμένει όλους μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 54
Πονάω από κάτω μου, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συμβαίνει, το μουνί μου έχει ανοίξει τόσο πολύ. Ένα κομμάτι σάρκα, πρησμένο ίσα με πορτοκάλι, μπαινοβγαίνει, κόκκινο, γυαλιστερό, στο μουνί μου, που έχει ανοίξει σαν γέννα, τα χέρια μου τυλιγμένα σε γάζες, κομμένα στις αρθρώσεις, τα πόδια στα γόνατα, ότι έχει απομείνει πίσω λίγα εκατοστά πιο ψηλό, τα τέσσερα οστά σαν πόδια, τα πίσω πιο ψηλά, ο κώλος μου πιο τουρλωμένος, ώστε το σκυλί, τσοπανόσκυλο, να με καβαλάει πιο άνετα, το μουνί μου υγρό, από το μουνί που στάζει πάνω από το κεφάλι μου, κρεμασμένη σκύλα, τα υγρά της πασαλειμμένα με ένα πινέλο, να μυρίζουν τα σκέλια μου σκυλίσια, να με γαμήσει στα τέσσερα σαν σκύλα, το τσοπανόσκυλο.
Γύρω από τον λαιμό μου τρίβεται, έγκαυμα, λουρί, δερμάτινο, με κόβει, δεν μπορώ να ανασάνω, καταπίνω τα ουρλιαχτά μου, σαν να καταπίνω σπασμένο γυαλί από ήχο, η αγκράφα πιέζει την καρωτίδα μου, η κομμένη μου ανάσα υπογραμμίζει την υγρή, βρομερή ανάσα του σκυλιού, τι το ταΐζουνε, αγανακτώ, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορώ να δω επειδή τα βλέφαρα μου είναι ραμμένα μεταξύ τους, με κλωστή, μαύρη, όσο και να τα ανοίγω δεν ανοίγουνε.
Βλέπω το φως να αστράφτει, μικροσκοπικό αστέρι, νιώθω την κοφτερή κορυφή ενός μεταλλικού αντικειμένου να σκαλώνει στο πρώτο ράμμα, την μύτη μιας βελόνας, σιγά σιγά, κόβει τα ράμματα που ενώνουν τα βλέφαρα, πρώτα του ενός ματιού, ύστερα του άλλου. Το αίμα τρέχει στα μάγουλα μου, τα δάκρυα μου ξεπλένουν την κόκκινη αυλαία, τα φώτα με τυφλώνουν είμαι πάνω στην σκηνή, δεν μπορώ να ισορροπήσω, πέφτω, τα πρώτα βήματα μου ως τετράποδο αποτυχημένα, οι αγκώνες μου θα δούνε μαύρες μέρες.
Αισθάνομαι έντονη την ανάγκη να κατουρήσω και να χέσω, μου φεύγουνε ξαφνικά, πάνω στο μαύρο γυαλιστερό πάτωμα, μέσα του αντανακλούνε λάμψεις, επιπλέω στην θάλασσα το βράδυ, με φωτίζουν οι προβολείς του λιμενικού, από κάτω μου μόλις διακρίνονται τα πρόσωπα των θεατών, πνιγμένοι, κοιτάνε εμένα, θα διασωθώ, τουλάχιστον τραυματισμένη, με τα χέρια κομμένα στους καρπούς, τα πόδια στα γόνατα, τα βλέφαρα σκισμένα, θα με παίρνει ο ύπνος μόνο στο πιο απόλυτο σκοτάδι, με σταγόνες, κλεμμένες, από άκαρδα φαρμακεία.
Κάποιος φωνάζει χέστηκε, το θέατρο ολόκληρο ξεσπάει σε γέλια, ένας τύπος που φοράει ένα ακριβό μπλε κοστούμι τρέχει πάνω στην σκηνή, τον βλέπω να περπατάει, ανάποδος, πάνω στο μαύρο νερό, μέχρι εμένα, πηδάει πάνω από τις αντανακλάσεις των προβολέων, φτάνει μέχρι εμένα, αρπάζει τον λαιμό του τσοπανόσκυλου, τον στρίβει, μια, δυο, μέχρι που ακούω τα κόκαλα που σπάνε, θυμάμαι πως σπάσανε τα δικά μου, από την πίεση του πίδακα, με την μάνικα, πριν με πάνε στο χειρουργείο να μου κόψουν τα χέρια και τα πόδια.
Είμαι στα καλλιστεία, δεν θυμάμαι καν πως βρέθηκα εδώ, είμαι υποψήφια, δεν ξέρω καν ποιες είναι οι ερωτήσεις που θα μου κάνουν, για την παγκόσμια ειρήνη και αυτά, όταν νιώθω την πρώτη κλωτσιά στον κώλο μου, σωριάζομαι φαρδιά πλατιά πάνω στην γυαλιστερή μαυρίλα της σκηνής, αντικείμενα προσθαλασσώνονται, γύρω μου, βρέχει αντικείμενα, ετερόκλητα, επιπλέουν πάνω σε αυτήν την μαύρη θάλασσα, ντομάτες, αυγά, προγράμματα, προφυλακτικά, κέρματα.
Προσπαθώ να συρθώ έξω από την σκηνή, να γλιτώσω τα γιουχαΐσματα, δεν μπορώ, ο σκύλος κρέμεται νεκρός από το μουνί μου, ο πούτσος του έχει στομώσει στον κόλπο μου, τον κουβαλάω σαν προβιά πάνω στην πλάτη μου, Ηρακλής που έχασε από τον Προκρούστη, ο ληστής του έκοψε τα πόδια, τα χέρια, του φόρεσε ένα σκυλί γαμιά αντί για ένα λιοντάρι προβιά, του πήγαινε τόσο πολύ.
Τα σκουπίδια που πετάνε για να με αποδοκιμάσουνε, έξαλλοι που χέστηκα την ώρα που γαμούσε ο σκύλος, οι θεατές των καλλιστείων, τα σκουπίδια σχηματίζουνε μικρά νησιά πάνω στη μαύρη, παγωμένη θάλασσα της σκηνής, το αίμα από το μουνί μου κόκκινος αφρός, αφήνει πίσω του διαδρομή, κολυμπάω με αγωνία στο ναυάγιο, τα πρόσωπα που αντανακλώνται στην επιφάνεια, από τα θεωρεία στον βυθό, πνιγμένοι, τώρα αγριωποί, με κατηγορούν που επέζησα, οι συνεπιβάτες μου, μια φλούδα μανταρίνι, ένα άδειο πακέτο τσιγάρα, ο καναλάρχης, η παρουσιάστρια του πρωινάδικου, η διευθύντρια του σταθμού, ένα αυγό, ο γιος του καναλάρχη, με μαύρα γυαλιά, η αδερφάρα, η τριαντάρα αδερφή που γαμάει ο Τέλης, ο Τέλης, ο κυριούλης από το παπουτσάδικο, η γκόμενα του, τα πόδια μου κομμένα, πάνω τους φορεμένα ακόμα τα κρυστάλλινα σανδάλια που είχα διαλέξει στο μαγαζί του, που να ήξερα ότι ήτανε καταραμένα, δεν με νοιάζει, επειδή κατρακυλάω, από την μαύρη θάλασσα πίσω πάλι, στα υπόγεια, στις ακτές που θα με κλειδώσουνε μέχρι την επόμενη φορά, το σκυλί παίζει με τα παιδιά του διπλανού, φοβάμαι μην τα δαγκώσει και μου κάνουν παρατήρηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 55
Και που τον κουβαλάω, τι νομίζει, δεν ξέρω ότι θα με πουλήσει με την πρώτη ευκαιρία, δεν είναι δυνατόν άλλωστε να κάτσει με μένα, ούτε που το σκέφτομαι, να ερωτευτώ ένα βλαχάκι που το παίζει μάνατζερ, όσο καλά και αν με γαμάει, όσο μεγάλο πούτσο και να έχει, ξέρω ότι αν κάνω μαζί του δεσμό σε δέκα το πολύ χρόνια θα έχω φορτωθεί μια επαρχιώτισσα αδερφή στο κανάλι, με προγούλια και τζελαρισμένα καρφάκια στο κεφάλι, να κουνιέται, να προσπαθεί να κάνει την σπουδαία, όπως όλοι οι επαρχιώτες γαμιάδες, πουλάνε αντριλίκι, στην αρχή, επειδή μετά, έχουνε καιρό, να προκαλέσουνε πολλαπλούς εμετούς, με τις εμετικές, εμετικές, εμετικές τους συμπεριφορές, τα γελοία τραπέζια, στα ντιζαινάτα εστιατόρια, εκεί που πληρώνεις όσο-όσο μια στιγμή κάτω από τα φώτα των παπαράτσι, που σε περιμένουνε, εσένα την βλάχα αδερφή, που ήρθες στην Αθήνα, για να μας φορτώσεις τις εμμονές σου, περί ρούχων Ιταλών σχεδιαστών, φτιαγμένα στα προάστια της Πνομ-πενχ, από ανήλικες τραβεστί, σε μεταξωτά κακοποιημένα, από εμετούς τεχνικολόρ, άσχημα εμπριμέ, πανάκριβα πληρωμένα σε Κολωνάκια και Γλυφάδες, από εσένα την βλάχα αδερφή, που σε λένε Τέλη, και πούλησες την κολλητή σου για να το παίζεις επώνυμη, και μάνατζερ, γελάει το πανελλήνιο που σε βλέπει από τώρα, να μπαινοβγαίνεις σε πάρτι, κρατώντας το χέρι της, κομμένο, με τα δόντια σου λένε, τα μάτια σου γυαλίζουν στα φώτα, το κοστούμι που σου δάνεισα σου πέφτει μεγάλο, δεν πειράζει, άλλωστε το ήξερες, μια τριαντάρα απελπισμένη αδερφή θα γαμούσες, σου είχα στείλει φωτό, κανείς δεν σε ανάγκασε.
Το ξέρω ότι δεν γυρνάς στο κωλοξενοδοχείο που έμενες τόσο καιρό με εκείνη, όποτε ξημερώνει σε έχουνε δει, όλη η Αθήνα, σέρνεσαι στο πάρκο, στην Αγίας Άννης, στο τσοντάδικο, άραγε γιατί μαζεύεις τα λεφτά που παίρνεις από τις αδερφές, ποιο ταξίδι έχεις ξεκινήσει, τα έξοδα σου συσσωρεύονται όσο πιο μακριά θες να φύγεις, να ξεχάσεις όσα έχουν γίνει, το φευγιό σας, την εξαφάνιση της, το τέλος της αρχής και της αρχής το τέλος, να πιεις ένα ποτήρι βότκα ακόμα, μια μυτιά, στο αριστερό ρουθούνι, το δεξί σου έχει φράξει, από μύξες και αμίαντο, δήθεν κοκαΐνη, που την θες επειδή είναι η μόνη λύση, στην Κολομβία, δέκα η ώρα το πρωί, λίγη ακόμα σκόνη, καθώς ο πελάτης σου παίζει με τα έντερα σου, κρεμασμένα από το ταβάνι, σε παίρνω στο κινητό και το σηκώνεις, ξεκοιλιασμένος, μου μιλάς, να κανονίσουμε, σε ποιο πάρτι θα συναντηθούμε, από ποιο θα φύγεις χωρίς να με χαιρετήσεις, σιγά μην ερωτευτώ εγώ εσένα, κλείσε την πόρτα, μάζεψε τα έντερα σου, κρέμονται απ' έξω, τα διπλανά αμάξια νομίζουνε ότι είναι η ζώνη ασφαλείας, στο φανάρι καταλαβαίνουνε ότι είναι τα έντερα σου, που κρέμονται από την πόρτα του συνοδηγού, κοιμάσαι, η ανάσα σου θολώνει το τζάμι, δεν βλέπεις τα ουρλιαχτά τους, τα παιδιά στα πίσω καθίσματα κλαίνε, δείχνουν στους μεγάλους την λωρίδα από αίμα που αφήνει πίσω μας το αμάξι, την νύχτα, μια κορδέλα κόκκινη που ενώνει το ένα πάρτι με το επόμενο, έδρα όπου κοιμηθείς, λίγο πριν έχεις φύγει, από ακόμα ένα πάρτι, τα ξημερώματα, το σχολικό ανατινάζεται, παιδικά κεφάλια βρέχουν πάνω στο καπό, μερικά προσγειώνονται πάνω σε μια τάβλα, ο κουλουρτζής ακούει λαϊκά, γιακάδες από σουσάμι, μάτια από βροχή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56
Κάθε μέρα αρνούμαι, τις ίδιες και τις ίδιες προσκλήσεις, στο τέλος θα πειστώ πως οι άνθρωποι έχουνε επινοήσει μια ειδική κατηγορία από εκδηλώσεις για να φυγαδεύουν τους ακάλεστους, όλους εκείνους που αν δεν στριμωχτούν σε κάποιο κλαμπ, ονόματι κάποιου χρυσού δίσκου ή παρόμοιας κατάπτυστης εκδήλωσης διασυνδέσεων, δεν έχουν που αλλού να πάνε, σε κανέναν να μιλήσουνε, οι κοσμικές εκδηλώσεις είναι η εκκλησία για μια κοινωνία που πιστεύει μόνο σε εξώφυλλα και οθόνες, τα κεριά που ανάβουνε σε αυτά εξίσου ματαιωμένα όσο και εκείνα που ανάβουνε γριές στα εξωκλήσια μιας άλλης εποχής, τα μπουζούκια, οι αίθουσες και τα ξενοδοχεία, οι πρεμιέρες και τα πάρτι, οι γάμοι και οι εκθέσεις, η ανάσταση, ο καθεδρικός, ναοί απελπισίας και μοναξιάς, σταυροί και αστέρια, πιστοί και επώνυμοι, λεζάντες και θαύματα, ελπίδες και καλησπέρες.
Δεν πάω ποτέ, θα ήτανε σαν να ζητάω συγγνώμη για τα όσα έχω κάνει, για τα καλλιστεία που οργάνωσα, τα e mail και τα τηλέφωνα που έκανα, σε χωριά, σε συνοικίες, σε παιδικά δωμάτια και τηλέφωνα δουλειάς γονιών, σε προποτζίδικα και σε πρακτορεία μοντέλων, μέχρι να τις βρω, να τις ετοιμάσω, να περπατήσουνε σε αυτή την πασαρέλα, τα μάτια τους ραμμένα, τα σκυλιά καβαλημένα στην πλάτη, τα χέρια και τα πόδια κομμένα, από τον καρπό και τα γόνατα αντίστοιχα, η επιτροπή να προσπαθεί με βία να κρατήσει τα γέλια της, άλλοι να χασμουριούνται, να τις πιάνει ακράτεια από την μορφίνη, να με κοιτάνε όλο συγγνώμη καθώς απλώνεται γύρω τους η λίμνη από διάρροια, κάτουρα, και αίμα, μετά, απλώνουν με άτσαλες σπρωξιές τα σκατά, σωριάζονται πάνω σε αυτά, το βάρος του σκυλιού που μόλις έπνιξε ο γιος του αφεντικού τραβάει την πρησμένη ψωλή έξω από το μουνί της, εκείνη προσπαθεί να αποφύγει τα αντικείμενα που της πετάνε οι θεατές, η σκηνή βαμμένη μαύρη, γυαλιστερή, αντανακλά τους προβολείς, το φως με ενοχλεί.
Σκέφτομαι ότι ακόμα δεν έχει τελειώσει η αποψινή βραδιά και έρχονται οι μέρες που θα αρχίσουν οι απαιτήσεις των δημοσιογράφων για φωτογραφίσεις και συνεντεύξεις, αναρωτιέμαι πόσο θα κοστίσει η συντήρηση της στην ζωή, το κανάλι συνήθως τις σκοτώνει μόλις αρχίζουνε και έχουνε προβλήματα υγείας ή γερνάνε ή δεν είναι της μόδας πια.
Δεν δέχομαι πάντως να πληρώσω δεκάρα από την τσέπη μου, εξάλλου, οι χορηγοί της έχουν ήδη κάψει τα λογότυπα τους στην πλάτη, ακόμα δεν έχουν ξεραθεί καλά καλά, η γούνα του σκυλιού τα μόλυνε, το αίμα δεν έπηξε καλά, η πλάτη όμως φωτογραφήθηκε και έχει ήδη αποσταλεί σε sms σε όλους τους συνδρομητές των καλλιστείων.
Από εκεί θα βγάλω σίγουρα κάποιο φράγκο, η φωτογραφία είναι δική μου, και αν και ζούμε στην μετά-copyright εποχή, κατάφερα να κωδικοποιήσω το πρόσωπο μου στην ανάλυση και έτσι δικαιούμαι έσοδα απεικονιζόμενης.
Δεν θα μπορούσα να ζήσω με τον γελοίο μισθό που μου δίνει ο καναλάρχης, είμαι σίγουρος ότι και μια καθαρίστρια βγάζει περισσότερα από εμένα, την διευθύντρια του δημιουργικού στον τηλεοπτικό του σταθμό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 57
Μα δεν μου αρέσει επειδή την ξέρω, ή επειδή την αγαπάω, η πιστεύω ότι θα την γνωρίσω κάποτε καλύτερα, μου φτάνει, κάθε φορά, από λίγο, αλλά εντελώς, αυτό που βλέπω, την έχω ερωτευτεί, ας μην μου ρίχνει ούτε βλέφαρο, άσ' την εκεί, στα εξώφυλλα, στις φωτογραφίες, στις διαφημίσεις, τρώει νωχελικά γιαούρτι, σε μια έρημη ακρογιαλιά, σε κάποιο νησί άσχετο, εκεί όπου έκανε διακοπές ο σκηνοθέτης που την νοίκιασε, τα γυρίσματα της ξεφλουδίσανε την μύτη, οι ουλές πίσω από τα αυτιά της δεν κλείνουνε, οι εκδορές τραβάνε τα κουνούπια, τα μάτια της είναι σήμερα γαλάζια, αύριο πράσινα, μεθαύριο καφέ, τα αληθινά τα φάγανε σε ένα εστιατόριο την πρωτοχρονιά, είναι ήδη ένας χειμώνας που αυτοκτόνησε η μάνα της, από την ημέρα εκείνη που έφυγε με τα κρυστάλλινα σανδάλια από το μαγαζί μου, ακόμα να την βαρεθώ, περνάω τα μεσημέρια καρφωμένος στην τηλεόραση, το βρασμένο κεφάλι της ανταγωνίστριας της σκάει στον τοίχο του σκηνικού, κάθε μέρα σε replay, το αίμα βάφει τα αρκουδάκια που της στέλνουνε οι θαυμαστές, σκόρπιο μες στο σπίτι καλλιστεία reality, παιχνίδια πεταμένα στα κουτιά που έχουνε μουσκέψει απ΄ το αίμα, στοιβαγμένα ολόγυρα στο δωμάτιο, η μυρωδιά από τα κομμένα μέλη που σαπίζουνε μέσα σε αυτά δεν φτάνει από αυτή την μεριά της οθόνης, γύρω από τα ρουθούνια της άσπρη αποσμητική κρέμα, άλλοι λένε ότι είναι ξεραμένες μύξες και κόκα, άλλοι ότι της στέλνουνε ακόμα κουραμπιέδες, η άχνη ζάχαρη ακόμα την λερώνει, και ας πέρασαν οι γιορτές.
Δεν δίνει πια συνεντεύξεις, όχι από τότε που της έκοψε την γλώσσα ο καναλάρχης, εδώ και μέρες την είχε παρκαρισμένη πάνω σε μια πλαστική σημαδούρα, να καλουπώσει το μουνί της, με την πλάτη στις κάμερες, να φαίνονται τα χαρακωμένα λογότυπα καλύτερα, τα προσθετικά κρυστάλλινα πόδια της, οι κρυστάλλινοι καρποί της, όμορφοι, ταγιαρισμένοι, αστράφτουνε στα φώτα, διαχέουν το φως, σκορπάνε μικροσκοπικά ουράνια τόξα, σε όλο το σκηνικό, κάπου κάπου μια κούτα υποχωρεί μες στο σκοτάδι, το περιεχόμενο της φουσκώνει, σκάει, το χαρτόνι σκίζεται, ξεχειλίζει αναβράζον, λάσπη από σάπια σάρκα, λίμνη από ανθρώπους που απλώνονταν στο πάτωμα γύρω της, λερώνοντας τα κρυστάλλινα της δάχτυλα, πόσο θα ήθελα να έτρεχα με το Ajax να τα πλύνω, να είναι πάντα καθαρά, στέλνω ένα ακόμα sms, κάθομαι αναπαυτικά να δω τον βοηθό στιλίστα που θα της καθαρίσει τα δάχτυλα, να γίνουν αστραφτερά όπως πρώτα, τότε, όταν έκανε τα πρώτα, θαρραλέα βήματα μέσα στην βροχή, έξω από το μαγαζί μου, μέσα στο ταξί που οδηγούσε ο καναλάρχης, κάτι που κάνει συχνά, όταν βαριέται, παίρνει και τον κολλητό του μαζί, ο σοφέρ συνεπιβάτης, εγώ θεατής, της πλάτης της, τότε και τώρα, στην οθόνη σήμερα, εκείνη την ημέρα πίσω από την βιτρίνα που έδειχνε τον κόσμο μέσα από το μαγαζί μου, το παπουτσάδικο μου δρόμος, χωρίς περαστικούς, τα βήματα τους εκεί, διατεταγμένα, ένα δεξί ή ένα αριστερό, ποτέ παρέα, το μαγαζί μου δρόμος διάσπαρτος με τα παπούτσια που περιμένουν, ποιος ξέρει τι περιπάτους, ο κόσμος λαμπερή πραμάτεια πίσω από το τζάμι, τα παπούτσια διαλέγουν τους περαστικούς, εκείνη τους γυρνάει την πλάτη, ξέρει που πάει, είναι μια κούκλα ζωντανή, επώνυμη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58
Είμαι η γυναίκα του καναλάρχη, η μάνα αυτής της αδερφής με τα μαύρα γυαλιά, πού όταν δεν κοιμάται στον καναπέ του γραφείου της Λέλας, γαμιέται στα τσοντάδικα, ποιος ξέρει τι θα με κολλήσει κάθε φορά που τον φιλάω στο μάγουλο, όσο λιγότερο μπορώ, μόνο όσο το επιβάλλουν οι αγαθοεργίες μου και οι φωτογραφίσεις με τον γιο μου, θα ξεράσω.
Το πρόσωπο μου, τέλεια απλωμένο και ανέκφραστο, σαν παγωτό από βινίλιο έχει αναφερθεί ήδη μια φορά, παρεμπιπτόντως, ως φιλάνθρωπος κυρία που είμαι, με έχει αναφέρει μια φορά ο γιος μου, καμία ο σύζυγος μου, επειδή ο ένας δεν μπορεί να με ξεχάσει και ο άλλος δεν αντέχει να με θυμάται. Και οι δυο τους με σιχαίνονται, ο άντρας μου, το παιδί μου, οι φιλανθρωπίες μου τους προκαλούν ρίγη αμηχανίας, όσο και τα πανάκριβα Dior που φοράω στις εκδηλώσεις που οργανώνει ο σύλλογος, οι πενηντάρες που μου τα τρώνε με το άλλοθι μιας νέας πτέρυγας, ενός νέου μηχανήματος για αιμοκάθαρση, μιας ακόμα παράστασης με τον Λουτσιάνο Παβαρότι στο Ηρώδειο, ο χοντρομαλάκας, βάφει και το μαλλί, όλοι οι άντρες είναι γελοίοι και αδερφές. Η αλήθεια είναι ότι τα ρούχα που φοράω είναι πιο νεανικά απ' ότι πρέπει, τα ρυτιδιασμένα μπράτσα τρεμουλιάζουν κάτω από τα φλας, μέσα από τις μπεζ μεταξωτές οργάντζες, αλλά εμένα δεν με νοιάζει το ρεζιλίκι, ο κόσμος θέλει ακριβά φορέματα για να μου δώσει την άδεια να κρατάω ένα ακόμα κουφαράκι, καραφλό από την χημειοθεραπεία, μάτια γουρλωμένα, θυμωμένο, αλλά πειθήνιο, η φτωχή του μάνα γελάει δίπλα μου, τα χρυσά της δόντια καθρεφτίζουν το δωμάτιο του νοσοκομείου, αισθάνεται ότι ανήκει στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας επειδή πληρώνω να τιγκάρουν το ήδη νεκρό παιδί της με κοβάλτιο.
Γιατί τα κάνω όλα αυτά, αναρωτιέμαι, σίγουρα όχι για την συμπόνια κανενός, κανείς δεν αγάπησε ποτέ κανέναν επειδή τον είδε να αγκαλιάζει ένα μελλοθάνατο παιδί, η φροντίδα του, ειδικά αν έχεις χρήμα, αν είσαι πλούσια σύζυγος καναλάρχη σαν και μένα, η φροντίδα ενός άρρωστου παιδιού είναι καθήκον, οι άνθρωποι σε λιντσάρουν αν είσαι πλούσια και δεν δίνεις σε νοσοκομεία, σχολεία, ιδρύματα.
Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω, είναι ότι όλα αυτά τα κάνω επειδή βρίσκω περίεργα ανακουφιστικό να κρατάω τον θάνατο σε συσκευασία ενός μικρού παιδιού, να περιφέρω το σύμβολο της φρίκης μπροστά στις κάμερες, να προσπαθώ να συγκρατώ το γέλιο μου, τα παραφουσκωμένα χείλια μου σφιχτά, άψογα βαμμένη σιλικόνη, από πίσω τους κρύβονται τα υπερλευκασμένα δόντια μου, πανάκριβα αγορασμένη πορσελάνη, το παιδί, χαμένο ήδη στα φάρμακα και στους μεγάλους, στους διαδρόμους και στις μυρωδιές, στα κλάματα και την τηλεόραση, με ανακουφίζει, που πεθαίνει πρώτο αυτό, και μετά εγώ, κάθε ένα από αυτά που πεθαίνει σημαίνει ότι σίγουρα, πήδηξα την σειρά προτεραιότητας, τουλάχιστον καρκίνο δεν έχω, αν είχα, δεν θα με ένοιαζε, ό,τι ήτανε να κάνω το έκανα, ακόμα και προσευχή να πάθω έναν καρκίνο έκανα, και περιμένω, την απάντηση, που δεν θ' αργήσει, ούτε για μένα, ούτε για το παιδί.
Αγκαλιάζω ακόμα ένα καρκινάκι, με σαλιώνει, προσέχω μην ξεπροβάλλουν από τα μανίκια του Chanel μου τα τελειώματα στα γάντια, τι φινέτσα, γάντια από τα χέρια εκείνης, γάντια από τα γδαρμένα χέρια εκείνης, η ελάχιστη σάρκα τους πεταμένη από καιρό στα σκουπίδια, οι καρποί της αντικατεστημένοι με κρυστάλλινα υποκατάστατα, το δέρμα των χεριών της συντηρημένο, ραμμένο σε γάντια, καλουπωμένο δέρμα στο νούμερο των χεριών μου, η φρεσκάδα του ταριχευμένου δέρματος εκείνης σκεπάζει τους ηπατικούς μου λεκέδες, έχω τα χέρια εκείνης, χαϊδεύω ένα ακόμα άτριχο, μικρό κρανίο με τα νεανικά μου, δανεικά μου, χέρια.
Ειδικά μου αρέσει το πόσο χαριτωμένα έχουν επικολλήσει τα νύχια που της βγάλανε προσεκτικά πριν της γδάρουνε τα χέρια, και τα κόλλησαν, στο αποξηραμένο, αρωματισμένο δέρμα που περικλείει σφιχτά, σαν αληθινό, τα γερασμένα μου χέρια.
Καθώς παραμερίζω τα ξανθά, φυτευτά, πανάκριβα μαλλιά μου, για να μην πέφτουν στο κεφάλι του παιδιού, και νομίζει κανείς ότι φοράμε το ίδιο χρώμα περούκα, ανακαλύπτω με τρόμο ότι επάνω στην παλάμη του ενός γαντιού είναι σημειωμένος ένας αριθμός τηλεφώνου, προφανώς σημειωμένος από εκείνη πριν της γδάρουνε τα χέρια, για να φτιάξουνε τα γάντια μου, ένας αριθμός τηλεφώνου που έμεινε χαραγμένος, με στυλό, ένας αριθμός πάνω στην παλάμη, ένας αριθμός κινητού, που αντί να χαθεί, όπως χάνονται όλοι οι αριθμοί στις όχθες της μνήμης του κινητού, πέρα από τον ορίζοντα της ατζέντας, ξεβρασμένοι αριθμοί, αντί να κατρακυλήσουν πέρα, κάτω από τον πάτο της λίστας των εισερχομένων κλήσεων, αριθμοί που αντί να βουλιάξουν στην λήθη, πνιγμένοι αριθμοί από τα κύματα των επόμενων κλήσεων, σκάνε, με παφλασμό, πάνω στην οθόνη, σκορπώντας ring tones σαν θρύψαλα, ένας από τους αριθμούς διασώθηκε, δεν γράφτηκε με το δάχτυλο στον αέρα, αλλά με στυλό στην παλάμη εκείνης, λες και το' ξέρε ότι θα της έγδερναν τα χέρια, ότι ο αριθμός θα έφτανε ως εμένα, διασταυρώνοντας την γραμμή της ζωής της με την δική μου.
Η γραμματέας μου ήδη έχει καλέσει το νούμερο που είδε σημειωμένο στο γάντι μου, μεγενθυμένο ψηφιακά μέσα από την κάμερα του φωτογράφου, προσπαθεί να με αποθανατίσει με το νεκρό παιδί στην αγκαλιά, στο αυτί μου κολλάει ένα κινητό, ακούω να μου λένε ότι ο Τέλης είναι στο τηλέφωνο, του λέω καλημέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59
Καλημέρα της λέω, θέλω πολύ να σας γνωρίσω από κοντά, αρκεί να μου υποσχεθείτε ότι δεν θα μου κάνετε κακό. Απορώ, τόσο καιρό περίμενα να με πάρετε τηλέφωνο, βδομάδες περάσανε από τότε που της γδάρατε τα χέρια, από τότε που σημείωσε το τηλέφωνο μου στο χέρι της, στο ξενοδοχείο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωί, που έμαθα από την μάνα μου, στο τηλέφωνο, ότι η μάνα της αυτοκτόνησε.
Ξέρετε, εδώ και καιρό, φοβάμαι πολύ, τους ανθρώπους, το ραδιόφωνο που δεν με αφήνει να κοιμηθώ τις Κυριακές τα μεσημέρια, και άλλα τόσα, που ξεχύνονται από αυτοκίνητα που περνάνε, κρύβονται πίσω από κουρτίνες, στα παράθυρα απέναντι, οι εποχές αλλάζουν πριν προλάβω να τις συνηθίσω, από την στιγμή που κατέβηκα στην Αθήνα, τώρα που γνώρισα όλους εσάς.
Την φίλη μου, εκείνη, έχω βδομάδες να την δω, της λέω μια καλημέρα στο εξώφυλλο όποτε την βλέπω, είναι άλλη τώρα πια, πιο ξανθιά, πιο νέα, πιο καλοντυμένη, πάντα αδύνατη.
Την βλέπω δίπλα σας, στα κοσμικά, καμιά φορά, αν και εσάς δεν σας γνωρίζω προσωπικά, ακόμα, με εκείνη όμως φαίνεται να κάνετε καλή παρέα, αγκαλιάζετε μαζί καρκινοπαθή παιδάκια, όλοι σας τόσο επώνυμοι και διάσημοι, καλή κοινωνία, εγώ χέστηκα, τα βαρέθηκα όλα αυτά πριν μπω στον κόπο να τα κατακτήσω, ίσως είμαι και πολύ χωριάτης για να με δεχτούνε τα σαλόνια σας.
Παρ' όλα αυτά, εγώ, ο Τέλης, δεν γύρισα ποτέ στο χωριό, άλλωστε δεν είχα κανένα λόγο. Είμαι εδώ, εκεί είναι πίσω, το πίσω δεν με ενδιαφέρει. Ναι, κόλλησα στην κόκα, πούλησα μερικά γραμμάρια, μπορώ να σας πω, έβγαλα κάποια φράγκα, τώρα, δεν σηκώνομαι από τον καναπέ, άντε για να καθαρίσω λίγο, σε αυτό το άθλιο διαμέρισμα που με πετύχατε, βαρέθηκα και είπα να αράξω.
Από το ένα πάρτι στο άλλο, από την μία γκόμενα στην άλλη, βούλωσαν τα ρουθούνια μου, οι αδερφές που με γουστάρανε., οι ίδιες που με πληρώνανε να τις γαμάω πριν δύο-τρεις βδομάδες με βαρεθήκανε, δεν μου σηκώνεται πια από την ντρόγκα αλλά είμαι συνέχεια καυλωμένος, ο πούτσος μου μερικές μέρες ξεφλουδίζει από την προσπάθεια να χύσω τραβώντας μαλακία, η αναισθησία από την κόκα βουίζει σαν πυρετός στο κορμί μου.
Σε λίγο, η μούρη μου θα είναι κρεμασμένη, το μυαλό μου θολό, θα έχω πια τριανταρήσει, από τώρα δεν έχω το κουράγιο ούτε πόρτα σε nightclub να κάνω, στοιβαγμένες οι συλλογές από djs στο ράφι, ούτε να τις ακούσω πια.
Με βλέπω να βγάζω κάνα φράγκο προσφέροντας καμία εκδούλευση, να σπρώχνω κάνα μοντελάκι, να πουλάω καμιά γραμμούλα, δημόσιες σχέσεις, και καλά, με ξέρουνε όλοι στην Αθήνα, καλησπέρα σας, περάστε, πως είστε, στην τουαλέτα τώρα.
Εσείς όμως, η γυναίκα του καναλάρχη, ας είναι, προφανώς βαριέστε κι εσείς, περνάτε τις ώρες σας παριστάνοντας την αγία, τι θα θέλατε από μένα ωραία μου κυρία, όμορφη πυργοδέσποινα, σαν να σας βλέπω τώρα, σε μια ακόμα εκδήλώση, τα φλας αστράφτουν γύρω σας, καθισμένη σε παιδικό κρεβάτι, λεπτοί, διάφανοι σωλήνες ρίχνουν χρωματιστές σκιές στους τοίχους, σαν φευγαλέες ρωγμές από φως στο ολοκαίνουριο νοσοκομείο, πληρώσατε από την τσέπη του άντρα σας, τι μπορώ να κάνω για εσάς, αρκεί μόνο να μου πείτε.
Θέλετε να μάθω ποια είναι εκείνη, σας ακούω να μου απαντάτε, εκείνη, που έχει κλέψει τα μυαλά όλων, εκείνη που ο άντρας σας έχει κλειδωμένη σε υπόγειο, με μια κάμερα μονόφθαλμη συνέχεια καρφωμένη πάνω της, και αφού την βρω, θέλετε να την σώσω, να την πάρω υπό την προστασία μου, να μην την αφήσω να πεθάνει, ποτέ.
Πιο σκληρή τιμωρία δεν έχω ακούσει, σας λέω, αγαπημένη μου φιλάνθρωπο, με πιάνει σύγκρυο από την παγωνιά της βαναυσότητας σας, μα την μισείτε τόσο πολύ, την καταδικάζετε έτσι απερίσκεπτα στην ζωή, να είναι αιώνια μελλο-αθάνατη, μια βρικόλακας, και μάλιστα επώνυμη;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 60
Δεν ξέρω γιατί με περιμένει, έξω από την πισίνα, τα πόδια του στο κράσπεδο βρέχονται από το νερό που πιτσιλάει το κεφάλι μου καθώς αναδύομαι, με περιμένει στο κομμωτήριο, ξεφυλλίζοντας περιοδικά, γεμάτος τρίχες, με περιμένει ακούραστος, για να με πάει σπίτι, από το μεσημέρι στο απόγευμα, στο γυμναστήριο, στην αισθητικό, στα πάρτι, στις δεξιώσεις, στα φιλανθρωπικά της μητέρας του γιου του αφεντικού του καναλιού των καλλιστείων, τρέχω, η φιγούρα μου θολή από ταχύτητα, η βιασύνη ζωγραφισμένη στο περίγραμμα των λέξεων, γραμμένες σε λεύκωμα από τρεμάμενο κοριτσίστικό χέρι, ζωγραφίζει ακτίνες γύρω από κάθε γράμμα, ή ακόμα και λέξεις αγορίστικες, σαν λέξεις που διάλεξε ένα αγόρι να γράψει με στυλό στην τσάντα του, έχει ζωγραφίσει λεκέδες από αίμα να στάζουν από το λογότυπο που αντέγραψε, στρατιωτική τσάντα, ηλίθια heavy metal συγκροτήματα, από εκείνα που αρέσουν μόνο στα αγόρια, και σε λίγα κορίτσια, οι νεκροκεφαλές στα εξώφυλλα δεν είναι καθόλου κομψές.
Δεν ξέρω γιατί με περιμένει ο Τέλης έξω από κάθε πόρτα, να τελειώσω, την μυτιά που κόβω πάνω στην χέστρα, ρουφάω κόκκους ηπατίτιδας μαζί με την ψευτοκοκαΐνη, έξω από τα στούντιο που τον αφήνουν οι σεκιουριτάδες, περιμένει, το χαμόγελο του καθώς μου δίνει φωτιά περίεργο, σαν να τον εντυπωσιάζει ότι βγαίνω ζωντανή από τα έγκατα μιας ακόμα φωτογράφησης, ζωντανή από τις τουαλέτες ενός πάρτι.
Δεν μπορώ να καταλάβω πως βρίσκει προσκλήσεις για όλα αυτά, πόσο εύκολα έρχεται και φεύγει, πόσο εύκολα κοιμάται στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας που με πηγαινοφέρνει.
Η Λέλα τα κανονίζει όλα αυτά φαντάζομαι, εγώ απλά τσεκάρω ότι τα ναρκωτικά που θα χρειαστώ για να ξεπεράσω ένα ακόμα δίωρο βρίσκονται στην τσάντα μου, μια πλαστική σακούλα φαρμακείου που σέρνω μαζί μου όπως και αν είμαι ντυμένη, έχει γίνει μόδα.
Πολλές φορές παίρνω τα χάπια μου μπροστά στις κάμερες, τα βυζιά μου έχουν αρχίσει ήδη να κρεμάνε, στο πλάι, η σιλικόνη βαριά, ένα δίχτυ από γαλάζιες φλέβες ασθμαίνει, μάταια προσπαθεί να συγκρατήσει το πλαστικό στην θέση που το έχωσε ο χειρούργος, σαν αερόσακος που έχει ανοίξει απροειδοποίητα, πιέζει τα πλευρά μου, όταν πέφτω να κοιμηθώ καμιά φορά με ξυπνάει το ίδιο μου το ροχαλητό, τόσο πολύ μου κόβει η σιλικόνη την ανάσα.
Τον αγαπάω, και αν σου πω ότι είναι ο τελευταίος φίλος που περίμενα να μου μείνει, θα με πιστέψεις? Όλοι οι άνθρωποι που γνώρισα στην Αθήνα, από την ημέρα της αυτοκτονίας της μητέρας μου, αποδείχτηκαν στιγμιαίες σπίθες του μυαλού μου, σβήνουν από μπροστά μου τόσο γρήγορα όσο εμφανίζονται, το κάθε πρόσωπο μένει τόσο λίγο επί σκηνής που έχω σταματήσει εδώ και καιρό να συγκρατώ ονόματα και ιστορίες.
Αισθάνομαι σαν σκυτάλη, περνάω από χέρι σε χέρι, επιφανειακά είμαι η ουσία της συναλλαγής, στο βάθος όμως είμαι ένα αντικείμενο που παραμένει περίεργα στατικό, όσα χέρια και να αλλάξει, τα πρόσωπο του κάθε δρομέα στραμμένο στο βηματισμό του και στον επόμενο, όχι σε μένα.
Ο Τέλης, στην άκρη του δρόμου, παρακολουθεί την σκυταλοδρομία, περίεργα τηλεμεταφερόμενος από την μια στροφή στην άλλη, την μία στέκεται πάνω σε εξέδρα, την άλλη κάτω από ένα πεύκο, σε κάποιο δασάκι, άλλοτε δίνει νερό στον δρομέα και άλλοτε βενζίνη για να γεμίσει η δάδα, να συνεχίσει η φλόγα μου να καίει, μάταια, μην μπορώντας να φωτίσει τίποτε, το φως του ήλιου την πνίγει, είναι πιο δυνατό, η φλόγα μου είναι μια πυγολαμπίδα που φαίνεται μόνο στο σκοτάδι.
Και όμως, και όμως, η φλόγα μου δεν σβήνει, πετάει από τον ένα στον άλλον, διαγράφοντας την διαδρομή που κάνει το χέρι του θεού που την οδηγεί, μόλις νυχτώσει πετάει από αστέρι σε αστέρι, σχηματίζεται το πρόσωπο μου στον ουρανό, δεκάδες αδύναμες αλλά φωτεινές πυγολαμπίδες, καθρεφτίζονται στα μάτια του Τέλη, που στέκεται στην άκρη της διαδρομής, καπνίζοντας τσιγάρα, κάνοντας μυτιές, κοιτώντας τον ουρανό, ανακαλύπτοντας ότι από τον αστερισμό του χαμόγελου μου λείπει ένα δόντι, πέφτει από τον ουρανό, ένα δόντι αστραφτερό, από πορσελάνη που λάμπει, παίρνει φωτιά, το δόντι μου είναι ένας κομήτης στον ουρανό, πρώτα ανάβει, μετά σβήνει, οι σπίθες του φωτίζουν ακόμα πιο λαμπερά, η ουρά του καδράρει το πορτρέτο μου που σχηματίζεται από αστέρια και φλόγες που διανύουν τις αποστάσεις ανάμεσα τους, πυγολαμπίδες στον ουρανό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61
Υπέροχο το δάσος, μέσα του κρύβομαι, για να την δω να περνάει, εκείνη, το χώμα στρωμένο με σκισμένα εξώφυλλα, εκείνη, χάρτινη, δισδιάστατη, παραπεταμένη από εκδρομείς, σκόρπια πορτρέτα, σκισμένες σελίδες από περιοδικά, λιώνουν ξεχασμένα κάτω από τα δέντρα, εξώφυλλα μουλιασμένα από την πάχνη, το πρόσωπο της υγρό, δάκρια, για εκείνη, όχι δικά της όμως, φταίνε τα πουλιά που πετάνε γύρω μας, τα δάκρυα είναι βροχή, στάζει νωρίς το πρωί, την ώρα που πρέπει ακόμα να ανάψεις το φως για να διαβάσεις, ο πρωινός ήλιος ακόμα δεν έχει αποφασίσει αν θα δουλέψει, το πρωί, η βροχή, ελάχιστη, κάθεται γεμάτη αμφιβολίες στις άκρες των φύλλων, μαζεύει σε χάντρες το φως, ρυάκι που στομώνει, μέχρι να στάξει, όταν ένα πουλί καθίσει στο κλαρί, το τινάξει, ελάχιστα, όλα τα πτηνοκινούμενα κλαδιά μαζί, όταν τινάζονται, ακούγονται σαν δίσκος που δεν έχεις καθαρίσει καλά, γλιστράει η βελόνα του μυαλού σου πάνω στον ήχο της σκόνης, της σκόνης που φτιάχνει η βροχή, που στάζει από τα κλαδιά, στο πρόσωπο της, δακρυγόνα πουλιά.
Προσέχω, μην βραχούνε τα χαρτάκια για τα γάρα, αφουγκράζομαι τον ήχο της σκόνης, από κλαριά, τα πουλιά υποκρίνονται ότι κλαίνε, κελαηδάνε δήθεν λυπημένα, κοιλιές γεμάτες κουνούπια και σκουλήκια, στιλπνά, ιπτάμενα παιχνίδια, σε μέγεθος τρωκτικού, ποντίκια με φτερά, καλλονές, καλλιστεία στο δάσος, όμορφα πουλιά, μικρά, για παιδικά χέρια και πρώτα πιάτα, πουλιά που ξεθαρρεύετε μετά την βροχή, μετά το ξημέρωμα, πουλιά που ξυπνάτε, κι εσείς, το ξέρω, για να την δείτε, να ανάβει, σαν αστέρι, από εξώφυλλο σε εξώφυλλο, να χαμογελάει σε διαφημιστικά που αναβοσβήνουν στις τηλεοπτικές οθόνες, οθόνες που φέγγουν μέσα από τα παράθυρα, πουλιά που αράζετε στα κουφώματα τις κρύες νύχτες, να ζεσταθείτε, πουλιά που την κοιτάτε καθώς ομορφαίνει, ξέρετε εκείνο που εκείνη δεν ξέρει, ό,τι δεν είμαι εδώ απλά για να την κερνάω καμιά μυτιά, αλλά για να βεβαιωθώ ότι δεν θα πεθάνει ποτέ, να φροντίσω να την σκορπάνε στην αιωνιότητα κάτω από τα δέντρα, να μαζεύει στα αυλάκια του χάρτινου προσώπου της το νερό της βροχής, που στάζει, σιγοντάροντας την σκόνη, που ακούγεται από τα κλαδιά, τα έπιπλα των πουλιών, που είναι μουσικά όργανα, ο ψυθιριστός τριγμός τους σιγοντάρει το κελάηδημα τους, τινάζουν τραγουδώντας τις σταγόνες, πέφτουν χοντρές, σαν γινωμένα, διαφανή ροδάκινα, δάκρυα στα τυπωμένα μάγουλα, πέφτει βροχή στα ξεθωριασμένα εξώφυλλα, πουλιά χορτάτα, στεγνά, κουρνιάζουν έξω απ΄ τα παράθυρα, οι φωλιές φτιαγμένες από λάσπη, ράμφη και κλαριά, μουσικά κλαριά, είναι οι σπηλιές των πουλιών, πρωτόγονες και ξεπερασμένες, λίγη από την πετρελαιούχα ζέστη του σπιτιού σου δραπετεύει, από κάποια χαραμάδα, η από ένα σπασμένο τζάμι, στον χειμώνα φτιάχνει τοίχους, η ζέστη σου σκαλίζει σπίτια στο κρύο, το σπίτι σου γεννάει σπίτια, σπίτια φτιαγμένη από ζέστη για να κουρνιάζουν τα δακρυγόνα πουλιά.
Και εσείς, εκεί, στα περιοδικά, στα κανάλια, στα πάρτι, κάνετε ότι δουλεύετε και διασκεδάζετε, αλλά το μόνο που σας νοιάζει είναι να διαστρεβλώνετε μυαλά και να τεμαχίζετε εφηβική σάρκα, σας προσέχω και εσάς, το ξέρετε, τίποτε επάνω της δεν είναι περιττό, τίποτε δεν πρέπει να πάθει τίποτε, η έλλειψη συμβάντων στην ζωή της αντίστοιχη με εκείνη των εγκεφάλων χωρίς σώμα, που επιπλέουν στην φορμόλη, σε ένα δοχείο κιτρινισμένο από τον καιρό, σε κιτρινισμένα, παλιά, κόμικς, η λειτουργία τους επιβεβαιώνεται μόνο από τις βελόνες που ανεβοκατεβαίνουν στο μηχάνημα, καλώδια και αισθητήρες καρφωμένοι στην επιφάνεια του ασώματου εγκέφαλου, σίγουρα ένα ασώματο μυαλό παράγει ήχους και εικόνες, αντλεί από όσα έχει ήδη αποθηκεύσει, στην μνήμη, αν υποθέσουμε ότι οι αναμνήσεις είναι ατόφιες μόνο στο μυαλό, χωρίς το σώμα, αν βεβαιωθούμε ποτέ ότι οι άκρες των δαχτύλων μας ξεχνάνε τι έχουνε χαϊδέψει, όταν τα δάχτυλα δεν είναι πια εκεί.
Και τώρα, ο θεός με δοκιμάζει, σκληρά, επειδή του ζήτησα πολλά, του ζήτησα εκείνη, και για να την έχω, πρέπει να σιγουρευτώ ότι δεν θα πεθάνει ποτέ.
Υπάρχουν δυο λύσεις για το αίνιγμα - είτε εκείνη θα μας εκπλήξει όλους, κάνοντας κάποια καλή πράξη, μια πράξη για την οποία θα την μνημονεύουν στην αιωνιότητα, είτε η αθανασία της θα μας αποκαλυφθεί με έναν νέο τρόπο, κάτι που εγώ, ο Τέλης, ένας ημι-αγράμματος χωριάτης δεν δύναμαι, να σας αποσαφηνίσω, ωραία μου κυρία, και κύριοι, υψηλή κοινωνία, και χρόνια πολλά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 62
Εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 63
Όποτε ακούω ότι η ζωή είναι ωραία, δεν έχω τίποτε να απαντήσω, ποτέ δεν ανοίγω κουβέντες με ανθρώπους που πιστεύουν ότι η ζωή είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από φρίκη, πόνο, ανία, και μικρές, κακοήθεις, φάρσες χαράς, ειδικά φτιαγμένες για να ανακτήσεις τις αντοχές σου πριν από τον επόμενο κύκλο βαναυσότητας που σε περιμένει.
Απεχθάνομαι τα αφελή κέφια, τα γελάκια και τα πειράγματα έξω από το γραφείο μου, ξερνάω με τους χαζοχαρούμενους δούλους που τραγουδάνε στις βαμβακοφυτείες του καναλάρχη, περπατάνε βιαστικά, δήθεν απασχολημένοι, τα χρεωμένα τους παπούτσια σέρνονται πάνω στην καινούρια μοκέτα, τίποτε δεν θυμίζει τους νεκρούς από τα αέρια πια, την παλιά μοκέτα την δωρίσαμε στο νοσοκομείο που έχει χτίσει η φιλάνθρωπος κυρία του αφεντικού, αφού την καθαρίσαμε από τα σκατά και τα δάκρια, τα ζουμιά που έσταζε η ανθρώπινη πυραμίδα που χτίστηκε αυτοστιγμεί καθώς πατάγανε ο ένας τον άλλον, σκαρφάλωναν για να γλιτώσουνε, να πάρουν μια ανάσα καθαρό αέρα, από τον εξαερισμό, εκεί απ΄ όπου θα έπρεπε να μπαίνει οξυγόνο, εκεί απ΄ όπου ανακάλυπταν ότι διέφευγε χαιρέκακα και σιωπηλά το θανατηφόρο αέριο, Zyklon-B, κλασικό.
Κάθε φορά που γίνεται μια τέτοια άσκηση ελέγχου του πληθυσμού, η δουλειά μου πάει πίσω, η γραμματέας μου, οι βοηθοί μου, γίνονται τροφή για σκουλήκια και εικόνες για επικερδή ρεπορτάζ, αλλά, κι εγώ, ολόκληρα καλλιστεία έχω στην πλάτη μου, δεν μπορώ να τα οργανώσω όλα μόνη μου, χρειάζομαι βοήθεια, διευθύντρια δημιουργικού είμαι, η Λέλα, η φθονερή νονά της κάθε σταχτοπούτας, δεν είμαι τηλεφωνήτρια, δεν είμαι λοβοτομημένη δούλα, να ξεφυλλίζω χαρούμενη περιοδικά την ώρα που γερνάω, βιδωμένη σε μια φτηνή καρέκλα γραφείου, τα μάτια τους βγαλμένα, οι βολβοί κρέμονται πάνω στα κοσμικά, κρέμονται από το οπτικό νεύρο, σαν τικ-τακ, το θυμάσαι εκείνο το ξεχασμένο παιχνίδι με τις μπάλες που κρέμονται από κορδόνι;
Εκείνη, είναι ήδη γνωστή, από τώρα, την έχω κάνει δεκάδες γύρες, την έχω επιδείξει σε εκατοντάδες πάρτι, την έχω πουλήσει σε εξώφυλλα και εκπομπές, βγάζω πολλά λεφτά νοικιάζοντας την, απλά μένει να βρεθεί ο τελικός αγοραστής της, το γουρούνι που θα έχει αρκετά λεφτά, και ακόμα περισσότερη σκληρότητα, θα έχει όλα εκείνα που χρειάζονται για να την αποκτήσει ολοκληρωτικά, να την οδηγήσει στην μοίρα της, την μοίρα που διάλεξε, εκείνη.
Σήμερα την κάλεσα σε meeting, δηλαδή σε συνάντηση με σκοπό την αποδόμηση της προσωπικότητας της και άλλοθι την συνεργασία και την ενημέρωση. Κάθεται απέναντι μου, στο γραφείο μου, της εξηγώ τι πρέπει να απαντήσει στις ερωτήσεις που θα της κάνουν, στα καλλιστεία, αύριο, εκείνη χαμογελάει αυτάρεσκα, ικανοποιημένη με τον εαυτό της, απελπισμένα εκλιπαρώντας για ένα μπράβο, καθώς αποστηθίζει τα γελοία κλισέ περί παγκόσμιας ειρήνης και αγάπης για τα παιδιά, νομίζει ότι το να συναλλάσσεται επιτυχώς μαζί μου, να με υπακούει, είναι απόδειξη της αξίας της, ένδειξη επιτυχίας, ακόμα και να της εξηγούσα ότι απλά ακονίζει το τσεκούρι του δήμιου που θα την αποκεφαλίσει, δεν θα με πίστευε, άσε που αν καταλάβει σε τι παγίδα έχει πέσει θα προσπαθήσει να δραπετεύσει, και αν τα καταφέρει, θα χάσω τα φράγκα που πληρώνουν όσοι την νοικιάζουνε για πάρτι, εγκαίνια, κοσμικές εκδηλώσεις, για κάθε είδους χρήση.
Είναι όμορφη, πολύ όμορφη, η ομορφιά της είναι μια κατάρα μεταμφιεσμένη, σύμπτωμα μιας φιλάσθενης μοίρας, λάμψη που την προδίδει στο σκοτάδι, ειδοποιεί τους θύτες, τα μάτια της αναβοσβήνουν σαν φάρος που έχει σαν σκοπό όχι την αποτροπή του ναυαγίου αλλά την πρόκληση του, αλλάζουν χρώμα συνέχεια, χριστουγεννιάτικα φώτα που αρνούνται να δεχτούν την θλίψη της γιορτής που τα εγκατέλειψε, ορφανά, στις βιτρίνες και στους δρόμους, τρεμοπαίζουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι, κρεμασμένα στα περίπτερα.
Το απόγευμα, στην πρόβα, πετάνε γύρω της, σαν σαχλά πουλιά, οι στυλίστες και οι κομμωτές, οι μακιγιέρ και οι image makers, στροβιλίζονται σαν τυφώνας πολυτελείας, το μάτι του εκείνη, ατάραχη και χαμογελαστή, την ντύνουν, την γδύνουν, την βάφουν, την χτενίζουν, την τσιμπάνε παραμάνες και καρφίτσες, την ανεβάζουν σε τακούνια, την χειροκροτούν, την αποκαλούν θεά, την θαυμάζουν, την υπνωτίζουν, την ετοιμάζουνε για το σφαγείο, εκείνη ισιώνει την πλάτη, τεντώνει τον λαιμό της, λευκός και διαφανής, μέσα του σφηνωμένοι οι λυγμοί από την συγκίνηση που νιώθει λίγο πριν γίνει αυτό που ονειρεύτηκε, αυτό που πάντα ήθελε, επώνυμη, εκείνη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 64
Φοράω ένα μακρύ, βυσσινί, κομμένο λοξά, μάξι φόρεμα, γλιστράει επάνω μου σαν υδράργυρος, οι ελάχιστες ραφές του καταλήγουν σε ρυάκια από ύφασμα, η ουρά του ακολουθεί κυματιστή τα βήματα μου, σαν να λιώνω καθώς περπατάω, να πλατσουρίζω σε μια αυτοκινούμενη λιμνούλα από υφασμάτινο αίμα, βήματα αργά, κινέζικα, τα πόδια μου σφιχτά δεμένα στα κρυστάλλινα σανδάλια που μου χάρισε ο κύριος παπουτσάς, εξάλλου μόνο σε μένα έκανε το νούμερο τους. Τα γυμνά μου χέρια είναι πασπαλισμένα με μαργαριταρένια σκόνη, αντανακλά θολά το φως, σαν επιφάνεια παγωμένης λίμνης, λευκή, ελάχιστα διαφανές δέρμα, οι φλέβες από κάτω γαλάζιες και μενεξεδί, εύθραυστη ρυμοτομία, σαν ίχνη που ορίζουν που ακριβώς θα ραγίσω αν με σπάσεις, τα νύχια μου βαμμένα πιο βαθύ κόκκινο, γυαλιστερά, καπό πανάκριβου αυτοκινήτου, μέσα τους μπορείς να δεις το πρόσωπο σου, αν φυσικά αντέχεις, και δεν σπάσεις, σαν από γυαλί εσύ, αντί για τον καθρέφτη, που θα αντανακλά, εσένα να ραγίζει, να καταρρέεις, σπασμένος σε μεγάλα κομμάτια από γυαλί του εαυτού σου, λεπίδες, λόγχες, κοφτερές, σκληρές, σαν το είδωλο που είδες, που σε είδε, μέσα από τον καθρέφτη, και σε έσπασε.
Είμαι ένας βυσσινί, γυαλιστερός ελέφαντας, όλοι υποκρίνονται ότι με αγνοούν, μόνος, καταμεσής στα παρασκήνια του μπουζουξίδικου που νοίκιασε ο καναλάρχης για τα καλλιστεία, η πρόχειρα στημένη πασαρέλα δείχνει υπέροχη από τα μόνιτορ στα παρασκήνια, όλες οι κοπέλες με κοιτάνε με στραβό μάτι, φαίνεται ότι είμαι εκείνη που υπέστη τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις με την μεγαλύτερη ταπεινότητα, η αυτοκτονία της μητέρας μου ήδη κάτι παραπάνω από στέμμα στο κεφάλι μου, αιωρείται σαν αόρατο φωτοστέφανο, με οδηγεί στην κορυφή.
Ο φθόνος των υπόλοιπων φιναλίστ είναι αδιόρατος, σαν αραιός ιδρώτας εμπύρετου παιδιού, εξατμίζεται κάθε φορά που περνάει η μητέρα του πάνω από την κούνια, απορροφάται από τα μαλλιά της, σαν τον καπνό από το τσιγάρο που καπνίζει ένοχα, χαστουκίζοντας τον προδότη αέρα, που αντί να σκορπίσει το μυστικό της, εγκλωβίζει την μυρωδιά στην μικρή, γυαλιστερή, ροζ τουαλέτα, εκεί που αργότερα ο άντρας της θα μιλάει στο κινητό ψιθυριστά, κάνοντας τηλεφωνικό σεξ, ενώ εκείνη θα ροχαλίζει στο κρεβάτι μόνη, το προτιμάει πια.
Το σεξ, το σεξ που δεν έκανα, το σεξ που μου έκαναν, το σεξ που έκανα, μόνη η με άλλον, με άλλη, με άλλους, θέλοντας και μη, με επώνυμους, ανώνυμους, ανθρώπους, ζώα, αντικείμενα και αναμνήσεις, όλων των ηλικιών, σχημάτων, προτιμήσεων, το σεξ, ενώνει τους ανθρώπους μου λέγανε, αλλά τώρα γελάω, καθώς χάνομαι μέσα στην απόσταση που δημιουργεί ανάμεσα σε μένα και σε όλους, το δάσος από υπεκφυγές, το ημίφως που δημιουργούν οι ακούσια μειωμένες αισθήσεις, το σκοτάδι που πυκνώνει ανάμεσα μας, εμένα και των άλλων την ώρα που γαμάνε το μουνί μου, τον κώλο μου, το στόμα μου, δέντρα σκοτεινά, πίσω από το καθένα τους κρύβεται και ένας εαυτός μου με άλλη στολή, ο εαυτός μου πουτάνα, ο εαυτός μου κυρία, κοριτσάκι, γαμιάς, αφέντης, αφέντρα, παιδί, τουαλέτα, σκλάβα, δούλα, καριόλα, μωρό τους, σκυλί τους.
Αν ο πόλεμος δικαιώνει την ανάγκη των ανθρώπινων θηλαστικών για βία, τότε το σεξ δικαιώνει την ανάγκη τους για πολλαπλές προσωπικότητες, για περισσότερη ζωή, από άλλο, άλλο, άλλο μάτι.
Αν θέλω να κρατήσω κάποιον σε όσο μεγαλύτερη απόσταση γίνεται, κάνω αμέσως σεξ μαζί του, καταδικάζοντας τον πάντα στην ευνουχισμένη θέση του να ξέρει ότι ξέρω για αυτόν πράγματα που ούτε η μητέρα του δεν ξέρει, εκτός και αν η μητέρα του ξέρει, που κάνει την θέση του ακόμα πιο ευνουχισμένη.
Είναι οξύμωρο το ότι η εξουσία, που είναι και το ισχυρότερο αφροδισιακό, όπως λέει ένα ακόμα πανάρχαιο κλισέ, εφαρμόζεται εξ αποστάσεως, και όχι από κοντά, ίσως επειδή οι ρυτίδες φαίνονται ασυγχώρητες από κοντά, από μακριά τις ατέλειες της εξουσίας τις ρετουσάρει η άρνηση του υποτελή να παραδεχτεί ότι κάποιος ξέρει για εκείνον περισσότερα από όσα θα ήθελε.
Το σεξ όμως, που είναι ο πλέον διαδεδομένος τρόπος άσκησης εξουσίας, το αληθινό πολίτευμα και καθεστώς που όλοι μας υπηρετούμε, γίνεται από κοντά, και όσο πιο κοντά είσαι με τον άλλον, τόσο πιο μακριά θα φύγεις μετά.
Εν τέλει, το σεξ είναι ένας ενστικτώδης τρόπος περιφρόνησης μεταξύ ανθρώπων, μια πράξη που έχει σαν σκοπό να επιβεβαιώσει την βαθιά μας ανάγκη για μοναξιά, να μετρήσει το πόσο λίγο ανεχόμαστε τους άλλους κοντά μας, ο θάνατος σε προειδοποιεί όταν ανακαλύπτεις ότι δεν ανέχεσαι κανέναν πια.
Το σεξ τότε ισοπεδώνει τους πάντες σε μια λίστα από ανατομικά προσόντα κι ελαττώματα, το σεξ γίνεται ένας ανελέητος εξισωτής, ακριβώς όπως και ο θάνατος, που μοιάζει στα μάτια μου σαν τιμωρία για την περιφρόνηση που δείξαμε σε όσους μας φιλήσανε.
Δεν είμαι κυνική - αντίθετα, πιστεύω ότι η αγάπη, ο έρωτας, όλα τα υπόλοιπα ευγενή συναισθήματα μεταξύ ερωτευμένων, υπάρχουν, το ξέρω επειδή τραγουδιούνται, γίνονται θεατρικά έργα, επιτυχίες στο σινεμά, μοναδικά βιβλία, ιστορίες ζωής, να τις ακούς και να τις χαίρεσαι, μέχρι να έρθει εκείνη η στροφή, που θα σου δείξει πως μια τόσο όμορφη αρχή μπορεί να έχει ένα τόσο κακό τέλος, πάντα έρχεται η ώρα που θα σου δείξει την καταστροφή καρέ-καρέ, σελίδα-σελίδα, στίχο-στίχο.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ευκολία με την οποία λέγονται οι σκληρότερες κουβέντες, ξεσπάνε οι πιο αιματηροί φόνοι, γίνονται οι πιο φρικαλέες πράξεις, την ευκολία που έχουν να εκδηλωθούν τα κτήνη, εκεί που έβλεπες πριν λίγο δύο ανθρώπους, που κάποτε αγαπιόνταν, και τώρα δεν αγαπιούνται πια, εκδικούνται το είδωλο που τους ράγισε, ξεσκίζοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου, ανοίγοντας σαν δερμάτινες αυλαίες τις σάρκες που προσκυνούσαν, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν, τώρα κάτι άλλάξε, απροειδοποίητα, χαιρέκακα, για πάντα.
Αυτό που ακούγεται είναι ο ήχος που κάνει το σεξ καθώς μας φέρνει πιο κοντά στον θάνατο, από γλοιώδης και υγρός μεταμορφώνεται, ο ήχος του σεξ γίνεται η μακρόσυρτη κραυγή ενός θυμωμένου, κόκκινου, γυαλιστερού ελέφαντα, που όλοι υποκρίνονται ότι αγνοούν, αλλά όλοι θέλουν να χαστουκίσουν, ένοχα, ροζ, γυαλιστερή, τουαλέτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 65
Περνάω ξυστά από τον μικροσκοπικό νοβοπάν διάδρομο που χωρίζει τα σκοτεινά παρασκήνια από την εκτυφλωτικά φωτεινή πασαρέλα, τα φώτα μου βγάζουν τα μάτια, οι βολβοί κρέμονται από τα οπτικά νεύρα πάνω στο φόρεμα, ο εγκέφαλος μου δέχεται ανάκατες εικόνες από το δωμάτιο, καθώς οι βολβοί βλέπουνε προς όποια κατεύθυνση τους στέλνει το στήθος μου, καθώς αναπηδούν πάνω του, τα φυτευτά βυζιά μου ανεβοκατεβαίνουν κάτω από το κόκκινο σατέν, η πλάτη μου πουντιάζει από το air condition, εκτεθειμένη εντελώς, στην ραχοκοκαλιά μου αστράφτει μια σειρά από μεταλλικούς γάντζους, ασημένιοι, βιδώνουν με μικρές, ασημένιες πεταλούδες, από εκεί κρέμονται συρματόσχοινα, που όσο προχωράω στην πασαρέλα τόσο τεντώνουν, αίμα αρχίζει και στάζει από την πλάτη μου καθώς το δέρμα τσιτώνει, τα κρυστάλλινα γοβάκια σφίγγουν δροσερά τα πόδια μου, η πασαρέλα είναι ανηφορική, διαπιστώνω έντρομη.
Αρχίζω να σκαρφαλώνω πάνω στην ολόφωτη πασαρέλα, ένας λευκός Γολγοθάς διασχίζει το σκοτάδι, φωτεινός διάδρομος, γύρω τα πάντα μαύρα, τα συρματόσκοινα αστράφτουν στο σκοτάδι, επάνω τους κυλάνε σαν χάντρες οι σταγόνες από αίμα, από τις πληγές που ανοίγουνε οι ασημένιοι γάντζοι, χωμένοι μέσα στην σάρκα, κάποια στιγμή ο πόνος με ακινητοποιεί, ακούω το κοινό να κρατάει την ανάσα του, κάποιος από την επιτροπή ανάβει τσιγάρο, η καύτρα είναι το μόνο φως που ξεχωρίζω πέρα από την εκτυφλωτική πασαρέλα, σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι, που με οδηγεί να τσακιστώ στον βράχο του, αντί να αποφύγω το ναυάγιο.
Μόλις είμαι ακίνητη, τα συρματόσκοινα κρέμονται από την πλάτη μου, τεντωμένα σαν σειρές από κόκκινα, υγρά μαργαριτάρια, συνειδητοποιώ ότι η πασαρέλα αρχίζει να κινείται κάτω από τα πόδια μου, σαν διάδρομος αεροδρομίου, σαν διάδρομος γυμναστηρίου, στην αρχή αργά, μετά όλο και πιο γρήγορα, τα πόδια μου τρέχουνε άθελα τους, αλλιώς θα σκιστούν οι σάρκες στην πλάτη μου, ο κάθε γάντζος θα τραβήξει έξω κι έναν σπόνδυλο, θα μου ξεριζώσουν κομμάτι-κομμάτι την ραχοκοκαλιά, θα πιτσιλάνε παντού τα αίματα, ψεκάζοντας ναρκωτικά και ηπατίτιδα πάνω στο κοινό, μολύνοντας ακόμα περισσότερο τον αέρα.
Με λούζει ιδρώτας, τρέχω, στην φωτεινή ανηφόρα, μοιάζει φτιαγμένη από πάγο, σαν θραύσμα παγωμένης λίμνης, αιωρείται σε γωνία 45ο μέσα στο σκοτάδι, που ξαφνικά ανάβει, αναπτήρα -αναπτήρα, κεριά τσέπης που όλοι ανάβουν στο σκοτάδι, οι μικρές τους φλόγες σχηματίζουν το πορτρέτο μου, το κίτρινο φως που γεμίζει το μπουζουξίδικο αντανακλά την εικόνα μου πάνω σε ένα τζάμι, συνειδητοποιώ ότι μας χωρίζει μια τζαμαρία, εμένα, και το κοινό, είμαι πίσω από μια βιτρίνα, εκεί έξω πρέπει να κάνει κρύο, είναι όλοι τους ντυμένοι με παλτό και με μπουφάν, με κουβέρτες και σακούλες σκουπιδιών, τα χνώτα τους φτιάχνουν σύννεφα μέσα στο κρύο, στα πόδια τους κουρνιάζουν πουλιά, το κοινό με τους αναπτήρες.
Ανάμεσα στον κόσμο που με παρακολουθεί, τα βγαλμένα μου μάτια, ξεχωρίζουν μια μάνα, κρατάει τα δύο της παιδιά από τους ώμους, τα πρόσωπα τους βρόμικα, τα χέρια τους κόκκινα από το κρύο, ένας δήμαρχος σφίγγει μια αρμαθιά από αδέσποτα σκυλιά, τα κεφάλια τους κομμένα, ένα μοντέλο τρώει τον εμετό της, από την χέστρα, τα αρχικά του καναλάρχη χαραγμένα με χρυσάφι πάνω στην πορσελάνη, η Λέλα βάζει τα χέρια της σε ένα μπλέντερ, όσο την σπρώχνει πιο βίαια ο Τέλης, που την πηδάει από τον μελανιασμένο της κώλο, τόσο περισσότερο τα μπράτσα της γίνονται κιμάς, το πρόσωπο της εκστατικό, αίματα κυλάνε από τα ρουθούνια της, ο γιος του καναλάρχη είναι κάτω από το τραπέζι, μυρίζει τα πόδια των ακέφαλων σκυλιών, εισπνέει από ένα φαρμακευτικό μπουκαλάκι, κάθε ρουθουνιά που τραβάει γεμίζει τον χώρο με αποφορά σάπιου ποδιού, η μυρωδιά είναι το χειρότερο σε μια σφαγή, κάποιου τα μαλλιά αρπάζουν φωτιά, είναι η τριανταπεντάρα αδερφή που κυκλοφορεί τον Τέλη, μεταμορφώνεται σε αυτοκινούμενη δάδα, το φλεγόμενο κεφάλι του μάταια προσπαθεί να ρουφήξει τις φλόγες, τα πνευμόνια είναι ήδη κάρβουνο, τρέχει σπασμωδικά, σκοντάφτει μέσα στην κοιλιά μιας σφαγμένης εγκύου, το μεγάλο του δάχτυλο στο στόμα του μωρού, η φτέρνα του μπλέκεται με την σπλήνα της.
Μόλις η αδερφή σκάει στο πάτωμα, απλώνεται παντού φωτιά, οι άνθρωποι ανάβουν ο ένας μετά τον άλλον, οι φλόγες μεταδοτική αρρώστια, ο φριχτός τους θάνατος μεταδίδεται σαν φως ανάστασης, από μαλλί σε μαλλί, όλοι τους λιώνουν, ο καπνός που βγαίνει από τα κουφάρια τους σχηματίζει ένα πυκνό, μαύρο σύννεφο, που κρύβει την εικόνα της σφαγής, εγώ ακόμα τρέχω, μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο, από το οποίο ξεπροβάλλουν που και που ανθρώπινα μέλη, ματωμένα, ακρωτηριασμένα, με κοσμήματα, παπούτσια, η εντόσθια, σκάνε στο τζάμι, που χωρίζει εμένα από την πυρκαγιά, το πυρακτωμένο τζάμι τσιτσιρίζει κεφάλια, χέρια, πλάτες, ο αέρας πυρακτώνεται, οι βλεφαρίδες μου καίγονται, μυρίζει κοτόπουλο, τρέχω, όχι για να φτάσω, αλλά για να μην φτάσω, που θα φτάσω, όταν κουραστώ να τρέχω, και οι γάντζοι θα ξεκολλήσουνε την ραχοκοκαλιά μου, θα σκάσω, εκσφενδονισμένη με ταχύτητα στην κορυφή ενός βουνού που οι πλαγιές του γλιστράνε, προς τα κάτω, τρέχω στην ανηφόρα ενός Γολγοθά που θέλει να είναι μόνο κατηφόρα, όταν αναπόφευκτα θα φτάσω, στην κορυφή, θα σκάσω στο πυρακτωμένο τζάμι, τότε θα καταφέρω, να διαβάσω, τι έγραφαν στο ταβάνι, όλα αυτά τα ανθρώπινα κεριά, καθώς καίγονταν, κοιτώντας με, εμένα, επώνυμη, για πάντα, καθώς θα καίγομαι εγώ πια, η πλάτη μου ασπόνδυλη, το μάγουλο μου κολλημένο, πάνω στο πυρακτωμένο τζάμι, που θα με χωρίζει, απ' ότι έχει κολλήσει, από την άλλη μεριά, από την μεριά του φωτός, καθώς το μαύρο σύννεφο θα έχει καθαρίσει, αφήνοντας τόσες ιστορίες στο ταβάνι, όσες νεκροκεφαλές θα προλάβω να μετρήσω, πριν καώ κι εγώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 66
Όλα σε αργή κίνηση, περιστρέφονται γύρω από την απότομη στάση μου, είμαι εκείνη, είμαι το ατύχημα που καίγεται στην κορυφή της ανηφορικής κατηφόρας, εκεί που τελειώνει η πασαρέλα, και αρχίζει το πυρακτωμένο τζάμι, εκεί που σταματάω βίαια, αφού εκσφενδονίζομαι, όταν ξεκολλάνε οι γάντζοι την ραχοκοκαλιά μου, αφού κουραστώ να τρέχω, αφού ο διάδρομος με ανεβάσει μόνος του στην κορυφή, κυλιόμενος Γολγοθάς, εκεί, με περικυκλώνουν οι υπόλοιπες φιναλίστ, χειροκροτάνε, μια από αυτές μου περνάει ένα ακάνθινο, κρυστάλλινο στεφάνι στο κεφάλι, κορδέλα, μπλε, γυαλιστερή, τυλιγμένη γύρω από τα υπολείμματα μου, αναγγέλλει τον τίτλο μου, βασίλισσα της ομορφιάς για όλη την χρονιά, τον χειμώνα, την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, η πιο ωραία θα είμαι εγώ, ακόμα και τις Δευτέρες στο χωριό, με γούνα η με μαγιό, στα κοσμικά και στα εξώφυλλα, θα είμαι ακίνητη ή θα βλέπεις μόνο κολακευτικές γωνίες και εκφράσεις, οι ρυτίδες και τα τραύματα, οι ουλές και οι χαρακιές, οι τσαμπουκάδες και οι μαύροι κύκλοι, το λίπος στα μαλλιά και στην περιφέρεια, θα ρουφιούνται από εκατοντάδες υπολογιστές, πίσω τους θα κάθονται ακούραστοι οι νάνοι, θα χιονίζουνε ψηφίδες πάνω στην φετινή χιονάτη.
Χαμογελάω, αναγκαστικά, καθώς το μάγουλο μου ξεφλουδίζει, ξεκολλάει από το σαγόνι μου, αποκαλύπτει τα δόντια από κάτω, μια σειρά από καταναγκαστικά χαμογελαστά δόντια, το μάγουλο μου τσουρουφλίζεται, κολλάει στο πυρακτωμένο τζάμι, σαν μπριζόλα στο καυτό μαντέμι, το στέμμα μπερδεύεται στα ματωμένα μου μαλλιά, το φόρεμα έχει καεί πάνω στην σάρκα μου, ένα με το δέρμα μου, το συνθετικό μετάξι έχει λιώσει πάνω μου, για να το βγάλω θα πρέπει να με γδάρουνε ολόκληρη.
Τα χέρια μου πληγιάζουνε από τα αγκάθια που έχουν επίτηδες αφήσει στην ανθοδέσμη, κι άλλο αίμα, κι άλλη μπόχα, το ουρλιαχτό πίσω από τα ξεγυμνωμένα μου δόντια ακούγεται σαν αναγούλα, μπερδεύεται με το αίμα που αναβλύζει από την ανοιχτή μου πλάτη, η ραχοκοκαλιά μου έχει ξεκολλήσει, έχει φύγει σπόνδυλο-σπόνδυλο, είμαι σκισμένη στα δύο, σαν αγελάδα ανοιγμένη πάνω από θράκα, τα μάτια μου κρέμονται από τα οπτικά τους νεύρα, μπλέκονται πάνω στα λουλούδια, τα πέταλα τους με ενοχλούνε, σαν να τσιμπάνε κουνούπια τα μάτια μου, που κρέμονται, τα λουλούδια μου φέρνουν φαγούρα και δάκρια, που στάζουνε πάνω στην άσπρη πασαρέλα, εξατμίζονται αμέσως.
Θυμάμαι από ένα ντοκιμαντέρ ότι ο Χίτλερ μισούσε τα νεκρά λουλούδια, τα βρίσκω όλα αστεία, όπως βρίσκει ένας τρελός αστείο ένα κομμένο κεφάλι παιδιού, καθώς προσπαθεί να το παραγεμίσει με πουλιά, να κάνουνε φωλιά, εκεί όπου άλλοτε φώλιαζε το παιδικό μυαλό, που το' δώσε στον σκύλο, το παιδικό κεφάλι ταξιδεύει στον αέρα, ο τρελός το κλωτσάει, στα πέναλτι της κλινικής, τα απομεσήμερα που προπονείται, ο τρελός, στο παιδικό ποδόσφαιρο, το καλοκαίρι.
Ατενίζω βουνά από ανθρώπους, πυραμίδες από μέλη και πρόσωπα, ατελείωτο τοπίο καταστροφής, πέρα από την τζαμαρία, είναι όλοι τους νεκροί, οι ιστορίες τους γραμμένες στο ταβάνι με καπνό, σαν από αναστάσιμη λαμπάδα, στην κάσα της πόρτας, του νέου διαμερίσματος, μια παλιά επίκληση, τώρα ξεχασμένη, όνειρα από τρεμάμενο καπνό, στο ταβάνι, στον ουρανό, καιρός από γράμματα, σύννεφα από όνειρα, που δεν τολμήσανε να ζήσουν, και τώρα, γράφτηκαν, από κεφάλια που έγιναν πυρσοί, φωτεινές γραφίδες στο σκοτάδι, εξομολογητικές πυγολαμπίδες, από τις ουρές τους ξετυλίγονται ιστορίες.
Εκείνος, γράφει η ιστορία του, ήθελε να τον αγαπάνε, εκείνη να την φοβούνται, ο παραδίπλα ονειρεύονταν να πετάει, σαν πιλότος, ακολουθώντας εναέριες διαδρομές εξίσου ατίθασες με τις σαΐτες που κάρφωνε στα μαλλιά της δασκάλας, όταν έπαιζε στο σχολείο, κάποια θέλει να κάνει μια τελευταία φορά έρωτα πριν πεθάνει από καρκίνο, τώρα που έχει ακόμα μαλλιά, η άλλη ζηλεύει τα κομμένα μου πόδια, με βρίσκει αξιοθαύμαστη και τον εαυτό της δειλό, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, συναντάω την δική μου ιστορία, λίγες ιστορίες παρακάτω, στο πυκνογραμμένο ταβάνι συναντάω τον εαυτό μου, πρέπει να έγραψα κι εγώ κάτι καθώς το κεφάλι μου καίγονταν, την στιγμή που έσκασα πάνω στην τζαμαρία, η ιστορία μου ξεχωρίζει από τις άλλες, τα γράμματα έχουνε κόκκινο περίγραμμα και καρδούλες αντί για τόνους, είναι με γράμματα παιδικά γραμμένη, ολοστρόγγυλα τα γράμματα μου στο ταβάνι, πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών, περίεργο πως ο γραφικός χαρακτήρας αλλάζει με τις ηλικίες, όταν έκανα αυτή την ευχή ήμουν ακόμα παιδί, καθισμένη στο κρεβάτι μου, στο εφηβικό μου δωμάτιο, οι αφίσες μάταια προσπαθούν να κρύψουν το απαίσιο ροδακινί χρώμα που το είχε βάψει η μάνα μου, ροδακινί σαν εσωτερικό εντέρου, ταριχευμένου, το εφηβικό μου δωμάτιο ταρίχευσε την ευχή μου, την έχωσε στο κεφάλι μου βαθιά, και μόνο τώρα που καίγομαι, ζωντανή, γδαρμένη, στην πασαρέλα, την θυμάμαι, καθώς την διαβάζω, γραμμένη εκεί ψηλά, από καπνό, και αίμα, στο ταβάνι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 67
Την σπρώχνω στην λιμουζίνα, θρονιάζομαι δίπλα της στο πίσω κάθισμα, μπεζ δέρμα, από παιδικές πλάτες, η μυρωδιά απολυμαντικού δυνατή, χυδαία, πράσινη, σαν φως νεκροτομείου, εκείνη γελάει σαστισμένη, τα δόντια της αστράφτουν κάτασπρα στα φλας, σαν να τα γυμνώνει αγριεμένη, σκύλα που αγριεύει, το γρύλισμα της δεν ακούγεται, δεκάδες κινητά ανακατεύουν τον αέρα γύρω μας με το παράφωνο, ηλεκτρονικό τους τιτίβισμα, είμαι εξαντλημένος από τα χάπια, τα t-cells μου έχουν πέσει κάτω από τα 250, ήδη παίρνω τις πιο ισχυρές αντιβιώσεις που έχει πάρει ποτέ άνθρωπος.
Τα μαύρα μου γυαλιά κρύβουν καλά τις άδειες κόγχες των ματιών μου, το κοστούμι μου ταιριάζει τέλεια με την νύχτα, την νύχτα ετούτη που καθρεφτίζεται στην μαύρη λιμουζίνα, όποτε δεν ανάβουνε τα φλας, η νύχτα είναι ένα ανάποδο στροβοσκόπιο, σκορπάει στιγμιαίο σκοτάδι αντί για λάμψεις, τα φλας είναι μικροί κεραυνοί, ξεπηδάνε από την γη, προσπαθούν να φτάσουνε τον ουρανό, να γίνουν αληθινοί, μεγάλοι κεραυνοί, δεν τα καταφέρνουν, αποτυχημένοι κεραυνοί, γελοία πυροτεχνήματα, σαν πουλιά που δεν μπορούν να πετάξουν, κότες από φως.
Γελοίοι και γελοίες, με τα μικρόφωνα και με τις κάμερες, σαν όπλα, στο χέρι, χαμογελάνε, για να την ρωτήσουν πως αισθάνεται, που είναι η ομορφότερη στην χώρα, υπέροχα τους λέει εκείνη, και πατάω το κουμπί, στο τηλεκοντρόλ, μέσα στον κώλο της είναι θαμμένος ένα μεταλλικός δονητής, τηλεκατευθυνόμενος, της προκαλεί στιγμιαία ηλεκτροπληξία στο λεπτό έντερο, εκείνη το βουλώνει όποτε πατήσω το κουμπί, τα μάτια της γυρνάνε μέσα στις κόγχες, πρόχειρα βαλμένα γυάλινα μάτια, την τελευταία στιγμή τα αληθινά βγήκανε από τις κόγχες, ευτυχώς έπεσαν διαφημίσεις και κανένας δεν τα είδε να σκαμπανεβάζουν πάνω στο βυσσινί της ντεκολτέ.
Στο απέναντι κάθισμα γλιστράει η Λέλα, ο Τέλης, και αυτή η μαλακισμένη η τριαντάρα πούστρα, η γελοία αδερφή που κάνει την έξυπνη επειδή είναι και κοσμική και απένταρη, μεγάλο κατόρθωμα, μου φεύγει μια μπουκιά σκατό από τον κώλο, λερώνω το βρακί μου, η μυρωδιά από τα σκατά, στην ουσία λιωμένα χάπια, δεν γίνεται αντιληπτή από κανέναν, τα αρώματα τόσο βαριά όσο η λιμουζίνα ολόκληρη.
Έξω από το αλεξίσφαιρο τζάμι κάποιος υπάλληλος του μπαμπά ρωτάει μια πενηντάρα που ουρλιάζει αν βρήκε το πόδι του γιου της, πως αισθάνεται που είναι εθελόντρια για τον καθαρισμό του μπουζουξίδικου από τα πτώματα, ήταν αθώος, στο λογιστήριο του καναλάρχη δούλευε, το παιδί μου, το παιδί μου, αντιπαθητική στριγκή φωνή χαροκαμένης μάνας, που προειδοποιεί να μην πλησιάσει κανείς, ο πόνος που ξεχύνεται από την καρδιά της δηλητηριάζει τον αέρα, δεν μπορώ να αναπνεύσω, βήχω όλο και πιο συχνά.
Κάνω νεύμα στον σοφέρ, είναι ο πατέρας μου, ως συνήθως, αυτή η γελοία μασκαράτα, το ρεζίλι ενός πατέρα που υποδύεται τον οδηγό, ένα φθαρμένο πια αστείο, ο καναλάρχης παιδί του λαού, η Λέλα κατουριέται πάνω της, το πράσινο της φόρεμα κολλάει πάνω στο δέρμα της, τα σάλια της φεύγουνε, μαζί πέφτει και ένα κομμένο ζάναξ, ο Τέλης τραβάει τα μαλλιά του, φεύγουν τούφες-τούφες, η ματωμένη κεφαλή του καπνίζει ακόμα, ανοίγω το παράθυρο να πάρω αέρα, η τριανταπεντάρα προσπαθεί να το σκάσει απ' το μισάνοιχτο παράθυρο, απ' έξω κάποιος την αρπάζει από τα μαλλιά, προσπαθεί να την τραβήξει έξω από την λιμουζίνα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα ουρλιαχτά της αδερφής από τα ουρλιαχτά του πλήθους, ξαφνικά σκάνε με γδούπο τα πόδια της αδερφής ανάμεσα στα πόδια μας, στο πάτωμα, η μισή αδερφή, κομμένη από την μέση και κάτω, τα έντερα της ακόμα κρέμονται έξω από το παράθυρο, το έξαλλο πλήθος την κάνει κομμάτια με τα δόντια του, ουρλιάζω στον πατέρα μου να βάλει μπρος, να φύγουμε, για το πάρτι, προς τιμήν εκείνης, που χαμογελάει ακόμα, δίπλα μου, στην λιμουζίνα, που βρομάει σαν νεκροφόρα, βρομάει άσπρα λουλούδια, άσπρο δέρμα, άσπρα δόντια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 68
Διασχίζουμε, ο ένας πίσω από τον άλλον, το ασπρόμαυρο δάσος, όλο σκεπασμένο με τηλεοπτικό χιόνι, μπροστά ο καναλάρχης, πίσω η Λέλα, ο Τέλης, εγώ, η νέα βασίλισσα της ομορφιάς, ακολουθεί ο γιος του καναλάρχη, βήχει, δείχνει πολύ κουρασμένος, και πίσω, ακολουθεί σκοντάφτοντας και κουτουλώντας, στους γκρίζους κορμούς, στις μαύρες πέτρες, ο μισός τριανταπεντάρης βοηθός της Λέλας, τα πόδια του διατηρούνε το αδερφίστικο του βάδισμα, και ας έχει γίνει ο υπόλοιπος κιμάς έξω από το μπουζουξίδικο, τι' το' θελε να προσπαθήσει να δραπετεύσει από την λιμουζίνα, δεν είναι τυχαία τεθωρακισμένη.
Μπροστά μας ξεπροβάλλει η βίλα του καναλάρχη, ευθυγραμμισμένη, φωτεινή, φωτισμένη με τρόπο θεατρικό, διαγώνιες φέτες από ψυχρό φως κάνουν την πρόσοψη επιβλητική, λιτή αλλά και τεθλασμένη, σαν τσαλακωμένο χαρτί που φωτίζεται πλαγίως, διαφανές χαρτί, ένα σπίτι από τσαλακωμένο σελοφάν, μέσα του βλέπεις κυβιστικές εκδοχές των καλεσμένων, όλοι σπασμένοι σε εκατομμύρια κομμάτια, σαν ένα αναρχικό καλειδοσκόπιο που επανασυντίθεται σε όλο και λιγότερο συμμετρικά σχήματα, καθώς πλησιάζουμε οι λεπτομέρειες μεγεθύνονται, μέσα από τον τσαλακωμένο, μεγεθυντικό φακό που φτιάχνει το φως πάνω στην επιφάνεια της γυάλινης πρόσοψης, μια ακόμα βιτρίνα.
Με το που μπαίνουμε με χτυπάει κρύος αέρας, ανατριχιάζω, το ταβάνι είναι πολύ ψηλό, σαν καθεδρικός, το πάτωμα όλο καλυμμένο με μια γκρι μεταξωτή μοκέτα, απαλή σαν κοιλιά νεογέννητου σκυλιού. Γύρω μου κολυμπάνε οι καλεσμένοι, κομψοί και αποκρουστικοί σαν χέλια, οι μύτες των ποδιών τους απέχουν μόλις δύο εκατοστά από το έδαφος, οι πιο αδύνατοι άνθρωποι που έχω δει ποτέ, όταν στρίβουν δεν τους βλέπεις, άνθρωποι σαν σελίδες που κινούνται, μηδενικού πάχους, τρομερής όψης, όλοι ντυμένοι στα μαύρα, την μια στιγμή, όλοι ντυμένοι στα κόκκινα την επόμενη, σαν κάποιος να αλλάζει το χρώμα των ρούχων με τηλεκοντρόλ, ο κώλος μου έχει αρχίσει να καίγεται, ο δονητής ηλεκτρίζεται όποτε σκέφτομαι κάτι λάθος, όποτε κάνω κάτι λάθος, όποτε λέω κάτι λάθος.
Αποκεφαλισμένα γκαρσόνια περνάνε με ασημένιους δίσκους, πάνω τους σοταρισμένα είναι τα μάτια και οι γλώσσες τους, κάποιοι τους βάζουνε τρικλοποδιά, εκείνα γλιστράνε, πέφτουν, οι δίσκοι δημιουργούν μια μικρή βροχή από όργανα, πέφτουν πάνω στους καλεσμένους, εκείνοι διαμαρτύρονται, τότε τα ρούχα αλλάζουν πάλι χρώμα, οι λεκέδες από τα μάτια και τις γλώσσες των αποκεφαλισμένων γκαρσονιών έχουν πια εξαφανιστεί.
Κοιτάω το πάτωμα, η μοκέτα είναι διάσπαρτη με κόκαλα από γκαρσόνια που έχουν πέσει, που έχουν σκοντάψει σε τρικλοποδιές, μερικά απομεινάρια ακόμα τα γλύφουν σκυλιά, σκυλιά που γαμάνε παιδιά, ανάμεσα στα πόδια των καλεσμένων, που γελάνε, καθώς βλέπουν ένα ακόμα γκαρσόνι να πέφτει, από τρικλοποδιά σε κόκαλα, από τα σκυλιά, στα παιδιά, στην μοκέτα.
Κάποια από τις αποτυχημένες φιναλίστ με τραβάει από το χέρι, θέλει να μοιραστούμε μια τελευταία μυτιά, είναι η τελευταία της επιθυμία πριν την βράσουν ζωντανή, μαζί με όλη της την οικογένεια, όπως υποσχέθηκε δημοσίως ότι θα κάνει, αν δεν βγει σταρ Ελλάς, μαστουρωμένη, σε ένα παράθυρο, στις ειδήσεις, μια μέρα πριν τα καλλιστεία, αφού είχε χάσει το κινητό της, και ήταν συγχυσμένη, λέει, και κόβει μια παχιά, άσπρη μυτιά κοκαΐνη, πάνω στην τσάντα της, ένας δημοσιογράφος είναι πάνω από το κουβούκλιο της διπλανής τουαλέτας, παρέα με τον Τέλη, που ξερνάει μέσα στην χέστρα μας από ψηλά, ο δημοσιογράφος βγάζει μια ψηφιακή μηχανή για να αποθανατίσει την στιγμή, μου τραβάει το ντεκολτέ να φαίνονται οι ουλές στα φυτευτά μου βυζιά, ζητάει να τον κεράσουμε κι αυτόν μια ψιλή.
Η κόκα χτυπάει κέντρο στην ανάσα μου, την κόβει, είμαι μουδιασμένη, είμαι αλλού, η σκέψη μου σκαλώνει στην πραγματικότητα, πριν γίνουν όλα από λιωμένο γυαλί που μόνο η καθαρή κοκαΐνη μπορεί να σου προσφέρει, ένας κόσμος φτιαγμένος για σένα, από κανέναν, μια κόλαση χωρίς άλλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 69
Η βότκα είναι σάλιο πνιγμένων γέρων, τους κρεμάνε ανάποδα και τους τιγκάρουν τον κώλο με νερό βραστό, αυτό μαζεύεται στις γέρικες κοιλιές τους, και αφού τις τρυπήσει, στάζει από τα γέρικα ρουθούνια και τα βρόμικα τους στόματα, γεμίζει μεγάλα βαρέλια, μαζεύεται, το νερό, από τις κοιλιές των κρεμασμένων γέρων, το γλυπτό από πάγο έχει γίνει από καλούπι που φτιάχτηκε από τα πτώματα των γέρων στο εργοστάσιο πάγου, η διαφανής ανθρωπόμορφη πυραμίδα λιώνει, η δεξίωση προχωράει.
Δεν μπορώ να πιω, αν και διψάω, είμαι μόνο πόδια, το υπόλοιπο φαγώθηκε από κάτι πεινασμένους έξω από το μπουζουξίδικο, η απόπειρα μου να δραπετεύσω από το μισάνοιχτο παράθυρο της λιμουζίνας αποτυχημένη και γελοία, ακουμπάω το ένα μου πόδι στον τοίχο από πίσω μου, το άλλο μπροστά, για να σκοντάφτει κανένα γκαρσόνι επάνω του, δεν φαίνομαι καλά εξάλλου, που να ξεχωρίσεις ένα ζευγάρι κομμένα πόδια μέσα στο πλήθος, τα έντερα που κρέμονται από το κομμένο μου κορμί θα μπορούσαν να είναι ένα πιάτο με αλλαντικά, ιδρωμένο πατέ ντε φουά.
Αναρωτιέμαι αν τ' αρχίδια μου λειτουργούνε, φαντάζομαι πως αφού μπορώ και περπατάω, θα μπορώ και να καυλώνω, σκέφτομαι, με τα νύχια, και τρίβομαι στον κώλο όποιου περνάει, οι σπρωξιές που τρώω με οδηγούνε στην μέση της πίστας, ακούω τα χαχανητά των χορευτών, είναι έξαλλα χαρούμενοι οι προσκεκλημένοι του καναλάρχη, με σπρώχνουν με αηδία, τελικά τους γίνομαι ενοχλητικός, με αρπάζουν, με ανεβάζουν σε ένα τραπέζι, από κάτω βάζουν φωτιά, χτυπάνε παλαμάκια, τα παπούτσια μου αρπάζουν φωτιά, οι σερπαντίνες γύρω μου φλέγονται και αυτές, δυο σκυλιά κυνηγιούνται γύρω από το τεράστιο σαλόνι, από τον καυλωμένο πούτσο του ενός σκυλιού κρέμονται δυο παιδικά πόδια, ο κώλος που τα ενώνει ματωμένος, μέσα του σφηνωμένος ο σκυλίσιος πούτσος.
Εκείνη, τινάζει τα μαλλιά της, σπέρνοντας χρυσόσκονη, στον γεμάτο καπνούς αέρα, το φόρεμα της φάρος βυσσινί, αστράφτει λυγερή, χαμογελαστή, στην μέση της πίστας, δίνει τον ρυθμό με τις βλεφαρίδες της, εστεμμένη, εκείνη είναι ένα διαφανές ροδάκινο, ελαφρύ και δροσερό σαν δάκρυ, δάκρυ που χύνεις καθώς ακούς ένα τραγούδι που αγαπάς, το αγαπάς και ας σε κάνει να κλαις, μόνος σου, τα βράδια, εκείνα τα βράδια που έχεις μείνει μόνο εσύ και τα πόδια σου, να περπατάς, μέχρι να ξημερώσει, και η μέρα σε τυφλώσει, με το φως της, έκπτωτη.
Μόλις με βλέπει να καίγομαι πάνω στο τραπέζι, χτυπάει παλαμάκια, μαζί με τους καλεσμένους και εκείνη, αλλά με απελπισία, όχι με ενθουσιασμό, ξαφνικά με πιάνει από τους γοφούς, από εκεί που ούτως ή άλλως σταματάνε τα κομμένα μου τα πόδια, τα χέρια της τυλίγουν τα έντερα μου, σαν χειρολαβές, αρχίζει να χορεύει, κουνώντας τα πόδια μου, δηλαδή εμένα, πέρα δώθε, με στριφογυρίζει πάνω από τα κεφάλια των προσκεκλημένων, το πάρτι παγώνει, παλλόμενο ηλεκτρονικό ντίσκο ψυγείο, εκείνη δονείται, χάνεται στον ψυχρό λαβύρινθο, οι τοίχοι είναι ψηφιακοί παλμοί, την ακολουθώ, χορεύω κι εγώ με εκείνη, το γέλιο της ξεσπάει μέσα στο τραγούδι, πρώτα γάργαρο, μετά κοφτό, όλο και πιο κοφτό, σαν ανάσα λαχανιασμένη, το γέλιο της μετράει τις ανάσες που της απομένουν, με παρατάει και χάνεται μες στο πλήθος, τρέχω πίσω της, ένα γκαρσόνι σκοντάφτει πάνω μου, πέφτω από πάνω του, σωριάζομαι, είμαστε ένα ζευγάρι χωρίς κεφάλι και σώμα, μόνο τέσσερα πόδια, ένα σώμα αντί για δύο, αποκεφαλισμένο, με τέσσερα πόδια, ο πανικός στην θέα των σκυλιών που έρχονται να μας κατασπαράξουν είναι ακόμα πιο έντονος και από τα γέλια των καλεσμένων που κοροϊδεύουν το ανάπηρο κουβάρι που έφτιαξα πέφτοντας πάνω στον αποκεφαλισμένο σερβιτόρο.
Νιώθω τα χνώτα των σκυλιών στις πατούσες μου, βλέπω τον αποκεφαλισμένο σερβιτόρο να σηκώνει τα χέρια ψηλά, τα σηκώνει μέσα από τον ανθρώπινο σωρό που έχουμε μπλεχτεί, ένα μικρό βουναλάκι από μέλη, μπροστά στα πεινασμένα σκυλιά, στα βιασμένα παιδιά, γελάνε κι αυτά.
Έκπληκτος βλέπω τα δάχτυλα του σερβιτόρου να συσπώνται νευρικά, οι παλάμες του ανοιγοκλείνουν και χτυπιούνται μεταξύ τους, μιλάει στην γλώσσα των κωφάλαλων, το κεφάλι δεν του χρειαζόταν ούτως η άλλως, μιλάει στα σκυλιά, εκείνα κουνάνε την ουρά τους.
Μια μεταφράστρια της νοηματικής προβάλλεται στο φόρεμα που κακαρίζει δίπλα μας, ερμηνεύει τις χειρονομίες του αποκεφαλισμένου γκαρσονιού, είναι οι στίχοι του Imagine, λίγο πριν φτάσει στο ρεφρέν, τα σκυλιά σιγοντάρουν, μια σκυλίσια gospel χορωδία απλώνεται στο πάρτι, οι καλεσμένοι συνεχίζουν να χτυπάνε παλαμάκια, μόλις τελειώσει το τραγούδι τα σκυλιά μας ορμάνε, αρχίζουν να τρώνε πρώτα τα χέρια του αποκεφαλισμένου γκαρσονιού, το τελευταίο πράγμα που αισθάνθηκα σε αυτή την ζωή είναι τα δόντια ενός λυκόσκυλου να σκίζουν την πατούσα μου, που πριν από λίγο χόρευε, με εκείνη, μισός, ολόκληρη, επώνυμη, παιδί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 70
Είμαι νέος, ωραίος, δηλαδή, δεν έχω μετανιώσει ακόμα τίποτε, και, ίσως, για τελευταία φορά στην ζωή μου, οι ευκαιρίες γύρω μου χορεύουν, σε κάθε ηλικία, σχήμα, μέγεθος και γεύση, χαϊδεύω την επίπεδη κοιλιά πάνω από το μεταξωτό μου πουκάμισο, είναι λεία και γραμμωμένη, την διασχίζει ένα ρυάκι από προκλητικές τρίχες, το γυμναστήριο και η κοκαΐνη έχουν αποδώσει κοιλιακούς, κατεβάζω ένα σφηνάκι βότκα μονομιάς, η κάψα καίει το λαρύγγι, ο παράδεισος είναι εδώ όταν το αλκοόλ και τα ναρκωτικά είναι τσάμπα, ποτέ δεν ήτανε πιο τσάμπα για μένα απ' ότι τώρα, τώρα που είμαι ο ωραίος Τέλης, φύλακας άγγελος εκείνης, σε μυστική αποστολή, προσέχω μην τυχόν πεθάνει, εκείνη, όπως με διέταξε να κάνω, από τηλεφώνου, η φιλάνθρωπος σύζυγος του καναλάρχη.
Είμαι στο πάρτι μετά τα καλλιστεία, στο σπίτι του καναλάρχη, με κοιτάνε όλοι, επειδή δεν είμαι γκρι, δεν έχω ακόμα χάσει το χρώμα μου, το χρώμα που πήρανε τα μάγουλα μου από τις κρύες βόλτες που έκανα γύρω από το κωλοχώρι, αυτό που εγκατέλειψα, με εκείνη παραμάσχαλα, παραλίγο να την σκοτώσει ο πατέρας της, την μέρα που ξημέρωνε κρεμάστηκε η μάνα της, όλα έγιναν πραγματικότητα, κάτι έχω να κάνω, τώρα πια, εκτός από το να περιμένω μηνύματα στο κινητό, κάτι έχω να κάνω, τώρα πια, πέρα από το να κοροϊδεύω πούστηδες στο chat, είμαι ο Τέλης, γαμιάς, τεκνό, ωραίος, νέος, με επώνυμους παρέα, ακόμα και από μεσημεριανές εκπομπές με παίρνουνε τηλέφωνο, με παρακαλάνε να βγω στα παράθυρα, να μιλήσω, για σατανιστικές τελετές και διαζύγια ξεπεσμένων μοντέλων, με ρωτάνε αν μυρίζει η αναπνοή μου και αν τα βίτσια μου είναι δωρεάν, το κλείνω το κινητό, παίρνω μια μυτιά ακόμα, κοιτάω στην τηλεόραση την έκφραση απορίας της τηλεπαρουσιάστριας με τα φυτευτά μαλλιά, έκπληκτη μόλις ακούει τον βόμβο του κινητού που μόλις έκλεισα, η εκπομπή ακολουθεί τα κέφια μου.
Στο πάρτι, μια κυρία με φιλάει στο μάγουλο, ανταποδίδω στον αέρα που βαραίνει πίσω από τα αυτιά της, άρωμα μπερδεύεται με βενζίνη, εξατμίζεται στα ρουθούνια μου, έχω ακούσει ότι καθαρίζουν την κόκα με αμόλυβδη, μου έρχεται εμετός, τον καταπίνω, στρίβω επιτόπου, η μουσική γλιστράει από κομμάτι σε κομμάτι, ο ρυθμός δεν αλλάζει ούτε στιγμή, στρατιωτικός, σκληρός, η ηλεκτρονική του μπότα χτυπάει θυμωμένα τον αέρα, σαν παιδί που έχει πεισμώσει, σαν μητέρα σε παιδικό πάρτι που επιμένει να χορέψουν τα παιδιά, που έχουν πεισμώσει, επειδή δεν θέλουν η μητέρα να είναι εκεί, και να τα ενοχλεί, παρακολουθώντας αν χορεύουν, με γεροντική εμμονή.
Και τώρα, δείτε πως κουνιέμαι στον ρυθμό, ο βασιλιάς του τίποτε, ανάμεσα σας θα γδυθώ, το σώμα μου να δείτε, και να πείτε, ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα του υπόλοιπου της ζωής σας, τέρμα τα νοίκια και οι λογαριασμοί, τα κινητά και τα διακοποδάνεια, σκόνη να γίνει η Μύκονος, στάχτη το Κολωνάκι, απ' τις κολώνες να κρεμάσουμε ρουφιάνους και προδότες, τους άσχημους εκείνους γέροντες με τα πανάκριβα τα ρούχα, τα τζιπ, και τα πουράκια, να σταματήσει ο χορός, ν' αρχίσει η ποίηση, στο μισοσκόταδο της λάμπας του Καβάφη, να λαθραναγνώσετε την ηλικία του, και την απογοήτευση του, που σκύψαμε όλοι το κεφάλι στους βάρβαρους ξανά, και υποκύψαμε, στον ένα και στον άλλον, να σταματήσουμε να απολογούμαστε, να εξηγούμε, να γκρινιάζουμε, να δούμε, στον καθρέφτη που ραγίζει το είδωλο μας, ότι κανένας μας δεν είναι αθώος, το κινητό και μόνο, πομπός και δέκτης που σε βρίσκει όπου και να' σαι, σε έχει κλείσει μέσα του, στην πρώτη θέση αιώνια πτήση, αναρωτιέσαι ποτέ που είσαι όταν κατουράς μέσα στην στενή τουαλέτα του αεροπλάνου, εναέρια, στο κάθισμα με την σακούλα εμετού να τσαλακώνεται στα γόνατα σου, πού είσαι όταν ταξιδεύεις, θυμήσου, όσο πιο ψηλά πετάς, τόσο πιο πολύ θα είσαι εκεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 71
Είναι όλοι καλεσμένοι μου, εργαζόμενοι στο κανάλι μου, υπάλληλοι μου, δηλαδή δούλοι μου, άνθρωποι που τους πληρώνω για να ζούνε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προσκεκλημένοι στο σπίτι μου, έπαυλη φτιαγμένη από τσαλακωμένο σελοφάν, τσιμέντο και κόκαλα εργατών στα θεμέλια, το καλύτερο αντισεισμικό, οι ζωές των άλλων, όταν πατάς πάνω τους κανένα Ρίχτερ δεν μπορεί να σε κουνήσει.
Τα χνώτα μου βρομάν ψοφίμι, γαϊδούρι ξεχασμένο κάτω από ελιά τον Αύγουστο, τυμπανισμένο από τα αέρια, μαγαρίζει τον αέρα με την απόκοσμη του μπόχα.
Περιφέρομαι επιτηδευμένα ανάμεσα τους, παρατηρώ το πόσο αλλάζουν τον τρόπο που μιλάνε, χορεύουν, η κουνιούνται καθώς περνάω από δίπλα τους, στα αυτιά μερικών ψιθυρίζω απολύεσαι, έτσι για να τους βλέπω να μαζεύουν πρόχειρα το παλτό τους και την γυναικούλα τους, να μου αδειάζουν γρήγορα την γωνιά, σβήνω το πούρο μου μέσα στο κομμένο λαρύγγι ενός αποκεφαλισμένου γκαρσονιού, το αίμα καίγεται και μυρίζει σαν φιλέτο που τσιτσιρίζει πάνω σε μαντέμι.
Εκείνη είναι το κέντρο της προσοχής όλων, ηλιοκαμένη, τα μάτια της αστράφτουν, μαργαριταρένια σκόνη απλώνεται σε όλο της το δέρμα, λάμπει, η ντίσκο μπάλα πασπαλίζει φωτεινούς λεκέδες, περιστρέφονται, πέφτουν σαν νιφάδες πάνω της, το δέρμα της σαν λεοπάρδαλη από φως και σκιά, τα μαλλιά της άγρια λεοντή, τινάζονται ανάλογα με την κατεύθυνση που γελάει, το στήθος της ξεχειλίζει ζουμερό μέσα από το γυαλιστερό της φόρεμα, ροζ ύφασμα, ροζ σαν τσιχλόφουσκα, σαν σκισμένη κωλότρυπα, σαν έντερο που πέφτει φρέσκο στο πάτωμα του σφαγείου, για να σκουπιστεί παρέα με τα υπόλοιπα απομεινάρια, να αλεστεί, να γίνει η πρώτη ύλη για παιδικά αλλαντικά, που θα μασιούνται σε τηλεοπτικές διαφημίσεις, διαλυμένες από το χιόνι της κακής τηλεοπτικής λήψης, σε τηλεοράσεις που αναβοσβήνουν κάθε πρωί, σε δυαράκια γέρων, που δεν θυμούνται το όνομα τους, προσπαθούν μάταια, με χαλασμένο τηλεκοντρόλ και άκοπα νύχια, να αλλάξουν το κανάλι, την ζωή τους, που πληρώνω εγώ να βλέπουνε, ο καναλάρχης, που μετά, οργανώνω πολυτελείς δεξιώσεις, πληρωμένες από τα έσοδα των διαφημίσεων των παιδικών αλλαντικών από αλεσμένα ροζ γυαλιστερά έντερα και πανάκριβα μεταξωτά, που παίζουνε αδιάκοπα στα καλλιστεία, στις ειδήσεις και στα πρωινάδικα.
Δίπλα μου, δεμένη από μια σκουριασμένη αλυσίδα, σέρνεται ό,τι απέμεινε από την τηλεπαρουσιάστρια σκλάβα, εκείνη που ταΐζω σκατά πάνω στα κότερα και μέσα από πανάκριβες ιταλικές πορσελάνες, ειδικά σχεδιασμένες χέστρες εισαγωγής με υποδοχή για στόμα, σε μυστικό κουβούκλιο από κάτω, με ηχομόνωση, ώστε να μην ακούγονται οι αναγούλες της όταν ξερνάει γύρω από το σκατό μου, που εμφανίζεται από την τρύπα που έχει εφαρμόσει τα πλαστικά της χείλια, μέσα από την οποία ξεπροβάλλει, εκτός από την κουράδα μου, και το φως, ή όσο φως επιτρέπει ο γέρικος μου κώλος να γλιστρήσει, μέσα από την τρύπα, στο σκοτεινό κουβούκλιο που την έχω κλειδωμένη, κάτω από την χέστρα, μια μικρή φυλακή, υποδοχή για την τηλε-οικοδέσποινα, μια αχτίδα στραφταλίζει στα μαλλιά της, μυρίζουν σκατά.
Κάποιος ξέχασε να την βγάλει, δυο εβδομάδες έμεινε κλεισμένη στο μικροσκοπικό μπουντρούμι, πέθανε από την δίψα, και την πείνα, δεν ήμουν εκεί για να την κατουράω, εγκαινίαζα νοσοκομεία για καρκινοπαθή σκυλιά, για να την βγω στην μαλάκω την γυναίκα μου, την μητέρα της πούστρας, της αδερφής που παριστάνει τον γιο μου για να με εκνευρίζει, την σπασμένη καπότα, που κάθεται και παριστάνει τον καμπόσο, θα' θελα να τον δω να προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς εμένα για πατέρα του, να γεννηθεί χωρίς να χύσω, χωρίς να σπάσει η καπότα, να φωτογραφίζεται χωρίς επώνυμο, να μην χρειάζεται τα γυαλιά ηλίου, που κρύβουνε το βλέμμα του, τρυπάνε το φως με σκοτάδι, ένας σκοτεινός διάδρομος ανοίγεται στην λιακάδα, ή ανάμεσα στα φλας, και εκείνος, ο γιος μου, διασχίζει, ατάραχος, την δροσερή σκιά, που απλώνεται από το βλέμμα του, σε όλο το δωμάτιο, σαν ιός, έχει κάνει την νύχτα αξεσουάρ τσέπης, χωράει σε μια σκληρή δερμάτινη θήκη, μικροσκοπικό φέρετρο πανάκριβων ιταλικών γυαλιών ηλίου.
Πεθαίνει από AIDS, εγώ του το κόλλησα, πλήρωσα τον ηλίθιο τον Τέλη, γαμιάς του πεντακοσάρικου, Διόνυσος τσέπης, καυλωμένο πρεζόνι χωριάτης σκατάς, να τον γαμήσει, δήθεν για να τον πάρω μάτι, που να ξέρει το βλαχαδερό ότι είμαι ο πατέρας του, όταν θα του έβγαζε τα μάτια, στην τουαλέτα του τσοντάδικου, μέσα από την κάμερα του κινητού του είδα όλη την σκηνή, τον γιόκα μου στα γόνατα να παίρνει το μοιραίο του τσιμπούκι, τα ούλα του να μουσκεύουν από τον τσουχτερό ιό, τα χύσια του Τέλη να μαζεύονται, ανάμεσα σε ούλα και σφραγίσματα, μολυσματικά και βρόμικα, όσο το πάτωμα της τουαλέτας που φιλοξενούσε την υπέροχη αυτή στιγμή, χωρίς την βοήθεια της τεχνολογίας κινητής τηλεφωνίας θα έπρεπε να βασιστώ στα λόγια του χωριάτη, και τώρα, δεν θα ήμουν τόσο σίγουρος, ότι η πούστρα πεθαίνει, επιτέλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 72
Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό δεν αισθάνομαι καθόλου καλά, ακόμα και μικρές αποστάσεις, όπως από το γραφείο στο γυμναστήριο, ή από τα πλατό στο τσοντάδικο, ή από το ένα γαμήσι στο επόμενο, με κουράζουν υπερβολικά, η ενέργεια μου έχει πέσει στο μισό, συνέχεια βήχω, και νυστάζω.
Τώρα είμαι στο πάρτι, που γίνεται μετά τα καλλιστεία, κάθε χρόνο, στην έπαυλη του πατέρα μου, όλο το κανάλι καλεσμένο, βαριέμαι να σηκωθώ να πάρω ένα ποτό, όλοι μου χαμογελάνε, και ας είμαι αδύνατος, κάτωχρος, χωρίς φρύδια, τα μάτια διαρκώς γουρλωμένα πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά, όποτε με σκουντάνε ή όποτε σκύβω να αποφύγω κάποιον πυροβολισμό μου πέφτει κάποιος βολβός, τον ξαναχώνω στην κόγχη βιαστικά, τουλάχιστον οι κάμερες είναι διακριτικές, οι σκηνοθέτες ρίχνουν διαφημίσεις όταν προσπαθώ να ξεμπερδέψω το οπτικό νεύρο, Dixan όταν δεν μπορώ να ρουφήξω, με βλέμμα δυνατό, μονομιάς, τον βολβό πίσω στην θέση του, τότε κάνω συγκαταβατικές εκφράσεις στον φακό, σαν γέρος που του έπεσε το μονόκλ μέσα στην σούπα, ξεπερασμένη κωμωδία.
Είμαι καταδικασμένος να πεθάνω δημοσίως, άλλωστε έχει στηθεί ένα ολόκληρο reality show γύρω απ' την ασθένεια μου, οι τηλεθεατές προτείνουν λύσεις, θεραπείες για μένα, πολλές από αυτές είναι μοναδικά διεστραμμένες, λεπτεπίλεπτες διαδικασίες αφανισμού που ίσως ξεπατίκωσαν από κάποιο εγχειρίδιο βασανισμού στην Κίνα, ή από το πρόγραμμα MK-ULTRA, που βρίσκεται στην διάθεση οποιουδήποτε επίδοξου ανακριτή, δημοσιευμένο στο internet, από την ίδια την CIA, που το έχει μελετήσει.
Τα ευρώ από τα sms που στέλνουν οι τηλεθεατές στο AIDStory διατίθενται για φιλανθρωπικό σκοπό, δηλαδή για να παράγονται τα καρκινοπαθή παιδιά που αγκαλιάζει η μητέρα μου στις φιλανθρωπικές της εκδηλώσεις.
Τα κακόμοιρα αυτά παιδιά χρειάζονται πολλά χρήματα για βομβαρδισμούς κοβαλτίου και ηπατικές ενέσεις ιντερφερόνης, ωκεανοί χρήματος διασχίζονται προκειμένου να λιώσει στην σωστή ταχύτητα η παιδική σάρκα, άσε που δεν μπορείς να βασίζεσαι στην τυχαία επιλογή του κάθε καρκίνου προκειμένου να κάνεις casting για τις φωτογραφήσεις της μητέρας μου, εννοείται ότι είναι τόσο απαιτητική όσον αφορά την εμφάνιση του παιδιού που θα πεθαίνει στην αγκαλιά της όσο για τα ξανθά, φυτευτά της μαλλιά.
Σκύβω να χαϊδέψω ένα σκυλί, από το στόμα του πέφτει ένα μισό-μασημένο παιδικό αυτί, από το λοβό κρέμεται σκουλαρίκι σκιουράκι, το ανθρωποφάγο σκυλί με κοιτάει ένοχα, χάνεται γαβγίζοντας στο δάσος από πανάκριβα πόδια, τα αντρικά είναι ντυμένα με ατσαλάκωτες φανέλες, τα γυναικεία τυλιγμένα σε πανάκριβα, γυαλιστερά μεταξωτά καλσόν, άλλα φοράνε σανδάλια, άλλα γόβες, κεντήματα και τρέσες κρέμονται στον ορίζοντα, σαν διαδοχικές αυλαίες από μικρά θέατρα, τρεμοπαίζουν, ένα δάσος από χάντρινους και υφασμάτινους ήχους, οι ποδόγυροι των βραδινών φορεμάτων με ζαλίζουν με την πολυπλοκότητα των στολισμών τους, τα διπλά τους υφάσματα, τις δαντέλες, τα τούλια, τους φιόγκους, τα απλικέ λουλούδια, πουλιά, πεταλούδες.
Ξαφνικά, ξεχωρίζω εκείνη, ροζ, έντονο, τα πόδια της ξεπροβάλλουν χαρούμενα, χορεύουν στον ρυθμό, της έχουν ράψει τα πόδια ανάποδα στον αστράγαλο, οι μύτες των νυχιών, βυσσινί, κοιτάνε από την πλευρά της πλάτης, τα κρυστάλλινα τακούνια αστράφτουν από την μεριά του στήθους, εκείνη δεν μοιάζει να νοιάζεται, χορεύει, σαν παριζιάνικη εκδοχή τσιγγάνας, τέλεια σχεδιασμένη με μελάνι και κάρβουνο, ίσως καταφέρω να την έχω προσκεκλημένη στο AIDStory, να μου πει πως μαγειρεύει ταιλανδέζικο ρύζι, αν ο Ερμής είναι ανάδρομος, αν διασκεδάζει εδώ στην έπαυλη του καναλάρχη.
Ανάμεσα από τις κάμερες που την περικυκλώνουν, εμφανίζεται η μητέρα μου, κρατάει στην αγκαλιά της ορούς και καλώδια, που ξεπροβάλλουν από μια δερμάτινη σακούλα, που ξεχειλίζει από κόκαλα, μάτια, τρίχες και σάλια, ό,τι απέμεινε από κάποιο παιδί που πέρσι ψόφησε και ακόμα να βρομίσει.
Τα μάτια της αστράφτουν, τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της ακουμπάνε τρυφερά τους ώμους, καιρό έχει να νιώσει κάποιο χάδι στους γερασμένους της ώμους, εκείνοι είναι σκεπασμένοι από μια ολομέταξη δαντέλα, στο χρώμα της σκόνης, αιώνια σκόνη που πέφτει πάνω από όλη την δεξίωση, όλοι ακίνητοι και σκονισμένοι, σαν μονόχρωμη φωτογραφία, από πάρτι ξεχασμένο σε σαλόνια άλλου αιώνα, το νεκρό παιδί φταρνίζεται, σκορπάει σάλια στον αέρα, εισπνέω άθελα μου ανάσα νεκρού παιδιού, στα πνευμόνια μου απλώνεται η πνευμονία, ο βήχας μου απότομος, σαν μαχαιριά, μου σκίζει το λαρύγγι, δεν μπορώ να καταπιώ, η τελευταία μου εικόνα καθώς πεθαίνω, πέφτω, το πρόσωπο μου σκάει στην σόλα ενός σκονισμένου παπουτσιού, ο βήχας μου τινάζει την σκόνη, μέσα στην γυαλάδα του μαύρου δέρματος βλέπω το πρόσωπο μου, τα γυαλιά μου φεύγουνε καθώς πέφτω, με έναν γδούπο, ανάμεσα στα ολοκέντητα βραδινά φορέματα, πεθαίνω, με σπασμούς, τα μάτια μου βγαίνουν από τις κόγχες τους, κυλάνε μες στην σκόνη, ακινητοποιούνται με τις ίριδες στραμμένες στο ταβάνι, βλέπω κάτω από τους ποδόγυρους, μια θέα από μουνιά που αναδεύονται στο σκοτάδι, ακίνητα, τα μόνα που έχουνε μείνει ανέπαφα από την σκόνη, λουφάζουνε βαθιά μέσα στους ταφτάδες και το μετάξι, τις χάντρες, ένας ανάποδος βυθός, ένας ουρανός από μικρούς βυθούς, αναδεύεται, στο σκοτάδι που απλώνεται πάνω από τα βγαλμένα μου μάτια, καθώς πεθαίνω, σε ζωντανή σύνδεση, στο σπίτι του καναλάρχη πατέρα μου, ποιος ξέρει πόσα φράγκα θα βγάλει από τις διαφημίσεις κάθε φορά που θα προβάλλεται ο θάνατος του γιου του, ο θάνατος μου, η εκπομπή σου, Dixan.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 73
Βαριέμαι στην δεξίωση, παρακαλάω να με πετύχει καμιά σφαίρα να πεθάνω, παρ' όλα αυτά βρίσκω το κουράγιο να ανατρέξω στο κουρασμένο μου μυαλό, γεμάτο άχρηστες πληροφορίες που νομίζω ότι με κάνουν ξεχωριστή, με σώνουν από την πλήξη που με περικυκλώνει σαν Λονδρέζικη βροχή, επίμονη, λιπαρή, σαν ιδρώτας χοντρού παιδιού.
Από μια παλιά Αμερικάνικη Vogue μου είχε μείνει αξέχαστο εκείνο που είχε παρατηρήσει ο Hamish Bowles, ο συντάκτης μόδας, για την μυθική Sao Schlumberger, την πάμπλουτη Παριζιάνα οικοδέσποινα, που έτρωγε την περιουσία του νεκρού συζύγου της, σαράντα χρόνια αφού η αλλοτινή μις Πορτογαλία Sao τον είχε ερωτευτεί σε μια ανεπίσημη παρτούζα για βαριεστημένους γόνους ευρωπαίων Κροίσων.
Ο Hamish λοιπόν είχε πει "η Sao αποδεικνύει ότι τα διαμάντια ταιριάζουν απόλυτα με την νόσο του Πάρκινσον, υπέροχες οι λάμψεις τους καθώς οι ακούσιοι μικροσπασμοί τρεμοπαίζουν τις πέτρες στα γέρικα αυτιά, στα γέρικα δάχτυλα."
Ακόμα ποτέ δεν ξεχνώ τον Γάλλο φιλόσοφο και πολεοδόμο του 20ου αιώνα Πολ Βιριλιό, που έχει αποκαλέσει πυκνοληψία εκείνη την στιγμή που το φλιτζάνι του καφέ γλιστράει, το φρένο μπερδεύεται με το γκάζι, το δάχτυλο μαγκώνεται στην πόρτα, την στιγμή που το ασυνείδητο κάνει φάρσες, οδηγώντας το σώμα στην λάθος κίνηση, εκείνη που θα σπάσει το φλιτζάνι, θα χύσει τον καφέ στο πάτωμα, θα συγκρουστείς με το αυτοκίνητο μπροστά, θα σπάσεις το δάχτυλο σου με φριχτούς πόνους.
Στις φωτογραφίες που είχε κάνει ο Helmut Newton, πάλι για μια παλιά Αμερικάνικη Vogue, τα πανύψηλα πόδια της Nadja Auerman ήταν φυλακισμένα σε μεταλλικές κατασκευές, ανάγοντας την αναπηρία της σε ευκαιρία για τεχνολογική πρόοδο και εναλλακτικούς τρόπους στολισμού και πειθαναγκασμού του θεϊκού, και περιστασιακά ανάπηρου σώματος της. Στην προσπάθεια της να κατέβει τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του μεσημβρινού Μονακό, το πλατινέ τοπ μόντελ υποβαστάζονταν από ηλιοκαμένους επιβήτορες, όλοι τους ντυμένοι με την απρόσωπη στολή του εποχιακού σοφέρ, κοστούμι, γραβάτα, γυαλιά McArthur της Rayban.
Το ήξερες ότι ο στρατηγός McArthur φορούσε αυτά τα γυαλιά την δεκαετία του '50, προκειμένου να προστατεύει τα μάτια του στις πυρηνικές δοκιμές του Άλαμο; Αναρωτιέμαι, εγώ, η Λέλα, η διευθύντρια του τηλεοπτικού δημιουργικού του καναλάρχη, για το πώς είναι δυνατόν το μυαλό μου να είναι τόσο γεμάτο με αδιάφορες πληροφορίες, καμία από αυτές ουσιαστική, όπως ας πούμε το να ξέρω ότι για να πηδήξεις από τον πέμπτο, θα πρέπει να έχεις την πλάτη γυρισμένη στο κενό, η θέα της ασφάλτου που σε περιμένει προκαλεί ναυτία και δέος, η αυτοκτονία είναι ζήτημα αποφασιστικότητας και όχι ανάμικτων συναισθημάτων φόβου και θαυμασμού.
Ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο, κρυφοκοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, ακουμπάω μοιραία το κεφάλι μου στον τοίχο, από κάτω η έπαυλη σείεται, η μουσική υπόκωφη, ο απόκοσμος ήχος της έχει γλιστρήσει σε μια περιοχή που μοιάζει περισσότερο με γλυπτική, έχει πάρει αλληλεπιδραστική μορφή, τα μπάσα δονούν τα θεμέλια του κτιρίου, το πάτωμα τρίζει, οι υψηλές συχνότητες κάνουν παρεμβολές στα κινητά, σκορπώντας γύρω μας τους πιο ενοχλητικούς ήχους που έχουν γίνει ποτέ, παραμορφώσεις και ηχώ, οι πύλες της κολάσεως σέρνονται πάνω σε σκουριασμένους μεντεσέδες, τις σπρώχνουν δεκάδες τεμαχισμένα ανθρώπινα μέλη που κινούνται χάρη στα πόδια εντόμων που έχουνε φυτρώσει στις πληγές τους, αρθριτικά και μαύρα πόδια αράχνης, κατσαρίδας και σκορπιού, σκαλώνουν πάνω στην μοκέτα, στα σκυλιά, που τρώνε τα αποκεφαλισμένα γκαρσόνια, που σκοντάφτουν στα παιδιά που γαμάνε τα σκυλιά, μερικά από τα ακρωτηριασμένα μέλη ξεφεύγουν από το κάτεργο τους, σταματάνε να σπρώχνουν τις πύλες της κολάσεως, σκορπάνε ύπουλα ανάμεσα στα πόδια των καλεσμένων, χάνονται κάτω από βραδινά φορέματα και φούστες, ανεβαίνουν μέσα από μπατζάκια, τρυπώνουν σε κόλπους και πρωκτούς, ένα δάχτυλο χώνεται εκεί, ένα συκώτι γλιστράει εδώ, γραπώνονται μέσα στους απρόθυμους οικοδεσπότες τους, όλοι οι καλεσμένοι συσπώνται, η αιώνια γκρι σκόνη τινάζεται σε σύννεφα από πάνω τους, σύννεφα στο χρώμα της δαντέλας που σκεπάζει τους γερασμένους ώμους της φιλάνθρωπου συζύγου του κυρίου καναλάρχη μας, καθώς οι νεκροί του δούλοι γλιστράνε, ουρλιάζοντας στο πάτωμα, κρατάνε τα στομάχια τους, τραβάνε τα πόδια των εντόμων που έχουν γαντζωθεί πάνω τους, σε αφαλούς, ρουθούνια και ουρήθρες, ακρωτηριασμένα μέλη τους αγκαλιάζουν σαν πεταλίδες σε βράχο, χρειάζεται σουγιάς και υπομονή για να τις ξεκολλήσεις, όταν τελικά τα καταφέρεις, η πεταλίδα αφήνει μια ουλή στον βράχο, φαντάσου τι προκαλεί ένας ακρωτηριασμένος θώρακας γριάς μαμής στο πρόσωπο μου, από τα γερασμένα βυζιά φυτρώνουν, ακτινωτά τα πιο γυαλιστερά πόδια αράχνης που έχω δει ποτέ, οχτώ πόδια, αμέτρητες αρθρώσεις, τυλίγουν σφιχτά το λαρύγγι μου, με πνίγουν, ασφυκτιώ ρουφώντας μια γερασμένη θηλή, πεθαίνω λίγο πριν δω το εσωτερικό της κόλασης να ξεπροβάλλει από τις πύλες που επιτέλους άνοιξαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 74
Μπροστά μου απλώνεται η κόλαση, οι κάμερες έχουνε γυρίσει προς την κατεύθυνση της, απέραντη, κόκκινη και μαύρη, τα πάντα φτιαγμένα από δέρμα οισοφάγου, όλα ραγισμένα παντού με φλέβες που σφύζουν σάπιο αίμα, ένα ολόκληρο δάσος φτιαγμένο από ανθρώπινα μέλη, επενδυμένο με γδαρμένο ανθρώπινο δέρμα.
Δέντρα, βουνά, λίμνες, μονοπάτια, ζώα και σπίτια, όλα από ανθρώπινα μέλη και δέρμα, κολασμένος ορίζοντας πέρα από τις πόρτες που μόλις άνοιξαν, τις έσπρωξαν χιλιάδες ακρωτηριασμένα μέλη, πόδια εντόμων φυτρώνουν από τα ανθρώπινα απομεινάρια, αρθρόποδα που σκαλώνουν πάνω στην μοκέτα, απαλή σαν κοιλιά νεογέννητου σκυλιού, απλώνεται ματωμένη κάτω από τα πόδια μου, εμένα, την σύζυγο του καναλάρχη, φιλάνθρωπος, αγαπάω τα παιδιά, ειδικά όσα έχουνε καρκίνο, τα καημένα.
Πετάω βιαστικά την αγκαλιά από παιδικά υπόλοιπα, που κρατούσα για τις κάμερες, ακόμα να συνηθίσω την μυρωδιά νεκρού παιδιού, τα κοσμήματα μου μπλέκουνε με τα καλώδια και τους ορούς, οι βελόνες γαντζωμένες γερά πάνω στο άσχημο ανήλικο κουφάρι, το ντεκολτέ μου έχει γεμίσει παιδικές τρίχες, απαλές, από εκείνες που χρειάζονται ειδικές παιδικές βούρτσες όταν χτενίζεις το μωρό, μετά το μπάνιο, μαλακά παιδικά μαλλιά, την ώρα που οι ειδήσεις δεν έχουνε αρχίσει ακόμα, τον Νοέμβρη, κλείνεις τις πόρτες για να μην κάνει ρεύμα, μην πάθει το παιδί σου πνευμονία.
Ανοίγω εκστατικά τα χέρια, σαν να θέλω να χωρίσω στα δύο το πυκνό κρεάτινο δάσος, θάμνοι από ξανθές μπούκλες θροΐζουν, κορμοί από τένοντες υψώνονται στον ουρανό, φύλλα από φθινοπωρινά βλέφαρα σηκώνονται από τον αέρα, βρόμικος σαν ανάσα γέρου, βρέχει φωτιά, στην στράτα, που ανοίγει, ανάμεσα στα σάρκινα λοφάκια, ανασαίνουν βαριά, από τις κουφάλες ακούγονται βογκητά, σάπια δόντια τις στολίζουν, λάμπουνε στο κόκκινο φως, πατάω πάνω σε δέρμα παιδικής πλάτης, διάσπαρτο από σπόνδυλους και νύχια, ακονισμένα δάχτυλα γδάρανε την επιφάνεια που πατάω, ποιος ξέρει σε πιο λυσσασμένο γαμήσι, σε ποιο σκληρό μαρτύριο.
Αισθάνομαι χαρά, το φόρεμα μου εξατμίστηκε, η δαντέλα στο χρώμα της αιώνιας σκόνης εξαφανίστηκε, σαν να την έσβησαν οι νάνοι από το Photoshop, είμαι γυμνή, ανάμεσα στο γδαρμένο, σάρκινο τοπίο, ο κόσμος ένα χασάπικο, περπατάω πάνω σε νεφρά και συκώτια, άλλα γερασμένα, άλλα φρέσκα, τα κλαδιά κάνουν έναν θόρυβο που δεν σταματάει, μοιάζει με γρατζούνισμα βελόνας σε παλιό δίσκο βινυλίου, κολλημένη βελόνα, στην αιώνια σκόνη, που γίνεται δαντέλα για φορέματα, που εξαφανίζονται, στην κόλαση, η μαγική ακίδα του Photoshop αρχίζει και μου αφαιρεί το δέρμα, από κάτω η ανατομία μου ξεπροβάλλει σαν χάρτης μιας χώρας γεμάτης αναμνήσεις, το γόνατο μου έχει επάνω σημειωμένο το πρώτο πέσιμο από την παιδική καρέκλα, ο ώμος μου το αυχενικό από τις ώρες που σπατάλησα μελετώντας τον υπολογιστή, τα μάγουλα μου διάσπαρτα με μικρά χωριά που κατοικούνε τα φιλιά που χάρηκα, το στέρνο μου μια πρωτεύουσα από στεναχώριες, το σώμα μου ο χάρτης της ζωής μου, γδαρμένη, ραγισμένη από φλέβες, που σπρώχνουν σάπιο αίμα, πόνο.
Ταυτόχρονα, με εξίσου εντυπωσιακά ειδικά εφέ, ενσωματώνομαι σε ένα εφηβικό δωμάτιο, το στομάχι μου περικλείει όλα εκείνα τα ροδακινί χρώματα που διάλεξε η μητέρα της, είμαι το παιδικό δωμάτιο εκείνης, οι πρίζες είναι τα αυτιά μου, και οι τοίχοι έχουν αυτιά, την ακούω να μιλάει στον εαυτό της, είναι οχτώ χρονών, μέσα μου, τότε δεν την ήξερα, δεν ήταν ακόμα επώνυμη, δεν ήτανε εκείνη, ακόμα δεν έχει κοιμηθεί, πάνω από την πόρτα της, που μόλις έκλεισε η μάνα της, ακόμα τρεμοπαίζει η ονειροπαγίδα, την κρέμασε η μάνα της τα προηγούμενα Χριστούγεννα, την είδε στην απογευματινή εκπομπή που τόσο λάτρευε να βλέπει, πριν κρεμαστεί, σκέφτηκε μήπως καταφέρει και μαζέψει τα όνειρα της κόρης της πριν σκορπιστούν σαν τα δικά της, σαν αιώνια σκόνη, η σκόνη που κατακάθεται σε ένα σπίτι αποτελείται από 95% νεκρό δέρμα, κύτταρα που τινάζουμε από πάνω μας, κάθε φορά που προσπαθούμε να πιάσουμε το τηλεκοντρόλ, να αλλάξουμε κανάλι, να αλλάξουμε ζωή, κύτταρα σαν νιφάδες από χιόνι, χιόνι κακής τηλεοπτικής λήψης στην οθόνη, η ζωή φτιάχνει παρεμβολές από το ίδιο το πετσί μας, σκονίζουμε την ζωή μας με τα νεκρά κύτταρα του ίδιου μας του εαυτού, τα όνειρα μας κηδεύονται σαν σκόνη πάνω σε δίσκο βινυλίου, η βελόνα έχει κολλήσει σε αυτήν, χιλιάδες πουλιά κάθονται πάνω σε χιλιάδες κλαδιά, ο ήχος σαν το σούρσιμο βελόνας πάνω στην σκόνη, πέρα από την μουσική, στα αυλάκια τα κενά, τώρα τα καταλαβαίνω όλα πια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 75
Τα πάντα γυρίζουν, η κόκα με πείραξε, το βυσσινί φόρεμα αλλάζει χρώμα άσχετα με τα ρούχα των υπόλοιπων, θέλω να πάω σπίτι μου, ευτυχώς που καλός κύριος κυριούλης παπουτσάς μου έχει το νοίκι πληρωμένο, αλλιώς ο σπιτονοικοκύρης θα με ανάγκαζε πάλι να τσιμπουκώσω το παράλυτο σκυλί του, και δεν έχω κανένα κέφι πάλι, απόψε, την βραδιά μου, την νύχτα που είμαι η πιο ωραία επώνυμη, εκείνη.
Ο Τέλης γελοιοποιείται στην πίστα, τι καραγκιόζης, ούτε δημόσιες σχέσεις σε νυχτερινό μαγαζί δεν είναι ικανός να κάνει, από τόσο νωρίς τόσο πρεζόνι, δεν μπορώ ούτε να τον κοιτάω, μαζεύω τα δάχτυλα των ποδιών από αμηχανία, με φέρνει σε δύσκολη θέση, είναι και τα πόδια μου ραμμένα ανάποδα στους αστραγάλους, τα νύχια προς την πλάτη, το τακούνι προς το στήθος, φοράω τα κρυστάλλινα πέδιλα, αστράφτουν, θέλω να πάω σπίτι, επί τόπου αρπάζω το παλτό μου, φτιαγμένο από απαλό δέρμα αγέννητων προβάτων, βγαίνω τρέχοντας από την έπαυλη του καναλάρχη.
Ξαφνικά το ρολόι χτυπάει δώδεκα, και με κάθε μου βήμα γίνομαι όλο και νεότερη, μέχρι τα σανδάλια να μοιάζουνε με βάρκες στα αναπάντεχα παιδικά μου πόδια, το φόρεμα γλιστράει πάνω από το όλο και πιο παιδικό κορμί μου, τα μαλλιά μου στριφογυρίζουν από πανάκριβα κομμωτηριακά σε αγγελικά παιδικά, τα πανάκριβα κοσμήματα μεταμορφώνονται σε πλαστικές καρδούλες και κονκάρδες με ποπ σταρ, μέχρι να φτάσω στην λιμουζίνα είμαι οχτώ χρονών, πάλι παιδί.
Ο σοφέρ ανοίγει την μαύρη, γυαλιστερή πόρτα, μπαίνω μέσα, κάνει πιο κρύο μέσα στην λιμουζίνα από όσο κάνει έξω, κρύο σαν Νοέμβρης στο χωριό, είμαι πια ένα γυμνό παιδί, το σώμα μου καλύπτει ένα τατουάζ που μιμείται παιδικές πυτζάμες.
Μέσα στην λιμουζίνα βλέπω το παιδικό μου δωμάτιο, ροδακινί, όπως το είχε βάψει η μαμά, σαν στομάχι, σαν έντερο, σαν εντόσθιο, που με χωνεύει αργά, σαν η παιδική μου ηλικία να είναι μια τεράστια φάλαινα, σαν εκείνη που κατάπιε τον Πινόκιο, αλλά ω του θαύματος, δεν τον έλιωσε ποτέ με τα υγρά του υπερωκεάνιου στομαχιού της, στοργική καταπιόνα, φάλαινα καράβι.
Εκεί, φοράω τις αληθινές πιτζάμες μου, πάνω από την τατουάζ πιτζάμα που είναι ζωγραφισμένη στο οχτάχρονο πετσί μου, ακόμα θυμάμαι το σχέδιο τους, σαράντα άσπρα προβατάκια και ένα μαύρο, πηδάνε έναν φράχτη που επαναλαμβάνεται, κάμποσες φορές στο βυσσινί ύφασμα, προβατάκια τυπωμένα υπέροχα, σχεδιασμένα μαγικά, πέρασα ατελείωτες νύχτες μετρώντας τους φράχτες της αϋπνίας μου, άσπρα προβατάκια πηδάνε τον φράχτη από πάνω, το μαύρο πρόβατο περνάει από κάτω, δεν κάνει κόπο, απλά περνάει, σαν πυρετός.
Χασμουριέμαι, και όπως ανοίγει διάπλατα το παιδικό μου στόμα, ένα δόντι πέφτει, από το στόμα στο πάτωμα, σκύβω και το πιάνω, το δείχνω στην μητέρα μου, εμφανίστηκε ξαφνικά, σαν φάντασμα, αν και ακόμα δεν έχει κρεμαστεί, κρεμάει την ονειροπαγίδα που μου αγόρασε για τα Χριστούγεννα πάνω από την πόρτα, κατεβαίνει από την καρέκλα, με φιλάει, μου χαϊδεύει τα μαλλιά, οι μπούκλες μου θροΐζουν, κλείνει το φως, κλείνει την πόρτα, βάζω το δόντι κάτω από το μαξιλάρι, κάνω μια ευχή, να είμαι εγώ εκείνη στην αφίσα, επώνυμη, αστραφτερή στα πάρτι και στα εξώφυλλα, ήτανε η πρώτη μου φορά, συνήθως ζητούσα ρούχα για τις κούκλες μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 76
Ο θάνατος μου θα έρθει ξαφνικά και απροειδοποίητα, απόψε, στην δεξίωση μετά τα καλλιστεία, στην έπαυλη από τσαλακωμένο σελοφάν και κόκαλα, μπροστά στην πύλη της κολάσεως, που την ανοίγουν αγκομαχώντας και ιδρώνοντας, τεμαχισμένα μέλη, χέρια, πόδια, κεφάλια, προάγγελοι και υπόλοιπα του σάρκινου τοπίου που απλώνεται, αχανές, πέρα από εδώ, πέρα από αυτούς.
Ο κακομοίρης, νόμισα πως θα την γλιτώσω, όπως όλοι μας άλλωστε, ξεκουμπώνω την νύχτα αστέρι-αστέρι, η ψυχή μου τρέχει επιδέξια στον σκοτεινό ουρανό, ψαχουλεύοντας τις μικροσκοπικές λάμψεις που τρυπάνε το μαύρο πουκάμισο, αν ανοίξει από μέσα θα ξεπροβάλλει το στέρνο που ονειρεύομαι να φιλήσω, το στέρνο μου, τα καλοκαίρια, στην άμμο, είμαι ηλιακό ρολόι ακόμα και την νύχτα, είμαι σεληνοδείκτης, το φως του φεγγαριού περιστρέφει την σκιά μου, ωροδείκτης ακίνητος, ο ουρανός γυρίζει από πάνω μου, μέχρι να συναντηθούμε ξανά, και ξανά, τα πόδια, το κεφάλι, σταθερά, καρφωμένα στην άμμο, κοιτώντας ψηλά, κοιτώντας κατάματα το περιστρεφόμενο πρόσωπο της νύχτας, πάντα, η νύχτα θα περνάει βιαστικά κάτω από τα πόδια μου σαν σκιά, θα γυρνάει πάνω από το κεφάλι μου σαν ανήκουστο βινίλιο, σκιερές ώρες από τον σεληνόφωτο ουρανό, σιωπηλά τηλέφωνα στη σιωπή.
Είμαι ο Τέλης, το νόημα της ζωής είναι ότι δεν έχει νόημα, η φιλοσοφία είναι το καταφύγιο των καταναγκαστικά τεμπέληδων, όσων αναγκάστηκαν να μην κάνουν τίποτε, καταδικάστηκαν στην αδράνεια από εκείνους που έκαναν τα πάντα για να μην γίνει τίποτε, η πέτρα της απραξίας είναι το υλικό εκείνων που για λόγους αντρίκειους και ευγενείς αρνήθηκαν να πιάσουνε ξανά μαχαίρι, και με τις λέξεις, κοφτερές αλλά υπόλογες στην μνήμη, μάχονται για να χάσουν, εν άμιλλες πονηρές αθλιότερος ο νικήσας έγραψε ο άστεγος στον τοίχο του εγκαταλελειμμένου σπιτιού που έχει καταλάβει, μια γάτα γλιστράει στην χαραμάδα του μισογκρεμισμένου τοίχου, ανάμεσα από χαρτόκουτα και γυάλινα δοχεία γεμάτα βίδες, ο γέρος κοιμάται, είναι Νοέμβρης, είναι σκεπασμένος με μια κουβέρτα φτιαγμένη από μαλλιά πνιγμένων παιδιών, ηλεκτρική κουβέρτα, οι απαλές της τρίχες ηλεκτρίζονται, το μαλακό ροχαλητό του γέρου ανεβοκατεβάζει την κουβέρτα, σαν γούνα ζωντανή, οι τρίχες της λεπίδες από καπνό που αναδεύεται, αργά, σαν μαλλιά στον βυθό.
Κάθομαι δίπλα του, τον κοιτάω στο σκοτάδι, βρομάει αλκοόλ, η ανάσα του με ανακατεύει, κάθε του ροχαλητό και μια προσπάθεια ενός βρομερού φιδιού να ξεσκαλώσει από μέσα του, η σάρκα του φιδιού είναι σφιχτή, πνιγμένη ανάσα, τα λέπια φυσαλίδες από σάλιο, προσπαθεί μάταια να ξεφύγει από τα γερασμένα έγκατα που θάφτηκε, το φίδι από εξατμισμένο αλκοόλ, μπαγιάτικο, θυμωμένο.
Τον σκουντάω, μισανοίγει ένα από τα πρησμένα του μάτια, ο βολβός είναι κίτρινος, γλιστράει από την κόγχη, κρέμεται από το οπτικό νεύρο, ξαναβάζω το μάτι στην κόγχη του με στοργή, στο τριχωτό του πρόσωπο αναγνωρίζω τον πατέρα εκείνης.
Με το βρόμικο, γέρικο, κατακόκκινο από το κρύο δάχτυλο, ο άστεγος δείχνει ανάμεσα στα σκουπίδια, διακρίνω ένα ξέφωτο στο σκοτάδι, τσαλακωμένες εφημερίδες σχηματίζουν ένα δάσος μέσα στην νύχτα, τα σκοτεινά πρωτοσέλιδα σκίζονται από μια αχτίδα στιλπνού ασημένιου φωτός, έρχεται κατευθείαν από το φεγγάρι που λάμπει πάνω από την τρύπια στέγη, η αχτίδα φωτίζει το ξέφωτο, περνάει ανάμεσα στα χάρτινα δέντρα, διασχίζει γράμματα αναγνωστών, φαρμακεία, αποτελέσματα ποδοσφαίρου, φωτογραφίες κοσμικών, διαφημίσεις αλλαντικών από αλεσμένα γυαλιστερά ροζ έντερα, σκουπισμένα από πάτωμα σφαγείου.
Στο κρύο φως της αχτίδας εμφανίζονται δύο αρουραίοι, ο ένας αρσενικός, μεσήλικας, ο δεύτερος θηλυκός, γριά, ο ένας κρατάει ένα τηλεκοντρόλ, η άλλη κοιτάει αποχαυνωμένη μια σπασμένη τηλεόραση, κάνει απαίσιους ήχους με το στόμα της, αναγνωρίζω στις ποντικίσιες φάτσες τους τον πατέρα εκείνης και την μητέρα του, την γιαγιά εκείνης, μόνοι στο άδειο σπίτι, πίσω στο χωριό, ο σοβάς από πάνω τους ακόμα να επιδιορθωθεί, η σκιά στο ταβάνι χαρτογραφεί ακόμα τον λεκέ που άφησε η μητέρα εκείνης από κάτω της, λίμνη στο πάτωμα, όταν κρεμάστηκε, της φύγαν τα σκατά απ' τους σπασμούς, λίγες ώρες αφού πήρα την κόρη της παραμάσχαλα και την έφερα στην κόλαση.
Οι αρουραίοι συνεχίζουν την σιωπηλή, φεγγαρόλουστη, παράσταση τους, ακίνητοι, ούτε κουβέντα, ξαφνικά ο αρσενικός πετάει το τηλεκοντρόλ στους εφημεριδένιους θάμνους, αρπάζει την γριά από τον λαιμό, την στραγγαλίζει, εκείνη δεν αντιδράει καθόλου, τον κοιτάει με ευγνωμοσύνη, τα μάτια της υγρά, η κακία του άτιμου αυτού τρωκτικού εξατμίζεται μπροστά στην δολοφονική μανία του γιου της, μένουν μόνο δύο καφέ μάτια στο σκοτάδι, κοιτάνε με ευγνωμοσύνη τον δήμιο τους, πριν σβήσουν, σαν φως που ενοχλήθηκε από τα όσα έδειξε, σαν λάμπα που σβήνει ανακουφιστικά όταν δεν αντέχεις να διαβάσεις άλλο.
Ο γέρος παρακολουθεί την παράσταση, το έχει ξαναδεί το έργο, την σκότωσε την μάνα του τελικά, του μιλούσε από την τηλεόραση, παίρνοντας κρυφά τηλέφωνο την απογευματινή εκπομπή από το υπνοδωμάτιο της νεκρής γυναίκας του, εκείνη φταίει που κρεμάστηκε, αν δεν είχε σαλέψει τα μυαλά της εγγονής της με όλα αυτά τα ηλίθια περιοδικά και εκπομπές, εκείνη δεν θα είχε φύγει για την Αθήνα, να πάει στα καλλιστεία, η κωλόγρια έπαιρνε τηλέφωνο την τηλεόραση την ώρα που εκείνος παρακολουθούσε την εκπομπή, άκουγε την ραγισμένη της φωνή, από το διπλανό δωμάτιο, και από την τηλεόραση ταυτόχρονα, δήθεν γεμάτη θλίψη, λέει πως η νύφη της αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι η εγγονή της πήγαινε για Σταρ Ελλάς, μετά κατηγορεί εκείνον, ότι και καλά δεν την αγαπάει, δεν την φροντίζει, είναι αλκοολικός, αλκοολικός αρουραίος, φίδι στον κόρφο της, οι σκιές των αρουραίων πέφτουν πάνω στην σπασμένη οθόνη, λάμπει φεγγαρόλουστη μέσα στο σκοτάδι, σχηματίζουν το περίγραμμα της τηλεοικοδέσποινας, που κάνει νεύματα συγκατάβασης, την μια προς την κωλόγρια που λέει τον επαρχιώτικο της πόνο, την άλλη προς το κοντρόλ που την ειδοποιεί πως είναι ώρα για να διακόψουμε για διαφημίσεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 77
Τσαλαβουτάω μέσα σε λίμνες από υγρά που μόνο ένας ιατροδικαστής θα ήξερε το όνομα τους, ίσως και αυτός να χρησιμοποιούσε κάποιο ευφημισμό για να τα εξηγήσει, υγρές ντροπές λερώνουν τα σανδάλια μου, αλλά τίποτε δεν μπορεί να με σταματήσει πια, θέλω να ξεκουραστώ, ακόμα και στην κόλαση.
Το φόρεμα μου έχει ήδη καεί πάνω μου, το στομάχι μου φουσκώνει σαν καρπούζι, μέσα του καυτά αέρια πιέζουν ασφυκτικά τον αφαλό μου, σκίζεται, πέφτω ανάσκελα, σπρωγμένη από την πίεση του πίδακα ατμού που ξεφεύγει από την τρύπα που ανοίγει στο κέντρο του κορμιού μου, το φως στον ουρανό μοιάζει με ηλιοβασίλεμα στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, πορτοκαλί, χρυσό, οι σκιές είναι μενεξεδί, τα κόκκινα βαθιά, οι σάρκες και τα εντόσθια μοιάζουν λαξεμένα από εξωτικούς, πολύτιμους λίθους, η μόνη διαφορά είναι η μυρωδιά, ξινή σαν βιτριόλι μου έχει κάψει εντελώς την μύτη, τρύπα και εκεί, θυμάμαι την μπόχα των καρκινοπαθών παιδιών, γελάω με την αφελή μου σκέψη, ότι δεν μπορούσε να υπάρχει χειρότερη, πιο εμετική μυρωδιά, η κόλαση μου θα είναι λοιπόν ένα διαρκές μαρτύριο από εξατμιζόμενες εκκρίσεις τεμαχισμένων άλλων.
Αναρωτιέμαι αν με ακολουθεί κανένας από την δεξίωση, φοβάμαι να κοιτάξω πίσω μου, μπορεί κάτι, ένα βλέμμα, να με κρατήσει ακίνητη ή ακόμα χειρότερα, να με βάλει στον πειρασμό να επιστρέψω, στην ζωή, ούτε στιγμή δεν θέλω να σκέφτομαι πια την χώρα των αποχαιρετισμών, θέλω να είμαι εδώ, στην κόλαση, να λιώνω και να επανασυντίθεμαι αιώνια, ο χρόνος να είναι η μοναδική μου παρέα, οι ώρες που περνάνε το μοναδικό μου καύσιμο, από λεπτό σε λεπτό μέσα σε ένα ακριβώς λεπτό, ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω, καθόλου χτες, καθόλου αύριο.
Ο πόνος, η αγάπη μου, με κάνει καλύτερη, όσο πιο καλή μπορώ, όσο πιο ανηλεής είναι τόσο πιο πολύ πιστεύω στις υποσχέσεις που δίνω, τις τηρώ, είμαι καλός άνθρωπος, καλό παιδί, δεν κάνω πια τα όσα δικαίως μου καταλογίζουνε, αρκεί να σκεφτεί η κόλαση, που είναι οι άλλοι, ότι δεν ήξερα τι με περίμενε, δεν φανταζόμουν τι θα φανταζόταν, πόσο στραβά μπορεί να πήγαιναν τα πράγματα για μένα αφού πεθάνω, πόσοι τρόποι υπάρχουν να πονέσεις, αφού ζήσεις απρόσεκτα, δεν σκέφτεσαι τι μπορεί να σε περιμένει, παρακάτω, τι θα πληρώσεις για τα όσα πήρες, και απόλαυσες, τα στρέμματα από ιλουστρασιόν χαρτί, τα σπίτια από τσαλακωμένα σελοφάν, μου φαίνονται όλα τόσο αστεία πια, τώρα που δεν είμαι η γυναίκα του καναλάρχη, τώρα που με χωνεύει η γη, και γίνομαι ένα, ένα με το υπόλοιπο τοπίο από σάρκα, ο θεός είναι χασάπης και διακοσμητής, η κόλαση είναι ο παράδεισος γδαρμένος, από τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρα, η αλήθεια χωρίς ψέμα, επώδυνη, αφόρητη.
Τα χέρια μου, τα πόδια μου, και τα πλευρά μου μασιόνται από τα στόματα που ανοιγοκλείνουν, ένα κοπάδι από δαύτα έχει μαζευτεί γύρω μου, ο πίδακας από ατμό έχει εξαντληθεί, μόνο μια κοτσίδα από γκρι καπνό αργοσαλεύει τεμπέλικα, σαν γλώσσα δράκου από την σπηλιά που άνοιξε στην σκασμένη μου κοιλιά, το κεφάλι μου πλέει σε μια θάλασσα από πόνο, μου έχει κοπεί η ανάσα, η λαλιά, η σκέψη, ένα κομμένο χέρι με χαϊδεύει στοργικά, γδαρμένο, τα νύχια κίτρινα από την νικοτίνη, μια φωνή με ρωτάει αν μετάνιωσα, απαντάω με ένα νεύμα, σηκώνω τον ώμο, μισοχαμογελάω, δεν έχει σημασία, ούτως ή άλλως δεν είναι εκπαιδευτική εκδρομή, ακόμα και αν σωφρονίστηκα θα συνεχίσω να τιμωρούμαι, αιώνια, η τιμωρία αυτή το τίμημα για να μην ξαναζήσω ποτέ, μιας και καμία κόλαση φτιαγμένη από γδαρμένα ανθρώπινα υπολείμματα δεν μπορεί να συγκριθεί με την φρίκη της κόλασης των ζωντανών ανθρώπων, εκεί όπου ακόμα και ο πόνος είναι πολυτέλεια εκείνων που αισθάνονται, και όχι ένα απλό μαρτύριο στην αιωνιότητα, όπως ανακαλύπτω ότι είναι εδώ, στην κόλαση που λιώνω, για να γίνω κι εγώ με την σειρά μου, ένα αναπόσπαστο τμήμα του σάρκινου τοπίου, ένας σάρκινος λοφίσκος, ένας θάμνος από κόκαλα, ένα σπίτι από τσαλακωμένες μεμβράνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 78
Την ώρα που ο Τέλης παρακολουθεί την παράσταση των αρουραίων, ανεβάζουνε τον Φόνο της Υπερήλικης Τηλεθεάτριας, πνιγμένη από τον μανιοκαταθλιπτικό γιο της, τον στραγγαλισμό της ξεμωραμένης από τον πατέρα εκείνης, την ώρα που η σύζυγος του καναλάρχη χωνεύεται μέσα σε μια κόλαση από εντόσθια που πλάθουν ένα τοπίο πόνου, πλαστελίνη με φλέβες, την ώρα που εκείνη κρύβει το παιδικό της δόντι κάτω από το μαξιλάρι και κάνει την ευχή να γίνει Σταρ Ελλάς, την ώρα που ο γιος του καναλάρχη πεθαίνει από τα μικρόβια που σκορπίζει στον αέρα ένα φτάρνισμα καρκινοπαθούς παιδιού, την ώρα που η μουσική σκορπάει ηλεκτρονικά θραύσματα μέσα στην έπαυλη από τσαλακωμένο σελοφάν, την ώρα που το φεγγάρι αναζητάει τρύπες σε στέγες για να φωτίσει τις μικροσκοπικές παραστάσεις που στήνουν τα παράσιτα αυτού του κόσμου, πρεμιέρες στα σκουπίδια, την ώρα που τα ανθρώπινα μέλη σκαρφαλώνουν κάτω από φούστες και μέσα από μπατζάκια, καρφώνοντας τα κατσαριδένια πόδια τους στις ανυποψίαστες σάρκες των ξενιστών τους, την ώρα εκείνη, εγώ, το κοριτσάκι με τους αναπτήρες, η πρώην γκόμενα, η καψούρα πωλήτρια, το φάντασμα του ταμείου, είμαι σπίτι μου, ακάλεστη, το φόρεμα που πήρα κρέμεται στην ντουλάπα, κανένας δεν θυμήθηκε να στείλει πρόσκληση σε μένα, για την δεξίωση μετά τα καλλιστεία, κάθομαι στο σαλόνι του σπιτιού μου, ακάλεστη, παρακολουθώ την αναμετάδοση από την βραδινή εκπομπή της τηλεπαρουσιάστριας του πρωινάδικου, κάθε νύχτα έχει έξι τηλεοπτικές ώρες δικές της, αναμεταδίδει εικόνες από τις ζωές, τα σπίτια, την καθημερινότητα αλλά και την λάμψη των καταδικασμένων σε επωνυμία.
Σήμερα, έχει κατασκηνώσει με το συνεργείο της στην μέση της πίστας του πάρτι στην έπαυλη του καναλάρχη, ενοχλεί τους καλεσμένους με ανόητη φλυαρία και αδιάκριτες, ουσιαστικά κακοήθεις, παρατηρήσεις, τινάζει ξανθά μαλλιά κάθε φορά που μια σφαίρα διασχίζει το κεφάλι της, είναι διάτρητο, το κρατάει όρθιο, κρυμμένος από πίσω της, ένας αόρατος βοηθός παραγωγής, τα γέλια και η μουσική του πάρτι συνοδεύουν την εικόνα της πυροβολημένης με κοροϊδευτικό, κλειστοφοβικό τρόπο.
Γελάω με την θλιβερή της κατάσταση, αλλά δεν φτάνει ούτε για ένα πιάτο φαγητό το ρύζι που ξέμεινε, καλύτερα, θα είμαι πιο αδύνατη αύριο, περπατάω πάνω-κάτω στο άδειο διαμέρισμα, τα σπασμένα τζάμια αφήνουν τον κρύο Νοέμβριο να περνάει ορμητικός μέσα από τα δωμάτια, παντού γύρω μου στοίβες από περιοδικά και άχρηστα αντικείμενα, έχω μάθει πια καλά τα μονοπάτια ανάμεσα στα σκουπίδια που μαζεύει η ζωή μου, τα μονοπάτια μέχρι τα ξέφωτα, εκεί που τα τρωκτικά ανεβάζουν κάθε βράδυ παραστάσεις, φωτισμένες από το φεγγάρι που τελικά βρήκε τρύπα, από το κατεστραμμένο πατζούρι, φωτίζει, σοφά, την μικρή σκηνή που θα σας αφηγηθεί πως πέθανα εγώ, αντί να με παντρευτεί και να γλιτώσω, απ' το μετρό, απ' το ταμείο, από το ρύζι.
Μια κατσαρίδα πρωταγωνιστεί, και υποδύεται εμένα, κάτι που καταλαβαίνεις μόνο αν ξέρεις ότι το μανό με το οποίο έχει βάψει το σκληρό της καβούκι είναι το αγαπημένο μου.
Προφανώς χωρίς πολλές απαιτήσεις, πέρα από απόλυτη στωικότητα και αυτοσυγκέντρωση, ο ρόλος απαιτεί από την κατσαρίδα να κοιτάει το κενό, που περνάει μπροστά από τα μάτια της, γεμάτο στριμωγμένους επιβάτες, ο ένας πάνω στον άλλον, σαν πολλαπλοί Πινόκιο στην κοιλιά μιας ανύπαρκτης φάλαινας, απασχολημένοι από τις μυρωδιές και τα περιοδικά που διαβάζουν οι γύρω τους, τα μάτια καρφωμένα στο κενό ή σε λαθραίες σελίδες, νομίζεις ότι από στιγμή κάποιος θα αναφωνήσει βρήκα την έξοδο και τότε όλοι θα τρέξουν, σπρώχνοντας, πανικόβλητοι μην τυχόν και δεν καταφέρουν να βγούνε έξω από το τιποτένιο τρένο, θα πεθάνουν από ασφυξία στην στενή χαραμάδα που οδηγεί έξω από το τίποτε, που περνάει μπροστά από τα μάτια μου, το τίποτε που δεν έχει θέση για μένα.
Χαζή, πουτάνα, φορτωμένη με διαμάντια, και γούνες, στο γυαλιστερό εξώφυλλο, εσένα ερωτεύτηκε, ο μαλάκας ο παπουτσής που το παίζει πρίγκιπας, σκατοπούτα, κακιά πανούργα άκαρδη χωριάτα, εμφανίστηκες ξαφνικά και μου πήρες την ελπίδα κάτω από την μύτη, τράβηξες το χαλί κάτω από τα πόδια μου, ανακουφίστηκα, τώρα πια το παίζω μαλακισμένη εκδοχή του Καζαντζάκη, δεν πιστεύω σε τίποτε, είμαι πια ελεύθερη, όποιος ελπίζει απελπίζεται, μαρτυρική φαγούρα, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, σαν κακιά αρρώστια, μολύνει ακόμα και τα σκουλήκια που τρώνε το κουφάρι.
Πιάνω ένα βιβλίο, το ποτήρι με την κόκα κόλα ιδρώνει, η υγρασία στο ταβάνι διασχίζεται από αόρατα υπερωκεάνια, είμαι η σκιά στον τοίχο, η γεροντοκόρη στον καναπέ, ξεφυλλίζω, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω, θα πάω ένα σινεμά μόνη μου, θα την πέσω στο αγόρι που πουλάει εισιτήρια, στα ίσα, θα του ζητήσω να με βάλει στην ταινία, να έρθει και αυτός μαζί μου, να παίξουμε μαζί τους ρόλους που μας αξίζουνε, είναι ωραίος, τον ερωτεύτηκα σε μια μεταμεσονύκτια, πάλι μόνη μου, αγκαλιάζω τον εαυτό μου στο σκοτάδι, τον φιλάω, του αγοράζω ποπ κορν, περπατάω πίσω προς το σπίτι, η ταινία στεγνώνει στο μυαλό μου, αφήνοντας σημάδια από υγρασία που εξατμίστηκε, αρχαία δαχτυλίδια, ακτές από μούχλα, εκεί ξεβράζουνε σακούλες που πετάω από τα καράβια τα καλοκαίρια, όποτε πάω διακοπές, τρώω πατατάκια στο κατάστρωμα, μικρή ακόμα, οχτώ χρονών, η πράσινη λαδομπογιά του καταστρώματος αντανακλά τον ουρανό, γλιστράω στην καυτή λαμαρίνα, πράσινα σύννεφα, ο θαλασσινός αέρας, αρμυρός, ανακατεύεται με τον λιπαρό καπνό του φουγάρου, η θάλασσα σχίζεται στα δύο, στο αφρισμένο μονοπάτι πνίγεται ένα εισιτήριο, για ένα έργο που προβάλλεται από κάτω μας, στον βυθό, ένα έργο με τους ρόλους που τελικά θα παίξουμε, εγώ και ο εαυτός μου, μια σκιά γεμάτη πίκρα ακολουθεί υποθαλάσσια το καράβι, όλοι νομίζουμε ότι θα μας πάει στο νησί για διακοπές, αλλά απλά θα βυθιστούμε στις εικόνες που πνίγονται από κάτω μας, πάνω σε ράχες από απόκοσμα σαλάχια προβάλλονται τα ηλίθια όνειρα μας, καλοχτενισμένα και ντυμένα από εκκεντρικούς ενδυματολόγους, όλα υποτιτλισμένα με υπέροχες ατάκες, σε γλώσσες που δεν καταλαβαίνει κανείς, το φως του ήλιου γίνεται ακτίνες φεγγαριού κάτω από την θάλασσα, η θάλασσα είναι η νύχτα του ουρανού, το νερό φυλάει το σκοτάδι απ' τον αέρα, οι ακτίνες του ήλιου διασχίζουν το υγρό σκοτάδι, μεταμορφώνονται σε ακτίνες φεγγαριού, δέσμη φωτός από εξωθαλάσσιο, διαπλανητικό προβολέα, προβάλλουν έργα στον βυθό, στις ράχες των ψαριών, μονοπάτι από σχισμένο νερό, και αφρό, λαμπερό, σαν λέπια φιδιού, που πνίγεται, στα σωθικά μας, βαθιά.
Η κατσαρίδα σταματάει τον μονόλογο της, οι παιδικές της διακοπές χωρίζουν από τα όνειρα της, το κουδούνι της εξώπορτας την επαναφέρει στην πραγματικότητα, σαν κουδούνι σχολείου που σταματάει το παιχνίδι των παιδιών, μουτρωμένα επιστρέφουν στα θρανία, η κατσαρίδα που είμαι εγώ είναι γριά, σηκώνομαι, πάω αργά μέχρι την πόρτα, να δω ποιος είναι, και τι με θέλει, γλιστράω πάνω στα νερά που έτρεξαν από το χαλασμένο μου πλυντήριο, πέφτω κάτω, η λεκάνη μου χωρίζεται στα δυο, δεν σπάει καν, απλά χωρίζεται και μένω παράλυτη για λίγο, μέχρι να πεθάνω, αβοήθητη πάνω στο μωσαϊκό, το ακουστικό από το θυροτηλέφωνο τρέμει στο χέρι μου, οι θόρυβοι από τον δρόμο φτάνουνε μέχρι εμένα αλλά εγώ δεν μπορώ να μιλήσω, ο θάνατος απλώνεται σαν οργασμός βαθύς σε όλο μου το κορμί, αρχίζει από τα πόδια μου, ξαφνικά κρυώνουν, το πρόσωπο μου παγώνει σε μια έκφραση φρίκης, μάτια γυρισμένα ανάποδα, προσπαθούν να δούνε προς τα πού γλιστράνε όλες οι εικόνες που έχουνε απορροφήσει, από το θυροτηλέφωνο ακούω την φωνή της συζύγου του καναλάρχη, είναι η τελευταία φωνή που ακούω πριν πεθάνω, είμαι πολύ γρια από πολύ νωρίς, από τον δρόμο το θυροτηλέφωνο αναμεταδίδει μια μηχανή με πειραγμένη εξάτμιση, ακόμα και την στιγμή που φεύγει η ψυχή μου μια ενόχληση με πιέζει να βιαστώ, να πεθάνω, μια ώρα αρχύτερα, άνοιξε μου φωνάζει η πλούσια γριά από κάτω, συνεχίζει να πατάει το κουδούνι επίμονα, είμαι νεκρή, και να ήθελα δεν θα μπορούσα να της ανοίξω, επιτέλους, για πρώτη φορά δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, το προνόμιο του θανάτου είναι ότι σε απαλλάσσει από τις ευθύνες, μια βουτιά στο χώμα δεν έχει ανάδυση, πίσω από το μάρμαρο του τάφου σου προβάλλεται ταινία, τα νεκροταφεία είναι μυστικοί κινηματογράφοι, οι ταφόπλακες παίζουν άλλο έργο η κάθε μια, άλλα κάνουν θραύση, άλλα παίζουνε χωρίς κοινό, η ταξιθέτρια ονειρεύεται μέσα στο σκοτάδι της άδειας αίθουσας, το όνομα σου είναι τίτλος, μιας ταινίας που όταν γυρίζεται ακόμα, δεν ξέρεις αν θα δει κανείς, πρέπει να περιμένεις την προβολή και τις κριτικές, κάτω από το χώμα, πίσω απ' την ταφόπλακα, πρεμιέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 79
Ο κλειδαράς, επιτέλους, ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος της πωλήτριας του ηλίθιου παπουτσή, σίγουρα πρώην διαρρήκτης, το παίζει αδιάφορος για το ότι είμαι επώνυμη, πάμπλουτη γυναίκα, ίσως και να με αναγνώρισε, να έχει δει την φωτογραφία μου στα κοσμικά, στα περιοδικά που αφήνει η γυναίκα του κουρέα πάνω στο μικρό τραπέζι, το μόνο έπιπλο που υπάρχει στο συνοικιακό μπαρμπέρικο, εκεί που συντηρεί το πρωτόγονα αντρικό του κούρεμα, βλέπω το κεφάλι του να αναδεύεται από κάτω μου, καθώς, σκυμμένος ο πρώην διαρρήκτης-κλειδαράς, στρίβει μυστήρια αντικλείδια, τα ξετρυπώνει από την τσάντα με τα εργαλεία.
Μόλις η πόρτα ανοίγει διάπλατα, ο κλειδαράς τρέχει να ξεφύγει από τους σεκιουριτάδες μου, εκείνοι τον προλαβαίνουν, του καρφώνουν ένα σουγιά στο μάτι και του βγάζουνε τον βολβό έξω, κρέμεται από το οπτικό νεύρο, μέχρι να επιστρέψω θα τον βασανίζουνε, οι εικόνες από τους ακρωτηριασμούς και τα μαρτύρια θα αναμεταδίδονται στον εγκέφαλο του, αλλά το βλέμμα του δεν θα υπακούει πια στην θέληση του, δεν θα μπορεί ούτε τα μάτια να κλείσει.
Εκτός από ανυπόμονη, κατουριέμαι κιόλας, ο ηλίθιος ο σοφέρ με περιμένει κάτω, είναι ο άντρας μου φυσικά, μεταμφιεσμένος σε οδηγό λιμουζίνας, όπως συνηθίζει να κάνει αν και κανείς δεν το βρίσκει διασκεδαστικό, από το θυροτηλέφωνο άκουσα την πωλήτρια του ηλίθιου παπουτσή, να ρωτάει, ποιος, ποιος, η επεξεργασμένη από το φτηνό ηχείο φωνή της έμοιαζε σαν φάρσα στο κρύο δρόμο που στεκόμουνα, οι περαστικοί ούτως ή άλλως δεν άκουγαν τίποτε, τα αυτιά τους παρακολουθούσαν παγωμένες συζητήσεις από τα κινητά τους, έτρεχαν κυνηγημένοι από φωνές που δεν ακούγονταν πέρα από το κεφάλι τους, οι σκέψεις είναι η τελευταία λειτουργία του ανθρώπινου μυαλού που δεν μπορεί να αναπαραχθεί τεχνολογικά και να αναμεταδοθεί, ή όραση είναι ήδη ανατεθειμένη σε οθόνες, από το κινητό μέχρι την τηλεόραση, έχουμε ήδη τυφλωθεί, επειδή δεν χρειάζεται να βλέπουμε, το κάνουνε οι μηχανές για μας.
Αφήνω την κύστη μου να ξεφουσκώσει, τουλάχιστον ένα λίτρο γεροντικά κάτουρα μουλιάζουνε την πάνα ακράτειας που κρύβεται κάτω από την εφαρμοστή, μίντι φούστα που φοράω, η τεχνητή λίμνη δεν φαίνεται καθώς διασχίζω το ημίφως του μικρού, κρύου διαμερίσματος, το μωσαϊκό κάτω από τα τακούνια μου μοιάζει με χάρτη από χώρες που ήταν ναρκοπέδια για πολλούς αιώνες, νησιά πνιγμένα στο τσιμέντο, θάλασσα γκρι, χειμωνιάτικη, άμμος γκρι, γκρι ουρανός, έξω από το παράθυρο, περνάει γκρι φως μέσα από τις τρύπες στα κατεβασμένα πατζούρια, μια συννεφιασμένη ντίσκο μπάλα σκορπάει μουντές κηλίδες στο δωμάτιο, η κωλοπωλήτρια είναι πεσμένη στο πάτωμα, νεκρή, τα μάτια της γυρισμένα μέσα στο κρανίο, πως σκατογέρασε έτσι, μια απόλυση της έγινε, για πλάκα, στην δεξίωση του καναλάρχη, του άντρα μου, στο σπίτι μας, την πήρε από κάτω, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της, το στόμα της μισάνοιχτο, δεν πρόλαβε να απαντήσει όταν της είπα στο θυροτηλέφωνο ότι διέσχισα την κόλαση για να μου δώσει πίσω το δόντι εκείνης, που το είχα κλέψει τόσα χρόνια πριν, όταν άρχισα να την παρακολουθώ, κρυμμένη μέσα στις φωτογραφίες των κοσμικών, χωμένη στις στοίβες από περιοδικά που άφηνε η γιαγιά της, δίπλα από το κρεβάτι της, περιοδικά που αργότερα θα την έκαναν εξώφυλλο, όπως ακριβώς είχε ευχηθεί, από οχτώ χρονών παιδί, να γίνει, ψιθυριστά, κρύβοντας το δόντι, κάτω από το μαξιλάρι, το δόντι πέθανε και ξεκόλλησε μέσα από το παιδικό της στόμα, μια πορσελάνινη ανάσα, σαν ευχή ξετρύπωσε από το κοριτσίστικο της στοματάκι, αντί να εξατμιστεί, σαν γούνα από ατμό, τυλίχτηκε σαν φίδι, γύρω από τον λεπτό της λαιμό, έγινε ένα μόνιμο, αόρατο περιλαίμιο, περιμένοντας οποιονδήποτε, να τραβήξει το λουρί, να την πάει βόλτα, όπου εκείνος ή εκείνη ήθελε, από οχτώ χρονών αδέσποτη, σαν σφαίρα.
Κάνω το διαμέρισμα φύλλο και φτερό, ξεσκίζω στρώματα και μαξιλάρια, τινάζω στον αέρα ολόκληρες βιβλιοθήκες γεμάτες σαχλαμάρες, κομμένα κεφάλια από κρυστάλλινα ελαφάκια σκορπίζονται στο πάτωμα, κόβω με τα δόντια μου μπουκάλια από σαμπουάν, σκίζω τις πίσω πλευρές επίπλων, ανεβαίνω στο πατάρι, χώνω το κεφάλι μου μέσα στο φούρνο, μάταια, το δόντι εκείνης δεν είναι πουθενά, ανάθεμα την, αυτήν, τα όνειρα της, το μίζερο διαμέρισμα, της, σκίζω τα ρούχα της, κρέμονται αφόρετα, ακόμα με τις ετικέτες, στην μίζερη ντουλάπα της, και αυτή βαμμένη με το ίδιο φτηνό πλαστικό άσπρο που είναι πρόχειρα πασαλειμμένο το υπόλοιπο της διαμέρισμα, αν ήξερα σε τι αθλιότητα ζούσε δεν θα της είχα δώσει ποτέ το δόντι για να το κρύψει μέσα στο τακούνι, το κρυστάλλινο τακούνι, που ήξερα ότι εκείνη θα διαλέξει να φορέσει για τα καλλιστεία. Ξεβιδώνω το σιφόνι κάτω από τον νεροχύτη, αναποδογυρίζω το πλυντήριο πιάτων, σκίζω στα δυο το πλυντήριο ρούχων, σπάω σε χίλια κομμάτια τον φούρνο μικροκυμάτων, κατεβάζω τις κουρτίνες μαζί με τα κουφώματα, γύρω μου το σπίτι μοιάζει με βομβαρδισμένο σπίτι στο Ιράκ, είμαι εξοργισμένη, σαν να θέλω να πάω σε ραντεβού και να μην βρίσκω τα κλειδιά μου, όχι, είμαι χίλιες φορές πιο πολύ θυμωμένη απ' αυτό.
Αρχίζω να κλωτσάω το ακόμα ζεστό κουφάρι της πωλήτριας, τα δάχτυλα των ποδιών μου σκαλώνουν στις δίπλες της αγύμναστης κοιλιάς της, αυτό με κάνει έξω φρενών, ειδικά ο ιδρώτας που έχει μαζέψει στις σάρκινες ρυτίδες καθώς πέθαινε, μπαίνει κάτω από τα βαμμένα νύχια των ποδιών μου, ξεπροβάλλουν από το ολοκέντητο σανδάλι μου, κλωτσάω, κλωτσάω, κλωτσάω, μέχρι που το πόδι μου χώνεται ολόκληρο μέσα στην κοιλιά της, μόλις το τραβάω ένας πίδακας από μαύρο, πηχτό αίμα με κάνει λούτσα, στο πόδι μου είναι σκαλωμένο το κεφάλι ενός αγέννητου μωρού, ουρλιάζω, κλωτσάω στον αέρα, το κεφάλι ξεσκαλώνει, σκάει στον τοίχο σαν παιχνίδι για σκυλιά, το μαλακό κρανίο σκάει σαν ρόδι, από μέσα αντί για μυαλό ξεπροβάλλει ένα δόντι, το δόντι εκείνης, καλά φυλαγμένο στο κεφάλι του παιδιού που φυλούσε η πωλήτρια στην κοιλιά της, το μυστικό παιδί στο ροδακινί στομάχι της, το πρόσωπο του αγέννητου μωρού ίδια η μητέρα εκείνης, η χωριάτα που κρεμάστηκε, πιάνω το δόντι στον αέρα και το καταπίνω. .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 80
Γλιστράω, μέσα στον οισοφάγο της φιλάνθρωπου συζύγου του καναλάρχη, ο καταπιόνας της συσπάται μοχθηρά, με σπρώχνει γρήγορα, αδηφάγα, στο ροδακινί στομάχι της, πέφτω σε έναν βούρκο από λιωμένα αντικαταθλιπτικά, γαστρικά υγρά, γερασμένο αίμα και μισομασημένα κεράσια, είμαι ένα παιδικό δόντι, είμαι μια ευχή, με χωνεύει η σπηλιά που είναι το στομάχι της, τοπίο από εντόσθια, σκιερό, ζεστό, υγρό, οξύ.
Κατρακυλώντας σε επαρχιώτικους καμπινέδες, κρυμμένο μέσα σε μαλακά, γεροντικά σκατά, ταξιδεύοντας μέσα σε σπανακόπιτες, αντανακλώντας τηλεοπτικά συνεργεία, κρυμμένο κάτω από μαξιλάρια, είμαι το χαμένο δόντι, άλλοτε σπασμένο, άλλοτε πορσελάνινο, άλλοτε χρυσό, είμαι η ευχή εκείνης, η ευχή που όταν μεγάλωσε έγινε κατάρα, το όνειρο που όταν πλησίασε τον καθρέφτη είδε την αλήθεια, έγινε εφιάλτης, είμαι η ελπίδα που έβγαλε δόντια, κοφτερά, σαν άδεια Κυριακή, σαν παιδικό απόγευμα, περιοδικό που ξεφύλλισες, μέσα στις σελίδες του κρυμμένη η Λέλα, ο καναλάρχης, ο γιος του, η γυναίκα του, η παρουσιάστρια του πρωινάδικου, η τριαντάρα αδερφή, ο Τέλης, και τόσοι άλλοι, που φαίνονται ή όχι στις αστραφτερές φωτογραφίες που κοιτάς, σε κοιτάνε, είσαι ο φακός, παράλυτος κύκλωπας.
Θα με χωνέψει, η μέγαιρα, η σύζυγος του καναλάρχη, ελπίζει να λιώσω, να εξαφανιστώ, να μην μάθει κανείς ότι με έκλεψε, μέσα από την κοιλιά της καψουρεμένης πωλήτριας παπουτσιών, την κοιλιά που έσκασε σαν σάρκινο καρπούζι απ' τις κλοτσιές, με έβγαλε μέσα από το κεφάλι του μωρού, του αγέννητου μωρού της πωλήτριας, του μωρού που σκάλωσε ανάμεσα στα δάχτυλα της συζύγου του καναλάρχη, γυμνά μέσα από το ακριβό πέδιλο, όπως με είχε κλέψει και παλιότερα, η σύζυγος του καναλάρχη και τότε, αλλά μεταμφιεσμένη, πριν από χρόνια, με πήρε, κάτω από το μαξιλάρι εκείνης, αφού η μάνα της έσβησε το φως, εμφανίστηκε αθόρυβα, η σύζυγος του καναλάρχη, σου λέω, μεταμφιεσμένη σε καλή νεράιδα, αρρώστια από την κόλαση, εκείνη δεν την είδε, μόλις την είχε πάρει ο ύπνος, ύπνος παιδικός, ήσυχα, ήσυχα, ήσυχα, θυμάμαι ακόμα την ανάσα της, καραμέλα από αέρα, πιπιλούσε το σκοτάδι, κρυβόμουν, κάτω από το μαξιλάρι, με άρπαξε, με ρώτησε, της ομολόγησα την ευχή που κουβαλούσα, σαν μικρό πορσελάνινο άλογο, την ευχή εκείνης, να γίνει διάσημη, πλούσια, επώνυμη.
Αργότερα, ένα μεσημέρι Πέμπτης, η φιλάνθρωπος σύζυγος του καναλάρχη, πάλι, μεταμφιέστηκε ξανά, αυτή τη φορά σε εργάτρια, πήγε στο εργαστήριο παρασκευής σπανακόπιτας, η ξινή μυρωδιά από το κατεψυγμένο σπανάκι, η πράσινη λάσπη που έβραζε στα καζάνια, έκανε μέρες να φύγει από τα φυτευτά μαλλιά της η μπόχα, έριξε το δόντι, μέσα στην σπανακόπιτα, σταύρωσε ανάποδα το κομμάτι, το καταράστηκε, να φέρνει την τιμωρία που έρχεται σαν απάντηση στις προσευχές εκείνης, όταν κοιμάται, όταν περιμένει την νεράιδα να πάρει το δόντι που της έπεσε, παιδί ακόμα, χαζή, που να' ξέρε τι την περιμένει όταν μεγαλώσει, βηματίζει σαν υπνοβάτης, κατευθείαν στον θάνατο, την δυστυχία, την μοναξιά, την αρρώστια, μην ακούω για ευτυχίες και τέτοια, απορώ πως δεν βαριέστε, που βρίσκετε το κουράγιο να πιστεύετε κάτι άλλο, εκτός από αυτό που νιώθετε στο πετσί σας κάθε μέρα, η ζωή είναι μια κακοήθης φάρσα ενός σαδιστή θεού, οι ανάπαυλες από την φρίκη είναι απλές εκτονώσεις, αναβολικά χαράς για να πάρετε δύναμη, να αντέξετε και άλλα βασανιστήρια, η ευτυχία είναι ναρκωτικό, διεγερτικό, εθιστικό, ένεση για να συνέλθετε από την λιποθυμία που σας επιφέρει το μαρτύριο της ζωής, σουτάρετε ενδοφλέβια ευτυχία μέχρι να πεθάνετε, υπάρχουν όμως εκατομμύρια τρόποι για να ηττηθείτε, και εσείς κρύβετε δόντια κάτω από μαξιλάρια, κάνετε ευχές, χαζά, άτυχα δόντια παιδιών που γεννήθηκαν, όχι από αγάπη, αλλά για εκδίκηση, η σκέψη των γονιών όταν αποφάσισαν να σας κρατήσουν δηλητηριώδης, απλή, φίδι, τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό τους, σφυρίζει, στο αυτί, το φίδι της εκδίκησης στο αυτί των γονιών σας, λέει, τόσο που υπέφερες, κάνε ένα παιδί να υποφέρει μαζί σου, να έχεις παρέα στα μπουντρούμια, στους τροχούς, στις σιδηρές παρθένες, στην θράκα, στην πυρά, στην αγχόνη, στην λαιμητόμο, στο προκρούστειο κρεβάτι, στο λιντσάρισμα, στο εκτελεστικό απόσπασμα, στην ηλεκτρική καρέκλα, στην αυτοκτονία, παντού, όπου και αν βασανίζεσαι, με όποιον τρόπο, ένα παιδί είναι αυτό που θα σε παρηγορήσει, θα είναι μια ανακούφιση, έστω στιγμιαία, το γέλιο που θα σου προκαλεί η αφέλεια του, όταν το βλέπεις να κρύβει δόντια κάτω από το μαξιλάρι, τα παιδιά είναι ακούσιοι διασκεδαστές των ενήλικων, αθώοι και ανυποψίαστοι παλιάτσοι μικρού μεγέθους και ακόμα πιο μικρών απαιτήσεων, σε λίγο έτοιμα κι αυτά να πάρουνε την θέση που τους περιμένει, θέση περίοπτη, στα χέρια των βασανιστών, των δήμιων, των άλλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 81
Δεν με ενδιαφέρει αν με βλέπουνε, ούτως ή άλλως το ασανσέρ έχει σαν μοναδική έξοδο κινδύνου τον καθρέφτη, το φως τρεμοσβήνει, κίτρινο, σαν ηπατίτιδα, από πάνω, ανακριτικό, κάνει κύκλους κάτω από τα μάτια, ανοίγω την πόρτα, είμαι στον όροφο μου, έχω φύγει από το πάρτι για τα καλλιστεία, προς τιμήν μου, αφού είμαι Σταρ Ελλάς, εγώ είμαι εκείνη, επώνυμη, αστραφτερή.
Σαν προσευχή, φυλλομετράω τα εξώφυλλα που με λοιδορούν για την ευχή να γίνω εκείνη, ανοίγω την τηλεόραση, το δελτίο ειδήσεων αναμεταδίδει ένα παιδικό μου ρέψιμο, μου έρχεται αναγούλα, ο εμετός από το αλκοόλ με βία συγκρατιέται στο αλαβάστρινο λαιμό μου, είμαι ένας κύκνος που γλιστράει πάνω σε παγωμένες λίμνες, γκρι, γκρι ουρανός, Νοέμβρης, Στοκχόλμη, Πέμπτη, κάνω ζάπινγκ, όλα τα κανάλια αναμεταδίδουν την ίδια σκηνή, εμένα, εκείνη, στα 8 μου, δείχνουν να βάζω το χέρι μπροστά στο στόμα, δεν είναι ρέψιμο τελικά, κάτι φτύνω, ένα δόντι, το κρύβω κάτω από το μαξιλάρι, μια κάμερα με κατέγραφε από τότε, υπάρχουν πλάνα μου, οχτάχρονη ακόμα, στο χωριό, χειμώνας, παιδική κουβέρτα, βάζω το δόντι κάτω από το μαξιλάρι, η παρουσιάστρια του πρωινάδικου πληροφορεί το κοινό ότι μπορεί να δει το επεισόδιο με την κακιά νονά από Δευτέρα, που θα έχουν τελειώσει τα γυρίσματα και ο καιρός θα είναι καλός, βλέποντας τηλεόραση στην λιακάδα, ένα λιβάδι γεμάτο τηλεθεατές, η μέρα φέρνει την νύχτα, οι τηλεθεατές κοιτάνε τον νυχτερινό ουρανό, καθρεφτίζεται στις σκοτεινές οθόνες, μετράνε τα αστέρια που πέφτουν σαν τηλεοπτικό χιόνι στον ουρανό, στέλνουν ερωτικά μηνύματα σε τηλεοπτικά παράθυρα, κάνουν σεξ κοιτώντας τηλεόραση, ψάχνουν το τηλεκοντρόλ ενώ φιλάνε τον έρωτα της ζωής τους, που μιλάει ταυτόχρονα στο κινητό, δίνει συνέντευξη στον αέρα για την καταγγελία του υδραυλικού, που ξέχασε την κάμερα του σπίτι σου, συνδεδεμένη στο διαδύκτιο, τώρα όλοι μπορούν να ξέρουνε ότι έχεις βίτσιο να αφήνεις το καπάκι της μαγιονέζας δίπλα στα σκουπίδια, αλλά κανείς δεν θέλει να το μάθει, ή κανείς δεν αντιδρά, και έτσι, η ελευθερία γίνεται η μεγαλύτερη σου παγίδα, το σύνορο που δεν έπρεπε να ξεπεράσεις, αν ήθελες να την γλιτώσεις, να μην γίνεις σαν κι εκείνη, ένας απλήρωτος λογαριασμός, έχει σημειωμένο πάνω ένα κινητό, μια αόρατη σειρά συμπτώσεων με οδηγεί στο κρεβάτι μου, είμαι εκείνη, όλοι είμαστε εκείνη, όλη.
Το μαξιλάρι ξεφουσκώνει, γύρω από το προφίλ μου, τα ξανθά μου μαλλιά απλώνονται σαν τριχωτό φωτοστέφανο, τα βλέφαρα πεταρίζουν πάνω από τα όνειρα που έχω αρχίσει ήδη να βλέπω, ο λαιμός μου είναι ακόμα αλαβάστρινος, η κάμερα γουργουρίζει, όλοι κρατάνε την ανάσα τους, μέχρι να ανάψουν τα φώτα, μέχρι να με τυφλώσουν, ανακριτικά, απόλυτο σκοτάδι, εκείνο του παιδικού μου ύπνου, σκοτάδι χωρίς διάλογο, χωρίς συζήτηση, χωρίς υπότιτλους, σκοτάδι από σκιές, υποψίες, κάνει πολιτική της απέχθειας, ψηφοθηρεί μοχθηρά, ζητάει να είμαι αποκρουστική, το κάνω, ο εφιάλτης έχει αρχίσει όταν όλα έχουν τελειώσει, τότε είσαι πια ελεύθερος να πεις ότι θες, κανείς δεν σε ακούει, συνεχίζεις όμως να ονειρεύεσαι, αλλά μόνος τώρα πια, μην περιμένοντας τίποτε, όταν η ελευθερία έχει γίνει η απόλυτη παγίδα, για έναν, από έναν, χωρίς άλλους, χωρίς εγώ, μόνο αυτοί, η κόλαση.
Πρέπει να κοιμηθώ, επειδή αύριο έχω καταναγκαστική φωτογράφηση μόδας στο εργοστάσιο παιχνιδιών, θα πάρουνε τα μέτρα μου, θα φτιάξουνε αντίγραφα μου, από ροδακινί, πλαστική σάρκα, μικροσκοπικές κούκλες για κορίτσια, ακόμα και video games για αγόρια, τα βυζιά μου κωνικά εξογκώματα, τα πλευρά μου ύπουλα λεία, χωρίς παΐδια, δυο χαρακιές χωρίζουν τα πλαστικά μου πόδια από την λεκάνη, το μουνί είναι σβησμένο, σαν κώλος σκύλου που σβήνεται με computer από τις διαφημίσεις για χαρτί υγείας, να μην ερεθίζονται σεξουαλικά οι κτηνοβάτες, που στον δρόμο δεν θα έδιναν σημασία σε έναν σκύλο που χέζει περήφανα το ραγισμένο πεζοδρόμιο του σπιτιού τους.
Το φόρεμα μου, βυσσινί, και γυαλιστερό ροζ, λιώνει μέσα στην παγωμένη λίμνη του κρεβατιού μου, πτυχώσεις που αναδεύονται με περιτυλίγουν, γλιστράω κάτω από τα σκεπάσματα, ανάβω ένα κερί, αρχίζω να παίζω θέατρο σκιών, οι σιλουέτες προβάλλονται πάνω στο σεντόνι, περίτεχνες σκιές πάνω στα λευκά σεντόνια, ένα ιγκλού από κλινοσκεπάσματα, ο κόσμος από έξω δεν υπάρχει, φτιάχνω μια παράσταση αρουραίων στο εγκλωβισμένο φως, αντίσκηνο μέσα στην νύχτα, οι αρουραίοι γυρίζουνε ταινία, τα κοστούμια που φοράνε, κεντημένα με μοναδική μαεστρία, σχήματα απόκοσμα, τα τρωκτικά κάνουν ένα κύκλο και αλληλοκατηγορούνται, για τα χειρότερα που θα κάνει ο ένας στον άλλον στην περίπτωση που κάποιος είναι τελικά αθώος, αν κανείς γλιτώσει την σκληρή τιμωρία που τους περιμένει όλους, ανεξαιρέτως όλους τους ένοχους αρουραίους, που είναι ηθοποιοί και σκιές, μέσα στο σκοτάδι τρεμοπαίζουν, παίζουν μοναδικά τους ρόλους, ηθοποιός σημαίνει σκιά, η σκιά άλλα αποκαλύπτει και άλλα κρύβει.
Το δικαστήριο των αρουραίων βγάζει τον σκασμό μόλις εμφανίζεται η σύζυγος του καναλάρχη, ντυμένη κακιά νονά, μητριά, εγκληματική, νεκρόφιλη, παίρνει, κλέβει, το δόντι που βρίσκει κάτω από το μαξιλάρι μου, εγώ από τον ύπνο δεν μπορώ να αντιδράσω, το αλκοόλ εξατμίζεται από το στόμα μου, μουσκεύει το μαξιλάρι, αφήνει λεκέ εκεί που τα χείλια μου αναπνέουν την ίδια αέρινη καραμέλα από τότε που ήμουνα παιδί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 82
Είναι ώρες τώρα που δεν απαντάει το τηλέφωνο, κανένα από τα τρία, ώρες τώρα που δεν ανοίγει την πόρτα, χτυπάω το κουδούνι, δεν παίρνω καμία απάντηση, χτες βράδυ έφυγε βιαστικά από την έπαυλη του καναλάρχη, το βυσσινί της φόρεμα το κατάπιε μια μαύρη λιμουζίνα, το ροδακινί εσωτερικό μεγάλο όσο ένα παιδικό δωμάτιο, ένα μεταλλικό αντίσκηνο, φωτεινό μες στο σκοτάδι, σαν να ήταν η λιμουζίνα γεμάτη κεριά, και μετά, με το που έκλεισε ο σοφέρ την πόρτα, εκείνη χάθηκε, μαζί της, μέσα στην νύχτα.
Κρατάω τα κομμένα της πόδια στα χέρια μου, θέλω να της τα δώσω, εκείνη όμως έχει πια χαθεί, το άρμα της χωνεύεται στις αντανακλάσεις από νέον στην βρεγμένη άσφαλτο, η νύχτα είναι μια λεωφόρος σε αντανάκλαση.
Ξημερώνει, ο πρωινός ουρανός σαν τηλεοπτικό χιόνι, μου τσούζει τα μάτια, σκέφτομαι ότι πρέπει να πάω να ανοίξω το μαγαζί, μου έρχεται εμετός με την ανάμνηση της καψουρεμένης πωλήτριας πίσω από το ταμείο, εγώ φταίω που την γαμάω ακόμα, θέλω να σπάσω την πόρτα, να μπω στο σπίτι εκείνης, να της δώσω τα πόδια που ξέχασε μέσα στο τσαλακωμένο σελοφάν, ανάμεσα σε σκυλιά που γαμούσαν παιδιά και αποκεφαλισμένα γκαρσόνια που σκόνταφταν σε πόδια καλεσμένων, εμπόδια απλωμένα επίτηδες, για πλάκα.
Τα πράγματα έγιναν πολύ σοβαρά όταν είδα το όνομα εκείνης σβησμένο από το κουδούνι, μια ετικέτα λευκή εκεί που έπρεπε να είναι το ονοματεπώνυμο της, ένας μικροσκοπικός λευκός καθρέφτης, ένα λευκό φέρετρο, παιδικό, ανάμεσα στα άλλα κουδούνια, γεμάτα άγνωστα ονόματα, άλλα ανορθόγραφα, άλλα ξενικά, τουλάχιστον ήταν εκεί, εκείνης το κουδούνι ήταν απλά άδειο, κουδούνι χωρίς όνομα, επώνυμη χωρίς πρόσωπο, τότε κατάλαβα, ότι την είχαν απαγάγει, πράκτορες από το διπλανό τηλεοπτικό παιχνίδι, εκείνο όπου οι βασίλισσες της ομορφιάς εξαναγκάζονται να είναι παίκτες reality παιχνιδιού, και διαγωνίζονται σε βασανιστήρια μέχρι θανάτου, πάντα on camera, ενώ διάσημοι καλλιτέχνες όπως ο Joel Peter Witkin, ο Goya και οι Chapman Brothers εμπνέονται έργα μνημειώδους φρίκης από τα πάθη τους, γίνονται μάλιστα διαμελισμοί επωνύμων μέσω sms, πως δεν το είχα μαντέψει, οι κραυγές και τα παρακάλια τους κυκλοφορούνε σε όμορφα mp3s στο internet, γίνονται επιτυχίες έχω ακούσει, υπάρχουν περιοδικά που ασχολούνται μόνο με superstars του αυτό-ακρωτηριασμού και καλλιτέχνες του πόνου, θυμάμαι, καθώς σπρώχνω την πόρτα, κάποιος Franko B, κάποιος Bob Flanaggan, τα λέει ο παρουσιαστής, ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, που είναι ο αντίχριστος σύμφωνα με επιστήμονες και αστρολόγους, ένας νεκρός κλειδαράς κρατούσε τα αντικλείδια της πόρτας του διαμερίσματος εκείνης, βρήκα το πτώμα σε αποσύνθεση μέσα στο ασανσέρ, το διαμέρισμα της είναι πασίγνωστο από δεκάδες γυρίσματα διαφημίσεων και εκπομπών που έχουν γίνει εδώ, ακουμπάω το κινητό μου στον αέρα, στο άλλο του μισό, το τηλέφωνο που πάει παντού ενώνεται με την κάμερα που μαγνητοσκοπεί τα πάντα, και έτσι, ο ήχος και η εικόνα, ταυτίζονται με τον αέρα, τον αέρα που μεταφέρει την σκόνη, του μυαλού και των ματιών μας, την αιώνια σκόνη που μας φέρνει δάκρια στα μάτια, καθώς το μυαλό μας την ανασηκώνει σε σύννεφα πυκνά, που κρύβουν την οθόνη, μέσα από την οποία κοιτάμε αν μας βλέπουν.
Όντως, το διάλειμμα για διαφημίσεις μας προετοιμάζει να δούμε έναν τεμαχισμό πτώματος, ενώ προκύπτει θέμα για τα δελτία ειδήσεων, αναρωτιούνται πάλι κατά πόσο είναι στημένο το παιχνίδι, εφ' όσον το πτώμα είναι ήδη σε αποσύνθεση.
Το τηλεοπτικό κοινό ψηφίζει ότι αρκεί ο τίτλος που έχει ως βασίλισσα της ομορφιάς, και τότε αρχίζει ένα βίντεο που δείχνει τα πιο ενδιαφέροντα στιγμιότυπα από την ζωή της, με υπέρτιτλους τα sms που στέλνουν τηλεθεατές και υπότιτλους τους αριθμούς τηλεφώνων για εκβιασμούς, καταγγελίες, γάμους και αγοραπωλησίες μωρών και οργάνων.
Συνειδητοποιώ ότι η οθόνη δείχνει και εμένα, μιας και το γύρισμα γίνεται στην κρεβατοκάμαρα της, όπου έχω ήδη μπει, όπου πουλούσε σερβιέτες ντυμένη πλακούντας, όπου τώρα μοιάζει να κοιμάται, εκείνη, νεκρή από αναρρόφηση, τα zanax και η κοκαΐνη είναι κακός συνδυασμός, ένα μοιραίο χημικό λάθος έγινε ένας μικρός λεκές εμετού, μια υγρή λίμνη έχει μουλιάξει το μαξιλάρι της, τα ακρωτηριασμένα πόδια της κρύβονται από ένα σεντόνι με πτυχώσεις αντάξιες του Caravaggio.
Γύρω της έχει σχηματιστεί ήδη η ιδιότυπη κοινωνία που παρατηρείται στο οικοσύστημα των τηλεοπτικών γυρισμάτων, ο κάμεραμαν ξύνει τ' αρχίδια του και μυρίζει τα δάχτυλα του, ο νευροχειρούργος έχει ήδη ζεστάνει τα κουτάλια που θα χρησιμοποιήσει για να της βγάλει τα μάτια, μιας και είναι φιλανθρωπική δωρεά του τηλεοπτικού παιχνιδιού προς κάποιον συνάνθρωπο μας έχει ανάγκη να της βγάλει τα μάτια, και να μεταμοσχευτούν σε εκείνον, μιας ως τυφλός σαδιστής δεν μπορεί να αυνανιστεί αν δεν κοιτάει περιοδικά με γυναίκες πρόχειρα σκιτσαρισμένες σε σκηνές απαγωγής και εξευτελισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 83
Είμαι ο σπιτονοικοκύρης εκείνης, και η αλήθεια είναι ότι μου χρωστούσε δύο νοίκια, αν και έπαιρνε τέλεια τσιμπούκια και σε μένα, και στο σκυλί μου. Δεν ήξερα ότι είχε πεθάνει από την Παρασκευή, επειδή η τηλεόραση μου δεν πιάνει πάντα το κανάλι σας. Αυτό που έχω να πω είναι ότι ανησυχώ για την τιμή του διαμερίσματος μου, μιας και υπάρχει η φήμη ότι είναι καταραμένη. Σας υπόσχομαι να κάνω ότι μου ζητήσετε, μιας και το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να φύγει το πτώμα της από εδώ μέσα και να ξεχαστεί το όλο ζήτημα, ούτε λόγος για λεφτά, ούτε εγώ σας ζητάω, ούτε με ενδιαφέρει να είμαι διάσημος, τα έχω φάει τα ψωμιά μου, έχω και μια άρρωστη μάνα στην ντουλάπα, την ταΐζω με ποντίκια, τι να κάνω, ξέρετε πόσο έχει πάει η σύνταξη σήμερα, κόλλησα AIDS μόνο και μόνο για να μου δώσουν επίδομα αναπηρίας να πληρώνω τουλάχιστον το πετρέλαιο να μην ξεπαγιάζω.
Πείτε μου που θέλετε να κόψω και εγώ θα το κάνω, τα εργαλεία μόνο κάποιος να μου δίνει και να βάλει το συνεργείο την αλοιφή κάτω από τα ρουθούνια, η μυρωδιά είναι πολύ εμετική. Οι μασχάλες είναι ένα αρκετά μαλακό κομμάτι, και χώνοντας το μαχαίρι εκεί, ευχαριστώ, μπορείς να σπάσεις τις αρθρώσεις των ώμων, με αποτέλεσμα να αρχίσει να υποχωρεί το δέρμα από τα πλευρά της. Το μυστικό είναι να χώσεις βαθιά την σπάτουλα και να ξεκολλήσεις έτσι το πετσί της, με προσοχή, να μην σχιστεί, μετά θα πέσει η τιμή του στην αγορά.
Ο λαιμός θέλει πολύ ακονισμένο ξυράφι, σαν εκείνο που χρησιμοποιούν ακόμα κάποιοι συνοικιακοί μπαρμπέρηδες, και κόβεται, ορίστε, με την μία, σαν να είναι από μαλλί της γριάς. Τον βάζουμε αμέσως στον φούρνο μικροκυμάτων και ανατινάζουμε το κεφάλι σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, έχει πολύ πλάκα να παρακολουθείς τις αλλοιώσεις στο δέρμα και τα μαλλιά της που καίγονται καθώς ο πορσελάνινος δίσκος περιστρέφεται μέσα στην καταιγίδα από ακτίνες. Το κεφάλι είναι έτοιμο όταν ακούσετε τα δόντια να σκάνε με κρότο πάνω στο τζάμι, εμείς το λέμε αυτό ποπ κορν κόλαση, εσείς βαφτίστε το όπως θέλετε.
Η κοιλιά αδειάζει με μια μεγάλη κουτάλα, και τα εντόσθια μπορείτε να τα ψιλοκόψετε για ριζότο ή να τα δώσετε στα σκυλιά, η ακόμα και να σκεφτείτε τα παιδάκια που πεινάνε στον τρίτο κόσμο. Μην λυπάστε καθόλου, δεν μπορούνε να συντηρηθούνε και οι αφροδισιακές τους ιδιότητες είναι υπερεκτιμημένες.
Το πτώμα που έχω μπροστά μου είναι έτοιμο για τεμαχισμό, που μόνο με αλυσοπρίονο μπορεί να γίνει σωστά και γρήγορα. Θυμηθείτε να απλώσετε σακούλες σκουπιδιών, μιας και το αίμα θα λούσει τα πάντα. Όσο πιο μικρά κομμάτια την κόψω, τόσο λιγότερο εύκολο θα είναι να αναγνωρίσει ο ιατροδικαστής το πτώμα, άρα τόσους περισσότερους θα προλάβετε να βασανίσετε και να σκοτώσετε πριν σας συλλάβουν.
Με ειδοποιούν για διάλειμμα για διαφημίσεις, και έτσι σας αφήνω βάζοντας τα υπολείμματα της στις σακούλες, εσείς μην ξεχνάτε τα sms.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 84
Η κάμερα με δείχνει στα προσεχώς, το κανονικό επεισόδιο θα μεταδοθεί αργά το βράδυ, ίσως άκοπο, όπως ο σκηνοθέτης απαίτησε, βάσει του σεναρίου που έγραψε η αρχισυντάκτρια, με υλικό τα γεγονότα που συνέβησαν καθώς κοιτούσα να τεμαχίζουν το πτώμα εκείνης από την τηλεόραση που αναμετέδιδε την δραστηριότητα στην κρεβατοκάμαρα της, την απαγωγή του πτώματος εκείνης από το αντίπαλο reality, που γυριζόταν μες στο σπίτι της, την μέρα του πάρτι στο σπίτι του καναλάρχη, αφού την είχα πάρει αρκετά τηλέφωνα και εκείνη δεν είχε απαντήσει, και εγώ είχα ανησυχήσει, εγώ ο ερωτευμένος παπουτσής, αποτυχημένο πριγκιπόπουλο, ένα καθίκι.
Αυτό που θα δει όλη η Ελλάδα το βράδυ θα είναι η ανάγνωση που έχει προκύψει σε συνεννόηση με την παραγωγή, και όχι η εκδοχή που οι σπόνσορες απαίτησαν, δηλαδή με πολύ περισσότερη βία, έχοντας διαβάσει ατελείωτα αιμοδιψή sms με οδηγίες καταστροφής για κάθε ίνα από τα νεύρα της, από κάθε αριστοκράτη της οθόνης, κάθε κάτοικο του χαμένου εδώ, του ατέρμονου τώρα, δίπλα μου, εκείνη, πλησίον μου.
Τα πόδια της, τα πόδια της, ακόμα φοράνε τα σανδάλια, τα κρατάω στα χέρια μου, η μπουτίκ δεν θα ανοίξει τελικά σήμερα, είναι κλεισμένη για συνέντευξη τύπου, όπου πρέπει να βραβεύσω την προσπάθεια της συζύγου του καναλάρχη για πιο υγιή δόντια στα καρκινοπαθή παιδιά, πιο αστραφτερά χαμόγελα αντιμέτωπα με τις παιδικές ταφόπλακες, με τα νεκροτομεία, τα κρεματόρια, τα στρατόπεδα, τα μεσημέρια στο τραπέζι με ή χωρίς οικογένεια, μόνος ή με άλλους, για όλα αυτά που πιστεύει εκείνη, που είναι, θέλοντας και μη, η σύζυγος του καναλάρχη, φωτογενής φιλάνθρωπος και έρμαιο της κατεστραμμένης λογικής της, η λύπη, ουρλιάζει, στο αυτί της, σαν ενοχλητική παραμόρφωση κινητού, μέχρι να μην μπορείς να ακούσεις τίποτε άλλο από τον συναγερμό του οίκτου, για τον εαυτό σου, της μετάνοιας, για όλα, το περίεργο εκείνο συναίσθημα που μεταμορφώνει την αδράνεια σε ταχύτητα, αντιληπτή μόνο από γαλαξίες μακριά, η απόσταση συμπτύσσει το φως της ζωής σου, που ταξιδεύει, έστω και κάτω από τα σκεπάσματα της νύχτας, από μακριά, αλλά να είσαι σίγουρος ότι κάποιο μηχάνημα μπορεί να καταγράψει την πορεία που κάνει το φως σου, σαν άκρη από ένα σπίρτο που κρατάς στο σκοτάδι, και η κάμερα διαγράφει την φωτεινή του πορεία, ζωγραφίζοντας με φως στο σκοτάδι, προχωρώντας με ασπίδα το σκοτάδι, φορώντας γυαλιά ηλίου, πάνω από γυαλιά μυωπίας, στην παραλία, να μην τυφλωθείς, από την σάρκα εκείνης, ακτινοβολεί, ξαπλωμένη, αιώνια γιγαντοαφίσα, ρετουσαρισμένη εφηβική σάρκα ανατέλλει πάνω από την πόλη, στο κούτελο χαραγμένο το σλόγκαν της και ο αριθμός συμμετοχής τηλεθεατών στον θάνατο της.
Όποιος τηλεθεατής σκαρφίστηκε το αποφασιστικό μαρτύριο, διώκεται ποινικά, μιας και ο βασανισμός της βασίλισσας της ομορφιάς, έστω και νεκρής, είναι από τις πλέον επιτυχημένες τηλεοπτικές στιγμές της σεζόν, και εγώ ομολογώ ότι έστειλα ένα sms να ενθαρρύνω την παραγωγή, αλλά δεν πέρασε, το δίκτυο είχε φρακάρει, ή ίσως ο θάνατος της έκανε παρεμβολές στην κινητή τηλεφωνία, η ακινησία της σταμάτησε το σήμα, μόλις έσβησε το φως δίπλα από το μαξιλάρι, λίγο μετά αφού έκρυψε το δόντι, λίγο πριν πάθει αναρρόφηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 85
Αν είσαι εκεί, και με ακούς, να το σηκώσεις, και να σταματήσεις να υποκρίνεσαι ότι κοιμάσαι, το ξέρω, δεν θες να μου μιλήσεις, θες να είσαι μουγκή αφίσα, χαμόγελο ξασπρισμένο, από το Photoshop, απ΄ την βροχή, στην οθόνη, στο εξώφυλλο, πίσω από την βρόμικη τζαμαρία του κομμωτηρίου της θείας σου, που έκλεισε, την μέρα που κούρεψαν όλες τις γυναίκες στο χωριό γουλί, και τις ανάγκασαν να κάνουν βόλτα στην κεντρική πλατεία του χωριού, ανάποδα πάνω σε ξεσέλωτα μουλάρια, οι ψύλλοι ανέβαιναν μέχρι την μήτρα τους, μόνο κλύσμα με χλωρίνη μπορεί να σκότωνε τα αυγά τους, καίγοντας ταυτόχρονα το ευαίσθητο δέρμα του κόλπου τους.
Εγώ είμαι αυτή που σου επιτρέπει να είσαι, η τηλεθεάτρια που θα αποφασίσει αν θα παραμείνεις ζωντανή, πατώντας ένα πλήκτρο στο κινητό μου, αποστέλλοντας στον σταθμό που σε έχει απαγάγει το μαρτύριο που θέλω να υποστείς, νεκρή βασίλισσα της ομορφιάς, σε λίγο τεμαχισμένη ή αναγεννημένη με τεχνικές μυστήριες, σε πιατάκια γυάλινα, γραφεία αποστειρωμένα και εργαστήρια μυστικά, κάτω από μέτρα τσιμέντου, με ζωντανή αναμετάδοση σε όλο τον πλανήτη, απ' έξω ο χειμώνας ραγίζει, μέσα από τις χαραμάδες του μυαλού σου ξεφυτρώνει δειλά η άνοιξη, τρυφερά μπουμπούκια, στιλπνά, πράσινα και ροζ.
Στο πρόχειρα στημένο νεκροτομείο είσαι ξαπλωμένη, και φωτισμένη μαγικά, λεκέδες από ροζ φώτα σκάνε πάνω στο πανέμορφο κορμί σου, φοράς μόνο ένα μπικίνι από ανθρώπινο δέρμα, φτιάχτηκε από το σώμα της προκατόχου σου, που γδάρθηκε ζωντανή με μια ξύστρα Hello Kitty, από τα ηχεία του πλατό τώρα αναμεταδίδουνε, σε χορευτικό remix, τις τελευταίες σου ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, τώρα τα κινητά του συνεργείου αστράφτουν, στο ημίφως, σιωπηλά, σαν γαλάζια κεριά σε ψηφιακό επιτάφιο, σε φωτογραφίζουν, στέλνουν τα jpegs ως mms στο internet, αναπάντητες εικόνες παντού.
Θα επιλέξω να πεθάνεις, για να συνεχίσεις να ζεις, να μην σβήσεις, το άστρο σου να εκραγεί, το φως του να στάξει σαν βροχή, βροχή περιορισμένης έκτασης μα απεριόριστης διάρκειας, οι σταγόνες της πέφτουν η μία μετά την άλλη, φωτεινές σταγόνες από τον ουρανό, στο ίδιο σημείο πάντα, στους αιώνες των αιώνων καρφωμένη στον ουρανό, εσύ, επώνυμη βασίλισσα της ομορφιάς, τα πόδια σου κομμένα, τα σανδάλια σου αστραφτερά, κρυστάλλινα, μαζί σου ερωτευμένη όλη η πλάση, σημείωμα αυτοκτονίας για ένα ήσυχο καλοκαιρινό μεσημέρι, το κρύο τσάι θα σε περιμένει στην βεράντα, κι εσύ θα αλλάζεις τα κανάλια λες και θα αλλάξει τίποτε.
Θα σου στείλω την εικόνα σου, εκείνη τη βραδιά, στο πατρικό σου, θα' σουνα δεν θα' σουνα 14 χρονών, το τελευταίο από τα παιδικά σου δόντια είχε ξεκολλήσει, το μαξιλάρι έμελλε να γίνει η φωλιά του, η μητέρα σου θα το έπαιρνε μόλις εσύ κοιμόσουν, αλλά η ευχή, η προσευχή, εκείνη η προσευχή για την οποία ο Θεός αποφάσισε να σε τιμωρήσει απαντώντας την, η προσευχή σου, να γίνεις επώνυμη, εκείνη την νύχτα, φώλιασε, μέσα στο ακόμα παιδικό σου κεφάλι, τρύπωσε από την τρύπα που άφησε πίσω του το παιδικό σου δόντι, τερηδόνα της αθωότητας, συνειδητοποίηση των άλλων, εθιστική αρέσκεια.
Η γιούχα από τις τηλεοπτικές κερκίδες είναι εκκωφαντική, ξέρω ότι θα ανάψει το όνομα μου και το GPRS που μετέδωσε το sms που σε καταδικάζει σε θάνατο, ξέρω ότι σε λίγο τα τηλεοπτικά συνεργεία, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι θαυμαστές, οι προστάτες, οι πλαστικοί χειρούργοι, οι σκηνοθέτες, ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, θα είναι έξω από την πόρτα μου, η ζωή μου μια κόλαση, μέχρι να αποφασίσουν να με λιντσάρουν, κατά το έθιμο.
Είμαι αποφασισμένη να ζητήσω άσυλο, σε πρωινή εκπομπή, ως υλικό μαγειρικής, τα παΐδια μου θα καίγονται σε δεύτερο πλάνο, πίσω από την βασική τηλεπαρουσιάστρια, ενώ το αγαπητό πάνελ, θα ξεκολλάει καμία ξεροψημένη πέτσα από το κεφάλι μου, θα φτύνει τις τρίχες, και μετά, θα γλύφει τα δάχτυλα του, gros plan, μετά διαφημίσεις, έκτακτο δελτίο, ζώδια, πάνες ακράτειας, αποσμητικά.
Έχω ακούσει ότι δεν σε σουβλίζουν, για να παραμένεις ζωντανή, απλά σου δένουν τα χέρια και τα πόδια σε έναν πάσαλο, όπως τους εξερευνητές σε παλιές γελοιογραφίες, σε βάζουν πάνω από την θράκα σε μεγάλη απόσταση, ώστε να ψηθείς, όχι να καείς.
Α, το παλούκι, γυρνάνε παιδιά ντυμένα τσολιαδάκια, τραγουδώντας επιτυχίες της Zara Leander.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 86
Χρησιμοποιούσα κρέας, πολύ συχνά περίσσευε και το μαγείρευα, ακόμα και το σκυλί μου ο Μπούμπης έτρωγε περισσεύματα από το τμήμα ειδικών εφέ, τα σνίτσελ μάλιστα ήταν εξαιρετικά για να τυλίγεις ένα σώμα, έμοιαζαν σαν γδαρμένη σάρκα, που πάντα αρέσει στο κοινό.
Κάποια μέρα, εκεί που το συνεργείο βαριόταν, άρχισαν να παίζουν παιχνίδια που δεν μπορούσες ακριβώς να τα πεις σεξουαλικά, αλλά είχαν σχέση με την βία, χτυπούσαν ο ένας τον άλλον στα γεννητικά όργανα, στον κώλο, στα βυζιά, χτυπήματα, γραπώματα, σφαλιάρες, τέτοια.
Εκείνη, ήδη επώνυμη, είχε χάσει την υπομονή της, κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, την ακολουθούσαν άλλες δέκα εκπομπές από κανάλια και ραδιόφωνα. Έπαθε υστερία και άρχισε να μας βρίζει, να μας πετάει πράγματα, να κλαίει, ζητούσε μάλιστα την μητέρα της, που είχε αυτοκτονήσει λίγες εβδομάδες πριν.
Εκείνη, επώνυμη, συμπεριφέρονταν λες και την είχαν απαγάγει, ενώ όλοι ξέρουμε ότι είχε υπογράψει συμβόλαιο με όλα τα κανάλια, άνευ όρων και ορίων. Εγώ ήμουν κουρασμένος, καθόμουν παραδίπλα, διάβαζα ένα βιβλίο, το ρεύμα συνέχεια κόβονταν, η βροχή έκανε σαματά πάνω στο ελενίτ που σκέπαζε το στούντιο, οι περιοχές γύρω από την Αθήνα, εκεί όπου κρύβονται τα τηλεοπτικά αρχηγεία, είναι περιοχές μυστήριες και υγρές, τυλιγμένες από άδεια ποτάμια, λεωφόρους τάφρους, στις κοίτες τους αυτοκίνητα, με άγνωστη κατεύθυνση, όλες τις ώρες.
Καταλαβαίνω όλο και λιγότερα, ο συνεχής συνδυασμός νικοτίνης και καφέ έχει θολώσει το μυαλό μου, οι σκέψεις μου ηδονικές αλλά κουρασμένες, σαν μαυρισμένο δέρμα που δεν έχεις πλύνει και τσούζει από το αλάτι, αλλά δεν βαριέσαι, καλοκαίρι είναι, ας ψηθεί το πετσί μου.
Τα παιχνίδια μεταξύ του συνεργείου έχουν βγει εκτός ελέγχου, βλέπω κάποια δοκάρια με καρφιά να σαρώνουν τον αέρα, το πρώτο κεφάλι δεν αργεί να σκάσει σαν καρπούζι. Όλο το στούντιο πέφτει σε βαθιά σιγή, κανένας ήχος δεν σκεπάζει το γουργουρητό της κάμερας που γυρνάει προς το πολτοποιημένο κρανίο του βοηθού παραγωγής.
Πέρα από το πλάνο, μια άγνωστη αντρική φωνή ουρλιάζει πως το έκανε κατά λάθος, αλλά είναι πια αργά, η εικόνα αναμεταδίδεται παγκόσμια, σε επαναλήψεις δίχως τέλος, το αστέρι έχει εκραγεί, αλλά το πότε θα σταματήσουμε να βλέπουμε το φως του είναι θέμα αιωνιότητας και όχι επιλογής.
Η επώνυμη έχει σωπάσει, η υστερία της έχει σταματήσει, ο θυμός της έχει διαλυθεί σαν αμμωνία σε βομβαρδισμένα ουρητήρια, κοιτάει αποσβολωμένη το συντετριμμένο κεφάλι, προχωράει διστακτικά, χώνει το χέρι της μέσα στα μυαλά, δοκιμάζει. Ανασηκώνει τους ώμους αδιάφορα, η κάμερα έχει παγώσει πάνω στο γκρίζο της βλέμμα, σαν Νοέμβριος στο χωριό, εκείνη ανάβει ένα τσιγάρο, γαλάζια σπίρτα, κρύα μάτια, ιερή στιγμή, όλοι ανασηκώνονται από τον καναπέ τους, τα τηλεκοντρόλ αλλάζουν μπαταρίες, φρέσκιες, να παράγουν κι άλλες εικόνες, να αναπαράγουν την καταγραφή της στιγμής που η πραγματικότητα συνάντησε την αναπαράσταση, στις ίριδες εκείνης, στο σαλόνι του σπιτιού σου, τηλεκοντρόλ.
ΤΕΛΟΣΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2004-11-22
Τελική διόρθωση
23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2004ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Περπατάω και αγκαλιάζω τα ηλίθια βιβλία σφιχτά πάνω μου. Δεν με προστατεύουν ούτε από τον αέρα ούτε από την πλήξη. Το κρύο δεν λέει να κοπάσει, διαπερνάει το φτηνό μπουφάν, τα ακόμα φτηνότερα παπούτσια που φοράω. Βιάζομαι. Προσπερνάω το θλιβερό καφενείο στην πλατεία, νιώθω τις ματιές των γέρων να γλιστράνε καταπάνω μου μέσα από τα λιγδωμένα τζάμια, τους χαμογελάω. Με χαιρετάνε, λες και με νοιάζει. Με ένα μου χαμόγελο κάνουν όνειρα για ένα μήνα ο καθένας τους - αν υποθέσουμε ότι τους έχει μείνει ένας μήνας ζωής, αν υποθέσουμε ότι είναι ζωντανοί.
Έχω μόλις βγει από το φροντιστήριο, όπου ο πατέρας μου χάνει τα φράγκα του και εγώ τον χρόνο μου. Πίσω μου, το τσούρμο διαλύεται σιγά-σιγά. Οι κουβέντες για τις εξετάσεις χάνονται μέσα στο παγωμένο απόγευμα, γεμίζουν τον αέρα με καταδικασμένες φιλοδοξίες, μάταιες ανησυχίες και παγωμένα χνώτα. Τουλάχιστον δεν είμαι σπίτι, τουλάχιστον φλερτάρω με τον Τέλη, σκέφτομαι, και βιάζομαι λίγο περισσότερο. Πάω στο κομμωτήριο της θειας Μαρίκας, να βοηθήσω, δήθεν. Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνω εκεί κάθε απόγευμα επειδή είναι το μοναδικό μέρος σε αυτό το κωλοχώρι που μυρίζει κάτι διαφορετικό από κοπριά, μούχλα και φυτοφάρμακα. Μου αρκεί αυτό.
Μέσα σε κάθε σύννεφο λακ, καθώς ανακατεύω ακόμα ένα μπολάκι βαφής με αμμωνία, ξεχνάω για λίγο ότι είμαι μια 17χρονη ψιλό-αμόρφωτη χωριάτα παγιδευμένη σε ένα ακριτικό αδιέξοδο. Περιμένοντας να πιάσει το ντεκαπάζ της μιας και της άλλης, ονειρεύομαι, χάνω λίγα κιλά, βγάζω τα φρύδια μου, φτιάχνω μια τσάντα, παίρνω το λεωφορείο, δραπετεύω. 'Έχω ήδη κόψει το φαγητό, μαζεύω τα φιλοδωρήματα, έχω μάθει απ΄έξω το δρομολόγιο. Δεν τολμάω να τα πω όλα αυτά σε κανέναν, άλλωστε δεν έχει νόημα. Τι θα κατάφερνα; Να μου πούνε ότι είμαι τρελή, να το πούνε στον πατέρα μου, να βάλει τις φωνές, να το μάθει η μητέρα μου, ν' αρχίσει τα κλάματα; Δεν γουστάρω σκηνικά, θα την κάνω νύχτα, προτιμώ. Η εναλλακτική είναι χειρότερη από θάνατο, να μείνω εδώ δηλαδή, στο χωριό, χριστέ μου!
Θα' ναι μεγάλη η στεναχώρια τους μόλις βρω το θάρρος να ανέβω στο ΚΤΕΛ, αλλά πιο πολύ με πιάνει πίκρα όταν σκέφτομαι πως θα περάσουνε την υπόλοιπη ζωή τους εδώ. Εδώ στο πουθενά, όπου οι νύχτες και οι μέρες είναι απλές εναλλαγές θερμοκρασίας και φωτός, σκιάς και ασημαντότητας.
Ο Τέλης με ακολουθεί, προφανώς από το φροντιστήριο. Με κόβει μέσα από ένα σοκάκι, έρχεται αναψοκοκκινισμένος, μου μιλάει. Τον τελευταίο καιρό εμφανίζεται στο μάθημα με το μαλλί καρφάκι, το τζιν πλυμένο, φρεσκοξυρισμένος. Το κάνει για μένα, μπας και πιάσουνε τόπο τα αστεία και τα κομπλιμάν του. Δεν μου κάνει κουράγιο να του εξηγήσω ότι για μένα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας θαυμαστής - ο πρώτος μου, αλλά ο πρώτος από πολλούς. Μπορώ να του δώσω λίγο χρόνο, άντε ένα χαμόγελο, αλλά όχι και να του δοθώ. Συγγνώμη Τέλη μου, υπάρχει ουρά, είναι πολλοί που περιμένουν, εγώ όμως είμαι μια και μοναδική, είμαι εκείνη.
Επ! Που πας; Κοντοστέκεται μπροστά μου, μια με κοιτάει στα μάτια, μια κοιτάει τριγύρω. Που να πάω ρε συ Τέλη, όπου κάθε απόγευμα, στο κομμωτήριο της θειας μου. Θες να πάμε καμιά βόλτα; Μου ζητάει να βγούμε. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να γίνει και τίποτε, αλλά ποντάρει στην βαρεμάρα μου, συνήθως κερδίζει. 'Έχω περάσει ατελείωτα απογεύματα δίπλα του, αυτός μιλάει για αμάξια, αλητείες που δήθεν κάνει με τους κολλητούς του, τους φίλους του στην Αθήνα. Εκεί είναι το μοναδικό σημείο που δίνω προσοχή, πετάω την τσίχλα από το στόμα.
Πάμε ρε συ όπου θες, πάμε στο Νώντα για σουβλάκια, πάμε στην καφετέρια στο Χιλιό, πάμε μέχρι Σαλονίκη αν γουστάρεις, εγώ οδηγάω, δεν έχω πρόβλημα, συνεχίζει, επίμονα. Καλά, σου στέλνω μήνυμα μόλις ξεμπερδέψω και βλέπουμε, 'ντάξει, του λέω, κοιτάω το ρολόι μου, επίτηδες, για να τον αγχώσω.
Προχωράω χωρίς να του πω ούτε γεια, μόνο τινάζω τα μαλλιά μου, έτσι. Αισθάνομαι στην πλάτη την χαρά που του έδωσε η υπόσχεση μου, την αγωνία που θα του φέρει η προσμονή. Τον έχω συνηθίσει στα καψόνια, τρεις στις πέντε φορές εξαφανίζομαι, το μήνυμα δεν χτυπάει ποτέ στο κινητό του, το δικό μου το κλείνω.
Βιάζομαι, ξανασφίγγω τα βιβλία πάνω μου, σκέφτομαι πολλούς Τέληδες, να μου ανοίγουνε πόρτες σε λουσάτα αμάξια, να μου τραβάνε καρέκλες να κάτσω, να με κοιτάνε με την ίδια αμηχανία.
Πρέπει να χάσω κιλά, πρέπει να μαζέψω λεφτά, πρέπει να πάρω το λεωφορείο, σκέφτομαι και σπρώχνω την τζαμένια πόρτα του κομμωτηρίου. Η ζεστή, πυκνή, αρωματισμένη ατμόσφαιρα μπουκάρει στα παγωμένα μου ρουθούνια και αισθάνομαι ότι για ένα ακόμα απόγευμα θα ζήσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Την προλαβαίνω στην γωνία - ούτε που κατάλαβα για πότε έφυγε από το φροντιστήριο. Ούτως ή άλλως δεν θα της την έπεφτα από δίπλα, μπροστά σε όλα τα μπακούρια, δεν γουστάρω να ακούω μαλακίες. Αν κάτσει, τότε αλλάζει, ας το μάθουν. Άλλο παρατρεχάμενος καψούρης, άλλο επίσημος γκόμενος κι έτσι.
Την γουστάρω, μέσα σε όλη την μιζέρια του χωριού εκείνη είναι σαν να έχει έρθει απ' αλλού, μπορεί από το εξωτερικό. Κοιτάζει με βλέμμα σαν αυτό που έχουν τα μοντέλα στα εξώφυλλα. Γυάλινο, κατάματα. Είναι μελαχρινή, ψηλή, αδύνατη, μεγάλα βυζιά, τέλεια.
Δεν ξέρω αν νοιάζεται για μένα, χέστηκα να σου πω την αλήθεια. Σορόπια, μπα, δεν ψάχνομαι για σχέση κι έτσι, δεν μπορώ, πνίγομαι - αλλά να την γαμήσω σίγουρα το θέλω, και ακόμα καλύτερα να την βγάζω έξω, Σαββάτο στην πλατεία, να με βλέπουνε οι άλλοι και να τρώνε ήττα, ναι!
Το παίζω σκυλάκι της, δεν με παίρνει κι αλλιώς. Είναι η πρώτη γκόμενα στα μέρη μας, το ξέρει, μπορώ να σου πω καλύτερη από κάτι σούργελα που βλέπεις στην τηλεόραση. Είναι λίγο ψωναρέ μα δεν με χαλάει καθόλου, μην σου πω ότι με φτιάχνει κιόλας. Αυτό το υφάκι, αφ' υψηλού και υπεράνω, με κάνει να αισθάνομαι ότι όποτε είμαι δίπλα της κάτι γίνεται, κάτι συμβαίνει.
Έχω και τίποτε καλύτερο να κάνω; Με το κώλο-αμάξι του πατέρα μου έχω γυρίσει όλο το νομό ίσα με χίλιες φορές, έχω ανέβει και κατέβει όλες τις πλαγιές και τα κεφαλοχώρια, ξέρω σε τι φλιτζάνι σερβίρουν τον καφέ σε απόσταση 100 χιλιομέτρων. Πίκρα.
Οι κολλητοί μου την σπάνε: ή θα λένε παπαριές για τα φράγκα που έχασε ο μπάρμπας στο χρηματιστήριο ή θα μου τα πρήζουνε με ζόρια και νταλκάδες για κάτι γκόμενες που ούτε για φτύσιμο δεν είναι. Τον τελευταίο καιρό έχουν φάει κόλλημα με τα σκυλάδικα, δεν μπορώ καθόλου, κακό τριπάκι. Θυμάμαι φάσεις που χτυπιόμαστε όλη νύχτα, μαγαζί ολόκληρο, με το που έπεφτε μια τρανσιά, φεύγανε τα τασάκια και σπάγανε ποτήρια από το μπάσο σου λέω, και τώρα τους βλέπω να πιάνουνε το μικρόφωνο και να γαβγίζουνε κάτι Ρέμους στην πίστα και ξερνάω, χάλια. Τι ζόρια τραβάνε τα τυπάκια δεν μπορώ να καταλάβω.
Σπίτι δεν το συζητάω - γονείς, σόγια κι έτσι, δεν λέει να κάθομαι με τίποτε. Τέλη αυτό, Τέλη εκείνο, τα παίρνω στην κράνα, γίνομαι βίδες, με τίποτε. Να διαβάσω, να δώσω εξετάσεις, να πάω στην σχολή, να πάω στρατό, να γυρίσω πίσω, να ανοίξω μαγαζί, δεν έχει τελειωμό το κήρυγμα.
Σφίγγει τα βιβλία επάνω της λες και τα αγαπάει - δεν νομίζω να τα έχει ανοίξει και ποτέ. Κάνει ψόφο, αλλά το μπουφάν δεν λέει να το κουμπώσει. Της λέω να πάμε μια βόλτα, μου λέει πάλι για το κομμωτήριο της θειας της. Τι σκατά γουστάρει και περνάει ώρες εκεί μέσα με τις κυράτσες και τις κατίνες, δεν καταλαβαίνω. Πάω πάσο, καλύτερα κουλαριστός, δεν θέλω να νομίζει ότι καίγομαι για την πάρτη της. Και' γώ στο κάτω κάτω μια χαρά παίδαρος είμαι, δεν είναι και λίγα τα φίνα γκομενάκια που με πάνε με χίλια. Κάτι μου λέει για μήνυμα στο κινητό μετά, δεν δίνω σημασία, το 'χω δει το έργο. Στο περίμενε της Vodafone, η χειρότερη μου. Της λέω ΟΚ, θα περιμένω.
Άμα δεν στείλει sms με βλέπω να ξημερώνομαι πάλι σε κάνα chat. Όποτε μου την βαράει μπαίνω στο internet και δουλεύω ψιλό γαζί καμία μόνη κι έρημη αδερφή, σπάω πλάκα με όποιον κακομοίρη πούστη φαντάζεται και καλά ότι βρήκε τον γαμιά της ζωής του. Μασάνε και έχουνε πολύ γέλιο, ειδικά οι φωτογραφίες που μου στέλνουνε, με κάτι άθλιους κώλους τουρλωμένους πάνω σε σομιέδες, μόνοι και αγάμητοι σε κάτι δυαράκια για κλάματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ανάβω την τηλεόραση, χαμογελάω, λες και βλέπω κάποιον γνωστό που πεθύμησα. Αν μπορούσα να πετύχω γραμμή, κάθε μέρα θα έπαιρνα τηλέφωνο. Όλο βουίζει όμως, απορώ πως τα καταφέρνουνε όσες βγαίνουνε στον αέρα. Αν με βγάζανε στον αέρα μπορεί και να μου κοβόταν η λαλιά βέβαια, οπότε, δεν ξέρω, ίσως και να είναι καλύτερα έτσι.
Όποια εκπομπή της αν βλέπω νομίζω ότι μιλάει για μένα, ή για κάποιον που ξέρω. Δεν το συζητάω, κάθε, μα κάθε απόγευμα, παρατάω τα πάντα. Κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση και την βλέπω, από την αρχή ως το τέλος, σαν υπνωτισμένη, ο κόσμος να χαλάσει.
Δεν είμαι μόνο εγώ που έχω ξετρελαθεί με την εκπομπή της. Όλες μου οι φίλες την βλέπουνε, και ας μην το λέμε η μια στην άλλη. Δεν είναι ότι ντρεπόμαστε, αλλά να, πως να το κάνουμε, αν πεις ότι σε συγκίνησε η εκπομπή για την απιστία, δεν είναι σαν να ομολογείς ότι ο άντρας σου ξενοκοιτάει; Και ποιος θέλει να βγάλει τα άπλυτα του στην φόρα; Όλες μας ξέρουμε τα πάντα για όλους βέβαια, στην επαρχία τίποτε δεν μένει μυστικό.
Κανείς όμως δεν μιλάει για τα δικά του δημόσια, προτιμάει να κάνει λες και δεν συμβαίνει τίποτε, αν και ξέρει πολύ καλά ότι πίσω από την πλάτη του συζητιούνται τα πάντα με λεπτομέρειες. Για αυτό μου αρέσει αυτή η εκπομπή, είναι σαν να μην ντρέπεται κανείς για τίποτε, όλοι βγαίνουνε στο κανάλι και λένε τα πάντα.
Δίπλα μου, η πεθερά μου μουρμουρίζει, τάχα σοκαρισμένη για τα όσα ακούει, κάνοντας αηδιαστικούς ήχους με το στόμα της. Συχνά βγάζει κάτι επιφωνήματα, λέει ότι έχει χαθεί πια η ντροπή - ειδικά όταν παίρνουνε κάτι παντρεμένες και μιλάνε για εξωσυζυγικά. Αν τύχει και το τηλεφώνημα είναι από περιοχή κοντινή στα μέρη μας, τότε η πεθερά μου σκαρφίζεται ολόκληρες ιστορίες. Ότι δήθεν ξέρει ποια είναι αυτή που τηλεφώνησε, ότι δεν λέει την αλήθεια, θα μου πει εκείνη τι τρέχει με δαύτηνα και άλλα. Ό,τι και να της πω, πως όσες παίρνουνε δίνουνε ψεύτικα ονόματα και περιοχή, δεν πείθεται, επιμένει. Παθιάζεται και αυτή, κι ας κάνει ότι δεν της αρέσει.
Έτσι, τα απογεύματα μου γεμίζουνε με τα προβλήματα των άλλων, τουλάχιστον ξεχνιέμαι. Καλύτερα, γιατί αν αρχίσω και σκέφτομαι το ένα και το άλλο, δεν με παίρνει ο ύπνος μετά. Στο σπίτι πια είμαι εγώ, η πεθερά μου, άντε και καμία γειτόνισσα που έχει έρθει για κανένα καφέ. Το πρωί το περνάω με δουλειές, μαγείρεμα. Μετά, μετράω τις ώρες μέχρι να γυρίσει ο άντρας μου από το καφενείο και η κόρη μου από το φροντιστήριο, και είναι ατελείωτες.
Τον τελευταίο καιρό η μικρή πηγαίνει στο κομμωτήριο της αδερφής μου και βοηθάει, καλά κάνει, μπας και μάθει την τέχνη, γιατί από μαθήματα και τέτοια δεν βλέπω προκοπή. Δεν με νοιάζει και πολύ, προτιμώ να μην σπουδάσει. Αν είναι να την τρέφουμε πέντε χρόνια σε καμία σχολή και μετά να την χάσουμε στην πόλη, στράφι δεν θά' χουνε πάει τόσες θυσίες που' κανα εγώ και ο πατέρας της;
Χίλιες φορές να παντρευτεί κανένα παιδί από δω, να κάνει ένα σπιτικό να την έχω και δίπλα μου στα γεράματα.
Τον τελευταίο καιρό όμως κλείνεται στον εαυτό της, γίνεται όλο και πιο μονόχνοτη, δεν ξέρω γιατί και πως. Μου' χουνε προφτάσει ότι δεν καταδέχεται να βγει καμιά βόλτα με κανένα απ' τ' αγόρια που την θέλουνε, και είναι και πολλά, γιατί, όχι να το παινευτώ, αλλά είναι η πιο όμορφη κοπέλα στο χωριό. Να μην πω στον νομό ολόκληρο.
Δεν ξέρω, άλλες μανάδες μπορεί και να χαιρόντουσαν που κάνανε κόρη τόσο συμμαζεμένη. Αλλά αν δεν βγει, δεν παίξει, δεν γυρίσει, πως θα την ερωτευτεί κάποιος να την ζητήσει; Νωρίς είναι ακόμα για να ανησυχώ μην και μείνει σε κανένα ράφι, αλλά η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.
Έξω το κρύο είναι τσουχτερό, τα σκυλιά έχουνε λουφάξει. Στην τηλεόραση όμως όλοι είναι μια μεγάλη παρέα, λες και γνωρίζονται από καιρό. Χαϊδεύω την φούστα μου, σπάω ένα φασολάκι, ρουφάω μια γουλιά καφέ, δυναμώνω τον ήχο, χάνομαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Περισσότερο από τις μυρωδιές και την ζέστη, στο κομμωτήριο με ζαλίζουν οι γυναικείες φωνές, τα γέλια, τα κακαρίσματα. Που και που, οι πολλές σωπαίνουν και μια κυριαρχεί, ειδικά όταν έχει να πει ένα κουτσομπολιό ή τον πόνο της. Οι κουβέντες είναι πάντα οι ίδιες - άντρες, παιδιά, κιλά, γκομενικά, εξωσυζυγικά. Πέρα απ' αυτά τίποτε - ακόμα και τα σκάνδαλα των επωνύμων, απλωμένα στα εξώφυλλα των περιοδικών, στοίβα πάνω στο τραπεζάκι, ακούγονται περίεργα, ξένα σε αυτό το μικρό, επαρχιακό κομμωτήριο.
Δεν μπαίνω ποτέ στον κόπο να ξεκινήσω συζήτηση. Αν με ρωτήσουν κάτι, μουρμουρίζω, κάνω ότι ψάχνω το πιστολάκι, την βούρτσα, τα ρόλευ - αυτό τις καθησυχάζει για αρκετή ώρα.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις άρχισα να βοηθάω στο κομμωτήριο ήτανε να σκίσω τις κιτρινισμένες φωτογραφίες από τους τοίχους και να κολλήσω καινούριες. Η θειά μου χάρηκε στην αρχή, αλλά μόλις είδε τι είχα διαλέξει μούτρωσε, "πολύ μοντέρνες, πολύ έξαλλες βρε κορίτσι μου, ποια θα χτενιστεί έτσι" γκρίνιαζε.
Έκανα ότι δεν την άκουσα. Ούτως ή άλλως οι περισσότερες πελάτισσες της ήτανε κάτι πενηντάρες με μικρά, άδεια μάτια, που από καιρό είχαν εγκαταλείψει τα μαλλιά τους σε εκείνο το κοντό κούρεμα που δεν καταλαβαίνεις καν αν είναι αντρικό ή γυναικείο. Όλες τα έβαφαν στο ίδιο θλιβερό καφέ χρώμα, αυτό που διαλέγει όποια γυναίκα θέλει να δείξει ότι αποσύρεται απ' το παιχνίδι. Καμία απ' αυτές δεν είχε την παραμικρή διάθεση να τσεκάρει καινούρια χτενίσματα, ούτε καν για να τα κοροϊδέψει.
Το ίδιο και οι πιο νέες. Αυτές είχανε άλλο κόλλημα - ζήταγαν όλες το ξανθό, όλο γλώσσες, μακρύ μαλλί της τηλεπαρουσιάστριας. Τις καθημερινές το μαζεύανε, αν πηγαίνανε καμιά βόλτα, το ισιώνανε πρόχειρα. Τις κοιτάω στην πλατεία τα Σαββατοκύριακα, να χαίρονται καθώς το νιώθουν να τις χαϊδεύει στους ώμους. Κάθε φορά ορκίζομαι να μην χρειαστεί ποτέ να τινάζω το μαλλί μου για να νιώσω ένα χάδι.
Ανακατεύω την μπογιά στο μπολ, τα χημικά μου καίνε τα ρουθούνια. Η πελάτισσα με περιμένει. Από τα μάτια της περνάνε σκιές σιωπηλής απόγνωσης και δέους, σαν να την έχω δέσμια, να εξαρτάται από μένα η λύτρωση της. Όπως πάντα, μου υπενθυμίζει ότι δεν τα θέλει πολύ κόκκινα. Την καθησυχάζω με δύο μπερδεμένες, μουρμουριστές συλλαβές. Κουνάει το μουσκεμένο της κεφάλι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές μέσα από τον καθρέφτη μην τυχόν και ακούσει τίποτε ενδιαφέρον. Δυστυχώς, κάποια μιλάει για την βάφτιση της κόρης της, και οι υπόλοιπες αδιαφορούν.
Ακούω το κινητό μου να δονείται, απαρατήρητο, μέσα στο κρεμασμένο μου μπουφάν. Είμαι σίγουρη ότι θα είναι κάποιο μήνυμα του Τέλη. Μου αρέσει αυτό, αλλά δεν πρόκειται να του απαντήσω. Το ότι έχει αρχίσει από τόσο νωρίς να μου στέλνει μηνύματα μου φτάνει σαν δικαιολογία για να τον στήσω απόψε. Βιάζεται, και αυτό θα μπορούσε να με αγχώσει, αν με ενδιέφερε έστω και στο ελάχιστο το όλο θέμα.
Είναι ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια αυτό. Με διασκεδάζει να αντιδράω σε πράγματα που δεν με νοιάζουν με συμπεριφορές που φαντάζομαι ότι θα είχα αν η κατάσταση με συγκινούσε. Η ιδέα μου ήρθε όταν έπιασα τον εαυτό μου να δακρύζει με μια ταινία στην τηλεόραση. Σκέφτηκα ότι αφού μπορώ να αισθανθώ κάτι για μια ταινία, τότε μπορώ και να εφεύρω συναισθήματα για την αληθινή ζωή μου. Αυτό που δεν έχω καταφέρει ακόμα είναι να μου βγαίνει η αντίδραση φυσική, όπως όταν βλέπω τηλεόραση.
Απλώνω την μπογιά πάνω στο κεφάλι της πελάτισσας. Σχεδόν την νιώθω να αναστενάζει κρυφά. Θα είναι χρόνια τώρα που μόνο στο κομμωτήριο κάποιος της χαϊδεύει το κεφάλι, έστω και με ένα συνθετικό πινέλο, βουτηγμένο σε πάστα αμμωνίας. Αηδιάζω, αλλά όχι πολύ.
Ζητάω συγγνώμη, παίρνω απ' την τσέπη του μπουφάν το κινητό, πάω στην τουαλέτα. Χωρίς καν να τα διαβάσω, σβήνω τα μηνύματα του Τέλη. Κλείνω το κινητό. Από την μια χαίρομαι, από την άλλη αισθάνομαι ότι στερώ από τον εαυτό μου την χαρά να τον βασανίζω για ένα ολόκληρο βράδυ. Τον φαντάζομαι να κάθεται μουτρωμένος στο δωμάτιο του, να στέλνει μηνύματα συνέχεια και να μην του έρχεται όχι απάντηση, αλλά ούτε καν η επαλήθευση ότι τα μηνύματα ελήφθησαν. Αύριο θα με θέλει ακόμα πιο πολύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Είμαι, όπως κάθε βράδυ, στο gay chat. Αριστερά στην οθόνη, το κυρίως δωμάτιο κάνει συνέχεια scroll, τίγκα στους losers που συζητάνε για τις γνωστές μαλακίες - τι φάγανε το μεσημέρι, τις απόψεις τους για το αν υπάρχει πραγματικός άντρας, ανοησίες ανάμικτες με διάφορες κακίες και εκκλήσεις για κανένα γαμήσι. Δεν συμμετέχω, εκτός και αν πληκτρολογήσω κανένα ερωτηματικό. Κάποτε έστηνα ολόκληρες συζητήσεις, τσακωνόμουνα, παθιαζόμουνα, τώρα πια μου φαίνεται εντελώς αδιανόητο ακόμα και να παρακολουθήσω τι λένε.
Από την λίστα των who's online, ανοίγω το ένα προφίλ πίσω από το άλλο.Υπνωτίζομαι καθώς διαβάζω τα stats και τις περιγραφές. Οι κατηγορίες είναι δυο, εξίσου προβλέψιμες. Οι μισοί ψάχνουν για σεξ, ειδικά αν είναι αρκετά ωραίοι και νέοι ή αρκετά γέροι και απελπισμένοι. Οι άλλοι μισοί ψάχνουν για κάτι παραπάνω, ειδικά αν είναι άνθρωποι που δεν θα ήθελες καν καφέ να πιεις μαζί τους. Το δικό μου profile ανήκει σε εκείνη την εκνευριστική κατηγορία που έχει πρόβλημα να δεσμευτεί με οποιαδήποτε από τις δυο αυτές κατευθύνσεις- ψάχνω και σεξ και (ίσως) κάτι παραπάνω, φέρνοντας έτσι σε αμηχανία τον οποιονδήποτε μπορεί να με γούσταρε από την φωτό μου.
Στέλνω μηνύματα με το τηλέφωνο μου σε όποιον φαίνεται αρκετά καυλιάρης από την φωτογραφία ή αρκετά ακίνδυνος από την περιγραφή. Σπάνια απαντάνε, αλλά όποτε συμβαίνει αναθαρρώ για λίγο, σαν να καθησυχάζεται η αγωνία μου για το αν θα ξανακάνω σεξ ποτέ στην ζωή μου. Με μερικούς, κλείνω ραντεβού, με όσους γουστάρουν ρίχνω κάνα πήδο. Αν το γαμήσι δεν είναι τελείως χάλια, κρατάω επαφή. Μόλις αρχίζει η πραγματικότητα και επιβεβαιώνει την ύπαρξη της, το διαλύουμε.
Έχω σταματήσει να στεναχωριέμαι για αυτήν την κατάσταση. Θεωρώ πια ότι είναι ένα καθεστώς στο οποίο πρέπει να προσαρμοστώ αν δεν θέλω οριστικά να μείνω στο απόλυτο περιθώριο. Πως να στεναχωρηθώ άλλωστε χωρίς να αισθανθώ ότι είμαι ένας ηλίθιος που μηρυκάζει το προφανές; Τι να αναλύω δηλαδή, το ότι είναι πολύ δύσκολο για έναν ομοφυλόφιλο να κάνει σχέση επειδή η συντριπτική πλειοψηφία προτιμάει την έλλειψη συναισθηματικής υπευθυνότητας που προσφέρουνε τα one nite stands; Είναι σαν να λες ότι είναι πολύ βαρετό να δουλεύεις επειδή πρέπει να πληρώσεις το νοίκι. Αληθινό, αλλά άνευ σημασίας.
Δίπλα μου, το κινητό κάνει ηχάκια κάθε λίγο και λιγάκι, όποτε κάποιος μπαίνει ή βγαίνει από το δωμάτιο του τηλεφωνικού chat. Εκεί, τα πράγματα είναι ακόμα πιο φαντασματικά, μιας και δεν παίζουνε ούτε φωτογραφίες, ούτε εκτενείς περιγραφές. Είναι απίστευτο το πως οι άνθρωποι καταφέρνουν και συμπτύσσουνε την ύπαρξη τους μέσα σε δυο-τρεις λέξεις ενός sms. Από την άλλη είναι και σωτήριο, μιας και κανείς δεν ενδιαφέρεται για τίποτε περισσότερο από σωματικές αναλογίες και προτιμήσεις στο κρεβάτι.
Που και που τσεκάρω κανένα nickname, αν ακούγεται αρκετά καβλωτικό στέλνω prive τον αριθμό μου. Συνήθως είναι κάτι σαλταρισμένα εικοσάχρονα από την επαρχία που ψάχνονται για phone sex ή κάτι κομπλεξικοί παντρεμένοι που μιλάνε με ψιθυριστές φωνές κλεισμένοι στην τουαλέτα, κρυφά απ' την βρομερή, διανοητικά καθυστερημένη γυναίκα τους. Καμιά φορά, αν είναι η τυχερή μου μέρα, πετυχαίνω κανένα ξέμπαρκο και κλείνω ραντεβού. Δεν έχω κανένα κριτήριο επιλογής, αρκούμαι στο να με θέλουνε, προσπαθώ να δω πως μπορώ να εκμεταλλευτώ την απρόσμενη αυτή προτίμηση τους. Συνήθως το καταφέρνω απλά κλείνοντας τα μάτια και ευχαριστώντας τον Θεό που έχω την πολυτέλεια να μην μου αρέσει κάποιος.
Το πιο ωραίο είναι όταν μιλάω στο τηλέφωνο και συγχρόνως πληκτρολογώ στο δίκτυο. Οι πολλαπλές στρώσεις από απρόσωπη λαγνεία εξ' αποστάσεως με κάνουν να αισθάνομαι ότι κάτι συμβαίνει. Τώρα περιμένω να με πάρει ένας τύπος από το τηλεφωνικό chat ενώ ταυτόχρονα έχει μπει στο δίκτυο ο τυπάκος από το χωριό που δήθεν είναι ξετρελαμένος μαζί μου. Του ανοίγω pvt. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί και να κατέβει Αθήνα κάποια στιγμή, να κάτσει κανένα γαμήσι, καλό είναι να καλλιεργείς καβάντζες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Το' ξερα ότι δεν θα απαντήσει στα μηνύματα. Δεν θα στείλω άλλα, το έχει κλειστό, δεν γουστάρω να νομίζει ότι πολυθέλω. Όσο επιμένω τόσο κάνει την αδιάφορη, στάνταρ φάση, όπως όλες οι γκόμενες. Έχει νυχτώσει για τα καλά, βαριέμαι να βγαίνω στο κρύο για καφέδες κι έτσι. Από το σαλόνι ακούγεται η τηλεόραση, ανάμικτη με τα μουγκρητά του πατέρα μου, ήχους από την κουζίνα, η μάνα μου μαζεύει τα πιάτα. Δυναμώνω την μουσική, ευτυχώς που υπάρχει το Kazaa.
Ανοίγω το pc, μπαίνω στο chat. Ως συνήθως είναι μέσα ο τύπος που με έχει καψουρευτεί, όλο μου λέει να κατέβω Αθήνα, να τα πούμε κι έτσι. Τι να λέω τώρα, ότι δεν έχω φράγκα ένα σουβλάκι να φάω; Άσε που δεν γουστάρω να μείνω σπίτι του και να μου την πέφτει, όχι ότι κομπλάρω, αλλά δεν έχω πάει με άντρα και δεν ξέρω και αν γουστάρω κιόλας. Είναι και πουρό ο καριόλης, πατημένα τα τριάντα λέει.
Μου ανοίγει pvt, τι γίνεται, το πάει αδιάφορα και καλά στην αρχή. Σε δυο-τρεις φράσεις θα αρχίσει πάλι τις προστυχιές και θα με καυλώσει, δεν θα ξέρω πάλι τι να κάνω. Έχει πολύ βρόμικο μυαλό, ξέρει να με κάνει τούρμπο. Αυτό που γουστάρω πιο πολύ σε δαύτονα είναι ότι ξέρει την θέση του, δεν προσπαθεί να μου κάνει κήρυγμα για το αν είμαι gay και λοιπές μαλακίες. Δεν με έχει καν ρωτήσει αν προτιμάω άντρες ή γυναίκες, το όλο θέμα είναι γύρω από μια καύλα που δεν έχει όνομα.
Που και που, μου μιλάει για τον εαυτό του, μένει μόνος του, θα ήθελε να έχει κάνα γκόμενο για συντροφιά και τέτοια. Τον λυπάμαι, αλλά δεν του το λέω. Πετάω κάτι ξώφαλτσα ότι αν συναντηθούμε ποτέ μπορεί να γίνουμε φίλοι, ποτέ δεν ξέρεις. Μακάρι μου γράφει, και αισθάνομαι ότι έχω καβατζάρει μια ώρα κουβέντα ακόμα.
Για μένα δεν του 'χω πει τίποτε συγκεκριμένο εκτός από ηλικία, ύψος και τα λοιπά. Ούτε συζήτηση για το που είμαι - ένα επαρχία του' φτασε, είναι ξύπνιος, δεν ρωτάει. Εδώ και καιρό μου έχει δώσει το κινητό του, αλλά λίγο οι αφραγκίες, λίγο η κόμπλα, δεν τον έχω πάρει. Φυσικά δεν του έχω δώσει το δικό μου, και δεν μου το έχει ζητήσει. Έχω περιέργεια να ακούσω την φωνή του ώρες-ώρες, από βαρεμάρα και μόνο, αλλά είναι τα κινητά πανάκριβα γαμώτο.
Το μόνο που ξέρω για κείνον είναι το πως μοιάζει - έχει φωτογραφίες στο profile του, γυμνές, χωρίς μούρη, αλλά μου' χει στείλει και την φάτσα του με mail. Ένας κανονικός άντρας, δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου, καμία σχέση με κραγμένη. Τουλάχιστον αν τύχει και βρεθούμε δεν θα ντραπώ να κάτσω για κανένα καφέ μαζί του.
Που και που σκέφτομαι τι πακέτο θα' τρωγα αν μάθαινε κανένας ότι μιλάω με πούστηδες στο chat. Θα έπρεπε να την κάνω από το χωριό επί τόπου, δεν το συζητάω. Καμιά φορά σκέφτομαι αν μπαίνει κανένας άλλος απ' τα μέρη μας. Πετυχαίνω που και που μερικούς που λένε ότι είναι από κοντινές πόλεις, αλλά με πιάνει κρύος ιδρώτας και μόνο που διαβάζω το όνομα της πόλης δίπλα στο όνομα τους. Το προφίλ μου δεν γράφει τίποτε απολύτως, θα μπορούσα να είμαι ο οποιοσδήποτε, αλλά φοβάμαι τόσο πολύ που νομίζω ότι θα μπορούσαν να με δούνε πίσω από την οθόνη.
Τελικά, ο τυπάκος που με γουστάρει πρέπει να είναι καλό παιδί. Ούτε πολλά ρωτάει, ούτε ζητάει τίποτε - του φτάνει να του λέω τι θα γούσταρα να του κάνω αν βρισκόμασταν, όποτε δεν έχω και τίποτε να του πω, μου δίνει ιδέες αυτός. Όποτε το πράγμα χοντραίνει πολύ, από την καύλα κάνω κεφάλι και κυκλοφορώ σαν κοτόπουλο για ώρες μετά. Μόλις το ξεπερνάω, αισθάνομαι ένα σίχαμα για την όλη φάση. Δεν θέλω να ξέρω τον εαυτό μου, το chat, τον τύπο, τίποτε από όλα αυτά. Ξέρω όμως, ότι λίγο η καύλα, λίγο η βαρεμάρα, λίγο η ευκολία του πράγματος, θα βρεθώ ξανά στην οθόνη. Κατά ένα περίεργο τρόπο όσο πιο πολύ το μετανιώνω κάθε φορά, τόσο πιο πολύ το θέλω την επόμενη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Αυτό που μου κάνει εντύπωση στην παρουσιάστρια, είναι οι εκφράσεις που παίρνει το πρόσωπο της καθώς ακούει τα τηλεφωνήματα. Σαν να στεναχωριέται η ίδια για αυτά που ακούει, σαν να σηκώνει το βάρος της δυστυχίας του καθενός στην πλάτη της. Καμιά φορά θυμώνει κιόλας, ειδικά όταν παίρνουνε κάποιες και λένε ξεδιάντροπα τα δικά τους, λες και υπερηφανεύονται που κερατώνουνε τον άντρα τους η που' χει μπλέξει η κόρη τους με πορνεία.
Η πόρτα ανοίγει, και μαζί με τον κρύο αέρα μπαίνει η κόρη μου. Ακουμπάει τα βιβλία της, βγάζει το μπουφάν της και σκύβει να με φιλήσει - μυρίζει λακ και αμμωνία από το κομμωτήριο. Της λέω ότι έχει φαΐ στην κουζίνα. Πάει μόνη της χωρίς να πει κουβέντα, ξέρει ότι αν δεν τελειώσει η εκπομπή δεν πρόκειται να σηκωθώ από τον καναπέ. Δίπλα μου, η πεθερά μοιάζει να μην έχει καταλάβει καν ότι έχει γυρίσει η εγγονή της, κοιτάει την τηλεόραση μουγκά, με βλέμμα δύσπιστο.
Το θέμα σήμερα είναι για κορίτσια που ξεκίνησαν μοντέλα και κατέληξαν στο πεζοδρόμιο. Δεν με ενδιαφέρει και πολύ, δεν έχουμε τέτοια στα μέρη μας. Μόνο αν πάρει καμιά μάνα για την κόρη της συγκινούμαι, έρχεται στο νου η δική μου. Δεν μπορώ όμως και να νιώσω και πολλά, είναι τόσο μακριά όλα αυτά από εμάς και αυτά που ζούμε. Το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να μας βρει είναι να έκανε κανένα εξώγαμο, και δεν νομίζω ότι η κόρη μου είναι τόσο αγαθιάρα.
Η εκπομπή τελειώνει. Ακούω το αμάξι απ' έξω, ήρθε και ο άντρας μου. Τώρα είναι η σειρά των ειδήσεων, της μπάλας. Το σαλόνι δεν ανήκει πια σε μένα και στην πεθερά μου, σηκωνόμαστε και πάμε να μαζευτούμε στην κουζίνα. Λέω να φτιάξω κανένα γλυκό, αύριο είναι και η γιορτή του αδερφού μου.
Ο άντρας μου μπαίνει μέσα, μου λέει ένα γεια σχεδόν μέσα απ' τα δόντια. Δεν ξέρω αν με στεναχωρεί που έχουμε πάψει να είμαστε ζευγάρι εδώ και χρόνια. Η σκέψη να με αγκαλιάσει ή να με φιλήσει μου είναι πια τόσο ξένη, ξεχασμένη ιστορία. Σχεδόν προτιμάω που είναι έτσι τα πράγματα. Είναι σαν να μην ήμασταν ποτέ ερωτευμένοι, σαν να έχουμε παραδεχτεί και οι δύο μας ότι ο σκοπός που είμαστε μαζί είναι η ελάχιστη παρέα που κάνουμε, η βολή, η συνήθεια. Δεν μπορώ να φανταστώ να ήμουνα μόνη μου, και σίγουρα ούτε κι αυτός. Είμαι σίγουρη ότι έχει κάποια γκόμενα, αλλά δεν θέλω να το ψάξω, τι νόημα θα είχε ούτως ή άλλως. Στην ηλικία που είμαι πια, πατημένα τα πενήντα, τι θα κάνω, διαζύγιο θα του ζητήσω; Και μετά, ποιος άντρας θα γυρίσει να με κοιτάξει;
Η κόρη μου έχει φάει, και έχει παρατήσει τα πιάτα της στο νεροχύτη. Όσες φορές και αν της πω να τα βάλει στο πλυντήριο, δεν την νοιάζει. Κλεισμένη θα είναι πάλι, στο δωμάτιο της, και θα μιλάει στο τηλέφωνο, ξεφυλλίζοντας περιοδικά. Από το να γυρνάει δεξιά και αριστερά, σαν την κόρη της Τασίας, καλύτερα έτσι.
Η πεθερά μου απλώνει το φύλλο για κανταΐφι. Κάνω βόλτες γύρω της, τα υλικά είναι πάνω στο τραπέζι, ακούω την φωνή της να δυναμώνει από την χαρά που νιώθει με την διαδικασία. Προτού κλείσω τα κουρτινάκια της κουζίνας, ρίχνω μια ματιά στο σκοτάδι απ' έξω. Με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά καθώς σκέφτομαι ότι η νύχτα αυτή δεν θα μου φέρει τίποτε άλλο εκτός από μια μέρα ίδια με την προηγούμενη. Κάνω τον σταυρό μου, για να διώξω το άσχημο αυτό συναίσθημα, να ευχαριστήσω τον Θεό που είμαστε όλοι καλά. Μου φτάνει το σταυροκόπημα για να γεφυρώσω την απόσταση από την ανεξήγητη αγωνία που με έπιασε μέχρι να καταπιαστώ κι εγώ με το κανταΐφι, να ξεχαστώ με το μαγείρεμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Κάτω από τα νύχια μου είναι μαζεμένα ίχνη από το κομμωτήριο. Τα ξεκολλάω, περνώντας τα από την άκρη των δοντιών μου. Hδονίζομαι με την χημική πίκρα που απλώνεται καθώς οι μικροποσότητες λιώνουν στο στόμα μου. Mπογιές, λακ, ασετόν ποιος ξέρει τι άλλο.
Ακούω , χωρίς να δίνω βάση, την κολλητή μου να λέει μπούρδες για τον γκόμενο που γουστάρει στο σήριαλ, για το πως της την έπεσε ο Γιώργος, για το πως δεν γουστάρει την Κατερίνα που θέλει να μπει ανάμεσα τους. Είναι η κόρη της Τασίας, της έχουνε βγάλει όνομα στο χωριό, εύκολη και έτσι. Αν άκουγες τι λένε για αυτή θα νόμιζες ότι είναι καμιά μοιραία γυναίκα. Η αλήθεια είναι ότι είναι χαζή και αγαπησιάρα η κακομοίρα, κάθεται να την μπαλαμουτιάζει ο κάθε μαλάκας. Εγώ την γουστάρω για δυο λόγους. Ο ένας είναι ότι δεν της καίγεται καρφάκι, κυρίως επειδή δεν καταλαβαίνει καν τις της συμβαίνει. Ο άλλος είναι ότι μου τα λέει όλα με το νι και με το σίγμα και διασκεδάζω με τα παθήματα της χωρίς να πληρώνω εγώ το κόστος από την κάθε απογοήτευση ή το κάθε ρεζιλίκι της.
Στα πόδια μου έχω μια στοίβα από περιοδικά που δανείστηκα από το κομμωτήριο. Το γυαλιστερό χαρτί τους είναι από μόνο του απόλαυση, είναι η αφή που θα ήθελα να έχουνε τα πάντα στον κόσμο. Πίσω από αυτή την γυαλάδα όλα είναι τέλεια. Κοιτάω τις εικόνες, τα πρόσωπα, τα ρούχα, τους χώρους, δεν χορταίνω. Στραβοκαταπίνω από τον πόθο που αισθάνομαι για να βρεθώ κι εγώ μέσα σε όλα αυτά. Διαβάζω τα πάντα μέσα στις σελίδες τους, μέχρι και τις διευθύνσεις καταστημάτων, τις τιμές, τα ονόματα των συνεργατών. Είμαι σίγουρη ότι αν μια μέρα καταφέρω να τρυπώσω σε αυτόν τον μαγικό κόσμο κανείς δεν θα καταλάβει ότι είμαι μια άσχετη κοπελίτσα από χωριό, όλοι θα νομίζουνε ότι μεγάλωσα μέσα στα λούσα.
Πάνω που είχα ξεχάσει ότι μιλάω στο τηλέφωνο, και είχα χαθεί κοιτώντας το φορέματα στα Όσκαρ, ακούω την φίλη μου να σιγόκλαιει. Αναγκάζομαι να της δώσω σημασία, την ρωτάω τι έχει. Καθυστέρηση και τέτοια. Παγώνω για μια στιγμή, είναι σοβαρό αυτό. Την ρωτάω αν είναι σίγουρη, μου λέει ναι. Δεν κολλάω καθόλου, της λέω ότι πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε λεφτά, να πάμε σε καμιά γειτονική πόλη να το ρίξει. Εκείνη είναι τόσο μπερδεμένη που δεν καταλαβαίνει καλά καλά τι της λέω, κάτι μπούρδες μου πετάει για γάμους και τέτοια. Υπομονετικά της εξηγώ ότι δεν παίζει αυτό, αν πάει και πει στον Γιώργο τίποτε τέτοιο θα κάνει ότι δεν την ξέρει, αν το μάθουνε οι γονείς του θα γίνει το έλα να δεις. Μπήγει ακόμα πιο δυνατά κλάματα, συνειδητοποιεί φαίνεται ότι το τελευταίο πράγμα που είχε ο Γιώργος στο μυαλό του όταν την γκάστρωνε ήταν ο γάμος.
Το σχέδιο κλασικό, εύκολο να το καταστρώσουμε. Τα λεφτά θα τα βρει ο Γιώργος, δεν μας νοιάζει πως. Μέχρι το νοσοκομείο θα μας πάει ο Τέλης, θα βρούμε μια δικαιολογία να τον φλομώσουμε, το πολύ πολύ να του κάνω εγώ τα γλυκά μάτια και να μην ρωτήσει καν. Την ορκίζω να μην κάνει καμία μαλακία και πάει να το πει σε καμιά μάνα της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Θα μπορούσα να έχω επενδύσει σε ένα ωραίο εκτροφείο ανθρώπινων οργάνων, να καλλιεργώ ένα χωράφι από σώματα, ζωντανά, αλυσοδεμένα εκ γενετής στους ανήλιαγους προθάλαμους της τελικής τους εκμηδένισης. Θα μπορούσα να κερδίζω από αυτό που όταν το έχεις το σπαταλάς χωρίς σκέψη σε τραπεζώματα με συγγενείς και δόσεις στην βιομηχανία καπνού. Τα νεφρά, την καρδιά, τα μάτια σου. Δεν αισθάνομαι ενοχές. Από μόνοι τους οι άνθρωποι επιλέγουν να ζουν ζωές ασήμαντες, δεν είμαι εγώ αυτός που ελέγχω την μοίρα τους.
Είμαι γιατρός, κάτι που έχει να κάνει περισσότερη σχέση με τον θάνατο απ' ότι νομίζετε.
Καταφέρνω με το ζόρι να πληρώσω τα χρέη μου κάθε μήνα, δουλεύοντας απάνθρωπες ώρες στο βρόμικο αυτό νοσοκομείο. Ζω κυρίως από τις κρυφές εκτρώσεις, συχνά προχωρημένες. Τις απολαμβάνω αυτές τις μικρές σφαγές, από την πρώτη μέρα κιόλας. Το μόνο που σκέφτομαι πια είναι τα λεφτά που χάνω, μιας και αν το γεννούσε το ρημάδι θα μπορούσα να το πουλήσω ή να αρχίσω σιγά σιγά το εκτροφείο οργάνων που ονειρεύομαι. Η παραίτηση είναι γλυκιά στιγμή στην ζωή όλων μας, ένας περίεργος τρόπος να μπαίνουν όλα σε τάξη.
Δυο απανωτά λάθη - ο γάμος μου και οι σπουδές μου - με κλείδωσαν σε αυτό το αδιέξοδο. Τώρα έχω μόνο την λαχανί λαδομπογιά στους τοίχους για συντροφιά. Ούτε το κάπνισμα δεν έχω καταφέρει να κόψω, αλλά πώς; Έχω και τίποτε άλλο να κάνω με τα χέρια μου εκτός από το να πετάω έμβρυα στα σκουπίδια ή να σκαλίζω κακοφορμισμένους προστάτες;
Η πρώτη μου συμφιλίωση με την φρίκη ήρθε την ημέρα που έκανα μια αναισθητική ένεση στο μουνί μιας υστερικής πενηντάρας. Αφού είχε τραβήξει κάτι ξυραφιές στα σκέλια της, είχε χάσει την λαλιά της. Αντίθετα με όσα νομίζουνε οι περισσότεροι, η υστερία είναι μια βουβή, αυτιστική ψυχολογική κατάσταση. Όταν η άρρωστη άρχισε να συνέρχεται, και ο πόνος από τις πληγές στα όργανα της άρχισε να επιστρέφει, μου είπε με τον πιο ψύχραιμο τόνο ότι προτιμάει να πετσοκόβεται αντί να υπομένει την αδιαφορία του άντρα της. Ο πόνος, και η εξαθλίωση, από εκείνη την ημέρα, άρχισαν να μου φαίνονται περισσότερο σαν κράτη επιθυμίας και αναγκαίος εξορκισμός μιας ζωής εν τάφω. Πριν, είχα τις αμφιβολίες μου.
Έτσι, ελαφρά υπερόπτης, αλλά ποτέ κριτής, περιποιούμην τις κακοποιημένες νοικοκυρές, τις έγκυες εφήβους, τις κατατονικές γριές, τις ετοιμοθάνατες κάθε είδους, τις πρησμένες από το αλκοόλ και τους καρκίνους κοιλιές των πενηντάρηδων, τα κομμένα πόδια από τις μηχανές, τα σαλεμένα μυαλά απ' τα ναρκωτικά, τα περίπλοκα τραύματα στα σώματα των παιδιών που προπονούνταν από τους σαδιστές γονείς τους για μία ζωή ατέρμονου πόνου. Όταν πούλησα το πρώτο παιδί, δεν πρόλαβα να χαρώ τη μίζα μου, χρωστούσα ένα κάρο λεφτά σε γραμμάτια και εφορίες. Παρ΄ όλα αυτά θαύμασα την έλλειψη δισταγμού που έδειξα δίνοντας το μωρό σε εκείνο τον άγνωστο. Αισθάνθηκα αγαλλίαση, σαν να έπαιζα επιτέλους σωστά τον ρόλο που έπρεπε σε αυτή την αλυσίδα τρόμου που γεννήθηκα να υπηρετώ. Όταν είσαι από την μεριά του κακού λούζεσαι από ένα αίσθημα υπερβολικής ελευθερίας. Καμία συνέπεια δεν είναι ικανή να σε αποτρέψει από την απόλαυση του να ανατρέπεις κάθε ιερό και όσιο.
Ενώ τα σκέφτομαι όλα αυτά, ξαφνικά επιστρέφω στο εδώ και τώρα. Ελπίζω να έχουν φράγκα αυτά τα κωλόπαιδα, να μην έμεινα για την έκτρωση άδικα, η γυναίκα μου θα με τσακίσει, έχουμε και τις δημοτικές εκλογές μεθαύριο, τραπεζώματα, άσε.
Τα χέρια μου είναι βρόμικα, ίχνη από αίμα βρίσκουν τον δρόμο μέχρι τα νύχια, κάτω από τα χειρουργικά γάντια. Ξύνοντας την σιχαμένη μύξα από το μουνί της ξεκωλιάρας που μουγκανίζει αναίσθητη στο ιατρείο μου, αναρωτιέμαι αν η κολλητή της θα γούσταρε να την κατούραγα στην μούρη. Δεν θα με χάλαγε να έτρωγα και τα σκατά του γκόμενου της. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
"Αγαπητέ μου Μένιο, πες μου, τι πιστεύεις για την έξαρση της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο;" άκουσα την παρουσιάστρια να λέει, στον πως τον λένε, τον καθηγητή, δεν θυμάμαι τώρα. Άλλη μέρα σήμερα, μπορεί χτεσινή, μπορεί αύριο, οι ίδιοι πάντα ήχοι από το στόμα της πεθεράς μου. Κανταΐφι δεν ξαναφτιάχνω πάντως, πέταξα το μισό στα σκουπίδια, όλες φοβούνται μην παχύνουνε και δεν τις βγάλει εξώφυλλο το Marie Claire.
"Αγαπητή μου Νένα," απαντάει ο καθηγητής στην εκπομπή, "η παιδική πορνογραφία δεν είναι παρά μια έκφραση της ανάγκης μας για επιστροφή στην αθωότητα. Ζούμε σε σκληρές εποχές, και ένα άσπιλο παιδί είναι το σφάγιο που μας λυτρώνει, το αντίδοτο στην φρίκη. Ζούμε υπό το ολοκληρωτικό καθεστώς της πορνοκρατίας δεν είναι πλέον ένας κριτικός όρος και μόνο. Είναι μια πραγματικότητα!
Ο συνδυασμός πορνογραφίας και τρομοκρατίας είναι ένα γενικευμένο ηθικό ατύχημα της επικοινωνιακής εποχής, μια νοηματική κατάρρευση των ανθρωπιστικών αξιών σε τηλεματικό χρόνο. Η πορνοκρατία ισχύει πια στο πεζοδρόμιο. Κάθε είδους άνθρωποι, συλλογικά, εγκαταλείπουν την ελευθερία τους στα χέρια κάποιου, ανθρώπου, εταιρίας η ιδέας. Ο δεσμοφύλακας, αυθαίρετα, τους παρέχει την απόλυτη ψευδαίσθηση, η φυλακή που επιλέγουν είναι το άλλοθι για την ανευθυνότητα τους, η αθώωση τους λόγω έλλειψης επιλογής.
Η δουλεία, στην επιλεκτική της μορφή, ως ερωτικοποίηση ή ιδεολογικοποίηση της στέρησης της ελευθερίας, επιστρέφει τους ανθρώπους στην ηλικία εκείνη που δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, τους ξανακάνει παιδιά, όχι περισσότερο δέσμια απ΄ όσο είναι τα περισσότερα παιδιά απ' τους γονείς τους.
Αργότερα, ανακαλύπτεις το παιδί μέσα σου προκειμένου να εγκαταλείψεις τις ευθύνες έξω σου.
Αυτή την ασυνειδησία μάθαμε πρώτα, πίσω από αυτήν αισθανόμαστε ασφαλείς, αυτή η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην ενήλικη ελευθερία τρέφει το καθεστώς της πορνοκρατίας, ένα καθεστώς που κατ' εμέ θα διαδεχθεί ολοκληρωτικά τον καπιταλισμό ως η κυριαρχική παγκόσμια ιδεολογία.
Ένα ακόμα σύμπτωμα της πορνοκρατίας είναι το Ισλάμ. Αρκεί να δείτε την εκμηδενιστική Ισλαμική αντιμετώπιση απέναντι στην σεξουαλική ελευθερία. Σκέψου ότι οι γυναίκες εκεί ευνουχίζονται, δηλαδή, είναι de facto δούλες. Σε τι εξυπηρετεί αυτό; Ο καταναγκασμός του δούλου από το alter ego του, τον Αφέντη, δίνει το τέλειο ιδεολογικό άλλοθι σε όλους. Ο δούλος δεν φταίει, επειδή αναγκάστηκε δια της βίας να απολέσει την ελευθερία του. Ο Αφέντης απαλλάσσεται, επειδή απλά ικανοποίησε την αυτοκαταστροφική ορμή του δούλου, ο οποίος αν δεν δέχονταν την δουλεία του ως δίκαιη, θα επαναστατούσε, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της ρήξης.
Και στην Ευρώπη όμως, η εθελοντική στέρηση δικαιωμάτων, και άρα των συνεπειών τους, δεν είναι άγνωστη. Το ήξερες ότι το www.slaveformaster.com, ένα site που σκοπός του είναι η σύναψη σχέσεων μεταξύ Αφεντών και σκλάβων, αποκτάει 14.000 νέα μέλη την εβδομάδα;
Σε οποιοδήποτε δυτικοευρωπαϊκό κανάλι και να κάνεις zapping, θα διαπιστώσεις ότι ο πόνος και τα βασανιστήρια είναι το αγαπημένο θέμα συζητήσεων, σπλάτερ διακοσμεί τα καλύτερα σαλόνια και τηλε-παράθυρα. Οι χειρουργικές επεμβάσεις είναι πράξεις με όλο και πιο ασαφή κίνητρα, τα πιο δημοφιλή ριάλιτι παρακολουθούν τους παίκτες καθώς γλιστράνε από το ένα χειρουργείο στο άλλο, προκρούστειες διασημότητες στιγμής.
Πότε άρχισε ο καπιταλισμός να τεμαχίζει τους δούλους του; Πως επήλθε αυτή η κοινωνική μετάλλαξη; Πόσο αρχαία είναι η δύναμη αυτή και τι την επικαλείται; Aμφίβολο. Στην παρούσα φάση της πορνοκρατικής έξαρσης βλέπουμε μια δημοκρατικοποίηση της ερωτικής βαναυσότητας. Η λατρεία της φρίκης εκτείνεται από τους Άγγλους και Αμερικάνους μισθοφόρους στο Ιράκ μέχρι τα πιο ερασιτεχνικά sites στον βόθρο του Internet.
Το πράγμα πήρε την αληθινή του διάσταση του όταν το πρωτοσέλιδο κάποιας Αγγλικής εφημερίδας ενημέρωνε τους πολίτες για τις μεθόδους βασανιστηρίων που εφάρμοζε ο Βρετανικός στρατός στο Ιράκ. Τότε, όλοι όσοι σερφάραμε ανώνυμα στις πιο σκληρές γωνιές του internet, αιφνιδιαστήκαμε. Όχι επειδή δημοσιοποιήθηκαν τα όσα είχαμε ήδη δει, κλικάροντας από το ένα γκροτέσκο σαδομαζοχιστικό site στο επόμενο. Οι εικόνες του σεξουαλικού εκμηδενισμού ήταν κοινό μας μυστικό. Είχαμε ήδη αναισθητοποιηθεί από την σκληρότητα της εικόνας, την βία που συναγωνίζεται το απίστευτο. Ωστόσο, το ανέφικτο της όλης ιστορίας, η άγρια χαρά που καίει τον εγκέφαλο μας, μεταφέροντας μας σε παραμορφωτικά επίπεδα σεξουαλικής διέγερσης, η λαγνεία του τρόμου, πιστεύαμε ότι θα παρέμενε πάντα εκ του ασφαλούς εξόριστη στην σφαίρα της περιθωριακής και νοσηρής επιθυμίας, της μάταιης φαντασίωσης. Δεν θα συνέβαινε επί οθόνης CNN, δεν θα είχαμε ποτέ παγκοσμιοποιημένη επιβεβαίωση ότι όλοι αυτοί οι ψηφιακοί εφιάλτες είναι αληθινοί.
Το αν ήταν ή όχι αυθεντικές οι φωτό από τις φυλακές του Άμπου Γκρέημπ δεν έχει σημασία. Άλλωστε, οι φωτογραφίες σε στοιχειώνουν περισσότερο για τα όσα αποκρύπτουν και όχι για τα όσα φανερώνουν. Το θολό και ασαφές τετράγωνο μπροστά στα γεννητικά όργανα των βασανισμένων Ιρακινών είναι η αμήχανη περιοχή όπου συναντιέται η πορνογραφία με την τρομοκρατία." "Παρακαλώ διακόψτε την εκπομπή" ακούω να ψιθυρίζει η τηλε-οικοδέσποινα, ενώ με κοιτάει κατάματα, χαμογελώντας. "Εγώ αυτό που ήθελα να πω το είπα, εξάλλου το γράφω και στο βιβλίο μου, "Η Θεωρητικοποίηση των Πάντων: Πως η σύγχρονη διανόηση κάνει τα πάντα για να μην γίνει τίποτε", της απαντάει ο καθηγητής.
Δεν καταλαβαίνω τίποτε, έχει βραδιάσει, η κόρη μου έχει εξαφανιστεί, έχει πάει βόλτα με έναν αλήτη, και εκείνη την κοκορόμυαλη την κολλητή της, και έναν άλλο, δεν τον ξέρω. Αισθάνομαι έναν κόμπο στο λαιμό, σίγουρα υπάρχει λέξη γι αυτό, δεν την ξέρω όμως. Δεν αντέχω την πεθερά μου, θέλω να την σκοτώσω αυτή την γριά που με κοιτάει όλο κατηγόρια, λες και επέλεξα εγώ να την γηροκομήσω. Ποτέ δεν μιλάει, αλλά ξέρω τι σκέφτεται. Σκέφτεται εκείνη την μέρα που της είπα ότι το γλυκό της είναι χάλια, από τότε ονειρεύεται πως θα με εκδικηθεί. Λες και που της στρώνω το κρεβάτι δεν είναι αρκετή τιμωρία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Θέλω να βάλω τους πορτιέρηδες στην σειρά, να πυροβολήσω τον πρώτο, να δω ένα-ένα τα ξυρισμένα τους κεφάλια να κομματιάζονται διαδοχικά από την ίδια σφαίρα. Θα ήταν κρίμα να σπαταλούσα και άλλες.
Σπρώχνουν εμένα, εκείνη, τον γκόμενο της μαλάκως, αυτός γελάει σαν πίθηκος. Η πρώην γκαστρωμένη είναι στο ξενοδοχείο, προσπαθεί να συνέλθει. Εμείς λέμε να το ρίξουμε έξω, όπως παλιά. Το club είναι αυτό που είναι. Μεγάλο, ψευτοχλιδάτο, απαίσιο και τίγκα. Ο dj παίζει τα μαλακισμένα του χιτάκια το ένα πίσω από το άλλο. Απόψε έχουν σκάσει μύτη και κάτι γκόμενες ψώνια, φάτσες από την τηλεόραση, μοιάζουν με διάσημες. Τις βλέπω να τρέχουν στις τουαλέτες χασκογελώντας επιδεικτικά, όπως γελάνε όλες οι γκόμενες όταν έχουν αρχίσει να γαμιούνται με επαρχιώτες ντίλερ κόκας για μια ψιλή. Τα κινητά έχουν ανάψει, οι φωτό αναμεταδίδονται αυτόματα στο internet από τα βλαχάκια που τις τραβάνε, ένα ευρώ την αποστολή.
Ο γιατρός, η έκτρωση, η φάση όλη, με καύλωσε. Σκέφτηκα τα χέρια του γιατρού να σκαλίζουν το μουνί της κόρης της Τασίας, της ηλίθιας γκόμενας του κολλητού μου, όπως ξέρω ότι ήθελε εκείνος να σκεφτώ. Ας έβγαζε τα βρόμικα γάντια πριν βγει από το χειρουργείο, να μην έβλεπα την βέρα που τσίτωνε κάτω από το πλαστικό. Σκεφτόμουν να μου χώνει όλη την γροθιά του στον κώλο, τον χρυσό κρίκο να σκαλώνει πάνω στον προστάτη.
Ξεφεύγω. Κάθε βράδυ, από το chat, παρέα με την τριαντάρα πρωτευουσιάνα αδερφή, πληκτρολογώ όλο και πιο ακραίες χοντράδες, προκαλώ το ανώμαλο μυαλό της. Δεν μπορώ να συναγωνιστώ αυτό τον πούστη, την φρίκη αλλά και την καύλα των φαντασιώσεων του. Με κάθε νέα ανωμαλία, στέλνει και από ένα link. Όποτε το κλικάρω, οι εικόνες γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές, εικόνες από κελιά, με ανθρώπους σαν ζώα, διάφορα. Με μαθαίνει πώς να καυλώνω με τον τρόμο. Αυτό δίνει μια νέα χάρη στην ζωή μου -όσο δεν τον συναντάω, τον δράκο που έκανα φίλο μου, τόσο θα είμαι καλά. Αισθάνομαι ότι αυτός ο άνθρωπος, που στην τελική δεν έχει κάνει και τίποτε άλλο από το να μου μιλάει στο τηλέφωνο, συγκεντρώνει επάνω του όλα εκείνα τα χαρίσματα που πρέπει να έχει κάποιος αρχηγός παραθρησκευτικής αίρεσης. Πειθώ, ηρεμία, λογική, ασφυκτικά επικίνδυνη επιρροή πάνω στην σκέψη των άλλων.
Βλέπω τον Νίκο, του χώνω τα φράγκα, είμαι ήδη στην τουαλέτα, μοιράζω τα χάπια, δύο στον καθένα. Εκείνη τινάζει τα μαλλιά της χοροπηδάει, έχει κάνει και κάνα δυο μυτιές με τον γιατρό στο νοσοκομείο νωρίτερα. Ο γκόμενος της γκαστρωμένης συνεχίζει να γελάει σαν ηλίθιος, δεν νομίζω ότι έχει ξαναπάρει e ποτέ.
Σε λίγο είμαι πίσω στην πίστα, αισθάνομαι ένα κομμάτι να σκάει. Το δωμάτιο περιστρέφεται σαν σκηνή από κακό ελληνικό βίντεο κλιπ, νιώθω παγιδευμένος σε μια ανάποδη εκδοχή της χορεύτριας στα λούνα παρκ, εγώ στον ρόλο της ίδιας της χορεύτριας, ο κόσμος προσπαθεί να μην ξεράσει στα πόδια μου. Δεν έπρεπε να πάρω δυο με την μία, το βλέπω να μου' έρχεται το overdose. Δεν με νοιάζει, ένα συναίσθημα ζεστό και υγρό με πνίγει, αισθάνομαι ταυτόχρονα άδειος και ελαφρύς, είμαι αλλού. Ο ρυθμός τρίζει τις σόλες των παπουτσιών μου, τα έγχορδα με κουβαλάνε πάνω από τους χορευτές.
Κάπου εκεί είναι, τους είδα, όχι, δεν είναι αυτοί, δεν πειράζει, δεν με νοιάζει. Θα τους βρω μετά, όπως τόσες και τόσες φορές, να στρίβουν στο αυτοκίνητο, ξημέρωμα, η πάχνη να κολλάει τα χαρτάκια, να κάνει την κόκα τσίχλα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Η πρώτη φορά που πλήρωσα για σεξ ήρθε αργά, εκεί στα τελευταία, σκονισμένα χρόνια πριν τα σαράντα μου. Από την πρώτη κιόλας φορά λύθηκε η απορία μου για πως μπορεί να είναι ικανοποιητική για τον πελάτη η συναλλαγή της πορνείας. Το κόλλημα μου με τους πούτανους ήταν η κλασική νεύρωση κάθε ναρκισσευόμενης αδερφής - δεν μπορούσα να δεχτώ πως όσο ανεπιθύμητος ήμουν στα 20 μου χρόνια, άλλο τόσο ανεπιθύμητος θα είμαι στα 40 μου. Υπέφερα από ένα κόμπλεξ τόσο κλισέ όσο και βαρετό. Η αναστολή αυτή εμπόδιζε επίμονα την λυτρωτική παραίτηση από τον έρωτα, μια κατάληξη που θεωρούσα μοιραία και την περίμενα με ανυπομονησία. Όλος αυτός ο τρόπος σκέψης αποδείκνυε την ηλιθιότητα μου, μιας και η βίζιτα δεν έχει να κάνει με τίποτε περισσότερο από την τριβή ενός πούτσου μέσα σε μια τρύπα. Έμοιαζα με τον κνίτη στο ανέκδοτο, που του δείχνουν το φεγγάρι και εκείνος κοιτάει το δάχτυλο. Οι πούτανοι μου έδειχναν τον πούτσο τους και εγώ, ως χαζή αδερφή, κοιτούσα την πίκρα μου.
Μπορώ να πω ότι αμέσως μόλις έδωσα το πενηντάρικο στο τσόλι, απελευθερώθηκα παντελώς από την ανάγκη μου να αρέσω στους άλλους. Λυτρώθηκα από την ζητιανιά της αρέσκειας, που μπορεί να με έκανε καλύτερο άνθρωπο στα μάτια των άλλων, καθώς με ανάγκαζε να επιλέγω αρεστές συμπεριφορές. Παράλληλα όμως, αυτή η βασανιστική αναζήτηση επιβεβαίωσης μετέτρεπε την κάθε μου στιγμή σε δικαστήριο. Μόλις συνειδητοποίησα ότι ήμουν ικανός να αγοράσω παρέα, τότε άρχισα να παίρνω την συναισθηματική κατρακύλα που τόσο δύσκολα ανέβαλα. Οι εραστές μου από εδώ και πέρα θα ήταν αποπροσωποποιημένες επιβεβαιώσεις της απελπισίας μου. Το φριχτό εδώ και τώρα είχε κερδίσει το φευγαλέο ίσως αύριο.
Πληρώνοντας ανακάλυψα πως θα υπερβώ την βεβαιότητα ότι το τσόλι δεν γουστάρει, βρήκα τον τρόπο να ξεχάσω ότι με γαμάει μόνο και μόνο για το 50άρικο. Ανακάλυψα ότι είμαι ικανός να ξεπεράσω τον εαυτό μου προκειμένου να προσηλυτίσω τον άλλον σε μένα, να του επιβάλλω εκείνο που θα κρατήσει τον πούτσο του σκληρό. Ανακάλυψα πως για να πετύχει ένα τέτοιο γαμήσι πρέπει η πουτάνα να γίνω εγώ, να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου προκειμένου να καυλώσει με την πάρτη μου το ανθρωπόμορφο τσουβάλι από σκατά που είχα επιλέξει. Αλλιώς, είχα απλά κάψει τα λεφτά μου.
Στον κόσμο του ανάποδου, εκεί που ένιωθα πιο άνετα πάντα, έβαλα τα δυνατά μου. Επέμενα εγωιστικά να την βρει μαζί μου η χαζή πουτανίτσα που είχα ψωνίσει στο chat. Μου έκανε εντύπωση το πόσο εύκολα μεταμορφώθηκα εγώ σε πόρνη και εκείνος σε πελάτη. Καθώς έσκυβα να τον πάρω στο στόμα μου, κατακάθονταν γύρω μου ακόμα μια νύχτα απογοήτευσης, απόρριψης, πλήξης, εκνευρισμού. Ο χωριάτης με είχε στήσει στο καθιερωμένο μας ραντεβού επί της οθόνης. Για την ακρίβεια με έστηνε εδώ και μέρες, ποιος ξέρει ποια μέγαιρα τον είχε κλειδώσει στο μουνί της.
Ο αγοραίος επιβήτορας μου ήταν πολύ λιγότερο από αυτό που ο χαρακτηρισμός του αποδίδει. Δεν ήταν παρά ένας αφόρητα τετριμμένος, κυνικός και ξερόλας πουστράκος, φορτωμένος με τις συνήθεις καθηλώσεις περί μπαμπάδων και αγάπης άνευ όρων, Επέμενε να με ψωνίσει παρ' όλη την κομπλεξική και επιθετική μου στάση. Ήταν γύρω στα 20.
Όταν σήκωσε την μπλούζα του, τινάζοντας την λεκάνη του και δίνοντας μου τον πούτσο στο στόμα, παρατήρησα τον ραμμένο ορίζοντα που χώριζε το σώμα του στα δύο. Ήταν μια φρέσκια ουλή, χοντρή σαν δάχτυλο, απ' άκρη σ' άκρη, στο υπογάστριο. Θύμιζε καισαρική τομή αλλά ήταν ενθύμιο από την λιποαναρρόφηση που προφανώς ξεπλήρωνε κατουρώντας σαραντάρηδες πούστηδες σαν κι εμένα.
Πριν το γαμήσι δεν σταμάτησε λεπτό να ζαλίζει το καμένο μου μυαλό με τις καλοχτενισμένες μαλακίες που ξεστόμιζε. Αφού έχυσε, ζωγράφισα, για λίγο, με το δάχτυλο, συννεφάκια, με τις πουτσότριχες του. Μέσα από το σωτήριο ημίφως της μυωπίας, τα πουτσοτριχοσυνεφάκια έμοιαζαν με καταιγίδα που σκοτείνιαζε τον σάρκινο ουρανό, μπόρα που θα ξέσπαγε όπου να' ναι, λυσσώντας μάταια πάνω στο δερμάτινο τίποτα που εκτείνονταν πέρα απ΄ τον μενεξεδένιο ορίζοντα της τεμαχισμένης του κοιλιάς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Μυρίζει άσχημα- υγρασία, ιώδιο και φτώχεια. Ακόμα και το ωχρό φως από τα φτηνά φωτιστικά βρομάει σαν στόμα γέρου. Στους τοίχους απλώνεται μια ανθισμένη ταπετσαρία, σαν να έχει ξεδιπλωθεί η πίστα ενός μπουζουξίδικου τα ξημερώματα. Το στόμα μου είναι ξερό, η τηλεόραση δείχνει μουγκή Βανδή, δεν έχω κουράγιο ούτε νερό να πιω, ούτε το τηλεκοντρόλ να πιάσω, ούτως η άλλως ξέρω τα λόγια απ' έξω, ούτως η άλλως θα βγάλω λίγο σάλιο σε λίγο.
Τα σκέλια μου είναι ακόμα μουδιασμένα από την έκτρωση, το κεφάλι μου βαρύ από τα Lonarid. Οι άλλοι έχουν πάει στο club, καλύτερα, βαριέμαι την αμηχανία τους όσο και τις εκδηλώσεις ψεύτικης συμπόνιας. Άσε που δεν αντέχω αυτό τον μαλάκα τον Τέλη, και την καψούρα που τραβάει με την κολλητή μου. Νομίζει ότι θα την γαμήσει ο μαλάκας, που να 'ξερε πόσο τον έχει γραμμένο. Όσο για τον παρ' ολίγον πατέρα του παιδιού μου, δεν χρειάζεται να με βλέπει έτσι χλομή, ιδρωμένη, ταλαιπωρημένη, μπορεί να νομίσει ότι έχει κάποια ευθύνη απέναντι μου και να την κάνει.
Νομίζει ότι την έχει γλιτώσει, πως θα πηδάει τσάμπα για καιρό, δεν σφάξανε. Το επόμενο μουτζόχεσμα θα το κρατήσω, τι θα κάνει ο μαλάκας, θα με παντρευτεί με παπά και με κουμπάρο, το αρχίδι, έτσι πρέπει.
Γυρνάω στο πλάι, πόνος σουβλίζει την μήτρα μου, τραχύ και κέρινο το μαξιλάρι, κολλάει αηδιαστικά στο μάγουλο, η μυρωδιά του παλιού στρώματος διαπερνάει τα σεντόνια. Δεν έχω ύπνο. Παίρνω ένα ακόμα Lonarid, μπας και την ακούσω, αλλά που, τζούφια είναι.
Είμαι η κόρη της Τασίας, η χαζή του χωριού, έτσι με λένε και έτσι με βολεύει. Ανοίγω τα πόδια μου για να χουφτώσει το μουνί μου ο κάθε μαλάκας. Ξέρω πολύ καλά ότι εκείνη την στιγμή περισσότερο χαίρεται που γλίτωσε από το να πληρώσει καμία ρωσίδα παρά καυλώνει για αυτό που πασπατεύει. Κάνω όμως ότι δεν καταλαβαίνω. Περιμένω την στιγμή που ένας από αυτούς θα αποφασίσει ότι τον συμφέρει καλύτερα να με αγοράσει, πιο φτηνά θα του βγει το μουνί, θα του πλένω και τα σώβρακα. Πάνω σε τέτοιες μιζέριες χτίζονται οι πιο δυνατοί γάμοι. Οι περισσότερες γυναίκες επιβιώνουν επειδή οι άντρες είναι από την μια ανίκανοι να κάνουν μπουγάδα και από την άλλη υπερβολικά τσιγκούνηδες για να τα χώνουν συνέχεια σε πουτάνες.
Σκέφτομαι την κολλητή μου. Την ζηλεύω, επειδή είναι όμορφη, επειδή θα γίνει πλούσια και διάσημη, επειδή θα τα καταφέρει. Την ζηλεύω επειδή ξέρει τι θέλει από την ζωή της, επειδή θέλει απλά. Ξέρω πως για να θες κάτι από την ζωή σου, πρέπει να έχεις ζωή. Εγώ, όπως κάθε κοντόχοντρη κατσαρομάλλα, δεν έχω ζωή, και ούτε πρόκειται. Έχω επιβίωση, αυτό είναι που με καίει, η ζωή είναι για τους πλούσιους, χέστηκα να σου πω την αλήθεια, την βλέπω και από την τηλεόραση. Όμως, αν δεν βρω έναν μαλάκα να με ταΐζει εμένα και τα καθυστερημένα που θα του αραδιάσω, τι θα κάνω; Θα πάω να δουλέψω; Ποιος θα με πάρει, να κάνω τι, να σφουγγαρίζω; Και δεν παίρνει καμιά ρωσίδα να πηδάει και τσάμπα;
Στην τηλεόραση περνάει διαφήμιση για τα καλλιστεία. Το 090 για τις συμμετοχές αναβοσβήνει πρώτα στην οθόνη, μετά στο κινητό μου. Υπνωτισμένη δηλώνω συμμετοχή, δίνω το όνομα και το τηλέφωνο της κολλητής μου. Με το άλλο μου χέρι σκαλίζω το μουνί μου, το τσούξιμο με αποτρέπει από το να σκέφτομαι το βρισίδι που θα μου ρίξει εκείνη μόλις μάθει ότι είναι υποψήφια για τα καλλιστεία εξαιτίας μου.
Συνέπειες - μαλακισμένες, πάντα εκεί, με περιμένουν, ότι και να κάνω, σαν βρομιά πάνω στο πιάτο αφού φάω, σιχαμένες, μίζερες, δεν φεύγουν με τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Το κινητό χτυπάει καθώς σκουπίζω τα κάτουρα από τον σκισμένο καναπέ μου. Πρέπει είναι 3 το πρωί, έχω χύσει ήδη με την βίζιτα, αλλά είμαι ακόμα ανικανοποίητος όπως πάντα, όπως ακριβώς προτιμώ. Κλήση από απόκρυψη - σίγουρα κάποιος βρομιάρης παντρεμένος που θέλει να χύσει κάνοντας phone sex κλειδωμένος στην τουαλέτα, ενώ η χοντρή γυναίκα του κλάνει και ροχαλίζει στο κρεβάτι, σίγουρα κανένας ξέμπαρκος αλκοολικός από το chat, σίγουρα κάποιος μαλάκας που περνιέται για σημαντικό άτομο και προφυλάσσεται μέσω απόκρυψης από τους θαυμαστές που νομίζει ότι τον κυνηγάνε. Δηλαδή, σίγουρα ο τύπος μου.
Τελικά είναι ο χωριάτης, το τεκνό που μιλάω απ΄ το chat, ο Τέλης. Περίεργο, πρώτη φορά με παίρνει εκείνος. Πρέπει να είναι λιώμα, ακούγεται σαν να μιλάει από καρτοτηλέφωνο στον δρόμο. Βροχή, κόρνες, αντιπαθητικά ετεροφυλόφιλα γκαρίσματα φοδράρουν το ψευτομάγκικο μονόλογο του. Μου λέει ότι δεν είναι στο κωλοχώρι του, έχει πάει βόλτα με τα φιλαράκια του και με σκέφτηκε.
Με ενοχλεί που δεν είναι σπίτι του - αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τηλεφωνικό σεξ. Αν δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε αυτό, τότε τι απομένει, σκέφτηκα, καθώς εκείνος που λέει ότι ετοιμάζεται να κατέβει στην Αθήνα.
Το μυαλό μου μπαίνει σε διαδικασία γρήγορων προϋπολογισμών - αν τον γουστάρω θα τον σπιτώσω, θα τον ταΐζω, θα του πληρώνω τους καφέδες, περίπου 30 euro την ημέρα. Φτηνότερα από βίζιτα, γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις σε μένα του λέω, σίγουρος ότι θα αρνηθεί. Δέχεται χωρίς αντίρρηση, ενώ ακούω να μου λέει διάφορες μαλακίες περί του ότι δεν έχει πάει ποτέ με άντρα και δεν υπόσχεται τίποτε, έχω ήδη καυλώσει. Ονειρεύομαι να περάσω ένα σαββατοκύριακο μπουκωμένος με πούτσα, το κεφάλι μου να πονάει από τον ψυχαναγκασμό του συνεχούς γαμησιού και τις μαλακίες που θα λέει. Ετοιμάζομαι ήδη να γιατροπορέψω τον αρσενικό αυτισμό του, να υποκριθώ ότι ακούω και εκτιμώ τις άναρθρες βλακείες του, να υποστώ την σιχαμένη του έπαρση. Ετοιμάζομαι να κάνω τα πάντα προκειμένου το εγώ του να μαλάζεται αρκετά ώστε να επιτρέψει στην πούτσα του να σηκωθεί. Ο μειλίχιος συναγερμός της τηλεκάρτας που τελειώνει, τουτ-τουτ-τουτ, με επαναφέρει στο σιωπηλό διαμέρισμα μου. Αρχίζω να συγυρίζω νευρικά, λες και ο ψηφιακός χωριάτης θα έρθει σε δέκα λεπτά, λες και είμαι ακόμα στην φάση που πιστεύω ότι ένα καθαρό και περιποιημένο σπίτι θα είναι ένας λόγος για να μην με εγκαταλείψει όποιος με επισκεφτεί.
Η τηλεόραση αναβοσβήνει σιωπηλή, φωτίζοντας την απομίμηση ζωής που βλέπει γύρω της με την απομίμηση ζωής που εκείνη πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι αληθινή. Αντί το ένα ψέμα να ανταγωνίζεται το άλλο, τακιμιάζουν μεταξύ τους και φτιάχνουν μια σούπα από μπλε, πράσινες και κόκκινες σκιές, μια σούπα χλιαρή, πνιγηρή, γνώριμη σαν αναγούλα.
Στρίβω ένα γάρο, και αράζω στον μισοκαθαρισμένο, μισοκατουρημένο, μισοσκισμένο καναπέ μου. Καπνίζω, η φούντα κάνει το ευλογημένο της έργο στο κεφάλι μου, ξαναγράφει το σενάριο, όλα γίνονται λιγότερο επικίνδυνα, περισσότερο υποφερτά, σχεδόν χαίρομαι. Χασικλής, πούστης, μόνος, αποτυχημένος, άφραγκος, μεσήλικας, πάμε παρακάτω, αγάπη μου, αγάπη μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Χτυπάει, ξαναχτυπάει, τίποτε. Ξύνω τ' αρχίδια μου, περνάω το δάχτυλο κάτω απ' το υγρό μου πουτσοκέφαλο, μυρίζω τα δάχτυλα μου. Στραβώνω τα μούτρα μου απ' την ξινίλα, απέχθεια και αυταρέσκεια μαζί, το ρημάδι δεν σταματάει να κουδουνίζει. Πάλι πρέπει να σηκωθώ εγώ να το απαντήσω, θα χάσω κάνα γκολ, και θα γίνει της πουτάνας. Εμ, πώς να το ακούσει η πριγκηπέσα, ακόμα δεν έχει σηκωθεί απ΄ το κρεβάτι από την ώρα που γύρισε απ' το ξενύχτι. Καθόλου δεν μου άρεσε το πόσο βιαστικά έφυγε χτες το πρωί. Μην μιλήσω για την κωλοπαρέα της, την χαζή την κόρη της Τασίας, τους δύο αλήτες, τον Τέλη και τον άλλον, τον μαλάκα, και καλά θα πήγαιναν για ψώνια και μπουζούκια, άσε, δεν μασάω εγώ. Να δεις που στο τηλέφωνο θα είναι η μαλάκω η θεια της, η κομμώτρια, και θα την ψάχνει την τεμπέλα.
Η μάνα της, άλλη από εκεί, ποιος ξέρει με ποια κατίνα κάθεται και λέει τον καφέ, γυναίκες σου λέει. Φταίω εγώ που τις αφήνω να ξεπορτίσουνε, δεν φτάνει που τις ταΐζω τις μουλάρες, πρέπει να κάνω και την τηλεφωνήτρια για πάρτη τους.
Πετάω το τηλεκοντρόλ στο τραπέζι, πέφτει πάνω στο κομπολόι και την εφημερίδα, σηκώνομαι, βρίζω. Οι παντόφλες μου έχουν κρυφτεί κάτω από την καρέκλα, πιο βρόμικες από το πάτωμα από το οποίο υποτίθεται ότι με προφυλάσσουν, σκύβω να τις πιάσω και χτυπάω το κεφάλι μου στην γωνία του τραπεζιού. Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, αν δεν είχα χάσει το αμπέλι στο μπαρμπούτι θα την είχα κάνει εδώ και καιρό για Αθήνα, θα τις είχα κλάσει, και αυτές, και τα κακαρίσματα τους. Θα έβρισκα καμιά ρωσίδα, να φχαριστηθώ γαμήσι τουλάχιστον, 65 χρονών έφτασα και ακόμα κατσίκες και μουλάρες πηδάω, το τηλέφωνο χτυπάει συνέχεια.
Σέρνομαι μέχρι την κουζίνα, σηκώνω το ακουστικό, μου μιλάει μια φωνή στρωτή, ευγενική, γραμματιζούμενη, σαν από τηλεόραση, ζητάει την κόρη μου. Πρέπει να είναι από καμία τράπεζα, ποιος ξέρει τι έχει κάνει με την πιστωτική της η βρομιάρα, πάλι θα χρωστάει. Τις φοβάμαι αυτές τις φωνές, πολιτισμένες και καθαρές, λένε τις λέξεις ολόκληρες και καθώς πρέπει, σαν να διαβάζουν φωναχτά αντί να μιλάνε. Συνήθως θέλουν λεφτά, ή ψάχνουνε κορόιδα να πουλήσουν δάνεια. Την ρωτάω τι θέλει την κόρη μου, της λέω ότι είμαι ο πατέρας της, αισθάνομαι ότι έχω τεντώσει την ραχοκοκαλιά μου όπως στην επιθεώρηση, στον στρατό.
Η γραμματιζούμενη φωνή στο τηλέφωνο μου απαντάει, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ότι η κόρη μου πρέπει να κατέβει μέχρι το τέλος του μήνα στην Αθήνα για να περάσει από τον ημιτελικό των καλλιστείων. Θα της το πω, ευχαριστώ, γεια σας, λέω με όσο πιο τηλεοπτική φωνή μπορώ, δεν είμαι δα και τόσο βλάχος.
Κλείνω το τηλέφωνο και σέρνομαι στην τηλεόραση, η ζωή με έχει ξεπεράσει, οι παντόφλες μου όμως είναι ακόμα κάτω από την πολυθρόνα. Με το ένα χέρι πιάνω το τηλεκοντρόλ, με το άλλο το κομπολόι, λες να καταφέρει να την γλιτώσει εκείνη τουλάχιστον;
Εμένα ποιος θα μου αλλάζει τις πάπιες, ποιος θα με ακούει όταν δεν ξέρω τι λέω, ποιόν θα με κοιτάει όταν δεν θα βλέπω πια, ποιος θα με θάψει πριν βρομίσω, μετά από όσα έχω κάνει εγώ και η μάνα της για εκείνη, τόσα χρόνια, τόσα λεφτά, θα κλείσει την πόρτα πίσω της και θα πάει να κάνει την πουτάνα στην Αθήνα; Αποκλείεται, αυτό δεν θα περάσει, γκοοοοοόλ!. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Από τότε που η Τασία έχασε τον άντρα της τον χασικλή, ήρθαν τα χειρότερα. Πλένει και σιδερώνει για το μισό χωριό, πάλι καλά που την αφήνουν, θα' χε πεθάνει της πείνας. Τι το' θελε κι αυτός το μπιλιαρδάδικο, ποιος ξέρει πόσα φράγκα έχασε ο μαλάκας.
Η κακομοίρα η Τασία, τον βρήκε κρεμασμένο στην αποθήκη, τον κυνηγούσανε Αλβανοί, πασόκοι, ποιος ξέρει τι χρωστούσε. Άλλοι λένε ότι του είχε σαλέψει έτσι κι αλλιώς, μιλούσε με τον θεό λέει, τσακωνόταν με τα περιστέρια στην πλατεία λένε, δεν ξέρεις τι να πιστέψεις. Εκείνη έμεινε μόνη και άφραγκη, με μόνη της παρηγοριά την ανεπρόκοπη την κόρη της, που αντί να κοιτάξει η μουλάρα να βρει κάνα καλό παιδί να παντρευτεί, μπας και ανασάνει η μάνα της λιγάκι, κάθεται η ξεδιάντροπη και την πηδάει τσάμπα όλο το χωριό.
Με τα χρόνια γίναμε φίλες, πρώτα οι κόρες μας, και μετά εμείς, της πάω κάνα ταψί σπανακόπιτα, της δίνω κάνα φράγκο να μου λέει τον καφέ, είναι και περήφανη, όχι σαν την κόρη της. Τα βγάζει δύσκολα πέρα η κακομοίρα, και όχι μόνο οικονομικά. Οι περισσότερες γυναίκες στο χωριό την έχουν κάνει πέρα, φοβούνται μήπως η αχαΐρευτη η κόρη της τυλίξει τον γιο τους, ή ακόμα και τον άντρα τους, τρέμουν μην χάσουν τον κουβαλητή, μην τον ξελογιάσει μια που όχι μόνο σκυλοπηδιέται, αλλά δεν έχει καν στον ήλιο μοίρα.
Η Τασία σιδερώνει ασταμάτητα, μιλώντας ασταμάτητα, ο μακαρίτης κάνει ότι δεν ακούει, ασφαλής πια μες την κορνίζα, κοιτάει το μίζερο σαλόνι με βλέμμα ανακουφισμένο, σαν να ανασαίνει ελεύθερα τώρα, τώρα που γλίτωσε από την μιζέρια για πάντα.
Τα λόγια της Τασίας μπερδεύονται με την φλυαρία της τηλεόρασης, κουτσομπολιά του χωριού ανάκατα με κουτσομπολιά επωνύμων, στο κεφάλι μου πλέκονται περίεργες κοτσίδες, σφιχτές πλεξούδες από ξεμαλλιάσματα ριάλιτι, από ξεμαλλιάσματα της γειτονιάς. Πίνω τον καφέ μου, δεν της απαντάω, η φωνή της, ψεύτικα δυνατή, σαν ραγισμένο ποτήρι έτοιμο να γίνει κομμάτια εκεί που δεν το περιμένεις, με νανουρίζει, η Φράνκα δεν λέει αν τα έχει με τον Κώστα, η θεια της λέει ψέματα, σιγά μην δεν έχει μιλήσει μαζί της από χτες που τσακωθήκανε μπροστά σε όλη την χώρα.
Αναποδογυρίζω το φλιτζάνι, εκείνη διπλώνει ένα πουκάμισο και σκουπίζει νευρικά τα χέρια στην ποδιά της, σαν να' ναι βρόμικα, ενώ δεν είναι, της έχει μείνει κουσούρι από τη μέρα που σφουγγάριζε τα κάτουρα, τα χύσια και τα σκατά που φύγαν απ' τον κρεμασμένο, λες και ακόμα καθαρίζει το πάτωμα της αποθήκης στο μυαλό της.
Με το που γυρνάει το φλιτζάνι, σωπαίνει για λίγο, κοιτάει πάνω από τον ώμο της λες και μπήκε κάποιος στο δωμάτιο. Δεν πάει καλά η Τασία σκέφτομαι, περιμένω να μου πει τι βλέπει στα κατακάθια, περιμένει και ο άντρας μου στο σπίτι, δεν μπορώ την μουρμούρα του. Μια γυναίκα θα με στεναχωρήσει, μια γυναίκα που αγαπάω θα φύγει από κοντά μου, μακριά, μακριά, από πολύ κοντά, θα μείνω μόνη, πιο γρήγορα απ΄ όσο νομίζω, πιο πολύ απ' όσο φαντάζομαι. Ανατριχιάζω, σταυροκοπιέμαι, τι βλακείες είναι αυτές που μου λες, πάω να της πω, το μετανιώνω, την λυπάμαι.
Συγχυσμένη, της πετάω ένα δεκάρικο στο τραπέζι, σηκώνομαι να φύγω. Ελπίζω η κόρη μου να έχει ξυπνήσει και να έχει βάλει κάνα πιάτο φαΐ στον άντρα μου, ξινός μου βγήκε ο καφές, τι κρύο είναι αυτό, έξω από την πόρτα του σπιτιού μας βλέπω το αμάξι του Τέλη, τι σκατά θέλει αυτός ο αλήτης με την κόρη μου πάλι. Είναι η ώρα εκείνη που δεν είναι ακόμα βράδυ, είναι εκείνη η στιγμή που ο θεός μας φοράει αόρατα γυαλιά ηλίου, με σκούρο μπλε γυαλί, σαν να θέλει να μας προφυλάξει από την τρομακτική θέα της μέρας που μεταμφιέζεται σε νύχτα, ο θεός μας φυλάει για να μην τυφλωθούμε από το φως που γίνεται σκοτάδι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Tης μιλάω στο κινητό μέχρι την στιγμή που χτυπάω το κουδούνι του σπιτιού της. Δεν την καταλαβαίνω, δεν με ακούει. Έφτασα όσο πιο γρήγορα γινόταν, η κλήση μετράει μόλις τρία λεπτά, δεν την έχω ξανακούσει ποτέ τόσο φοβισμένη.
Την ακούω στερεοφωνικά, ταυτόχρονα από το κινητό και πίσω από την εξώπορτα του σπιτιού της, την ακούω να ουρλιάζει, τα γκαρίσματα του πατέρα της πρέπει να τα ακούει όλη η γειτονιά. Φρικάρω, το e από προχτές φλασάρει ακόμα στο μυαλό μου σαν πυρετός, δεν ξέρω τι να κάνω, αν δεν μπω μέσα θα την σκοτώσει, αν μπω μπορεί να σκοτώσει και μένα. Πάνω που είχα κλείσει το τηλέφωνο με την πρωτευουσιάνα αδερφή, πάνω που κανόνιζα το πότε θα κατέβω στην Αθήνα, μπας και της φάω κάνα φράγκο, μπας και ξεχρεώσω την έκτρωση που αναγκάστηκα να πληρώσω εγώ, εγώ, ο λεβεντομαλάκας ο Τέλης, για να μην αναγκαστεί ο κολλητός μου να παντρευτεί την κόρη της Τασίας, την ηλίθια που γκάστρωσε ο μαλάκας. Ας μην είχα διαλύσει το αμάξι της μάνας του πέρσι και θα σου' λεγα που θα τον έγραφα και αυτόν και την γκαστρωμένη του.
Δεν πρόλαβα να κλείσω με την τριαντάρα Αθηναία αδερφή, ακόμα σκούπιζα τα χύσια απ' την κοιλιά μου, και με παίρνει εκείνη. Για μια στιγμή μου πέρασε απ΄ το μυαλό ότι ήθελε να την πάω πουθενά με το αμάξι, αλλά μετά είδα ότι ήταν περασμένες 12, τι σκατά να θέλει μες την νύχτα, λες να γουστάρει κάνα πήδο; Δεν πρόλαβα να χαρώ την σκέψη, τα αναφιλητά της με έκαναν να τρέξω, πηδάω μες στο αμάξι, φτάνω σπίτι της σφαίρα.
Η πόρτα είναι ανοιχτή, σπρώχνω, μπαίνω. Βλέπω τον γέρο της να έρχεται κατά πάνω μου, τυφλός από θυμό, κρατάει κάτι, ένα σκουπόξυλο, κάνω στην άκρη, εκείνος με μια κίνηση γκρεμίζει το σύνθετο, πορσελάνες, μπιμπελό, πως τα λένε, σπάνε με την μία, σε μεγάλα κομμάτια, γεμίζει η φλοκάτη αποκεφαλισμένα ελαφάκια, φούστες από χωριατοπούλες, λουκούμια, μπομπονιέρες. Θα τα κάνω όλα λίμπα, θα σε σκοτώσω, πουτάνα, ουρλιάζει, έξαλλος, το κεφάλι του τρέμει, οι φλέβες πράσινες κόντρα στα αναψοκοκκινισμένα του μηνίγγια.
Κοιτάω ανήσυχος προς το δωμάτιο της, η πόρτα είναι κλειστή, την φωνάζω. Εκείνη ουρλιάζει, έλα γρήγορα, μπες μέσα, η πόρτα ανοίγει και κλείνει με την μια, κλειδώνει αλαφιασμένη. Ο μπάρμπας της κλωτσάει την τηλεόραση, δεν ξέρω καν αν με είδε, τόσο σαλταρισμένος είναι.
Το δωμάτιο της είναι άνω κάτω, στο κρεβάτι της μια βαλίτσα, μου δίνει ένα γάρο, το παίρνω, δεν μπορώ καν να σκεφτώ, την ρωτάω τι συμβαίνει. Εκείνη σκουπίζει τα δάκρια της, με κοιτάει με μάτια που γυαλίζουν, παίρνει ένα τηλέφωνο, μιλάει στην γκόμενα του κολλητού μου, την κόρη της Τασίας, την βρίζει. Αν κατάλαβα καλά, η παρ' ολίγον ανήλικη μητέρα και σύζυγος, την έμπλεξε κάπου, σε καλλιστεία, δεν καταλαβαίνω. Τι θα απογίνω τώρα μου λες, ο πατέρας μου θα με σκοτώσει μωρή, χάρη θα σου κάνω εγώ αν δεν σε σκοτώσω, ποιος σου είπε να ανακατευτείς στην ζωή μου, μαλάκω, λέει και ξανάλεει στο τηλέφωνο, ενώ ρίχνει ό,τι βρει μέσα στην βαλίτσα, μπλουζάκια, κραγιόν, cd του Μαζωνάκη.
Απ' έξω ακούγεται η μάνα της, ουρλιάζει στον πατέρα της, τον ρωτάει τι έγινε, η αγωνία στις κραυγές της σκίζει ότι δεν έχει ήδη σπάσει μέσ' το σπίτι. Αισθάνομαι ότι έχω κάνει λάθος που έχω έρθει, αλλά είμαι παγιδευμένος. Δεν μπορώ να βγω απ΄ το δωμάτιο, φοβάμαι τον πατέρα της, κλωτσάει την πόρτα, η μάνα της κλαίει και παρακαλάει να της ανοίξει.
Με μία κίνηση, της πιάνω το χέρι, το δικό της πιάνει την βαλίτσα, ανοίγω το παράθυρο, την σπρώχνω, πηδάει κάτω, εγώ από πίσω της, η επόμενη ανάσα μας είναι στην εθνική οδό, το μαύρο που μου έδωσε σκάει πάνω στα όσα έγιναν, αντί να με ηρεμήσει με τσιτώνει σαν τριπάκι που δεν λέει να τελειώσει. Προς Αθήνα, θα γράφει κάποια επιγραφή, από εκεί θα στρίψεις, μου λέει και για πρώτη φορά γυρνάω να την κοιτάξω. Νομίζω ότι χαμογελάει, ανάβει ένα ακόμα γάρο, πατάω το γκάζι, προς Αθήνα λοιπόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Δεν περίμενα να έρθουν έτσι τα πράγματα, αλλά δεν με χαλάει κιόλας. Όταν έχεις κολλήσει, για να πηδήξεις, κάποιος πρέπει να σε σπρώξει, αν όχι ο εαυτός σου, τότε μια κολλητή που δεν ξέρει τι κάνει, ένας πατέρας που προσπαθεί να σε σκοτώσει, μια μητέρα που μυξοκλαίει. Δεν πρόλαβα να χάσω τα κιλά που θέλω, τα φρύδια τουλάχιστον έχουν φύγει, από κάτω μόνο, όπως είδα στο Votre Beaute, ωραία, τοξωτά, σαν της Κάτιας Ζυγούλη, σκέφτομαι να τα ξανθύνω κιόλας.
Ο Τέλης οδηγάει δίπλα μου, εγώ χαζεύω, μαστουρωμένη, τα φώτα της εθνικής περνάνε σύρριζα από το τζάμι, θαμπά, πορτοκαλί, το ένα μετά το άλλο, απαράλλαχτα, σαν να είναι το ίδιο φως που κάνει κύκλο γύρω από το αμάξι, επιστρέφει ξανά και ξανά.
Δεν βλέπω την ώρα να φτάσουμε στην Αθήνα, να κυκλώσουν το αμάξι εκατοντάδες τέτοια φώτα, φωτοστρόβιλος, ο πρώτος από πολλούς που θα με βάλουνε στο μάτι. Στρίβω ένα ακόμα γάρο, η φούντα τελειώνει, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε μόλις φτάσουμε είναι να βρούμε κι άλλη, λέει ο Τέλης, ξεφυσάει ένα παχύ πίδακα καπνού. Πολύ άνετος είναι με τα λεφτά, σκέφτομαι και απορώ.
Που και που παρανοώ, αν μας σταματήσουνε μπάτσοι ούτε έρευνα δεν θα χρειαστεί να κάνουν, θα τους πάρουν τα ντουμάνια, θα μας πάνε μέσα κατευθείαν, μετά αντίο καλλιστεία, αντίο εξώφυλλα, αντίο ζωή. Ανοίγω το παράθυρο, ο κρύος αέρας με ξυπνάει, δυναμώνω την μουσική, τα μπιτ μπερδεύονται με το βουητό των αυτοκινήτων, οι αποθήκες και τα εργοστάσια μεταξύ τους.
Πεινάω, αλλά δεν θα φάω. Η πείνα είναι η κακιά μάγισσα που με θέλει χοντρή, το πιρούνι είναι το μαγικό της ραβδάκι, έτοιμο να πασπαλίσει το σώμα μου με κυτταρίτιδα αντί για νεραιδόσκονη. Τσίχλες, τσιγάρα, φούντα, κρύο νερό, τα όπλα μου εναντίον της. Δεν θα της περάσει της μαύρης πείνας το κακό, θα γίνω η πιο αδύνατη γυναίκα του κόσμου, που να χτυπιέται.
Εκείνος επιμένει να φάμε κάτι, τον έχει πιάσει λύσσα απ' τα γάρα. Θα του κάνω παρέα, λέω, καθώς μπαίνει στο πάρκιγκ και μας καταπίνει το γαλάζιο φως της καφετέριας, φως ύπουλο σαν ελαφρύς παιδικός πυρετός που καταπίνει ένα βαρύ κυριακάτικο απόγευμα.
Την ώρα που αγοράζει κάτι να φάει, εγώ ψάχνω, ανάμεσα στα τυλιγμένα σε σελοφάν αρκουδάκια, πίσω από τα στοιβαγμένα μαντολάτα, ψάχνω κάτι να αγοράσω. Θέλω να έχω κάτι για να θυμάμαι την πρώτη φορά που βρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν με έχουν ξαναδεί, που δεν ξέρουνε ποια είμαι, θέλω να έχω ένα σουβενίρ απ΄ την ώρα μηδέν που θα με εκτοξεύσει στις καρδιές τους, στα εξώφυλλα τους, στις οθόνες τους. Πιάνω ένα κουκλάκι, άσπρο τερατάκι, το μόνο που δεν έχει περιτύλιγμα για την νάιλον γούνα του, το μόνο που δέχεται τα χάδια των αγνώστων απροστάτευτο. Είναι αρκετά φτηνό, αρκετά άσχημο, είναι το μόνο που μπορώ να εμπιστευτώ, τώρα που είμαι κιόλας εδώ, στο πουθενά που πάντα ήθελα να είμαι, ανάμεσα σε αγνώστους, που ακόμα δεν με ξέρουν, αλλά θα με μάθουν, χωρίς ποτέ να με γνωρίσουν, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, που θα λατρέψουν ένα πρόσωπο χωρίς άνθρωπο, εμένα, την επώνυμη, επώνυμη, επώνυμη.
Το κλειδί γυρνάει, το αυτοκίνητο τραντάζεται, βγαίνουμε ξανά στην εθνική, χρειαζόμαστε βενζίνη. Τα διυλιστήρια αστράφτουν μες την νύχτα, αντανακλούν το ένα το άλλο, οι ασημένιες τους δεξαμενές αστραφτερές και αδιάφορες για το σκοτάδι που τις σκεπάζει, οι φλόγες απ΄ τις υψικάμινους βρίζουνε τ' αστέρια, εκείνα δεν έχουν πια κουράγιο να απαντήσουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Μου λέει να το γεμίσω, με την άνεση και τον αέρα που έχει κάθε βλάχος που κουβαλάει μια γκόμενα της κλάσης της. Μου δίνει το κλειδί, τα μάτια του είναι κατακόκκινα, χαρτογραφημένα, η μπόχα από την φούντα ξεχύνεται απ΄ το αμάξι, καίει τα ρουθούνια μου.
Δεν λέω τίποτε, κοιτάω τα βυζιά της, δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαεπτά χρονών. Μελαχρινή, μουνάρα, μάνα μου, καλό μουνί γαμάει ο χωριάτης. Κοιμάται, κουλουριασμένη στο κάθισμα, μια τούφα απ΄ τα μαλλιά της τρεμοπαίζει καθώς την κάνει κούνια η ανάσα από τα χείλια της, η ανάσα που μπαινοβγαίνει στο μισάνοιχτο της στόμα, στόμα κοριτσίστικο, στόμα υγρό που πιπιλάει την ίδια ανάσα ξανά και ξανά, την ίδια καραμέλα από αέρα από την ημέρα που γεννήθηκε, σαν να μην θέλει να αναπνεύσει τίποτε που να μην είναι δικό της.
Το κοντέρ μετατρέπει χαιρέκακα τα λίτρα σε λεφτά, η κάψα της βενζίνης έχει πάψει να με ζαλίζει εδώ και χρόνια, απ' την ημέρα που κατάλαβα ότι είναι η μυρωδιά από ταξίδια που δεν πρόκειται να κάνω. Εκδρομείς, τουρίστες, οικογένειες, ζευγάρια, νταλικέρηδες, μηχανόβιοι, μόνοι, είτε με παρέα, είτε χωρίς, τους βλέπω να έρχονται, να φεύγουν, νομίζοντας ότι πάνε κάπου, ότι επιστρέφουν κάπου. Καημένοι ταξιδιώτες, σαν δέματα ασυνόδευτα, με αποστολέα και παραλήπτη άγνωστο, με περιεχόμενο ρευστό και γραμματόσημα τις σκέψεις σας, νομίζετε ότι ταξιδεύετε, γελιέστε.
Εγώ ξέρω ότι απλά μετακινείστε από το ένα βενζινάδικο στο άλλο, γεμίζοντας ντεπόζιτα που γρήγορα θα αδειάσουν πάλι, ξέρω ότι ο φόβος του κενού είναι το μόνο αληθινό σας καύσιμο, το τίποτε είναι η τίγρη στην μηχανή σας.
Απ' όπου και αν έρχεστε, όπου και αν πηγαίνετε, εγώ θα μένω εδώ αμετακίνητος. Θα σας υποδέχομαι, σιωπηλός, με την αντλία στο χέρι, το γράσο κάτω από τα νύχια, κρυμμένος μέσα στις ρυτίδες μου, θα σας ξαναγεμίζω το ντεπόζιτο, για λεφτά, αλλά όχι για πολύ. Θα με ξανασυναντήσετε, σε λίγο, όταν η βελόνα γλιστρήσει προς το κόκκινο, όταν το σηματάκι της αντλίας στο καντράν θα ανάψει πάλι, σαν σύμβολο που μεταμορφώνεται απότομα από φόρος τιμής σε σήμα κινδύνου, από γούρι σε ταφόπλακα. Και τότε, θα σας υπενθυμίσω ότι η διαφορά από το εκεί στο αλλού είναι το εδώ, η διαφορά του χτες από το σήμερα είναι το τώρα, η διαφορά από το ένα βενζινάδικο στο άλλο είναι ο βενζινάς.
Θα παραφυλάω, για λογαριασμό σας, μοναχικός, εθελοντής και άγρυπνος φύλακας όλων εκείνων που δεν αλλάζουν, όλων εκείνων που μένουν ίδια, όσο και αν μετακινηθούν, όσο και αν ταξιδέψουν, φρουρός, εμπροσθοφυλακή ενός στρατού που νομίζει ότι προελαύνει, σημειωτόν παρατηρώντας την γη που γλιστράει και φεύγει κάτω από τα πόδια του, την γη που στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό της, διαγράφοντας κύκλους, στο διάστημα, στο σκοτάδι.
Θα είμαι ένας λαθραίος μοιρολάτρης, λατρεύοντας όποια άλλη μοίρα εκτός απ' την δική μου, ένα άστεγο φάντασμα. Θα παρατηρώ εσάς που αγνοείτε εμένα, εμένα, που χωρίς εμένα δεν θα μπορούσατε να κάνετε βήμα, δεν θα μπορούσατε να οδηγήσετε ούτε μέτρο παραπάνω, ούτε μέτρο παρακάτω, εμένα που αν δεν σας άδειαζα το ντεπόζιτο από το τίποτε που ξεχειλίζει, θα πνιγόσασταν στο εδώ, στο τώρα, χωρίς εκεί, χωρίς αλλού, χωρίς χτες, χωρίς αύριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Η Αθήνα μας καταπίνει. Ανοίγει το στόμα, το βρομερό της χνώτο βουλώνει τα ρουθούνια μας, κέρινη ανάσα ετοιμοθάνατου, γριά που από καιρό φιλοξενεί ήσυχες αρρώστιες κάτω απ' το γκρίζο της πετσί. Οι επιγραφές και οι διαφημίσεις σαλιώνουν το μυαλό μας, στάζοντας άσχημες εικόνες, σαν βρόμικες γλώσσες από πρόχειρα τυπωμένο χαρτί, δοκιμάζουν τις σκέψεις μας πριν τις ρουφήξουν. Τσιγάρα, ινστιτούτα αδυνατίσματος, κινητή τηλεφωνία.
Μας πιπιλάνε οι φτωχογειτονιές, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες, και λίγο μετά, σαν μπουκιά έτοιμη να την καταπιεί η πειναλέα πόλη, μας μασάνε οι πολυκατοικίες, τόσο ίδιες η μία με την άλλη. Μοιάζουν σαν μια, απλωμένη παντού, όλη η Αθήνα μια και μοναδική, ατελείωτη πολυκατοικία, σκονισμένη λίμνη από αρχαίο τσιμέντο, γεμάτη τρύπες και λαγούμια, σκαμμένα από ανθρωπόμορφα σκουλήκια.
Μόλις χαράζει, το πρώτο φως της μέρας εμφανίζει την πόλη σταδιακά, σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο πρωινός ουρανός είναι ο σκοτεινός θάλαμος της πόλης, αποκαλύπτει μέσα από το τίποτε της νύχτας τα χιλιάδες μη-χρώματα της μέρας, ατελείωτες παραλλαγές σκιάς, διαβαθμίσεις βρόμας που ονειρεύεται να γίνει χρώμα, αλλά δεν μπορεί, δεν έχει ούτε το ταλέντο, ούτε τις διασυνδέσεις.
Η νωθρή φρίκη της Αθήνας πάντα με κάνει να νιώθω καλά, με νανουρίζει σαν ηρωίνη, τα χάλια της με ανεβάζουν, αφού μόνο ανώτερος αισθάνομαι όταν με περιτριγυρίζει τέτοια αθλιότητα, τόση παραίτηση.
Εκείνη κοιμάται ακόμα δίπλα μου, το κεφάλι της ακουμπισμένο στο παράθυρο, το μάγουλο της μια χώρα για φιλιά, εξίσου προκλητική και απροσπέλαστη. Στα φανάρια, νιώθω να την χαζεύουν από ψηλά οι επιβάτες απ' τα λεωφορεία και οι νταλικέρηδες από τα άρματα τους, θαμπωμένοι από την ομορφιά της, θαυμαστές μιας άγνωστης ακόμα σταρ, κορδώνομαι που είμαι ο σοφέρ της, όσο μπορώ, είμαι τόσο κουρασμένος.
Την σκουντάω λίγο, ανοίγω το ραδιόφωνο, εκείνη ξυπνάει αμέσως, το πρώτο που κάνει είναι να στρώσει τα μαλλιά της πίσω από τα αυτιά, μια φιλάρεσκη και σιωπηλή καλημέρα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Για μια στιγμή είναι δική μου, όπως μόνο κάποιος που ξυπνάει δίπλα σου μπορεί να είναι δικός σου.
Δεν λέει κουβέντα, κοιτάει γύρω απ΄ το αυτοκίνητο την πόλη που μας δοκιμάζει, χαζεύει το τσιμεντένιο στόμα της Αθήνας καθώς μας γυροφέρνει μέσα του, αβέβαιο ακόμα αν θέλει να μας φτύσει ή να μας κάνει μια χαψιά, ο ουρανός πάνω απ΄ την πόλη ένας γκρίζος ουρανίσκος, τα πατζούρια σφραγίσματα σε χαλασμένα δόντια, ανίκανα να αναχαιτίσουν την τερηδόνα που φθείρει τα πάντα έξω απ΄ τα παράθυρα.
Μια μητέρα σέρνει το παιδί της απ' το χέρι, ένας ψιλικατζής σηκώνει ένα δεμάτι από εφημερίδες, ένας χαρτογιακάς μιλάει στο κινητό, ένα φρικιό γυρνάει από ξενύχτι, μια πουτάνα αγοράζει ένα κουλούρι, ένας ζητιάνος γρατζουνάει ένα βιολί.
Μια προσευχή ξετυλίγεται απ΄ το μυαλό μου, σαν αυτοκίνητη κορδέλα, δένει φιόγκους απ' τις κολόνες στα μπαλκόνια, απ΄ τους λαιμούς των περαστικών στα τιμόνια των οδηγών, ενώνει αόρατες τελείες με την μεταξωτή, κυματιστή γραμμή της, μεταμορφώνει την πόλη σε μια στοίβα από δώρα, περιγράφει ένα βουνό από εκπλήξεις εκεί που πριν λίγο ήταν ένας Γολγοθάς από σκουπίδια.
Τα περιτυλίγματα περιμένουν τα παιδιά για να τα σκίσουν, τα μυστικά που κρύβουν ανυπομονούν για την γιορτή που θα τα αποκαλύψει, εγώ ελπίζω εκείνη να μιλήσει, να πει κάτι, να δώσει κλότσο στην ανέμη, παραμύθι ν' αρχινήσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Σταμάτησα να κλαίω, μόνο προσεύχομαι πια, όχι δάκρια, μόνο παρακάλια. Παναγία μου, κάνε να γυρίσει πίσω, να μην πάθει τίποτε, χριστέ μου, το παιδί μου, να είναι καλά, πως μπόρεσε να μας αφήσει έτσι, πήδηξε απ' το παράθυρο σαν κλέφτρα, αγκαλιά με αυτόν τον τύπο, τον Τέλη, ούτε για φτύσιμο δεν τον είχε, που να το φανταστώ ότι θα κλεφτούνε έτσι.
Απ' την ώρα που έφυγε η κόρη μου δεν σταματάω να τηλεφωνάω την κόρη της Τασίας, ρωτάω και ξαναρωτάω, τι ξέρει, τι γίνεται, να μου εξηγήσει θέλω, να μου πει γιατί έφυγε μέσα στην νύχτα, έτσι ξαφνικά, χωρίς να πει κουβέντα. Εκείνη λέει ότι δεν έχει ιδέα, ότι η κόρη μου θέλει να πάει στα καλλιστεία, δεν μπορεί, ποια καλλιστεία, θα τρελαθώ, ψέματα είναι, κάτι κακό τρέχει, δεν μπορεί να έφυγε έτσι μόνο για να πάει να κάνει την όμορφη.
Ο άντρας μου, με την φανέλα και το σώβρακο μούσκεμα απ΄ το νερό που του 'ριξα, μπας και συνέλθει, κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, μουρμουρίζει βρισιές, συλλαβίζει κατάρες, μετανιώνει για όλη την ζωή του λέξη - λέξη, δεν μπορεί να συνέλθει.
Διαλυμένα έπιπλα, σκισμένες κουρτίνες, σπασμένα γυαλικά απλώνονται γύρω μας, σαν θρύψαλα προδομένης καρδιάς, ανήμπορα να πιστέψουν τα σκληρά λόγια του εραστή που την βαρέθηκε, διάσπαρτο το νοικοκυριό μου, σαν κατεστραμμένη σοδειά στο άγονο πια σπίτι, το ρημαδιό ακούει το παραμιλητό του, την προσευχή μου, πίνει το δηλητήριο και την αγωνία, προτιμά να πεθάνει απ΄ το να διψάσει.
Φτιάχνω έναν καφέ, τον ξεχνάω, ξεχειλίζει από το μπρίκι στον πάγκο, σβήνω το γκαζάκι, καίγομαι κατά λάθος, ή επίτηδες, ή και τα δύο, δεν ξέρω. Η πεθερά μου σιγοντάρει το τικ-τακ του ρολογιού με τους ήχους απ' το στόμα της, καθώς η γλώσσα της βεντουζώνει πάνω στην μασέλα, νιώθει με την γλώσσα της τα ψεύτικα της δόντια ένα-ένα, κάθε δόντι και ένα λεπτό, περνάει την ώρα μετρώντας τα δευτερόλεπτα και αυτή.
Μου' ρχεται να ξεσπάσω πάνω της, που ήτανε η κωλόγρια όταν το παιδί μου σχεδίαζε να φύγει, γιατί της έπαιρνε όλα αυτά τα περιοδικά που της φουσκώσαν τα μυαλά, γιατί της έλεγε και της ξανάλεγε πόσο όμορφη ήτανε, αφού, γριά γυναίκα είναι, δεν μπορεί, ξέρει καλά πόσο επικίνδυνο πράγμα είναι η ομορφιά για ένα κορίτσι, σαν την φωτιά σε καίει αν δεν προσέξεις, σαν την θάλασσα σε πνίγει αν ξεχαστείς και καταπιείς περισσότερο απ' ότι πρέπει.
Ξαναπαίρνω τηλέφωνο την κόρη της Τασίας, αρχίζω πάλι να την παρακαλάω, προσπαθώ να την κάνω να με λυπηθεί, να μου πει την αλήθεια, που είναι τώρα το παιδί μου, να πάω να το βρω, να το φέρω πίσω, όλα θα αλλάξουν τότε, δεν θα ξαναφύγει ποτέ το καμάρι μου, θα είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια όπως πριν.
Εκείνη επιμένει, για καλλιστεία, για υποψηφιότητες, για τηλέφωνα σε τηλεοπτικά κανάλια, για προκριματικούς και φωτογραφίσεις, για εξώφυλλα και διασημότητες, το μυαλό μου συντονίζεται ξαφνικά, από μπροστά μου περνάει το πρόσωπο της κόρης μου, φωτεινό αλλά ξένο, τα μάτια της αστραφτερά αλλά χάρτινα, τα μαλλιά της ξανθά αλλά δανεικά, τα ρούχα της πανάκριβα αλλά σχεδόν αόρατα, γυμνή, μόνη, ναυαγός σε μια θάλασσα από σκουπίδια.
Από την μια στιγμή στην άλλη, περνάνε από μπροστά μου τα εξώφυλλα, όχι σαν στιγμές που θυμάμαι, αλλά σαν στιγμές που φοβάμαι, και τότε ξέρω ότι το παιδί μου έχει πεθάνει, αλλά συνεχίζω να κρατάω το ακουστικό στ' αυτί, σαν περίστροφο στον κρόταφο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Όταν έπεσα στην αστραφτερή παγίδα της showbusiness, κάπου στα 12 μου χρόνια, είδα σαν όραμα το πρώτο μου εξώφυλλο, να αιωρείται πάνω από το Lidl, σαν εικόνα μιας ιδιωτικής παναγίας, ένα θαύμα με θέμα εμένα, αποκλειστικά. Ήταν η 25η Μαρτίου του 1983, σχολική γιορτή, τότε που πήρα το βραβείο για το κουνελάκι που τραγούδησα στην γιορτή της μητέρας. Ακόμα δεν φανταζόμουν ότι πίσω από τις σταχτοπούτες που δοκιμάζουν το κρυστάλλινο γοβάκι, κρύβονται δούλες ακούραστες, καταδικασμένες να λιώνουνε την άμμο για να την κάνουν κρύσταλλο. Πιάνουν κουρασμένες δουλειά, κάθε φορά που το παραμύθι λέγεται ξανά, ανασκουμπώνονται απ΄ την αρχή, μαζεύουνε την παραλία για να την κάνουνε αόρατο τακούνι, για να πετάξει μέσα σε αυτό η όμορφη τους η κυρά, για να την δει ο πρίγκιπας, να τις παντρευτεί και τα λοιπά.
Τώρα, καθισμένη μπροστά σε ένα βρόμικο PC, με το νοβοπάν να απορροφάει τον καπνό απ' τα τσιγάρα γύρω μου, τώρα που είμαι η Λέλα, ασχολούμαι με το δημιουργικό τηλεοπτικών επιτυχιών, τώρα που το ξέρω ότι είμαι δούλα της Σταχτοπούτας, το παίζω η καλή νεράιδα. Έτσι, για να περνάω τις ώρες μου δίπλα σε αυτήν. Κάθε φορά αλλάζει πρόσωπο, αλλά η έκφραση της κυράς μου είναι πάντα η ίδια - μορφασμός ναυτίας, για το ρεύμα της ζωής που τραβάει την αλήθεια κάτω από τα πόδια της, ναυτία για τα κρυφά φιλιά που δεν θα μπορέσει να ξαναδώσει χωρίς να βγούνε πρωτοσέλιδα, ναυτία για την μυρωδιά από καινούριο βινίλιο και αρωματισμένο ιδρώτα που ξεχύνεται, ψυχρή από το air condition, μέσα από τις λιμουζίνες, ναυτία για αυτή την ανθρωπομηχανική μυρωδιά που θυμίζει τόσο, μα τόσο νεκροφόρες.
Αυτός ο ίλιγγος είναι και η εκδίκηση μου, το αναστατωμένο αίμα που παίρνω πίσω, λυσσασμένη να την κάνω να νιώσει όσο πόνο νιώθω εγώ, που φορούσα μισό νούμερο μεγαλύτερο απ΄ το παπούτσι που εγώ η ίδια έφτιαξα. Χαίρομαι που η Σταχτοπούτα τρέμει, καθώς την παίρνω από το χέρι, καθώς την κάνω βόλτα στην άκρη της αβύσσου, στο χείλος όπου είναι καταδικασμένη να περπατάει, φοβισμένη, την μια στιγμή κοιτώντας τον γκρεμό της ασημότητας, την άλλη προσέχοντας να μην πνιγεί στο ορμητικό ρέμα της επωνυμίας, το βρόμικο ποτάμι από φλας και εξώφυλλα, τον βόθρο που διάλεξε να κολυμπήσει, την τάφρο απ΄ την οποία γλίτωσε, προς το παρόν.
Αυτή η εποχή είναι η καλύτερη και η χειρότερη του χρόνου. Με δυσκολία περνάνε οι μέρες, ετοιμάζοντας τα καλλιστεία, οι ώρες, μέχρι να στηθεί το πρόχειρο σφαγείο, οι στιγμές, μέχρι να αρχίσουν οι ιαχές στο σκλαβοπάζαρο, ο χρόνος, μέχρι να διαλέξω τα κορίτσια που έρχονται να βρουν την μοίρα τους, αλλά συναντούν εμένα, κυνηγημένες από την πλήξη, την μιζέρια και την έλλειψη κάθε δισταγμού.
Από κάθε γωνιά της απελπισίας που σκεπάζει όλο τον πλανήτη, από κάθε ρυτίδα έγνοιας που βλέπεις γύρω σου, από κάθε κενό βλέμμα πίσω από κάθε ταμείο σούπερ-μάρκετ, ξετρυπώνουν, οι υποψήφιες, γεμάτες ελπίδα, αλλά και τρόμο, σαν να κάνουν επίθεση αυτοκτονίας. Είναι αποφασισμένες να ζωστούν με τα εκρηκτικά της δημοσιότητας, να ανατιναχτούν μπροστά μας, με ιερό φανατισμό, ήσυχες ότι μετά το μπαμ, τα κομμάτια τους θα σκάσουν στο σωστό σημείο, το κεφάλι τους στο εξώφυλλο, το σώμα στην διαφήμιση, το μυαλό στον γάμο με κάποιο πλούσιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
Γλιστράω το σώμα μου ελάχιστα, χρησιμοποιώντας ως λιπαντικό τον γεροντικό μου ιδρώτα, γλιστράω έτσι ώστε ο πρωκτός μου να προεξέχει από το χείλος της πλαστικής καρέκλας όπου κάθομαι.
Εκείνη, φτηνή, τρίζει ελαφρά πάνω στο ντεκ καθώς υποστηρίζει την περίσσια σάρκα που της φόρτωσα. Ο ήλιος καίει το πλαστικό, τα ακριβά αντηλιακά προσπαθούν να καλύψουν την εριστική καύλα του ελληνικού καλοκαιριού.
Εκείνη, ξανθιά, από κάτω μου, κοιτάει τις αιμορροΐδες και την σκισμένη μου κωλότρυπα, το στόμα της έτοιμο να καταπιεί μια κουράδα που ελπίζω να φτάσει στο στομάχι της πριν βρομίσει ο τόπος.
Την ρωτάω αν είναι σωστό να κάνει βουτιές μέσα στην πισίνα, ειδικά όταν πληρώνει το κανάλι τόσα λεφτά για να την πηγαίνει κομμωτήριο, ειδικά όταν η πισίνα έχει τόσο χλώριο, μην κολλήσουμε κανένα aids από τους πούστηδες που προσκαλεί, με την ελπίδα μήπως και φέρουνε κανένα τεκνό να την γαμήσει.
Από μένα, και από τους άλλους σκατόγερους που την αγοράσαμε, πούτσα δεν πρόκειται να φάει, αφ' ενός επειδή δεν μας σηκώνεται εδώ και χρόνια, αφ' ετέρου επειδή έχουμε βαρεθεί να γαμάμε, και ειδικά γκόμενες που έχουν πατήσει τα είκοσι προ πολλού.
Χέστηκα για ότι κι αν νομίζετε για μένα. Σας έχω χεσμένους, ακόμα και να μπουκάρετε με εξωλέμβιο, ακόμα και αν μου κόψετε την καρωτίδα με κονσερβοκούτι, ακόμα και αν ξεκουνηθείτε να κάνετε μια από αυτές τις επαναστάσεις που όλο απειλείτε ότι θα κάνετε, τεμπέληδες. Σας χέζω, εγώ, ο καναλάρχης, άρχοντας, αφέντης, γαμιάς, μάγκας.
Και να με σφάξετε, εγώ θα έχω περάσει καλύτερα από εσάς, καλύτερα απ΄ ότι έχετε φανταστεί ότι μπορεί να περάσει άνθρωπος. Πουλάω όπλα, ναρκωτικά και τρόμο, μέσα από τα κανάλια και τις εφημερίδες μου, πλουτίζω εις βάρος της δικής σας ηλιθιότητας. Δεν θα αισθανθώ εγώ ενοχές για τους πολέμους σας, όπως δεν αισθάνεστε εσείς ενοχές όταν στέλνετε τα παιδιά σας στον στρατό, ή εκείνα όταν πληρώνονται παχυλούς μισθούς από το λογιστήριο της πολυεθνικής που τα πουλήσατε, από το πανεπιστήμιο ακόμα.
Είμαι γέρος, δεν με νοιάζει τίποτε πια, αποφάσισα να τα έχω όλα και όλα με εκδικήθηκαν, με έβαλαν στο μάτι και με έφτυσαν, δεν έχω τίποτα να χάσω. Θα αράζω εδώ, μπροστά στην παραλία που βρομίζετε, με τις ρακέτες και τα χαζά, χοντρά παιδιά σας, μέσα στο πλωτό μου φρούριο, θα κάνω παρτούζες σε κοινή θέα, μέρα μεσημέρι. Δεν θα μπω καν στον κόπο να πάω στο Μπαλί ή στο Ποζιτάνο, τα ωραία μέρη είναι για αδερφές. Εδώ θα μείνω, μπροστά από το αγαπημένο σας θέρετρο. Θα με βλέπετε με κιάλια, από την παραλία, θα με βλέπετε να χέζω στο στόμα εκείνης που σας χαμογελάει από τα εξώφυλλα, εκείνης που δεν θα γαμήσετε ποτέ, της μόνης που σας χαμογελάει πια, ίσως επειδή δεν σας γνωρίζει.
Εγώ όμως σας ξέρω καλά, ανθρωπάκια, ξέρω ότι το μόνο που φοβάστε είναι ο πατέρας σας, ειδικά αν είναι ένας σεξομανής δισεκατομμυριούχος που έχει σκοτώσει τουλάχιστον τρία άτομα με τα ίδια του τα χέρια, και έχει οδηγήσει στην αυτοκτονία άλλα 8 άχρηστα κορμιά. Αδερφές, κομμούνια.
Με ρωτάτε, εμμέσως, από τις εφημερίδες και τα κανάλια που εγώ σας επιτρέπω να βλέπετε, εμμέσως επειδή δεν τολμάτε να με πλησιάσετε, εμμέσως με ρωτάτε, τι κίνητρο έχω να ισοπεδώνω τόσα και τόσα προκειμένου να έχω περισσότερα από όσα μπορώ να απολαύσω. Σιγά μην σας απαντήσω. Η πολλή σκέψη βλάπτει, και αντί να σκέφτεστε εμένα και τα όσα έχω, σκεφτείτε τι μπορείτε να κάνετε για τον εαυτό σας: σκεφτείτε το τίποτε που σας ανήκει, την φτώχεια που της ανήκετε, την κακή σας αισθητική, σκεφτείτε τις άθλιες εκπομπές που σας κρατάνε παρέα στα βρόμικα σας δυαράκια, σκεφτείτε τα καλλιστεία που έρχονται, έρχονται σαν την κουράδα που νιώθω να ξεσκαλώνει από τα γέρικα μου σωθικά, να γλιστράει στο ψεύτικο στόμα της, να λερώνει τα πανάκριβα δόντια της, μπράβο Photoshop.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24
Μπορεί ο πατέρας μου να λιάζεται πάνω σε κότερα με την γκόμενα, μπορεί η μάνα μου να χτίζει νοσοκομεία για παιδάκια με καρκίνο, αλλά εγώ δεν πρόκειται να τους κάνω το χατίρι. Θα τους ντροπιάζω πάντα, επειδή αυτός είναι ο ιερός μου σκοπός. Ο μπαμπάς δεν θα με καμαρώσει ποτέ να πηδάω ρωσίδες όπως άλλοι κοκορεύονται ότι κάνουν οι γιοι τους. Κορδώνονται για τις πουτάνες που γαμάνε τα παιδιά τους ακόμα και μπροστά στον πατέρα μου, που τους ταΐζει, σηκώνουν κεφάλι τα υπαλληλάκια, προκειμένου να θυμίσουν στον δικό μου πατέρα την αλήθεια που τον έχει κάνει να θέλει να ξεχάσει τα πάντα. Θα είμαι πάντα ο γιος του, η αδερφή.
Ακόμα χειρότερα, δεν κρύβομαι, μένω στο σπίτι του, δουλεύω γι' αυτόν, δεν θα πηδήξω, σαν τον ηλίθιο τον γιο του Agnelli, που φούνταρε ο μαλάκας από μια γέφυρα σε έναν Ιταλικό αυτοκινητόδρομο, επειδή, επειδή, δεν μπορείς να ξέρεις γιατί.
Με την γυναικωτή φωνή μου, τα ακριβά μου μαλλιά, το γυμνασμένο, σοκολατί κορμί μου, αταίριαστα εφηβικό για έναν 35άρη, κάθομαι στα συμβούλια και τα meetings, ξεφυλλίζω την ιταλική Vogue, μιλώ για την ανάγκη της αισθητικής να σχεδιάσει νέες προκλήσεις υπέρ του καπιταλισμού. Σχεδιάζω κακοήθεις στρατηγικές προκειμένου η εργατική τάξη να χρεωθεί ακόμα περισσότερο σε διακοποδάνεια, χρηματιστήρια, πούρα Αβάνας. Μιλάω για την ειρωνεία του να φοράς Roberto Cavalli όταν δεν έχεις ταξιδέψει έξω από τα Μέγαρα, προσβάλλω τους μη έχοντες. Εν ολίγοις το κάρμα μου είναι να είμαι η χειρότερη ενόχληση που μπορεί κανείς να εκπροσωπεί σε έναν χώρο εργασίας. Είμαι ο γιος του αφεντικού, και ταυτόχρονα, είμαι μια καταγέλαστη, αντιπαθητικιά αδερφή, μια πανωραία για γέλια, μια ιερή αγελάδα ανάμεσα σε άθεους και πεινασμένους.
Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να ευνουχίζω τους υποψήφιους εραστές μου με εκδηλώσεις εγωπάθειας και αστείρευτης κυκλοθυμίας, απαιτώντας από τους άλλους να προσέχουν τα πάντα σε μένα - από το πώς ντύνομαι μέχρι το πώς μου μιλάνε. Είμαι γνωστός για τις ίντριγκες που σκαρώνω, όσο γνωστό είναι ότι το μοντέλο που με συνοδεύει πληρώνεται για να βαριέται, και πιθανόν, θα την παντρευτώ κιόλας, να την βλέπω και λιγότερο.
Δεν ντρέπομαι που είμαι αδερφή, αντίθετα, το επισημαίνω σε όλους, όχι με τα λόγια αλλά με τα έργα. Ο βασικότερος τρόπος είναι απλά να διατάζω τους έντρομους εργαζόμενους του πατέρα μου να με γαμήσουν, ή να μου φέρουν ναρκωτικά, ή απλά να με ανέχονται ενώ φλυαρώ. Κανείς τους δεν έχει την παραμικρή εκτίμηση στο πρόσωπο μου, αλλά ο κώλος μου είναι πρόθυμος και γυμνασμένος, άσε που αφήνει καλά φιλοδωρήματα. Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, "γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις", ανάβω ένα τσιγάρο, παίρνω τηλέφωνο την κολλητή μου στο κανάλι του μπαμπά, την διευθύντρια δημιουργικού, την Λέλα, την γεροντοκόρη που μου κάνει παρέα από το γραφείο. Μαζί, σκαρώνουμε σκάνδαλα για να περνάει η ώρα ή γκρινιάζουμε παρέα για να μην περνάει, για να μένουμε πάντα ανεύθυνα παιδιά. Την πληρώνει ο μπαμπάς φυσικά, για να οργανώνει τα καλλιστεία κάθε χρόνο, εκείνη σκίζεται να ξετρυπώσει χοντρούλες που θέλουν να βάψουν τα μουνιά τους ξανθά και να σταδιοδρομήσουν ως τουαλέτες για γέρους. Εγώ διασκεδάζω με όλα αυτά, ειδικά όταν διαλέγω ποια από τις φιναλίστ θα υιοθετήσω, να την έχω σαν σκυλάκι, να την μαντρώσω, να της καταστρέψω την ζωή, να την τιμωρήσω, που κατέβηκε από το χωριό της και νομίζει ότι θα είναι ευτυχισμένη, πάνω σε ένα πυρακτωμένο φρούριο, τυλιγμένη σε άσπρο πλαστικό, μιλώντας με ανάσα που μυρίζει βόθρο, δεν βλέπω την ώρα να διαλέξω ποια θα χάσει τα πάντα, για πάντα, ποια είναι εκείνη που φέτος θα ανακαλύψει ότι το τίποτα είναι πολύτιμο, είναι το σκοτάδι που κάνει τα αστέρια να λάμπουν τόσο έντονα, την νύχτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25
Η ώρα είναι κιόλας 11, το κεφάλι μου γυρίζει, βαρύ από την φούντα, στεγνό στόμα. Πάνω στο τραπέζι τα αποφάγια της νύχτας, μιας ακόμα νύχτας που νόμιζα ότι ήμουν ευτυχισμένος, αλλά απλά δεν είχα βγει από το σπίτι μου, μια νύχτα μαστούρας που έμεινε και σεξ που έφυγε τόσο εύκολα όσο δύσκολα είχε έρθει. Πόπερς, λιπαντικές, αναισθητικές, ντίλντο, χαρτάκια, άδεια κουτάκια κόκα κόλας και μπύρας, αποτσίγαρα, βουνά, ουρανοί, καθρέφτες, λεκέδες.
Ο χωριάτης, όχι μόνο κατέβηκε, όχι μόνο με πήρε τηλέφωνο, αλλά ήρθε σούμπιτος από το σπίτι, καυλωμένος, έκατσε όλη νύχτα, με έστησε στα τέσσερα, με ξεκώλιασε, τέτοια πούτσα είχα μήνες να φάω, σκληρή, χοντρή, γενναιόδωρη, τόσα γάρα είχα ώρες να πιω, τέτοιο πονοκέφαλο είχα να νιώσω από το Σάββατο.
Το ότι πρέπει να πάω στο κανάλι, να πληρώσω το νοίκι, να φάω στην μάπα την μαλακισμένη και τα καλλιστεία της είναι το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μου. Στην οθόνη βλέπω να περνάει η διαφήμιση, το 090 των καλλιστείων αναβοσβήνει, σαν κακό καρμικό ανέκδοτο το κινητό μου φωτίζεται, είναι η τηλε-σκύλα, η διευθύντρια δημιουργικού, η Λέλα, με θέλει, την πήρε ο γιος του αφεντικού από το σκάφος, η αδερφάρα που όλοι της μιλάνε στον πληθυντικό ειρωνικά, μας ζήτησε, πρέπει να κάνουμε συνάντηση, φρίκη.
Τα νοίκια, τα τεκνά, τα ναρκωτικά, οι ψευδαισθήσεις περί γραμμάτων και τέχνης είναι ακριβά σπορ. Σε αυτά τα αόρατα πράγματα επενδύουν οι αδερφές σαν κι εμένα, 35άρες, δέσμιες του chat, όσες έχουν ξεπεράσει τους άλλους αλλά όχι τον εαυτό τους.
Το να ομφαλοσκοπείς είναι ακριβότερο σπορ από ένα κότερο και δυο ρωσίδες, αλλά το τι τραβάς για να είσαι τόσο στ' αρχίδια σου, μόνο τ' αρχίδια σου το ξέρουν. Τα δικά μου αρχίδια πονάνε, μου τα έστριψε γερά ο πιτσιρίκος το βράδυ, ακριβώς όπως θέλω να μου κάνουνε για να μην χύνω, να είμαι διαθέσιμος στον γαμιά για έναν ακόμα πήδο, για ένα ακόμα γάρο, να τον εξουθενώσω, μέχρι να κοιμηθεί σαν αγγελούδι στην αγκαλιά μου, να ξεχάσει προς στιγμήν το μουστάκι της μαμάς του και να νιώσει ότι τον αγαπάει κάποιος.
Σηκώνω το κινητό, τουλάχιστον να σταματήσει το εταιρικό ring tone που έβαλα για να "ξεχωρίζω". Είναι η Λέλα, ντυμένη με κάποιο επώνυμο τζιν, στο δυσοίωνο γραφείο της, μόνο είκοσι λεπτά με την Αττική οδό, κάποτε έκανε 2 ώρες να πάει.
Τουλάχιστον δεν πληρώνω το τηλεφώνημα εγώ. Μου λέει να πάω από εκεί, να συζητήσουμε, μπορεί να μπούμε και σε κανένα καράβι για Μύκονο, να πάμε να βρούμε την πουστάρα και τον γέρο της, αραχτούς πάνω στο κότερο που αγόρασαν κλέβοντας το ΙΚΑ από μένα και εκατοντάδες άλλους ανασφάλιστους ηλίθιους που τους σφουγγαρίζουν τα γραφεία.
Ανάβω τον θερμοσίφωνα, κρεμάω μια πλαστική σακούλα στο χέρι, παρτενέρ στον χορό που θα κάνω μαζεύοντας τα υπόλοιπα της νύχτας που πέρασε, θα την πετάξω στον κάδο, το μόνο που δεν αντέχω είναι σκουπίδια μες στο σπίτι, η μόνη μου χαρά είναι να τα ακούω να σκάνε δυνατά, πάνω στα σκουπίδια των άλλων, στον κάδο, τότε αισθάνομαι ελαφρύς, η ζωή μου άδειασε, το σπίτι καθάρισε, καθάρισα εγώ, για λίγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Δεν έχω ξαναχύσει έτσι ποτέ στην ζωή μου, βαθιά, μέσα σε έναν ξυρισμένο κώλο τριαντάρη άντρα, βαθιά, μέσα εκεί απ' όπου δεν πρέπει. Δεν με έχει ξαναφιλήσει κανείς ποτέ έτσι, κανείς δεν μου έχει πει τέτοια λόγια, τα σκέλια μου είναι μουδιασμένα από το γαμήσι, το πουτσοκέφαλο μου τσούζει από την κατάχρηση, το στομάχι μου ελαφρώς τσινάει από την πείνα και τα τσιγάρα, βήχω τα κατάλοιπα των πόππερς από τα πνευμόνια μου, σκέφτομαι ότι εκείνη θα έχει ήδη ξυπνήσει, όχι πια δικιά μου, όχι πια δίπλα μου.
Πιάσαμε δωμάτιο σε ένα κωλοχανείο στην Ομόνοια, βρομάει μπαχάρια και σκατά όλη η γειτονιά, ελληνικά δεν ακούς ποτέ. Ούτε καν σουβλάκια δεν βρίσκεις να φας, ένας καφές θα με στρώσει. Τσίμπησα ένα κατοστάρικο, αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα τα ίδια τσάμπα. Εγώ, πούστης, ποιος να το φανταστεί, κι ας μου λέει ο τριαντάρης ότι επειδή γαμάω είμαι ο άντρας, πούστης είμαι κι εγώ, κι ας το ξέρω μόνο εγώ και η ψυχή μου πόσες χοντρές ψωλές θέλω να σφηνωθούν στον κώλο μου.
Τώρα καταλαβαίνω τον πανικό που έχουνε όλοι με την ομοφυλοφιλία - είναι απλά πιο καυλωτική, και όποιος το γνωρίσει αυτό, μόνο διεκπαιρεωτικά επιστρέφει στο μουνί. Γιατί να έχω μια γκόμενα να μου τα πρήζει, σπίτια, κουτσούβελα, ενώ μπορώ να γαμάω πέντε γέρους και να κονομάω δυο χιλιάρικα τον μήνα, αφορολόγητα; Ούτως ή άλλως θα τους γαμούσα, το ξέρω, μια γάτα περνάει σχιστά από την ρόδα ενός λεωφορείου που αδιάφορο γλιστράει, σαν ελέφαντας ανάμεσα στο πλήθος, κάρυ, πιπέρι, ελιές ξιδάτες, αηδία, ζέστη, λαθραία τσιγάρα, χρυσά δόντια, νέον από sex shops, προφορές και γλώσσες, ιδρώτας, λίγδα, καυσαέριο, ξυπνητήρια σε πάγκους, ταξί με γριές, άσφαλτος, Ομόνοια.
Θα της πάρω μια σπανακόπιτα, θα της πάω ένα φραπέ, αν δεν έχει σηκωθεί θα ανοίξω τα παράθυρα, θα βάλω μουσική, θα ξεκινήσω μια ζωή χωρίς όνομα, θα μυρίσω τα μπαχάρια, θα στρίψω ένα γάρο, θα κάτσω στην άκρη του παραθύρου, θα κλείσω το μάτι στον αγουροξυπνημένο αλβανό του απέναντι δωματίου, θα τσεκάρω αντιδράσεις, θα της πω ότι πάω για τσιγάρα, θα πεταχτώ να τον φάω, κρυφά, σκληρά, δυνατά, μέχρι να λιώσω κι εγώ όπως έλιωνε πάνω στον πούτσο μου η τριαντάρα αδερφή που πηδούσα όλη νύχτα, χτες βράδυ, την αδερφή που μίλαγε στο τηλέφωνο για δουλειές όσο ντυνόμουνα να φύγω από το σπίτι της, από το κρεβάτι της που ξημερώθηκα, μίλαγε για καλλιστεία, αποκαλώντας κούκλα του την άγνωστη γυναικεία φωνή που έτριζε από το κινητό, σαν να μην θυμόταν το όνομα της, σαν να μην θέλει να θυμηθεί ότι του είπα για εκείνη, να την προσέξει, να την δει, πρώτη πρώτη.
Όλα μπερδεύονται φριχτά στο μυαλό μου, ξαφνικά θυμάμαι ότι έχω να κοιμηθώ δυο μέρες, οδηγάω και γαμάω, οι δύο πιο αγαπημένες μου ασχολίες, και τότε, για πρώτη φορά στην ζωή μου αισθάνομαι ευτυχισμένος, ελεύθερος, εκείνη με περιμένει, μόνη της, στο δωμάτιο ξενοδοχείου, δεν ξέρει ότι έχει ήδη μήνυμα στο κινητό της από την Λέλα, την διευθύντρια δημιουργικού, την φίλη του, την κούκλα του, τον υποχρέωσα να της το πει, μπροστά μου, χαϊδεύοντας το χοντρό που πουτσοκέφαλο ανάμεσα στο αυτί και το σβέρκο του, εκεί όπου οι σκέψεις μαζεύονται και πιάνεσαι, μουδιάζεις, πονάς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Τις βλέπω κάθε χρόνο, δυο φορές τον χρόνο, πρώτα έρχονται να δοκιμάσουν παπούτσια, από το μαγαζί μου στην Ερμού, άχαρες, χοντρούλες, άκομψες, με μάτια που γυαλίζουν φοβισμένα, πρώτη φορά που θα μπούνε σε μαγαζί και θα φύγουν φορώντας κάτι χωρίς να το πληρώσουν πρώτα. Μετά, τις ξαναβλέπω όταν τις καλώ στο μαγαζί που έκανα με τον ξάδερφο μου, έξω από την Χαλκίδα, έχει μπει και στα καλύτερα της Αθήνας στο Time Out, ωραίο μαγαζί, χλιδάτο, με φοίνικες, lounge, σαν κήπος παλατιού, χωρίς παλάτι, με αυλή, χωρίς αυλικούς, με κέφι, κάθε καλοκαίρι, στην Χαλκίδα, πάνω από την νέα γέφυρα.
Ανάμεσα τους περιμένω εκείνη, κάθε χρόνο αυτή την εποχή την περιμένω, να έρθει, μικρή, όμορφη, τα παπούτσια της αστράφτουν, έτοιμα, μαγικά, κρυστάλλινα, με ωραίες λεπτές κορδέλες, ανυπόμονες σειρές από κρύσταλλο, να τυλίξουν όμορφες γραμμές γύρω από τους λεπτούς της αστραγάλους. Θα την καταλάβω όταν με ρωτήσει αν μπορεί να περπατήσει λίγο, "για να δει αν μπορεί να περπατήσει". Εγώ θα της απαντήσω, "φυσικά μπορείς να περπατήσεις", μόνο και μόνο για να δω να ξεφυσάει την ανάσα της, ανακουφισμένη καθώς ανακαλύπτει ότι η μοκέτα υποστηρίζει μαλακά τα εύθραυστα τακούνια της, όπως ο αφρός υποστηρίζει τις μέρες, τις μέρες που περιμένω μέχρι εκείνη να έρθει για μένα.
Θα την ξεχωρίσω επειδή θα είναι η μόνη που δεν θα γυρίσει να ρωτήσει αν μπορεί να κρατήσει τα κρυστάλλινα γοβάκια, απλά θα περπατήσει σαν υπνωτισμένη, έξω από το μαγαζί, σαν τα κρυστάλλινα πέδιλα να ήτανε ανέκαθεν δικά της, αποκλειστικά φτιαγμένα να οδηγήσουν τα βήματα της προς εμένα, εμένα που δεν μπορώ να περιμένω ούτε στιγμή, ούτε αγκράφα, ούτε φιόγκο, ούτε απόδειξη, ούτε βιτρίνα, ούτε εκπτώσεις, ούτε επιταγή, ούτε κουτί, ούτε σακούλα, παραπάνω.
Θα έρθουνε την Τρίτη, οι πρώτες 20, και μετά οι τελευταίες δώδεκα, όλες τους όμορφες, μικρές, και άγνωστες, από κάθε γωνιά της χώρας, αποφασισμένες να φορέσουνε το στέμμα, να ανάψουνε το φως, να μην γυρνάω σε άδειο σπίτι, μόνος, χωρίς αγάπη, χωρίς ελπίδα, ελεύθερος δεν θέλω να είμαι πια, να της ανήκω θέλω, να πηγαίνουμε τα καλοκαίρια σε παλάτι, κι ας μην έχει κήπο, ας μην έχει αυλή, ας έχει εκείνη, ας είναι τώρα. Πολύ μελό θα μου πείτε, αλλά εγώ ζω με την ελπίδα ότι για τον καθένα υπάρχει κάποιος στα μέτρα του, στο νούμερο του.
Ξέρετε, είμαι από τους βασικούς σπόνσορες των καλλιστείων, και αν και δεν είμαι στην επιτροπή, ακόμα, έχω κι εγώ τον τρόπο μου, με το ωραίο μου κοστούμι κάθομαι πια στο τραπέζι του καναλάρχη, του αφεντικού, που παίρνει πρώτος τις καλύτερες, και τις κάνει αστέρια.
Αλλά που θα πάει, θα αφήσει κάτι για εμάς, κάτι όμορφο, με πόδια άτριχα, αδύνατα, πόδια για τακούνια, πόδια που δεν θέλουν να πάνε πουθενά μόνα τους, πόδια για παιδιά και άμμο, για παραλίες, πόδια για να σκύβω μπροστά τους, να τα φυλάω, να τα πλένω, μόνο αν εκείνα καταδέχονται, να τα γλύφω, στοργικά, γυναικεία πόδια, θέλω να σας δω να περπατάτε στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί μου, στο πρόσωπο μου πάνω, από το στόμα μου, στο κούτελο μου, μια κλοτσιά, δύο, θα γίνω δρόμος να διαβείτε, υπόγεια διάβαση να αποφύγετε και σκάλα να ανεβείτε, πόδια που φοράτε κρυστάλλινα γοβάκια, πόδια ξυπόλητα σε παραλίες, πόδια γυάλινα σε καλλιστεία.
Το κινητό με ξυπνάει, είναι η στρίγγλα από το κανάλι, αν δεν προσέχω πως της μιλάω δεν θα τις στείλει τις μικρές, και τότε δεν θα συναντήσω ποτέ εκείνη, που μπορεί να την γνωρίσω αλλά και να μην την γνωρίσω, γιατί μπορεί εκείνη να έρθει φέτος αλλά να έρθει και του χρόνου, ας έρθει τώρα.
Όσο πιο ευγενικά μπορώ, λέω ναι, την Τρίτη όπως είπαμε, και στρώνω τα μαλλιά μου, αρχίζω να ετοιμάζομαι από τώρα, για εκείνη, λες να κλείσω κανένα τραπέζι σε καμιά μεγάλη πίστα, να κάνω και φιγούρα, δεν μπορεί, κάποια θα είναι ακάλεστη από τα πάρτι που θα γίνουν στη βίλα του καναλάρχη, ή πάμε και μετά, αυτοκίνητο δεν έχω, πάλι άδειο ντεπόζιτο, το Humvee, καταραμένο βυτίο θέλει για βενζίνη, σε βενζινάδικο πρέπει να το παρκάρω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
Το κινητό λέει Δευτέρα, το ίδιο και ο καιρός. Βρομάει, φτώχεια, μπαχάρια, χαλασμένα δόντια, όπως πάντα, Αθήνα. Οι απέναντι, τους ψιλό-βλέπω σαν σκιές πίσω από τις γκρι κουρτίνες, πορνογραφία σκιών του απέναντι κωλοχανείου.
Είναι δύο πούστηδες που γαμιούνται, δεν λένε να πνίξουν τα μουγκανητά τους, το γαμήσι τους, πήδημα άγριο, ζωώδες, αντρικό, μόλις που ξεχωρίζω τον κώλο του ενός, σφίγγεται, αλλάζει σχήμα, καθώς πασχίζει να χύσει μέσα στον αόρατο κώλο του άλλου. Το δευτερόλεπτο κλεμμένης εικόνας με καυλώνει, τα βρομόλογα του ενός είναι μόνο αλβανικά, του άλλου δεν τα βγάζω, δεν μιλάει μάλλον, τον παίρνει βουβός δαγκώνοντας το μαξιλάρι, χαϊδεύω τα πόδια μου μεταξύ τους, άτριχα, πόδια που δεν θέλουν να είναι με κανέναν ποτέ.
Ο Τέλης έχει πάει να πάρει τσιγάρα, μόλις έχω ξυπνήσει, είμαι γυμνή στο κρεβάτι, στο ξενοδοχείο. Τεντώνομαι, οι ρίγες από το παράθυρο διαγράφουν μια διάβαση στο γυμνό μου κορμί, τα εφηβικά μου βυζιά γίνονται ριγέ.
Αποφασίζω να τραβήξω μια ωραία μαλακία τώρα που λείπει ο χωριάτης, ανοίγω τα πόδια μου, πιάνω το σακουλάκι με τα καλλυντικά, ανοίγω το φερμουάρ, βρίσκω την βούρτσα, χοντρή, από αυτές που έχουν ροζ, λαστιχένιες μπίλιες στην άκρη των πλαστικών αγκαθιών της, παραμερίζω τα μουνόχειλα, χώνω την βούρτσα μέσα μου, με την μια, κρατώντας με ιδρωμένη παλάμη το χερούλι καθώς τα αγκάθια χαράζουν αυλάκια στον κόλπο μου..
Στην μικρή λίμνη από λιποθυμία που πνίγομαι, ο πόνος κολυμπάει σαν νεκρός που μόλις πήρε την τελευταία του ανάσα. η τελευταία σκέψη του αν έχει το κουράγιο να φτύσει. Αμέσως εξαφανίζομαι, παύω να είμαι εγώ, σηκώνομαι από το κρεβάτι, αφήνω ένα μικρό μονοπάτι από αίμα πίσω μου, ο κοντορεβιθούλης στην κόλαση.
Αρχίζω να συγυρίζω το δωμάτιο, σκύβοντας κάθε λίγο και λιγάκι για να αισθανθώ την πλατιά πλευρά της ξύλινης βούρτσας να πιέζει τα άντερα μου, να νιώσω να φεύγουν σκατά από τον κώλο μου, να λερώνονται τα μπούτια μου. Αποφασίζω να τιμωρήσω τον εαυτό μου που λερώθηκε, ορθώνομαι απότομα, έτσι ώστε να ξεσκαλώσουν οι βελόνες από τον κόλπο και να ξανακαρφωθούν σε νέα, πιο επώδυνη, θέση. Το αίμα ξεχύνεται από τις πληγές που μόλις ξεβούλωσαν από τις πλαστικές μπίλιες, ανακατεύεται με τα σκατά, κυλάει ποτάμι από το μουνί μου, ανάμεσα στα μπούτια μου, χύνεται από τους δεκάδες φρέσκους κόλπους που άνοιξε μέσα στον δικό μου κόλπο, το πέος σκαντζόχοιρος, μέσα μου, λαγούμι, τάφος.
Πιάνω ένα περιστέρι από το περβάζι, χώνω το δάχτυλο στον πικρό του κώλο. Εκείνο με κοιτάει με το μικρό του γυάλινο μάτι, μέσα του βλέπω τον αχτένιστο μου εαυτό, καταλαβαίνω ότι με κοροϊδεύει, με βρίσκει ατημέλητη. Αρχίζω να βαράω παλαμάκια, για να χτενιστώ, που θα γίνει μόνο όταν το περιστέρι λιώσει πάνω στην ελεύθερη παλάμη μου, τα φτερά του μια λάσπη από ουράνια σκόνη ανακατεμένη με τα έντερα του, τα μάτια του παγιδευμένα κάτω από τα νύχια μου, χωρίς κακές σκέψεις για μένα πια.
Μόλις γίνει μια άμορφη μάζα, και τα μαλλιά μου είναι όσο ξέμπλεκα πρέπει, είναι η ώρα να το φάω, όσο πιο γρήγορα μπορώ, να μην καταλάβω την γεύση του ιπτάμενου αρουραίου που πολτοποίησα κρυφά. Ο εμετός που κάνω μόλις καταπιώ την τελευταία μπουκιά σχηματίζει ένα μικρό λιβάδι πάνω στο μωσαϊκό, αποφασίζω να κάνω μια κηδεία για το νεκρό περιστέρι, ποιος ξέρει αν είναι αγόρι η κορίτσι.
Πιάνω τον Zippo, λούζω το υπόλοιπο, αφάγωτο πουλί με υγρό, ανάβω, καίγεται, στο πάτωμα, μαζί με τον εμετό, η καμένη σάρκα και η βενζίνη μυρίζει σαν σφαγείο, που το περνάς στην εθνική οδό, δεν ξέρεις αν θα επιβιώσεις από την απόκοσμη του μπόχα. Δεν βλέπω την ώρα να με γαμήσει, βγάζω την βούρτσα από το μουνί μου, είμαι έτοιμη, ακούω το κλειδί στην πόρτα, γύρισε, να πιούμε και κάνα γάρο, χαρμάνα από χτες βράδυ είμαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Φαντάσου έναν μακρόστενο φωταγωγό, έναν μακρύ διάδρομο με πανύψηλο ταβάνι, κενός ανάμεσα στους δύο τοίχους, κενό πλάτους περίπου ενάμιση μέτρο, ύψος και μήκος αθέατο, κενό τόσο στενό ώστε να χωράνε, σφηνωμένα οριζόντια, σε διαστρωματώσεις παράλληλες, σώματα, με τα χέρια και τα πόδια κομμένα, σαν ζωντανά αγάλματα, στοιβαγμένα στο αρχαιολογικό μουσείο του μυαλού σου.
Οι ακρωτηριασμένες, μαξιλαρένιες απολήξεις των σωμάτων έχουν μελανιάσει από την συνεχή πίεση της χοντροκομμένης σάρκας κόντρα στον τοίχο, που είναι υγρός, κρύος και τσιμεντένιος, αλλά χωρίς χρώμα, επειδή είναι σκοτάδι, συνέχεια, εκεί, ανάμεσα στους δύο τοίχους, στον μακρύ αυτό διάδρομο που χωρίζει την ζωή από τον θάνατο, την ελευθερία από την σκλαβιά.
Ο σκοτεινός διάδρομος, είναι αδιέξοδος και από τις δύο του πλευρές, τα σώματα στοιβαγμένα στην τσιμεντένια του κοιλιά σαν μόνωση, η σάρκα πηχτή σαν υαλοβάμβακας, βρεγμένη από ιδρώτα. Είναι ένα παραλληλόγραμμο, σαν μακρόστενο δωμάτιο, γεμάτο με σώματα, στοιβαγμένα σαν σακιά σε χαρακώματα, από την μια άκρη στην άλλη, από πάνω ως κάτω.
Χωρίς πόδια ή χέρια, οι άνθρωποι είναι ζωντανοί, και παραμένουν σφηνωμένοι στην θέση τους με δύο στηρίγματα, που το καθένα προεξέχει από τον τοίχο, μπρος και πίσω από τον καθένα, ένα στο ύψος του στόματος, ένα στο ύψος της κωλότρυπας από πίσω.
Το πρώτο στήριγμα εμφανίζεται σε άσχετες στιγμές, περνάει από μια ειδική, επενδυμένη με λάστιχο και απολυμαντικό τρύπα, χώνεται απροειδοποίητα στο στόμα - είναι, συνήθως, μια πούτσα, σκληρή, ορμητική και βίαιη, χώνεται βαθιά μες στο λαρύγγι, μέχρι να κοπεί η ανάσα, να λιποθυμήσει ο σφηνωμένος άνθρωπος που την καταπίνει, θέλει δεν θέλει, πίσω από τον διάτρητο, παραγεμισμένο με άλλους ανθρώπους τοίχο.
Καταλαβαίνεις τις διαστάσεις του πανύψηλου ανθρώπινου τοίχους, όταν από τα βάθη του διαδρόμου ακούγεται το πνιγμένο ουρλιαχτό κάποιου - πρέπει να είναι το δεύτερο στήριγμα, το πρωκτικό, που αντικαταστάθηκε, από πούτσα σε παλούκι, σιδερένιο. Συνήθως, το πίσω στήριγμα είναι και αυτό μια πούτσα, που σοδομίζει βίαια τους αιχμάλωτους. Συνήθως; τους πηδάει αναπάντεχα, ξυπνώντας τους, σκαλίζοντας ενοχλητικά τον προστάτη τους, που είναι και το μοναδικό όργανο ηδονής που δεν έχει αφαιρεθεί κατά την απαγωγή και φυλάκιση τους.
Κατά τα άλλα είναι όλοι τους ευνουχισμένοι, τα μάτια τους βγαλμένα, αλλά όχι τυφλά. Κρέμονται από το οπτικό νεύρο, μεταδίδοντας ακόμα εικόνες στον εγκέφαλο, χωρίς να μπορούν ποτέ να στρέψουν το βλέμμα από εκεί που έχει καρφωθεί. Αυτό που βλέπουν οι βολβοί μπορεί να είναι η μασχάλη του διπλανού, επειδή εκεί γλίστρησαν τα μάτια όταν αποκολλήθηκαν από τις κόγχες, με χειρουργικό κουτάλι.
Το εκκρεμές πλην ζωντανό μάτι μπορεί να διακρίνει ελάχιστο φως, αν ο βολβός κρέμεται ελεύθερος, φως πορτοκαλί, που φεγγίζει από μακριά, φωτίζει τα σώματα που αναδεύονται, σαν φωτιά που πλησιάζει. Είναι κάποιος που καίγεται ζωντανός, τόσο απροειδοποίητα όσο σοδομιζόταν πριν από λίγο, η όσο ανελέητα θα συνεχίσει να σοδομίζεται μέχρι να γίνει κάρβουνο, κάτι που παίρνει πολύ περισσότερη ώρα απ΄ όσο πίστευα.
Κανείς από τους αιχμάλωτους δεν ξέρει πότε το σύνηθες ξάφνιασμα μιας καυλωμένης πούτσας, μια καύλας που σφηνώνεται απότομα στον κώλο τους ή χοντρά στο στόμα τους, κανείς δεν ξέρει πότε ο βιασμός θα γίνει θάνατος, ποια στιγμή το πέος θα αντικατασταθεί από ένα παλούκι, αιχμηρό, μεταλλικό, καυτό, ένα παλούκι που θα διαπεράσει τις λεπτές μεμβράνες του εντέρου ή του λαιμού, ένα παλούκι που θα προχωρήσει βαθιά μέσ' στα σωθικά τους.
Συνήθως χρειάζεται κάνα διήμερο για να πεθάνουν, σουβλισμένοι σαν αρνιά, ενώ δεν χρειάζεται κανένας καθαρισμός, καθώς οι γείτονες τρώνε τον ημιθανή παρακοιμώμενο, καταβροχθίζουν τον πλησίον τους πέτσα-πέτσα, συκώτι - συκώτι.
Οι τελευταίες του λέξεις, αυτές που ψελλίζει καθώς ψήνεται από μέσα του, είναι τα παρακάλια του, εκλιπαρεί να μην τον φάνε γρήγορα, να αφήσουνε τα νεύρα και τις αρτηρίες όσο πιο άθικτες μπορούνε, για να νιώσει τον πόνο όσο περισσότερο μπορεί, να καεί λίγο περισσότερο, βαθιά στα σωθικά του, καθώς το παλούκι πυρακτώνεται και προχωράει μέσα του, σιγά-σιγά, παρακάμπτοντας προσεκτικά την καρδιά, μην ραγίσει.
Οι αληθινά τυχεροί έχουνε καταπιεί δύο πούτσες την τελευταία στιγμή, πριν πεθάνουν, δύο ψωλές ταυτόχρονα από τον κώλο και το στόμα, είχαν μείνει μόνο οι ραχοκοκαλιές και τα νεύρα τους, τυλιγμένα σαν κοκορέτσι γύρω από την σούβλα, υπολείμματα εντοσθίων ελάχιστα ζωντανά, ίσως μόνο ζεστά, δύο πούτσες καυλωμένες ενώνουνε τους δύο γαμιάδες που σφήνωναν τις πούτσες τους στην υγρή, καυτή μάζα από κρέας, χωρίς να κοιτάνε, χωρίς να ξέρουν τι γαμάνε, σπρώχνοντας ο καθένας τον τοίχο από την δική του μεριά, χωρίς να τους νοιάζει τι τους χωρίζει.
Έχω ακούσει ότι καμιά φορά, ο ένας από τους δύο γαμιάδες ανοίγει τα μάτια, και μέσα από τις τρύπες στον τοίχο κρυφοκοιτάζει, μια σκισμένη κωλότρυπα, κάποια υπολείμματα σε ένα άπλυτο παλούκι, κανέναν βολβό που κρέμεται στο κενό, κάνοντας κούνια από το οπτικό νεύρο κάποιου.
Τότε είναι η μοναδική στιγμή που ο δήμιος και ο αιχμάλωτος συναντιούνται, αλλά ακόμα και τότε, σε άλλον ανήκει η ματιά, άλλον κοιτάνε οι βολβοί, άλλος γαμάει, άλλος γαμιέται.. Θα μείνω για λίγο, αιχμάλωτος, στο μυαλό μου αντηχούν αλβανικά βρομόλογα, μπερδεύονται με βογκητά μου, ακούγονται μέχρι το βάθος του διαδρόμου, που είναι γεμάτος ακρωτηριασμένα σώματα, κομμένα, μισοφαγωμένα, ο ήχος της καπότας που βγαίνει δύσκολα, η πούτσα αποδεσμεύεται από το λάστιχο και το σπερματοκτόνο, γκελάρει στο υπογάστριο του, πιτσιλάει με χύσια, ο αφαλός του, σηκώνομαι από το κρεβάτι, βάζω την βερμούδα μου και φεύγω.
Παίρνω το κλειδί από την ρεσεψιόν, αναρωτιέμαι αν έχω λεκέ πίσω μου, αν το αίμα έχει ποτίσει την βερμούδα μου, τι θα γίνει αν πάει εκείνη να μου χώσει κωλοδάχτυλο, θα δει την σκισμένη μου τρύπα, χέστηκα, τουλάχιστον έχω φούντα, λες να την γαμήσω σήμερα, λες να έχει ξυπνήσει, έχει να πάρει τηλέφωνο το κανάλι, να πάει στα καλλιστεία, να γίνει διάσημη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
Χώνω στον καμπινέ το ρυτιδιασμένο, λεκιασμένο από ηπατικούς λεκέδες χέρι μου, βλέπω την βέρα μου να βυθίζεται στον μικροσκοπικό βόθρο της χέστρας, εκεί που κάθε μέρα, αδειάζω τ' άντερα μου λίγο-λίγο, τσουβάλι που γεννάει σκατά, κουραδομηχανή.
Ψαχουλεύω την λάσπη που φώλιαζε μέσα μου πριν από λίγο, ζεστή ακόμα, μυρωδιά από μεθάνιο ανακατεύεται με μυρωδιά απ' το παπί, συνθετική άνοιξη σε Νορβηγικές χωματερές, ιαματικές πηγές που ξερνάνε θειάφι, στόματα, χνώτα, κρύο.
Μου έρχεται αναγούλα, αλλά το δόντι δεν το βρίσκω. Κάθε βδομάδα μου το αλλάζουνε, κάθε φορά το καταπίνω, ποτέ δεν το βρίσκω, κοντεύω να πληρώσω ένα μποστάνι ψεύτικα δόντια, δόντια που μασάω αντί να μασάνε, δόντια που καταπίνω χωρίς να το καταλαβαίνω, και μετά, δόντια που δραπετεύουνε, από τον γέρικο μου κώλο, στον σκοτεινό κόσμο των αποχετεύσεων, δόντια που κροταλίζουν για πάντα στους βόθρους που περνάνε ορμητικοί κάτω από τα πόδια μας.
Δεν πρόλαβα να καταλάβω πότε πήρε η ζωή μου την κάτω βόλτα. Μάλλον όταν πάντρεψα τον γιο μου με αυτή την ηλίθια που μυξοκλαίει τώρα στο διπλανό δωμάτιο, μάλλον όταν σταμάτησα να καταλαβαίνω τι λένε στις ειδήσεις. Η λεγάμενη, με κατηγορεί τώρα, ότι τάχα μου φούσκωσα τα μυαλά της εγγονής μου, εγώ, που το μόνο που κάνω είναι να ξεφυλλίζω περιοδικά και να βλέπω τηλεόραση, που έχω πατήσει τα εβδομήντα, λες και με νοιάζει αν η μουλάρα η κόρη της θα γίνει ηθοποιός ή θα μείνει κομμώτρια σαν την θεια της, την λαϊκιά.
Δεν έχω καμία διάθεση να κάνω την κακιά πεθερά. Αν αυτό είναι το μόνο που μου έχει απομείνει στην ζωή, προτιμώ να αφήσω την λεγάμενη να με μισεί με την ησυχία της, εγώ θα προσέχω μην μου φύγει το καινούριο μου δόντι, να αποφύγω την μάταιη ανασκαφή στο πρωινό μου χέσιμο, αλλά και την γκρίνια για τα έξοδα που τους βάζει η υπό κατάρρευση οδοντοστοιχία μου.
Ανοίγω την πόρτα της τουαλέτας, βγαίνω στο σαλόνι, το κορμί της κρέμεται από το ταβάνι, άψυχο, κρεμασμένη από το πολύφωτο, πως αντέχει το καλώδιο και δεν σπάει. Το χοντρό της σώμα κρύβει το πρωινό φως, αιωρείται ακριβώς μπροστά από το παράθυρο, πάνω από το ρημαδιασμένο δωμάτιο, η σκιά της σκοτεινιάζει το πάτωμα, απλώνεται σαν βαρομετρικό χαμηλό, λεκές στα δελτία καιρού, τα χέρια και τα πόδια της δεν προσπαθούνε καν να δείξουν που θα βρέξει αύριο, κρέμονται πάνω από τα συντρίμμια, εκκρεμή που δείχνουν μόνιμα κάτι αναποδογυρισμένα τραπέζια, σπασμένα γυαλικά.
Κρεμάστηκε, η καριόλα, ακούω τα αναφιλητά του γιου μου από την κρεβατοκάμαρα, συνειδητοποιώ ότι δεν θα έχω πολύ χρόνο για τηλεόραση πια, αντί να με γηροκομήσει εκείνος θα τον γηροκομήσω εγώ, ο θάνατος μου απλά ένα ακόμα χτύπημα στα γηρατειά ενός παιδιού που θα μπορούσα να είχα ρίξει, αντί να πληρώνω το λάθος μέχρι σήμερα.
Θυμάμαι ότι δεν έχω τραβήξει το καζανάκι, γυρνάω στην τουαλέτα. Το νερό, ορμητικό και μπλε από το παπί, στροβιλίζεται ορμητικά στην χέστρα. Στήνω αυτί μήπως και ακούσω τον ήχο του δοντιού που κατρακυλάει στον πορσελάνινο λαιμό της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Το στόμα μου μπουκώνει πρώτα από απλά ζεστή, μετά από ζεματιστά καυτή, πράσινη κρέμα, η γεύση σπανάκι και η υφή σαν μαλακή κουράδα. Οι μυς του λαιμού σπρώχνουν την τροφή προς το άδειο, επίπεδο στομάχι μου, συσπώνται αντανακλαστικά καθώς πασχίζω να μασήσω το ταυτόχρονα ελαστικό και αφυδατωμένο φύλλο που περικλείει την γέμιση, καίει την γλώσσα μου.
Το σαγόνι μου ανοιγοκλείνει με περιττή δύναμη, ξαφνικά ένα μου δόντι γίνεται θρύψαλα, το αισθάνομαι να ανακατεύεται στο πολτοποιημένο σπανάκι. Φτύνω την μπουκιά στην χούφτα μου, ανακαλύπτω ότι μασούσα ένα ψεύτικο, πορσελάνινο δόντι που με την σειρά του έκανε κομμάτια ένα από τα δικά μου αληθινά.
Κάποια εργάτρια προφανώς είχε χάσει την πορσελάνινη θήκη μέσα στο ταψί που γέμιζε, σε κάποιο εργαστήριο παρασκευής σπανακόπιτας. Φοβισμένη μην χάσει την δουλειά της, ακόμα ελπίζει να μην γίνει θέμα από τον άτυχο πελάτη που αναπόφευκτα θα μασήσει το ψεύτικο της δόντι. Αν γίνει φασαρία, τότε θα την διώξουν. Την φαντάζομαι μόλις ανακαλύπτει ότι της λείπει η καινούρια, ακριβή θήκη, σε κάποιο ραντεβού ίσως, νιώθοντας το ακριβό κενό ανάμεσα στα δόντια της, με την άκρη της γλώσσας της, ακριβώς την στιγμή που την ρωτάει ο γκόμενος της αν την πόνεσε ο οδοντίατρος.
Μου έρχεται αναγούλα, καλύτερα, να ξεράσω αυτό που έφαγα μια ώρα αρχύτερα. Από την μισάνοιχτη κουρτίνα της τουαλέτας, σκυμμένη πάνω από την λεκάνη, ιδρώνω καθώς τα βγάζω. Με την άκρη του ματιού παρακολουθώ τον Τέλη. Ρουφάει τον φραπέ του, φωσφορίζον καλαμάκι, κόκκινο σορτσάκι, καθισμένος στο περβάζι, ένα γάρο έχει κολλήσει μισοκαπνισμένο στα δάχτυλα του. Ακούγεται μουσική από τον διάδρομο, ένα ανυπόφορο ηλεκτρονικό ντελίριο, φτηνή μελωδία κατάλληλη μόνο για γήπεδα ή νηπιαγωγεία, τραγουδισμένη όμως με ακραίο πάθος, σε μια ακατανόητη, αργόσυρτη ανατολίτικη γλώσσα.
Προφανώς, πολλοί ένοικοι του κωλοχανείου δεν έχουν και πολλά επαγγελματικά ραντεβού το πρωί, όπως άλλωστε κι εμείς. Περνάνε την ώρα τους βλέποντας τηλεόραση ή ακούγοντας μουσική στον διάδρομο. Καμιά φορά είναι μαζεμένοι τρεις-τρεις και μιλάνε την γλώσσα της πατρίδας τους, σαν να μην έχουνε πιστέψει ότι φύγανε ποτέ. Με τρομάζει αυτή η κατά φαντασία ακινησία, και φτύνω τους αφρούς από το στόμα μου. Καθαρή αναπνοή, πάντα.
Βγαίνω από την τουαλέτα, κάνω την αδιάφορη. Ο Τέλης χαϊδεύει τον πούτσο του μέσα από το σορτς του, ελπίζω να μην μυρίσει το δάχτυλο του όπως έκανε ο πατέρας μου όταν νόμιζε ότι δεν έβλεπε κανείς. Με το άλλο χέρι, ευτυχώς, μου δίνει το κινητό μου, έχω καμιά δεκαριά αναπάντητες, δεν προλαβαίνει άνθρωπος να πλύνει τα δόντια του, του την πέφτουν δέκα.
Κάμποσες κλήσεις είναι από το σπίτι και από το κινητό του πατέρα μου. Σιγά, είναι τόσο προβλέψιμες που σχεδόν δεν μου φτάνει να τις αγνοήσω. Κανα-δυο κλήσεις από ένα σταθερό με εναλλακτικές καταλήξεις πρέπει να είναι από το κανάλι, μα είναι ακόμα Δευτέρα, την Παρασκευή μου είπαν ότι είναι η πρώτη ακρόαση.
Παίρνω τηλέφωνο και λίγο πριν τελειώσει η κάρτα ακούω την γραμματέα να με συνδέει. Η γραμμή κόβεται. Ελπίζω να έχουν αναγνώριση, το όνομα μου το έχουνε, το ίδιο και το τηλέφωνο μου.
Καίγομαι μέχρι να ξαναχτυπήσει το ρημαδιασμένο, μόλις το βλέπω να ανάβει, μια αχτίδα μπαίνει από το παράθυρο και διαθλάται μέσα από το γυάλινο σταχτοδοχείο, ανοίγει μια πολύχρωμη βεντάλια σαν σήμα τηλεοπτικού σταθμού πάνω στο φτηνό πράσινο πλαστικό της υποτιθέμενης τουαλέτας του άθλιου δωματίου.
Παίζω με τα μαλλιά μου μέχρι να με συνδέσουνε πάλι. Όταν ακούω μια σταθερή φωνή να μου μιλάει γελαστά, σαν να με ξέρει από καιρό, χαμογελάω κι εγώ, κι ας μην με βλέπει, κι ας μην με ξέρει. Είναι το πρώτο από πολλά ανόητα χαμόγελα που θα δώσω, μια απλή πρόβα. Το χαμόγελο πρέπει να βγει φυσικό, αληθινό, να μην μπορεί να καταλάβει κανείς ότι το κάνω στα ψέματα. Θα μου ήταν εξίσου δύσκολο αλλά και εξίσου ενδιαφέρον να υποκαταστήσω το χαμόγελο με ψεύτικο κλάμα ή με ψεύτικο θυμό.
Για μένα, το θέατρο είναι θέατρο, και μετά από επιτυχημένο μοντέλο θέλω να γίνω ηθοποιός, ας χρησιμοποιήσω λοιπόν την ζωή σαν σχολείο, ας μάθω να εκφράζω ανύπαρκτα συναισθήματα, να γίνομαι αυτό που οι άλλοι πληρώνουν για να δουν.
Η απόκοσμη γκριμάτσα περνάει απαρατήρητη από τον Τέλη, μένει κρυφή, χωμένη μέσα στο κινητό. Οι διαχυτικές συμπεριφορές μεταξύ αγνώστων, μέσω συσκευών, μου είναι ταυτόχρονα πρωτόγνωρες και εύκολες. Μοιάζει σαν να γελάμε, εγώ και η κυρία από το κανάλι, για αστεία ή χαρές που δεν ήρθαν ακόμα, η προσδοκία για το αύριο είναι αρκετή για να μην νιώθουμε την απογοήτευση του σήμερα.
Καθώς η διευθύντρια μιλάει, την έχω δει στα κοσμικά, κυρία, Λέλα την λένε, αισθάνομαι σαν να ομολογούμε σιωπηρά ότι παίζουμε. Με άνεση, η φωνή μου λέει ότι πρέπει να περάσω από ένα μαγαζί, αύριο κιόλας, να διαλέξω τα παπούτσια για την πρόβα της Παρασκευής.
Μόλις βρίσκω ένα στυλό γράφω την διεύθυνση πάνω στο χάρτινο σακουλάκι που περιείχε την σπανακόπιτα που με ξεδόντιασε. Αναρωτιέμαι τι μπορώ να κάνω, πως θα βρω φράγκα για να πάω στον οδοντίατρο, αν προλαβαίνω να βάλω θήκη. Θυμάμαι ότι υπάρχει ο Τέλης και αποφασίζω να τον σπρώξω στο έγκλημα προκειμένου το ψεύτικο μου χαμόγελο να είναι αληθινά τέλειο, τέλεια αληθινό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32
Το κινητό μου χτυπάει την στιγμή που εκείνη μιλάει με το κανάλι. Είναι η μάνα μου, έξαλλη. Ψάχνω για λέξεις ανάμεσα στις υστερικές τσιρίδες της, προσπαθώ να συρράψω τις συλλαβές που θα σχηματίσουν μια πρόταση με νόημα, να καταλάβω τι μου λέει. Την μια ρωτάει που είμαι, την άλλη που είναι εκείνη, γιατί φύγαμε, που μένουμε, να μην το κουνήσουμε ρούπι, να έρθουν να μας πάρουνε.
Έχω συνηθίσει την καταπιεστική μάνα μου, συμπεριφορά περισσότερο ταιριαστή σε προδομένη γκόμενα παρά σε μάνα 18χρονου αγοριού. Παρ' όλα αυτά, η φωνή της σήμερα έχει μια περίεργη σοβαρότητα, ένα βράχνιασμα, κάτι με προειδοποιεί ότι αυτή τη φορά δεν είναι μια απλή σκηνή, αλλά κάτι τρέχει, κάτι συμβαίνει σοβαρό, κάτι που μπορεί να εμπλέκει και μένα.
Στήνω αυτί. Δέχομαι τα νέα της αυτοκτονίας της μητέρας της όπως το χειμωνιάτικο πρωί δέχεται την πραγματικότητα του θλιβερού δωματίου μας - αμήχανα, χωρίς να ξέρω τι να κάνω με αυτό που βλέπω. Με την ίδια απογοήτευση που νιώθει ο γερασμένος, γκρίζος ήλιος, που απομακρύνεται παραιτημένος, αφού δεν βρίσκει τίποτε αξιόλογο να φωτίσει μέσα στο φτηνό δίκλινο, απομακρύνομαι από το ακουστικό. Η εικόνα της κρεμασμένης μητέρας περνάει σαν εσωστρεφές σύννεφο από πάνω μας, ματαιωμένη καταιγίδα, περιφρονεί την γη που περιμένει την βροχή του. Η αυτομητροκτόνος μοιάζει ήσυχη, σφιχτά τυλιγμένη στον θάνατο της, σαν παιδί που κοιμάται κουλουριασμένο, σε μια κουβέρτα, σαν βουνό σκεπασμένο κάτω από σύννεφα..
Εκείνη δεν έχει καταλάβει ακόμα τίποτε, άλλωστε απαντούσα μονολεκτικά στο τηλέφωνο, μίλησα στην μάνα μου λες και μιλούσα σε τραπεζοϋπάλληλο, για διακοποδάνειο ας πούμε. Είμαι πολύ μαστουρωμένος για να αντιδράσω ακαριαία, αλλά πρέπει να της το πω αμέσως, η μάνα σου αυτοκτόνησε.
Με κοιτάει φευγαλέα, έχει κλείσει το τηλέφωνο, κρατάει ακόμα το στυλό. Κοιτάει το πάτωμα, το κεφάλι της αρχίζει να τρέμει ελαφρά, το στόμα της σφίγγεται, δεν βγάζει λέξη, μετά με ρωτάει αν κάνω πλάκα. Υφίσταμαι μια σύντομη διαδικασία αμφισβήτησης, και αφού την διαβεβαιώνω ότι δεν θα έκανα ποτέ ένα τόσο κακόγουστο αστείο, όσο το να της πω στ' αστεία "η μάνα σου αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε".
Την τρίτη φορά που το λέω διαβάζω στα μάτια της την παραδοχή, την ηρεμία. Με την σιωπή της μου δείχνει ότι είναι πεπεισμένη εξ αρχής πως της λέω την αλήθεια, σαν να ήξερε ότι η μάνα της κρεμάστηκε πριν από δυο ώρες, την ώρα που εμένα με ξεκώλιαζε ο αλβανός απέναντι, ενώ εκείνη κοιμότανε.
Ξεπερνάει γρήγορα το διαδικαστικό της τραγωδίας, το πρωτόκολλο της κακιάς ώρας, τον κώδικα που απαιτεί να υποκρίνεσαι πως δεν πιστεύεις στ' αυτιά σου όταν σου μεταφέρουν μια σκοτεινή είδηση. Αμέσως μόλις συνέρχεται, γδύνεται και μένει με το εσώρουχο της. Ανεβαίνει ψηλά στο δωμάτιο, με ένα μικρό πηδηματάκι προς τον ουρανό βουτάει θεαματικά, ανάποδα, με την πλάτη προς την ζωή, τα πόδια προς τα πάνω, το κεφάλι της προς το νερό, το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό, πάντα γαλάζιος κι ας απομακρύνεται, καθώς εκείνη πέφτει εκείνος μένει εκεί, να αλληλοκοιτάζονται, εκείνη διαγράφει μια τροχιά μαγευτική, αφήνει άναυδους εμένα και το φτηνό δωμάτιο.
Αιωρείται για ένα δευτερόλεπτο στον κρύο αέρα, τόσο όσο χρειάζεται για να κάνει μια επίδειξη ακροβατικής κατάδυσης, και αμέσως μετά, χάνεται σε μια λίμνη από μελαγχολία, σαν είδωλο που το απορροφάει η αντανάκλαση του, βυθίζεται μέσα σε ένα τίποτε, αριστοτεχνικά ζωγραφισμένο με διαφανή υδράργυρο. Κοιτάω την επιφάνεια που μόλις την κατάπιε, μόλις που διακρίνω το πρόσωπο της, εκείνη δεν μπορεί να με δει, είναι από κάτω, ακόμα ζωντανή, σαν να βρίσκεται πίσω από μονόδρομο καθρέφτη, φαίνεται, αλλά δεν βλέπει, η ματιά της συναντάει την δική μου μόνο όταν κοιτάμε και οι δύο το είδωλο της.
Κάθομαι στην όχθη της, χαϊδεύω το νερό, διαγράφω αψίδες με το δάχτυλο, ακολουθώ την τροχιά της βουτιάς, μετράω τις πτυχώσεις, η θλίψη μοιάζει με ήσυχο νερό που αντανακλάει τον μεσημεριανό ήλιο, αυτό το χειμωνιάτικο απόγευμα, η αντηλιά είναι έντονη, οι κυματισμοί ελάχιστοι, οι αντανακλάσεις μηδενικές, ο καθρέφτης τυφλός, αποφασισμένος να αποκρύπτει όσα έπρεπε να επιβεβαιώνει, η ζωή διαιρεί διαρκώς αυτά που υποσχέθηκε να ζευγαρώσει για πάντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Όλο το χωριό λέει ότι αυτοκτόνησε, και έτσι ο παπάς ζήτησε περισσότερα για να την θάψει. Σιχαμένος, τον θυμάμαι ακόμα από την φυλακή που μου' φέρνε με δυσκολία τρία γάρα φούντα για 30 χιλιάρικα, όταν ακόμα υπήρχαν χιλιάρικα. Τι καθίκι. Από την άλλη, μου έδωσε αυτή την δουλειά, τουλάχιστον πληρώνω ένα νοίκι σε μια περιοχή της Ελλάδας που δεν ξέρουν ότι πήγα φυλακή.
Σκάβω, λάκκους, για την ενορία, μετά τρέχω, με τα χώματα ακόμα σκαλωμένα κάτω από τα νύχια, να φορέσω το γελοίο κοστούμι, για να σηκώσω το φέρετρο, πάντα καινούριο και αστραφτερό, να το βυθίσω στον λάκκο που χάσκει ακόμα μαλακός από το σκουριασμένο φτυάρι μου. Κοράκι σήμερα, όπως ταξιτζής χτες.
Δεν έπρεπε να σκοτώσω την κόρη μου, αλλά δεν με έπαιρνε, θα το έλεγε σε όλο το χωριό ότι την γκάστρωσα, και μετά, ποιος ξέρει μετά, μπορεί και να το γεννούσε το μπάσταρδο, να πρέπει να την πληρώνω από πάνω. Και με τα λιγοστά φράγκα που βγάζω τώρα ούτε να γαμήσω δεν έχω.
Λένε ότι η κόρη της κρεμασμένης είναι μουνάρα, έχει κατέβει στην Αθήνα για τα καλλιστεία, την ψάχνουν και δεν την βρίσκουν. Έτσι, όλο το χωριό περιμένει, μες το κρύο, γύρω από το ανοιχτό φέρετρο, μπας και εμφανιστεί την τελευταία στιγμή. Η κηδεία έχει κανονιστεί για σήμερα, η μάνα της κρεμάστηκε προχτές και εκείνη ακόμα να φανεί, ούτε να πάρει ένα τηλέφωνο, άλλα έτσι είναι τα όμορφα κορίτσια, εξαφανίζονται όταν τα θέλεις πιο πολύ.
Ο πατέρας της μας έχει σπάσει τ' αρχίδια, πηγαινοέρχεται και χαιρετάει τον κόσμο σαν να είναι σε προεκλογική εκστρατεία, λες και θα τον ψηφίσουνε οι συγχωριανοί για δημοτικό σύμβουλο επειδή αυτοκτόνησε η γυναίκα του. Τι μαλάκας, αλήθεια πρέπει να' ναι ότι δεν τον άντεχε η κακομοίρα και κρεμάστηκε.
Ποιος νοιάζεται για όλους αυτούς, όλους αυτούς τους νεκρούς, που αιωρούνται για μια στιγμή μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, βουτάνε μες στο χώμα, σαν άτυχοι, δύτες: κανείς, αυτός νοιάζεται. Κανείς, επειδή όλοι είναι ανακουφισμένοι που δεν είναι η δική τους η σειρά, κανείς επειδή όλοι στεναχωριούνται για την πάρτη τους, που δεν θα έχουν δίπλα τους πια ένα γνώριμο πρόσωπο να τους φυλάει από τα όσα δεν θέλουν να γνωρίσουν.
Κανείς, επειδή, όλοι πιστεύουν ότι τους απομένει ένα ακόμα γαμήσι, καλύτερο από τα όσα έχουν ήδη ρίξει, κανείς δεν θέλει να πεθάνει, μήπως και ξημερώσει η μέρα που θα ζήσει. Και όσοι το αποφασίζουνε, να το κάνουν μόνοι τους μια ώρα αρχύτερα, ούτε αυτοί νοιάζονται για τους νεκρούς, για τους ζωντανούς αυτοκτονούν, για τον ίδιο τους τον ζωντανό εαυτό πεθαίνουν, εξάλλου ο θάνατος είναι μια ιδέα που προϋποθέτει την ζωή, το να αυτοκτονήσεις για να είσαι νεκρός, να λυτρωθείς, είναι μια επιθυμία που μόνο κάποιος ζωντανός μπορεί να έχει. Ούτε εγώ δεν νοιάζομαι για τους νεκρούς, όσο δεν νοιάζομαι για το ίδιο μου το συκώτι, σφουγγάρι πια, ρουφάει αλκοόλ, το ανακατεύει με το αίμα μου, η κάψα γρήγορη, το μούδιασμα ακόμα περισσότερο. Δεν με νοιάζει που έχω χάσει σε όλα τα παιχνίδια, είμαι ακόμα ζωντανός, ακόμα και αν οι ζωντανοί μόνο δίπλα σε νεκρούς αντέχουν να με βλέπουν.
Έχω συνηθίσει πια, στο κουρασμένο, χαρακωμένο, ηττημένο μου πρόσωπο να αναγνωρίζουν έναν υπηρέτη του θανάτου, στα πρόσωπα τους ζωγραφισμένη η αποστροφή για αυτό που με πληρώνουν να κάνω στο αγαπημένο τους πρόσωπο, αμέσως μετά φιλικοί μόλις συνειδητοποιούν ότι είμαι ο πρώτος άνθρωπος που έχουν ανάγκη οι αγαπημένοι τους, ο πρώτος άνθρωπος που θα τους γνωρίσει αφού πεθάνουν.
Όπως ένας ξαφνικός ταξιτζής στην βροχή ή ένας πρόσκαιρος εραστής στην μοναξιά, είμαι κι εγώ ένας χρήσιμος άγνωστος. Αυτή δεν είναι μια ιδιότητα που μπορείς να υποτιμάς στην ζωή, ειδικά αν έχει πεθάνει κάποιος που αγαπάς, σκέψου ένα γαμήσι χωρίς όνομα, ένα γαμήσι απρόσμενο, ένα γαμήσι που έσωσε μια νύχτα δίχως τέλος, και σκέψου - αν ήξερες το όνομα του σωτήρα σου, θα άλλαζε κάτι;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Στους επάνω ορόφους, οι βόλτες που κόβουνε είναι λιγότερο σιωπηλές, τα χέρια πιο βαθιά χωμένα στις τσέπες, τα καθίσματα λιγότερα, οι κοιμισμένοι συνταξιούχοι κάθονται κάτω στην πλατεία.
Ο ήχος από τις τηλεοράσεις που κρέμονται στις γωνίες των επάνω ορόφων, αγκομαχητά και πρόσθετα ηχητικά εφέ από δέρμα που χαστουκίζεται και αλυσίδες που τρίζουν καθώς συγκρατούν το βάρος εκείνου που γαμιέται, ανάκατος ζωώδης ήχος ζευγαρώματος αντρών, μπερδεύεται ακατανόητα με τον ήχο από την κεντρική οθόνη του πορνοσινεμά, οι δύο τσόντες, με άντρες και πούστηδες στις τηλεοράσεις, άντρες και γυναίκες στην μεγάλη οθόνη, ταυτόχρονες κι εξίσου καταθλιπτικές.
Τα θεαματικά σπρωξίματα στις ταινίες και τα βίντεο προσπαθούν μάταια να αναπαράγουν ανάμεσα σε αρχαία σκατά κάποιοι Αλβανοί, διαθέσιμοι για όσους πληρώνουνε τα ελάχιστα ευρώ που τους ζητάνε για τις κουρασμένες τους υπηρεσίες.
Δεν είναι μόνο γέροι οι πελάτες, παρατηρώ ανακουφισμένος, βλέποντας διάφορες ελληνίδες αδερφές, καλοβαλμένες, μερικές δεν έχουν πατήσει καν τα τριάντα ακόμα, καχύποπτες και καυλωμένες, όλες πλησιάζουνε με περίσσιο σεβασμό τους υποσιτισμένους πρόσφυγες.
Τα γαμήσια που πέφτουνε στα όρθια είναι τόσο ξεδιάντροπα όσο τα λιγοστά ευρώ που ανταλλάσσονται πριν από αυτά, τα βογκητά πνιχτά μες στο σκοτάδι. Μόλις ανάψει το φως για το διάλειμμα, είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία εξαφανίζονται τα συμπλέγματα, θα έλεγες ότι ήταν φαντάσματα και όχι άνθρωποι εκείνες οι φιγούρες που διέκρινες να μπλέκονται λάγνα μες στους διαδρόμους και τις σκιές.
Ανάμεσα στα διαλείμματα, όλα μοιάζουν βασίλειο σκιών, λαβύρινθος με αδιέξοδα οθόνες που προβάλλουν τσόντα, τίποτε δεν είναι αληθινό, μόνο τα όσα μισοδιακρίνει κανείς πίσω από τις ρημαγμένες ξύλινες πόρτες στις τουαλέτες, που κρέμονται αποστεωμένες από σκουριασμένους μεντεσέδες, μετά βίας αποθαρρύνουν τα αδιάκριτα βλέμματα που ψάχνουν θέαμα, μάτια καρφωμένα στο πουθενά από την μία, μάτια καρφωμένα σε σώματα που σέρνονται όρθια έξω από τις χέστρες από την άλλη, πάνω- κάτω βλέμμα, πάνω- κάτω σκάλα.
Το βασικό είναι να μην χύσω, σκέφτομαι, και ξανασκέφτομαι, την στιγμή που κάνω το λάθος να χαϊδέψω το κεφάλι που πηγαινοέρχεται μηχανικά στα σκέλια μου, ανατριχιάζω καθώς το χέρι μου σπρώχνει το χοντρό, άτριχο, ελαφρώς ιδρωμένο πετσί, το κρανίο από κάτω σκληρό και κρύο. Ο πούτσος μου έχει αρχίσει να κοκκινίζει, ερεθισμένος από τα σάλια και τα λιπαντικά στις καπότες, τα' αρχίδια μου μουδιασμένα έχουν τραβηχτεί στις κόγχες τους, σαν μάτια που μπαίνουν στο συρτάρι του μυαλού που τα ορίζει.
Κοιτάω κάτω, μην γλιστρήσει το πόδι μου στην τρύπα του τούρκικου χεσμετζέ, τα πάντα σκατωμένα στην μικρή τουαλέτα του κατάμεστου στις 2 το μεσημέρι τσοντοσινεμά, Ομόνοια, ο κώλος του μαλάκα που με ρουφάει ξεχωρίζει ανάμεσα από πουκάμισα, κατεβασμένα παντελόνια, προσπαθεί να χύσει τραβώντας μαλακία ανάμεσα στ' αθλητικά μου, δεν μπορεί, είναι γέρος, και ας μην του φαίνεται.
Στο μισοσκόταδο διακρίνω το πορτοφόλι του, ξεπροβάλλει από μια τσέπη που χάσκει, παχύ, προφανώς γεμάτο με ολόκληρο τον μισθό της αδερφής που τσιμπουκώνω.
Πριν προλάβει να κάνει κιχ, χώνω τα δύο χοντρά μου δάχτυλα στις εσοχές των ματιών της και τραβάω τους βολβούς έξω. Το οπτικό νεύρο σκαλώνει ελαφρά κάτω από το ένα μου νύχι, το τινάζω και μπλέκεται για λίγο με το άλλο, μια κοτσίδα από νεύρα με δύο μάτια στην άκρη τους, διεστραμμένο παιδικό παιχνίδι.
Η κίνηση μου είναι τόσο απλή, τόσο καίρια, δεν προλαβαίνει να ουρλιάξει καν, είμαι σίγουρος ότι ακόμα είναι εκεί, καθισμένη στα γόνατα, στην τούρκικη χέστρα, τα μάτια της κρέμονται από τις κόγχες, το βλέμμα της κολλημένο στο πάτωμα, προσπαθώντας να ξεχωρίσει ποιος λεκές είναι σκατό και ποίος μωσαϊκό, μέχρι να ανοίξει την απολιθωμένη πόρτα κάποια άλλη αδερφή, κάποιο άλλο τσόλι, κάποιος Πακιστανός, και την δει, μέσα στα αίματα, λουσμένη στα χύσια, η υγρή της αθλιότητα να συναγωνίζεται την τυφλή της ακινησία.
Εκείνη τώρα δοκιμάζει παπούτσια, οδοντίατρο να βρω, 600 ευρώ της βούτηξα, το παιχνίδι ξαναρχίζει, μόλις γυρίσει από την κηδεία της μάνας της θα το κάψουμε, είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί, να ξεχαστεί λιγάκι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35
Μου κάνει εντύπωση: το αφεντικό την άφησε να πάρει τα σανδάλια της βιτρίνας χωρίς κουβέντα, έτσι, σαν να ήτανε δικά της. Τόσα περιοδικά τα έχουνε ζητήσει αυτά τα παπούτσια για να τα φωτογραφίσουν, εμείς δεν τα δώσαμε ποτέ, σαν τόσο καιρό να περιμέναμε, να τα πάρει εκείνη, σαν να ήτανε ήδη δικά της.
Τυλίγω τα ψηλοτάκουνα σανδάλια μέσα σε τσιγαρόχαρτο, αυτά αναπαύονται στα λευκά τους σάβανα, σαν σκελετός εξωγήινου μωρού, χώνω τα πανάκριβα, σαβανωμένα σανδάλια μέσα στο χάρτινο, μικρό φέρετρο, αυτό με την σειρά του τυλίγεται με κορδέλα, και γλιστράει μέσα στην μεγάλη χάρτινη σακούλα.
Το δέρμα της γυαλίζει, πρέπει να έχει ιδρώσει, όλο το μαγαζί ξέρει ότι η μάνα της κρεμάστηκε, κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει ότι χαμογελάει και πηγαινοέρχεται με άνεση πάνω κάτω, πρέπει να της έχουν δώσει κάποιο ηρεμιστικό, η κάμερα την ακολουθούσε συνέχεια καθώς διάλεγε το πιο αστραφτερό ζευγάρι, κρύσταλλα κεντημένα πάνω στις κορδέλες, τυλίγονται σφιχτά σαν φίδια γύρω από τους λεπτούς της αστραγάλους.
Το αφεντικό έχει πάθει παράκρουση, την ακολουθεί από πίσω, κάθε χρόνο μια από τις γκόμενες των καλλιστείων θα του τα φάει χοντρά, μέχρι πλαστικές και σπίτια του παίρνουν οι επιτήδειες. Νομίζει ότι θα βρει νύφη να τον αγαπήσει, είναι τόσο καλό παιδί ο κακομοίρης, αλλά εγώ ξέρω ότι ακόμα και αν παντρευτεί με κάποια από αυτές τις ξεφτιλισμένες εδώ θα έρχεται κάθε πρωί, σε μένα, θα περνάει την ζωή του στο μαγαζί μαζί του, να πηγαινοφέρνουμε εμπόρευμα από την αποθήκη, να με μαλώνει για την σκόνη στην βιτρίνα, να κρυφοκοιτάζω το φούσκωμα στο παντελόνι του, να χαϊδεύω τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο τασάκι, να ανοιγοκλείνω, καθισμένη πίσω από το ταμείο, το συρτάρι με τους αναπτήρες, εκείνους που μαζεύω μην τυχόν και ξεμείνει ποτέ από φωτιά.
Ο καθένας από αυτούς τους αναπτήρες έχει μια ιστορία, φέρνει στον νου μια ταβέρνα ή ένα ξενοδοχείο, κάποια αντιπροσωπεία, η ακόμα χειρότερα, θυμίζει κάποιες στιγμές στην ζωή μου που δεν μπόρεσα ούτε αναπτήρα να κλέψω και ταπεινώθηκα αγοράζοντας καινούριο από το περίπτερο, δημόσια ομολογώντας ότι η κοινωνία τόσο πολύ σε έχει σπρώξει στην άκρη που έχασες ακόμα και το δικαίωμα του να ζητάς φωτιά από αγνώστους.
Έτσι έγινε όταν τον γνώρισα, του ζήτησα φωτιά, και η ευχή που έκανα καθώς μου άναβε το τσιγάρο ήτανε να μου ζητάει την φωτιά πίσω κάθε μέρα. Τσεπώνοντας τον αναπτήρα του εκείνο το βράδυ, στα μπουζούκια που τον γνώρισα, ήξερα ότι θα του έκανε εντύπωση το θράσος μου, ακόμα άνεργη πιτσιρίκα εγώ.
Η ιστορία μας δεν κράτησε πολύ, δηλαδή δεν κράτησε για πάντα, και όταν μου πρότεινε να δουλέψω στο παπουτσάδικο του, συμφώνησα, άλλωστε δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, γυναίκα είμαι.
Εκείνη έχει ήδη φύγει, χώθηκε σε ένα ταξί που την περίμενε, το ευχαριστώ της ακόμα λάμπει στα μάτια του, το κινητό του είναι ήδη κολλημένο στο αυτί, κανονίζει να πάει κάποιος να την φέρει πίσω, είναι ενθουσιασμένος ο κακομοίρης, οργανώνει ταυτόχρονα και ένα τραπέζι στα μπουζούκια. Εγώ δεν λέω κουβέντα, τι να του πω άλλωστε, μην βγεις μαζί της, αφού έχουμε χωρίσει, τι δικαίωμα έχω να του πω να μην βγει μαζί της, ας μην βγει μαζί της.
Για κάποιον λόγο ξέρω ότι θα τιμωρηθώ για αυτή μου την φθονερή ευχή - θα είμαι και εγώ καλεσμένη στο τραπέζι, έτσι, για να φάω στην μάπα το θέαμα εκείνου που φλερτάρει με αυτήν, και άλλες είκοσι ταυτόχρονα, ενώ εγώ θα κάθομαι και θα βαράω παλαμάκια στις τσιφτετελούδες, μην τολμώντας να ανέβω στο τραπέζι, πάντα τραπεζοκόμος, ποτέ επίσημη προσκεκλημένη, πάντα παράνυμφος, ποτέ νύφη, το κοριτσάκι με τους αναπτήρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Το ταξί σχίζει την βροχή που πέφτει δυνατά στην εθνική οδό, κρύα άσπρη κουρτίνα από χάντρες, παραπλανητική, αντί να οδηγεί στα έγκατα κάποιου άθλιου μπαρ απλά επαναλαμβάνεται, σαν διαδοχικές αυλαίες, αντί να αποκαλύπτει την σκηνή, αποκαλύπτει μια ακόμα αυλαία από χάντρες, μόλις που ξεχωρίζεις έναν ουρανό γκρι μέσα από τις θολές, σαν μάτια τυφλών, σταγόνες, σκοτεινός ουρανός, μεταλλικό, ενιαίο νεφελώδες υπογάστριο, μουντό και ασφυκτικό, σαν το εσωτερικό ενός περίστροφου, σαν η φύση όλη να είναι βλήμα σφηνωμένο στην κάνη του σύμπαντος, η γη να εμποδίζει τον ουρανό να εκραγεί, να φτύσει, να καθαρίσει τον λαιμό του από εκείνη, τα σύννεφα είναι φλέματα που μαζεύονται γύρω από την πλανητική μπουκιά που έχει κάτσει στο ουράνιο λαρύγγι.
Κάθομαι πίσω, μπροστά ένας πενηντάρης ροχαλίζει, φίλος του ταξιτζή, το ραδιόφωνο καρφωμένο στα αθλητικά και στα παράσιτα, τα δύο μπλέκονται με τον ήχο της βροχής.
Από το πλαϊνό παράθυρο, μέσα από τα ρυάκια και τις σταγόνες, βλέπω να ξετυλίγεται, υγρά παραμορφωμένη, η γνώριμη παρέλαση από βενζινάδικα, αποθήκες, κλειδαμπαρωμένα σπίτια, χωράφια και αλάνες, μισογκρεμισμένα εργοτάξια και παρατημένα ζώα.
Τίποτε από όλα αυτά δεν με φοβίζει πια, ξέρω ότι μόλις ξεμπερδέψω με την κηδεία της μάνας μου την έχω κάνει πίσω για Αθήνα. Ανάμεσα στα πόδια μου, στην κάτω αγκαλιά μου, σφίγγω την χάρτινη σακούλα από το παπουτσάδικο, μέσα της φωλιάζει το μαγικό κουτί που περιέχει τα αστραφτερά σανδάλια που μου χαρίσανε στην Αθήνα. Ήταν όλοι τόσο φιλικοί, ειδικά ο ιδιοκτήτης του παπουτσάδικου, ένας τριαντάρης, κυριούλης, κουστουμάτος, σαν Ιταλός έμοιαζε, μου την έπεφτε ξεδιάντροπα, φαινόταν σοβαρός άνθρωπος, με κάλεσε σε κάτι μπουζούκια, θα πάω.
Δεν πρόλαβα να τον ευχαριστήσω για τα παπούτσια που μου χάρισε, έτσι γρήγορα που έφυγα από το μαγαζί, με περίμενε από κάτω, σαν λιμουζίνα, το ράδιο ταξί που είχε καλέσει η διευθύντρια απ' το κανάλι, η Λέλα, από το κινητό, μόλις έμαθε τον θάνατο της μητέρας μου, γουργούριζε κίτρινα το ταξί, Αθηναϊκό, ανυπόμονο να με πάει στο χωριό.
Το πρώτο πράγμα που είπε η κυρία απ' το κανάλι, η Λέλα, μόλις έμαθε για την μάνα μου, είναι να μην ανησυχώ, και κυρίως, να μην απαντάω σε δημοσιογράφους, θα αρχίσουν να με παίρνουν τηλέφωνο θα τα βγάλουν όλα στην φόρα.
Φυσικά έχω ήδη δώσει δυο συνεντεύξεις, σιγά μην την ακούσω την σκρόφα, θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο αυτή, να αποφασίσει εκείνη για το ποια θα γίνει διάσημη. Άσε, δεν σφάξανε, σε μένα έλαχε ο κλήρος, εγώ θα φάω το λαχείο.
Μασάω νευρικά τα νύχια μου, σκούρα μπλε και αστραφτερά κομματάκια από μανό σπάνε, παγιδεύονται ανάμεσα από τα δόντια μου, η καινούρια πορσελάνινη θήκη γερά βιδωμένη στην θέση της, και αυτή εντάξει, κανένα πρόβλημα, ο Τέλης έκοψε τον λαιμό του και δεν χρειάζεται να κρύβω το στόμα μου με το χέρι όποτε χαμογελάω.
Ο οδηγός με κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη, το παραλληλόγραμμο που περικλείει τα μάτια του σαν μια μικρή οθόνη πάνω στο παρμπρίζ, που συνεχίζει να αποτελείται από αεικίνητες άσπρες χάντρες και διάχυτο μολύβι.
Με γουστάρει, αλλά στο βλέμμα του διαβάζω ήδη την άβυσσο που μας χωρίζει, εμένα, μέχρι χτες απλά μια ωραία γκόμενα, σήμερα όμως μια κοπέλα που κοτζάμ τηλεοπτικοί σταθμοί παραγγέλνουν για λογαριασμό της πανάκριβα ράδιο ταξί, εκείνος ένας άνεργος χτες, ένας ταξιτζής σήμερα, ποιος ξέρει αύριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
Και να σκεφτεί κανείς ότι μόλις χτες προσευχόμουν να βρω το κουράγιο να τις εγκαταλείψω, τις μουλάρες. Δεν πρόλαβε να ξημερώσει, και ο Θεός με τιμώρησε απαντώντας στις προσευχές μου, ο Θεός να με φυλάει αν η προσευχή μου ακουστεί ολόκληρη, με την ρωσίδα, το φευγιό στην Αθήνα.
Δεν με νοιάζει τόσο το ότι πέθανε, ούτως η άλλως στην ηλικία που είμαστε, κάπου το έχουμε πάρει απόφαση, όπου να' ναι φεύγουμε, ένας-ένας. Με νοιάζει όμως που αυτοκτόνησε, και όχι μόνο επειδή το συζητάει όλο το χωριό, αλλά για έναν ακόμα λόγο, πιο σημαντικό - τόσα χρόνια παντρεμένοι, δεν την είχα για τόσο αποφασιστική, αυτή την πρότερα ωραία, τώρα νεκρή, στα πενήντα από το ίδιο της το χέρι, άσχημη, χοντρή γριά, με σκούρες σακούλες κάτω από τα μάτια, πρησμένα χέρια, κοντά γκρίζα μαλλιά. Είναι αλήθεια τελικά, οι άνθρωποι με την ηλικία χάνουν το φύλο τους, η αλλοτινή καύλα πνίγεται σε ένα σωρό από γκρίζες τρίχες, λίπος και χλομάδα.
Τα κυπαρίσσια στο μικρό νεκροταφείο μοιάζουν με λεπίδες από σκοτάδι, χθόνιοι σουγιάδες που απειλούν τον λευκό χειμωνιάτικο ουρανό. Ο ασβέστης, που ακόμα πασαλείβουν εναντίον της πανούκλας, παχύς, χιονάτος, γύρω από τους πιο φτωχούς τάφους, έχει φουσκώσει απ΄ τη βροχή, έσκασε, κομμάτια του σκόρπια γύρω από την ταφόπλακα, λες και ο νεκρός τίναξε την πιτυρίδα από την νέκρα του.
Η κόρη μου φτάνει όπου να' ναι, αισθάνομαι ότι θα την δω για πρώτη φορά, η απόφαση της να φύγει την έχει μεταμορφώσει σε μεγάλη γυναίκα στο μυαλό μου, την φοβάμαι. Αυτή θα είναι η μόνη ζωντανή από τις δυο, τελικά αποδείχτηκε μέσα σε μια μέρα ότι είναι πιο δυνατές από μένα, με εγκατέλειψαν χωρίς δεύτερη σκέψη, καμία ανάγκη δεν με είχαν.
Η σκέψη ότι εγώ παραμένω ακίνητος καθώς εκείνες φεύγουν μακριά μου, η σκέψη της μάνας μου, που ξαφνικά πρέπει να φροντίζω εγώ μόνος μου, ανάποδο μωρό, με κάνει και ζαλίζομαι, συνειδητοποιώ ότι η ζωή μου όπως την ονειρευόμουνα δεν πρόκειται να πάρει ποτέ σάρκα, ούτε οστά.
Με βλέπω, από Δευτέρα κιόλας, να σέρνω τις παντόφλες, στο ημίφως κάποιου απογεύματος, πάντα χειμωνιάτικο, σαν το σημερινό, με βλέπω να προσπαθώ να διαβάσω τι γράφει το αλουμινόχαρτο στα χάπια, αν είναι τα δικά μου φάρμακα ή της μάνας μου, να ξεχνάω που βρίσκομαι, εκεί, μέσα στο μπάνιο, καθισμένος στην χέστρα, να ξύνω τ' αρχίδια μου και μετά να μυρίζω το δάχτυλο μου, όπως κάνω κάθε φορά που δεν με βλέπει κανείς, ακίνητος, χαμένος, μην μπορώντας να πιστέψω ότι η ευτυχία μπορεί να είναι τόσο εύκολη, τόσο απλή, αλλά και τόσο μίζερη όσο ένα σπίτι με την μητέρα, άρρωστη, βουβή, καθισμένη συνέχεια μπροστά στην τηλεόραση, εμένα από δίπλα, άπλυτο, ακίνητο, αδιάφορο, ευτυχία είναι να κόβω βόλτες στο ήσυχο απόγευμα της ζωής μου, προσέχοντας να μην χτυπάνε οι παντόφλες και κάνουν θόρυβο, μην την ξυπνήσω, μην ξυπνήσει τίποτε και κανένας, ποτέ ξανά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38
Είμαι νεκρή, επιτέλους. Ξαπλωμένη στο φέρετρο, στην μικρή αίθουσα δίπλα απ' το ξωκλήσι, το τελευταίο μέρος που επισκέπτομαι πριν με θάψουν. Με έχουν πλύνει, με έχουν ντύσει. Δεν νιώθω καθόλου διαφορετικά τώρα που σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά μου, δεν αισθάνομαι τίποτε και πάλι, τίποτε όπως πριν. Για να αρχίσει η κηδεία περιμένουν να έρθει η κόρη μου, η πέτρα του σκανδάλου, ακόμα δεν έφυγε και είναι ήδη διάσημη, τουλάχιστον στο χωριό. Ακόμα και στον θάνατο μου, και τι θάνατο, αυτοκτονία, μου κλέβει την παράσταση, όπως κάνει κάθε μέρα από την ημέρα που γεννήθηκε. Μουλάρα.
Η πεθερά μου έχει μείνει σπίτι, φτιάχνει κόλλυβα για τους περιέργους που θα μαζευτούνε να δουν αν ράγισε ο σοβάς από το βάρος μου. Δεν ξέρω αν έκανα καλά που κρεμάστηκα, δεν βλέπω να αλλάζει και τίποτε. Οι φίλες μου είναι όλες πολύ μεγάλες για να με κλάψουν, τρέχουν πάνω κάτω οι κακομοίρες και βοηθάνε τον άντρα μου, εκείνος κάθεται σιωπηλός σε μια γωνία, η τηλεόραση του λείπει μόνο και θα ήταν μια χαρά.
Βαριέμαι, πάω μια βόλτα. Σηκώνομαι στους αγκώνες, κοιτάω γύρω μου, κανείς δεν καταλαβαίνει ότι έχω βγει από το σώμα μου, βγαίνω από το φέρετρο, τινάζω τα πόδια ελαφρά, ανυψώνομαι ως το ταβάνι. Ξεγλιστράω από την αίθουσα που με έχουν ξαπλωμένη και με κλαίνε, πετάω, με ένα μικρό τίναγμα των ώμων τώρα πια γλιστράω πάνω από το νεκροταφείο, μέσα από τα κυπαρίσσια, πέρα απ' το χωριό, μόνη μου, στον γκρίζο ουρανό.
Κοιτάω κάτω, απλώνεται παντού μια πρόχειρα ραμμένη κουρελού από χωράφια, ταράτσες, δρόμους, πλατείες, εκκλησίες. Καταλαβαίνω αμέσως ότι όταν είσαι πεθαμένος, ο ουρανός που σε σκεπάζει, ο ουρανός που ατενίζεις, είναι η γη των ζωντανών, τα φώτα απ΄ τις πόλεις είναι οι γαλαξίες σου, τα σπίτια πλανήτες και αστέρια, οι άνθρωποι πουλιά, όταν είσαι νεκρός ο ουρανός είναι γαλάζιο χώμα, ξαπλώνεις πάνω του και κοιτάς την γη, αλλάζει χρώματα, σαν ουρανός.
Το ταξί που φέρνει την κόρη μου διασχίζει τον νέο ουρανό μου, κίτρινο πάνω στην βρεγμένη μαύρη άσφαλτο, μια σφαίρα από χρώμα που σημαδεύει κατευθείαν την μικρή εκκλησία, εκεί όπου θα φιλήσει την μάνα της, εμένα. για τελευταία φορά, στο κούτελο, δέρμα πιο κρύο κι από μάρμαρο, χείλη πιο απαλά και από λουλούδι.
Αρπάζω ένα σύννεφο, από τα παχιά, άσπρα του τσουλούφια, το φοράω, εκείνο κάνει να ξεφύγει, να εξατμιστεί μέσα από τα χέρια μου, αλλά το έχω πιάσει γερά, τυλίγεται γύρω μου σαν κάπα, μπέρτα, αυτοκρατορικός μανδύας, κρύβω την γύμνια μου μέσα στην δροσερή μουντάδα του, οι ασημένιες αποχρώσεις του όμορφες, τα υγρά του τελειώματα αστραφτερά.
Πέφτω γρήγορα από τον ουρανό, τραβάω και το σύννεφο μαζί μου, φτάνω στο ύψος του γρήγορου ταξί της, πετάω παράλληλα με το παράθυρο της, την κοιτάω μέσα από τα ρυάκια και τις σταγόνες που έχουν θολώσει το τζάμι. Με το δάχτυλο μου γράφω το όνομα της πάνω στο κρύο, θολωμένο τζάμι, το όνομα που ποτέ δεν της άρεσε, δίπλα ζωγραφίζω μια καρδιά. Εκείνη διαβάζει το όνομα της, από την άλλη μεριά του τζαμιού, βάζει τόνο στο όνομα, και δίπλα, ένα βελάκι που τρυπάει την καρδιά που σχεδίασα εγώ.
Το κοιτάει για μια στιγμή, προσθέτει μερικές σταγόνες από ζωγραφιστό αίμα στην καρδιά, διαφανείς τρύπες κόντρα στο γκρίζο τζάμι, υγρές σταγόνες, στο σχήμα και στην ύλη, σταγόνες από σταγόνες, που μέσα τους κυλάνε οι σταγόνες της βροχής και τις διαλύουν, όπως η βροχή διαλύει την υπόλοιπη ζωγραφιά μας. Γλιστράω μέσα από το air condition και κάθομαι στο πίσω κάθισμα, δίπλα της, η τσιγαρίλα με ενοχλεί, η μυρωδιά των ζωντανών επίσης, ανακατεμένη με την μυρωδιά του βινυλίου, μου θυμίζει τόσο την μυρωδιά της νεκροφόρας που με πήγε στην εκκλησία πριν από κάνα δίωρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Τραγωδία στα καλλιστεία "Θέλω την μανούλα μου!" λέει το 17χρονο φαβορί
Αρχαία τραγωδία θυμίζει η ιστορία της μικρής ορφανής καλλονής. Αμέσως μόλις έφτασε στο νεκροταφείο του χωριού της, όλοι την κύκλωσαν σαν χορός, σκίζοντας την σιωπή με θρήνους. Εκείνη απλά δάκρυσε και ακούμπησε ένα λουλούδι στον τάφο της μητέρας της. Μιλάμε για την 17χρονη καλλονή και υποψήφια των καλλιστείων γνωστού τηλεοπτικού σταθμού, η μητέρα της οποίας αυτοκτόνησε χτες τα ξημερώματα, σε ένα ακριτικό χωριό της Βόρειας Ελλάδας.
Κόρη εύπορων γονέων, η μικρή είχε ανακοινώσει μόλις πριν από μερικές ώρες την απόφαση της να κατέβει στην Αθήνα για λίγο καιρό, προκειμένου να περάσει τις διαδικασίες που θα την οδηγούσαν στην τελική δωδεκάδα των καλλιστείων. Η λαμπερή εκδήλωση θα γίνει τον επόμενο μήνα σε γνωστό νυχτερινό κέντρο της παραλιακής.
Άγνωστες παραμένουν οι αιτίες που οδήγησαν την τραγική μάνα στο απονενοημένο διάβημα. Όσοι την ήξεραν λένε ότι "πέφτουν από τα σύννεφα" και βεβαιώνουν ότι "δεν φαινόταν να έχει ψυχολογικά προβλήματα η συχωρεμένη". Οι φήμες που κυκλοφορούν, ότι δηλαδή η μάνα αυτοκτόνησε από τον φόβο του τι θα συμβεί στην κόρη της στα καλλιστεία, δεν ευσταθούν μας διαβεβαίωσαν από το κέντρο Τύπου του καναλιού που οργανώνει τα καλλιστεία.
Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την "κατάρα των καλλιστείων", μια σειρά από ατυχή γεγονότα που ακολουθούν τις υποψήφιες και τις φιναλίστ, ειδικά αν πάρουν κάποιο σημαντικό τίτλο. Θυμηθείτε μόνο την περσινή περίπτωση, εκείνη της απελπισμένης Σταρ Ελλάς, που δεν άντεξε τους πόνους του καλπάζοντος καρκίνου που της έσκισε το δέρμα λίγα μόλις λεπτά από την στέψη της, με συνέπεια να αυτοπυρποληθεί μπροστά από τα γραφεία του πρακτορείου της, λίγες μέρες αργότερα.
Οι φλόγες εισπνέονταν από το άψογα μακιγιαρισμένο στόμα της, ορθάνοιχτο αλλά βουβό, ρουφούσε τις πυρακτωμένες αναθυμιάσεις του ίδιου του φλεγόμενου εαυτού της, βαθιά στα πυρακτωμένα της πνευμόνια, Η εικόνα αυτή, που έκανε τον γύρο του κόσμου, θα παραμείνει για πάντα χαραγμένη στην μνήμη όλων μας, χάρη στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της γνωστής αλυσίδας φαστ φουντ που βρίσκονταν δίπλα από την φλεγόμενη καλλονή.
Όσον αφορά την συμμετοχή της άτυχης φετινής υποψήφιας, αυτή είναι σίγουρη. Οι ειδικοί ψυχολόγοι που παρακολουθούν τα κορίτσια των καλλιστείων αποφάσισαν ότι καλό θα ήταν να είχε κάτι άλλο να την απασχολεί αυτές τις δύσκολες ώρες. Εκείνη, σε αποκλειστικές της δηλώσεις προς το περιοδικό μας, είπε:
"Αισθάνομαι υπερήφανη που εκπροσωπώ την ιδιαίτερη πατρίδα μου σε αυτά τα καλλιστεία, και θέλω να ευχαριστήσω όλους εκείνους που μου συμπαραστέκονται αυτές τις δύσκολες ώρες, τώρα που έχασα την μανούλα μου. Δεν ξέρω τίποτε ακόμα για τα αίτια θανάτου, το τελευταίο βράδυ πριν κατέβω στην Αθήνα την είδα, μετά, ήταν πολύ πρωί όταν ξεκίνησα, υπέθεσα ότι θα είχε πέσει για ύπνο και δεν ήθελα να την ενοχλήσω.
Σας ευχαριστώ όλους, και εύχομαι να τα πούμε την βραδιά εκείνη, αν και ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός, και οι κοπέλες όλες όμορφες. Εγώ θα λάβω μέρος, επειδή πιστεύω ότι η μανούλα μου αυτό θα ήθελε για μένα, ακόμα και να κερδίσω, είναι ένα όνειρο που έχω από μικρή, να μου δοθούν οι ευκαιρίες στον χώρο της showbusiness, στην αρχή σαν μοντέλο και μετά βλέπουμε. Ευχαριστώ και τον κο. Δανιήλ, που όχι μόνο σε μένα, αλλά και στα υπόλοιπα κορίτσια, χάρισε τα υπέροχα αυτά παπούτσια, για τις φωτογραφίσεις αλλά και τα καλλιστεία."
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
Κόβω την φωτογραφία της από το περιοδικό, το πρόσωπο της φτιαγμένο από κουκίδες κίτρινο, φούξια και γαλάζιο μελάνι, θολό, καθώς μπαίνει στο ταξί για να γυρίσει πίσω στην Αθήνα. Δεν πρόλαβε να φύγει απ' το χωριό και όλα τα περιοδικά γράφουν για εκείνη.
Αν δεν είχε πεθάνει η μάνα της, αν δεν είχε κρεμαστεί από το ταβάνι του σαλονιού της, αν δεν ήταν ορφανή, ίσως να με έπαιρνε τώρα τηλέφωνο, μου έκανε αναπάντητη, να την πάρω πίσω, σε βροχερή Πατησίων, αντανακλάσεις από συνοικιακές βιτρίνες, λίμνες από πολύχρωμα φώτα στις λακκούβες, νησιά από φως στα διαλυμένα πεζοδρόμια.
Φτιάχνω μια σαΐτα από την σελίδα του περιοδικού, έχω πάρει δύο τεύχη, το άλλο θα το φυλάξω απείραχτο στο συρτάρι. Ανοίγω το παράθυρο, ο κρύος αέρας με καυλώνει για μια στιγμή, τα μάγουλα μου αναψοκοκκινίζουν για πρώτη φορά μετά την έκτρωση. Νιώθω όμορφα, με μια κίνηση όλο χάρη στέλνω την σαΐτα μέσα στην νύχτα, εκείνη γλιστράει στο σκοτάδι, το πρόσωπο της διπλωμένο κόντρα στην ήσυχη, χειμωνιάτικη ξαστεριά.
Μοιάζουν με τουρμπίνες τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων καθώς τρέχουν μέσα στην νύχτα, πάνω στην εθνική οδό, που γουργουρίζει σαν ασθματικό φίδι λίγο πιο πέρα από το σπίτι μου, τουρμπίνες που η σαΐτα απέκτησε μαγικά, με την δύναμη τους εξακοντίζεται, αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα προς στο άπειρο, περνάει τους γαλαξίες σαν να ήτανε φανάρια, τα χρώματα τους οτιδήποτε άλλο εκτός από κόκκινο, πορτοκαλί και πράσινο, γαλαξίες κίτρινοι, φούξια και γαλάζιοι, γαλαξίες θολοί, σαν το πρόσωπο της, το πρόσωπο της που ήδη έχω αρχίσει να ξεχνάω.
Διπλωμένη, σε σαΐτα, θα τρέχει στο σύμπαν, βιαστική, αλλά και παγωμένη, η κίνηση της μόνο αντιληπτή από τις εναλλαγές των αστροφυσικών φαινομένων γύρω της, μέχρι που θα αρχίσει να αναρωτιέται αν εκείνη κινείται η αν παραμένει ακίνητη, αν οι γαλαξίες, οι σούπερ νόβες, τα ηλιακά συστήματα, οι εκρήξεις και τα νεφελώματα, απλά παρελαύνουν από μπροστά της, εκείνη στατική, εκείνα πηγαίνουν κάπου, απ' όπου σίγουρα θα γυρίσουν, ακολουθώντας εκείνα τα μονοπάτια της κβαντικής μηχανικής που πάντα σε γυρίζουν πίσω εκεί που ήσουνα, αλλά μέσα από ένα άλλο χρονικό παράθυρο.
Οι φωτογραφίες θα αλλάζουν, λες και η σαΐτα φτιάχνεται κάθε φορά από άλλη σελίδα, άλλη φωτογραφία, διπλωμένη, θα ταξιδεύει στο σύμπαν, την μία η ματιά της, την άλλη το μαγιό της, θα φαίνονται κάθε φορά διαφορετικές όψεις και στιγμές της, γύρω της θα παρελαύνει, η θα την προσπερνάει αν την προτιμάτε ακίνητη, το σύμπαν, ολόφωτο, δικό της, αλλά μόνο για να το θαυμάζει, σαν πίσω από ένα τζάμι, αυτοκινήτου, κάθε φορά που κλαίει, σύμπαν βροχερό, ρυάκια παραμορφωμένης διαφάνειας το σχίζουν, χοντρές σταγόνες το στολίζουν, σύμπαν που δακρύζει.
Τα δέντρα κρύβουν ήδη την σαΐτα, έχει πετάξει πέρα από τις φυλλωσιές τους, σαν πιτσιλισμένο μαύρο μελάνι κόντρα στην σκούρα μπλε νύχτα, το βράδυ απλώνεται από πάνω μου σαν λεκές από χλωρίνη που ξέβαψε ένα μαύρο σεντόνι, ό,τι μαύρο απέμεινε είναι τα σχήματα των δέντρων και του κήπου, το σεντόνι απλωμένο να στεγνώσει στον χρόνο, κουνιέται λίγο από έναν αρχαίο αέρα, πίσω απ΄ το σεντόνι τα αστέρια σαν τρύπες που αφήνουνε την μέρα να περνάει μέχρι τα μάτια μου, ένα από αυτά τα αστέρια έχει ήδη το όνομα της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41
Από την κωλότσεπη λείπει το πορτοφόλι μου, αλλά ο ταξιτζής με ξέρει, κάθε μέρα το ίδιο ράδιο ταξί καλώ. Μερικοί από αυτούς τους ταξιτζήδες με έχουνε γαμήσει κιόλας, θα τρέμουν μην το μάθει η γυναίκα στο σπίτι, ας μην συζητήσουμε για όσους έχω γαμήσει εγώ. Είπα να σταματήσω για λίγο στο τσοντάδικο πριν πάω στο κανάλι να συναντήσω την Λέλα, την κολλητή μου και διευθύντρια δημιουργικού στο κανάλι του μπαμπά, αλλά τι το' θελα, μου έκλεψε ένα τσόλι το πορτοφόλι, τα μάτια μου τσούζουνε από το χτεσινοβραδινό μεθύσι και την κόκα. Πρέπει να έχει μείνει μια καβάντζα στο πορτοφόλι, δεν έχω χρόνο να περάσω και από τον ντίλερ.
Ο ταξιτζής γλιστράει άνετα στην Κηφισίας, οι καινούριοι κόμβοι κάνουν την άφιξη στο γραφείο μου υπερβολικά άμεση, ούτε τρία τραγούδια δεν πρόλαβα να ακούσω στο ραδιόφωνο και είμαι εκεί.
Ο ταρίφας μου μιλάει για αυτό το μαλακισμένο που έδωσε ήδη δύο συνεντεύξεις σε φυλλάδες πριν καν την φωτογραφίσουμε, πριν καν αποφασίσει κανείς αν θα είναι στην τελική δωδεκάδα, σε όλη την διαδρομή μου μιλάει για την υποψήφια των καλλιστείων που αυτοκτόνησε η μάνα της, τι όμορφη που είναι, πως την πήγε χτες στο χωριό της, στην κηδεία, με το ταξί, που θα έκλεισε η Λέλα, προφανώς.
Εκνευρίζομαι με την σκέψη ότι ένα κοριτσάκι έχει κάνει άνω κάτω το κανάλι, σκέφτομαι μπινελίκια που μπορεί να χρειαστεί να ρίξω. Δεν γουστάρω όμως να τσακωθώ κι άλλο, έχω ήδη σπαστεί από το κλεμμένο πορτοφόλι, αν τον δω τον γαμημένο θα τον σκίσω.
Κάνει ζέστη στους διαδρόμους, οι υπάλληλοι του μπαμπά τρέχουν πάνω κάτω, εγώ τους χαμογελώ πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά, εκείνοι παγώνουν για λίγο, μετά με χαιρετάνε, άλλοι στον πληθυντικό, άλλοι στον ενικό, ο αέρας ζεστός και αποπνικτικός από το air condition, στο φουλ ζέστης.
Περνάω μπροστά από τις γυάλινες τζαμαρίες που κρατάνε εγκλωβισμένους τους εργαζόμενους, τα τερματικά σαν μικρά ενυδρεία, γεμάτα με διάφορες μορφές ψηφιακής ζωής να κολυμπάνε τεμπέλικα στο γαλάζιο φως.
Η χειρότερη μου, όλοι αυτοί που παίρνουνε κινητά εις βάρος της επιχείρησης, κάθονται όλη μέρα μπροστά σε ένα αναμμένο υπολογιστή, δήθεν δουλεύουν, ακόμα χειρότεροι εκείνοι που νομίζουν ότι θα μου χαλάσουν την ζαχαρένια ζητώντας μου να κάνω το οτιδήποτε.
Ως γιος του αφεντικού, έχω την ευθύνη να μην κάνω τίποτε, να είμαι αδρανής σε μια αυλή γεμάτη φίδια, έτοιμα να με δαγκώσουν με τα φριχτά, μαλακά τους δόντια. Ως αδερφή όλοι τους ονειρεύονται να με δούνε να πεθαίνω από την χειρότερη αρρώστια, ειδικά οι αδερφές ανάμεσα σε αυτούς.
Μπαίνω στο γραφείο της Λέλας, χωρίς να χτυπήσω. Εκείνη μιλάει στο τηλέφωνο, βρίζει κάποιον από το περιοδικό που δημοσίευσε την συνέντευξη της μικρής. Απορώ για το κουράγιο της να ασχολείται, αρχίζω να ξεφυλλίζω μια Ιταλική Vogue που έφτασε μόλις, καυτή από το πρακτορείο. Οι γυαλιστερές της σελίδες αντανακλούν την φιγούρα της κολλητής μου, την μία την βλέπω να καθρεφτίζεται σε μια διαφήμιση καλλυντικών, την άλλη σε κατεστραμμένα εργοστάσια, άψογα φωτογραφημένα, την νύχτα, με βροχή, αλλόκοτα Dior, συλλεκτικά Comme.
Πιάνω την τσάντα της, ψαχουλεύω, τσιμπάω ένα xanax, καταπίνω λίγο καφέ, μοβ γαλήνη, ξεθάβω ένα μπουκαλάκι γεμάτο με άσπρη σκόνη. Ανοίγω το μικροσκοπικό καπάκι, το πτυσσόμενο πλαστικό κουταλάκι, εισπνέω μια άσπρη, παχυλή μυτιά. Είναι κεταμίνη, γαμώτο, πρωινιάτικο θα πέσω σε κώμα.
Πριν αρχίσουν να σβήνουν όλα από μπροστά μου, με τα μάτια θολά, βλέπω την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει στο γραφείο της Λέλας το τσόλι που έγλυψα στο τσοντάδικο. Δεν μπορώ να μιλήσω καλά καλά, τα σάλια μου στάζουν πάνω στο πουκάμισο μου, τον βλέπω να την πιάνει από την μέση, να την ρίχνει στο πάτωμα, να της σηκώνει την φούστα, και με μία επιδέξια κίνηση, να γλιστράει το παλούκι του στο μουνί της.
Ξαφνικά η κοιλιά της φουσκώνει απότομα, σαν να την γκάστρωσε και να πέρασαν εννιά μήνες σε ένα δευτερόλεπτο. Εκείνος δεν πτοείται και συνεχίζει να την πηδάει, η πούτσα του πάντα σκληρή σαν ατσάλι, το μουνί της όλο και πιο χαλαρό.
Γλιστράω από κάτω τους, εκείνη από πάνω, στα τέσσερα, τα βυζιά της σαν σκύλας που έκανε εξαπλή μαστεκτομή, η μούρη μου ανάμεσα στα ανοιχτά της πόδια, εκείνος στα γόνατα, σπρώχνει από πίσω της, η κοιλιά της να τρίβεται στο πρόσωπο μου.
Με τα δόντια μου τραβάω τον αφαλό της, σαν να ανοίγω ανυπόμονα ένα δώρο, η γκαστρωμένη κοιλιά της σκίζεται στον ρυθμό του γαμησιού του, εκείνη δεν μπορεί να κινηθεί, αόρατα δεσμά την έχουν καθηλώσει στα γόνατα και στους αγκώνες, το κεφάλι της κλεισμένο μέσα σε τσιμέντινο κουτί, μόνο το στόμα της ξεπροβάλλει, για να ανασαίνει.
Στην γλώσσα μου νιώθω τα υγρά της, τα νερά της, που σπάνε, σαν μαλακό γυαλί, σιγά σιγά από τα σπλάχνα της ξεπροβάλλει το μωρό, μπροστά στην μούρη μου, τα μάτια του κλειστά, σαν να κοιμάται, να μην έχει πάρει χαμπάρι ότι γεννιέται, ότι θα πεθάνει, σχεδόν, αλλά όχι αρκετά, αμέσως.
Εκείνος έχει περάσει τα χέρια του από κάτω της, με το ένα χαϊδεύει το πρόσωπο μου, ενώ με το άλλο κρατάει σταθερό το μωρό. Το έχει καρφώσει με την ψωλή του στον κώλο, τρυπώντας με την σιδερένια πούτσα του το χώρισμα της σάρκας ανάμεσα στο μουνί και στο έντερο, γαμάει το μωρό μέσα της, αυτό σχεδόν αγέννητο, ακόμα δεμένο από τον ομφάλιο λώρο, ξαφνικά κλαίει.
Τεντώνω λίγο τον λαιμό μου, τρώω μια μεγάλη δαγκωνιά από το παρ' ολίγον νεογέννητο, το χέρι του, σκέφτομαι, τα μικροσκοπικά του κόκαλα διαλύονται ανάμεσα από τα δόντια μου, η γεύση του μεταλλική και ζεστή, σαν ωμός κιμάς που ξεχάστηκε έξω από το ψυγείο.
Τα ουρλιαχτά του μωρού διαδέχονται τους λυγμούς της, μετά τις κραυγές του, καθώς χύνει μέσα σε ότι έχει απομείνει από το μωρό, πιτσιλάει με τα χύσια του την ανακατωσούρα στα σπλάχνα της.
Τραβάει την πούτσα του έξω από το πτώμα της, εκείνη μόλις που ακόμα ανασαίνει, λίγο, ξεπλένει την ψωλή του από τα αίματα και τα σκατά με λίγο νερό από την κανάτα, αρχίζει να ντύνεται. Τα καρφιά που με κρατάνε ακίνητο από κάτω της έχουν αρχίσει ήδη να σκουριάζουν πάνω στα νεύρα μου, το αίμα που κυλάει έχει πήξει, η σάρκα έχει ήδη αρχίζει να σαπίζει γύρω από τις πληγές. Συνειδητοποιώ ότι θα πεθάνω από κάτω της, καλύτερα αυτό να γίνει μια ώρα αρχύτερα, αλλιώς θα πρέπει να την υποστώ να σήπεται πάνω μου, σκουλήκια να στάζουν μέσ' τα μάτια μου, πονάω φριχτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42
Με το που μπαίνω στο γραφείο της, εκείνος είναι ήδη καθισμένος στον καναπέ, κάτι ψάχνει μέσα σε μια τσάντα. Τον αναγνωρίζω αμέσως, κι ας φοράει τα μαύρα γυαλιά για να μην φαίνονται τα μάτια που του έβγαλα στο τσοντοσινεμά.
Κάνει ότι δεν με αναγνωρίζει, αν και λέω μια καλημέρα στο πουθενά, την φωνή μου τουλάχιστον την ξέρει, την μυρωδιά μου σίγουρα.
Κοιτάει τυφλός το δωμάτιο, εκείνη βρίζει κάποιον από το τηλέφωνο, μάλλον δεν έχει πάρει καν χαμπάρι ότι έχω μπει, άλλωστε δεν με ξέρει φατσικά, περιμένει τον υποτιθέμενο μάνατζερ της μικρής που αυτοκτόνησε, τουλάχιστον έτσι της είπε η αδερφή που γάμησα χτες βράδυ, από το τηλέφωνο, μπροστά μου, σήμερα το πρωί, καθώς έτριβα το πουτσοκέφαλο μου στο σβέρκο του πούστη που γάμησα, λίγες ώρες πριν μάθουμε για την αυτοκτονία.
Η αδερφή που είχα ψωνίσει απ' το chat, όταν ακόμα ήμουν ένα βλαχάκι, πίσω στο χωριό μου, αιώνες πριν, η αδερφή που για καλή μου τύχη δουλεύει με την διευθύντρια των καλλιστείων, σίγουρα της έχει πει για εκείνη, άλλωστε αν δεν της είχε μιλήσει, η αδερφή, στην διευθύντρια, για την μικρή μου φίλη, η διευθύντρια δεν θα της είχε πληρώσει το ταξί για να γυρίσει στο χωριό.
Τώρα όμως, που κάθομαι σε ένα γραφείο με μια αδερφή που της πέταξα τα μάτια έξω, με μια γκόμενα τρελή που ουρλιάζει σε ένα κομμάτι πλαστικό, βαριέμαι, ανησυχώ, επειδή η αδερφή που με πήρε τηλέφωνο να έρθω, έχει αργήσει.
Ο πούστης που τύφλωσα στο τσοντάδικο τι δουλειά έχει εδώ, λες να είναι συνεννοημένοι όλοι αυτοί;
Ακούω το όνομα μου, η διευθύντρια έχει κλείσει το τηλέφωνο και μου μιλάει, με την ίδια ταχύτητα και με την ίδια ένταση που μιλούσε σε όποιον κακομοίρη την άκουγε από την άλλη άκρη της γραμμής. Πρέπει να έχει να κάνει σεξ πολύ καιρό η κακομοίρα, η στέρηση φαίνεται πάνω της σαν σκόνη, πολύχρωμη, αποξηραμένα καλλυντικά, το πρόσωπο της είναι μια μάσκα που όσο συσπάται τόσο γίνεται σκόνη.
Ο άλλος, ο αόμματος, κοιμάται στον καναπέ, ένα καλώδιο από σάλια γλιστράει από το στόμα του και απλώνεται σαν διαφανές αίμα πάνω απ' την καρδιά του. Κάνω σκοποβολή με το βλέμμα, στέλνω αόρατες σφαίρες για να τον αποτελειώσω, εκείνος συσπάται μες τον ύπνο του, τινάζεται σκόνη και από αυτόν, αυτή όμως είναι άσπρη, όχι πολύχρωμη.
Εισπνέω και τις δύο σκόνες, και την δική της, και την δική του, και γίνομαι ένα μυθολογικό τέρας, μισό άλογο, μισό άνθρωπος, Με τα χέρια μου την πιάνω από την μέση και την σέρνω από κάτω μου, τα αλογίσια πόδια μου στήνουν γύρω της ένα κλουβί από μυς και ένταση, τέσσερα ζωντανά κάγκελα.
Εκείνος, παραπατώντας, σηκώνεται από τον καναπέ, βγάζει τα κορδόνια από τα αθλητικά του, με σοβαρότητα την δένει, το πρόσωπο της στο πάτωμα, οι καρποί της δεμένοι από τα μπροστινά μου πόδια, οι αστράγαλοι της πίσω, τα πόδια και τα χέρια της ανοιχτά, καθώς το εμβαδόν που ορίζουνε τα αλογίσια πόδια μου είναι μεγαλύτερο από το δικό της ύψος.
Αιωρείται μερικά εκατοστά από το πάτωμα, άλλα όχι για πολύ - σε λίγο, καθώς θα τρέχω με εκείνον καβάλα, τυφλός αναβάτης πάνω στα κύματα, εκείνη θα έχει γίνει κομμάτια, κάθε μου δρασκελισμός μια νέα ρωγμή στην σάρκα της. Θα τρέχω μέχρι να διαλυθεί εντελώς, τα υπολείμματα της λευκά, σπασμένα κόκαλα, θα κρέμονται από τα αλογίσια πόδια μου σαν αλλόκοτα κοσμήματα, κάνοντας έναν θόρυβο απόκοσμο, ξερό, θρύψαλα σε κίνηση, γιγαντιαία σκόνη σε αναταραχή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43
Με το που μπαίνω στο γραφείο της, χωρίς να χτυπήσω, τον βλέπω ήδη μέσα, το είπε και το έκανε, θα παραστήσει τον μάνατζερ της μικρής.
Ένας επαρχιώτης γαμιάς του πενηντάρικου, άγουρος ακόμα νταβατζής, μια διευθύντρια μεγάλου καναλιού τις παραμονές των καλλιστείων, κακοπληρωμένη γεροντοκόρη, στον καναπέ ο γιος του αφεντικού, αδερφή σαν κι εμένα, πάμπλουτη σαν κανέναν από τους υπόλοιπους εδώ μέσα, στο ασφυκτικά ζεστό γραφείο της, μια αφίσα extreme sports στον τοίχο, κάτι βιβλία, κάτι περιοδικά, ένα computer αναμμένο στο γραφείο της, ταξιδεύει και δέχεται μηνύματα, χωρίς πιλότο, ακυβέρνητο παράθυρο.
Χαιρετάω, στο κενό, είμαι σίγουρος ότι δεν με άκουσαν. Στην γωνία, εκεί που κάθομαι πάντα, με περιμένει μια καρέκλα, στοιβαγμένη με χαρτιά, περιοδικά, σημειώσεις και εφημερίδες. Από πίσω ακριβώς είναι μια τηλεόραση συνέχεια καρφωμένη στο κανάλι, το τηλεκοντρόλ δεν φαίνεται πουθενά. Δουλεύω εδώ, δηλαδή ανέχομαι την Λέλα, αρκετά χρόνια. Τα βράδια τα περνάω στο Internet, και ιδού τα αποτελέσματα, ο μικρός που με γαμούσε χτες το βράδυ, και σήμερα το πρωί μου ζητούσε να πω έναν καλό λόγο για την φίλη του, είναι εδώ, και καπνίζει ένα τσιγάρο, το κελί από νοβοπάν γεμίζει με καπνό.
Ο γιος του αφεντικού έχει ξαπλώσει να πάρει έναν υπνάκο, τα μάτια του κρυμμένα πίσω από μαύρα γυαλιά, εκείνη μιλάει έντονα στον μικρό, βαριέμαι ήδη πάρα πολύ.
Έξω από την κλειστή πόρτα δεν ακούγεται τίποτε, αλλά εμείς ξέρουμε ότι όχι μόνο είναι γεμάτο το κτίριο από υπαλλήλους, αλλά και ότι κάθε κίνηση μας καταγράφεται από την ασφάλεια του κτιρίου, εκατοντάδες κάμερες κρυμμένες παντού, τεμπέλικα μάτια, σε ακινησία, κοιτάνε χωρίς να βλέπουνε.
Μου αρέσει να παρατηρώ την υπερήφανη στάση που έχουν όλοι τους απέναντι σε αυτή την συνεχή επιτήρηση, το πώς συμπεριφέρονται λες και οι κάμερες δεν είναι εκεί. Συνεχίζουν να γαμιούνται στις τουαλέτες, να ξύνουν την μύτη τους στο ασανσέρ, τα' αρχίδια τους στις πίσω σκάλες, να βρίζονται, να πετάνε πράγματα στα κεφάλια των άλλων, να κλέβουν χαρτί υγείας από την τουαλέτα, να κάνουν ό,τι έκαναν και πριν, μόνο που τώρα λογοδοτούν απέναντι στην νέα αριστοκρατία, τους τεμπέληδες εκείνους που φυτοζωούν πίσω από μια οθόνη κλειστού κυκλώματος, παιδιά της εργατικής τάξης και του περιθωρίου που πλούτισαν από την ανάγκη των ανθρώπων να έχουν πάντα κάποιον να τους προσέχει.
Κάποιος κρατάει ένα πάκο DVD, κάποιος ένα μάτσο χαρτιά, άλλοι με κοστούμια, άλλοι με αθλητικά, τρέχουν πάνω κάτω, ανάμεσα από τις γρίλιες, γραμμικές υποδιαιρέσεις των προφίλ τους, γραμμές που αλλάζουν χρώματα και υφάσματα, οριζόντια αλλαγή, σαν οι γραμμές να τρέχουν, και όχι οι εργαζόμενοι, ο ένας τοίχος του γραφείου γραμμικός εξομοιωτής, μια σειρά από οριζόντιες σχισμές, οι γρίλιες ανοιχτές όσο χρειάζεται για να βεβαιωθείς ότι υπάρχουν άλλοι, και θα' θελαν κι αυτοί να έχουν το προνόμιο να βρίσκονται πίσω από μια κλειστή πόρτα, στο ήσυχο γραφείο της Λέλας, εκεί όπου την έχουνε κλείσει για να μην ακούνε τα βρισίδια και τις απειλές της.
Ανάβω ένα τσιγάρο, ο Τέλης μου κλείνει το μάτι, κοροϊδεύει το γιο του αφεντικού, που έχει ξαπλώσει αδερφίστικα και τον έχει πάρει ο ύπνος. Μια κάμερα κάνει μια σιωπηλή κίνηση προς το μέρος του, περιστρέφει το τυφλό της μάτι προς εκείνον.
Από την μικρή τηλεόραση αρχίζει να προβάλλεται το όνειρο του, ένα τοπίο θολό πίσω από τηλεοπτικό χιόνι, παγωνιά, τα δέντρα εύθραυστα, τα χρώματα ατελείωτες παραλλαγές του γκρι. Σε κάθε του ανάσα μια τηλεοπτική νιφάδα σκάει, σαν ασπρόμαυρο πυροτέχνημα, και εξαφανίζεται, αποκαλύπτοντας μια ακόμα λεπτομέρεια του τοπίου, κάποιο βορειοελλαδίτικο χωριό, μια συστάδα από αυθαίρετα που κοιμάται κάτω από χοντρά σύννεφα, γκρίζα και αυτά.
Σε λίγο, έχει ξεκαθαρίσει η εικόνα στην τηλεόραση, και μπορώ να διακρίνω στο κεντρικό δρόμο του χωριού, μια νεκρική πομπή, άντρες, γυναίκες, μαυροφορεμένες, απομακρύνονται από το νεκροταφείο, οδεύουν προς ένα κομμωτήριο. Εκεί τους περιμένει εκείνη, η φίλη του Τέλη, μου δίνει μια τσίχλα, τον ευχαριστώ. Μασάω αποχαυνωμένος, καθώς η μικρή, μπροστά στην κάμερα, δείχνει το κομμωτήριο της θείας της, που χαμογελάει δίπλα της, στο χρυσό της δόντι καθρεφτίζεται το υπόλοιπο χωριό πίσω από τον δημοσιογράφο του καναλιού. Εκείνη χαμογελάει, και την εικόνα τους ακολουθεί ένα πρόχειρο μοντάζ από παιδικές και εφηβικές της φωτογραφίες.
Το άγουρο σώμα της τεντώνεται σαν μεμβράνη πάνω στην οθόνη, παραλίες παιδικών διακοπών απλώνονται στο γραφείο, κάποιο Πάσχα, κάποια γενέθλια, κεριά, τούρτες, χαμόγελα χωρίς δόντια, σφραγίσματα, θήκες. Σκέφτομαι πως είχε κάνει μια ευχή κάθε φορά που έχανε ένα δόντι, αναρωτιέμαι πόσες από αυτές έχουνε ήδη βγει αληθινές, εκείνη μου κλείνει το μάτι, μέσα από την τηλεόραση, στο γραφείο.
Η Λέλα έχει πάψει να βρίζει τον Τέλη, ο γιος του αφεντικού ακόμα ροχαλίζει, η τσίχλα έχει χάσει την γεύση της, οι οριζόντιες γραμμές αλλάζουν χρώματα πιο αργά από ποτέ, έξω από το γραφείο ο συνωστισμός έχει φτάσει στο απροχώρητο, κοιτάω προσεκτικά μέσα από τις γρίλιες, βλέπω ανθρώπους να σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στον άλλον, να πατάνε ο ένας το κεφάλι του άλλου, τα κεφάλια να σκάνε σαν καρπούζια από το βάρος των εκατοντάδων απελπισμένων αναρριχητών.
Σε όλο το γραφείο σχηματίζονται ανθρώπινες πυραμίδες, ζωντανά βουνά, στις πλαγιές τους αντί για δέντρα φυτρώνουν χέρια και πόδια που συσπώνται στο κενό, τα κόκαλα σπάνε σαν χαρτί που τσαλακώνει, τα αέρια από το air condition βγαίνουνε πάντα στην ώρα τους, εκείνοι πνίγονται όλοι ανεξαιρέτως, το ένστικτο τους οδηγεί εσφαλμένα, νομίζουν ότι στις γρίλιες του κλιματιστικού θα βρουν καθαρό αέρα να ανασάνουν, από εκεί όμως ξεχύνονται, βουβές, θανατηφόρες οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις.
Κανένας τους δεν έχει επιζήσει ποτέ, εκτός από εκείνη, σήμερα, μου κλείνει το μάτι, μέσα από μια σήραγγα που σχηματίζεται στιγμιαία, ένα σάρκινο τούνελ από μασχάλες, μπούτια, δάχτυλα, ταυτόχρονα δίνει συνέντευξη στην τηλεόραση, στο χωριό της, στο όνειρο του, την ίδια στιγμή πλακωμένη κάτω από εκατοντάδες υπαλλήλους, έξω από την πόρτα, του γραφείου όπου βρίσκομαι, και κρυφοκοιτάζω από τις γρίλιες τους υπαλλήλους που ασφυκτιούν, προσπαθούν να κρατήσουν την ανάσα τους, σχηματίζοντας με τα κορμιά τους ένα καταφύγιο, προστατεύοντας εκείνη, χωμένη βαθιά κάτω από την ανθρώπινη πυραμίδα, η μοναδική που θα την γλιτώσει, έχει καταλάβει ότι οι νεκροί που την σκεπάζουν είναι προστάτες, εργάτες που χτίζουν ένα αυθαίρετο για εκείνη, κρατώντας το δηλητήριο μέσα τους, να μείνει έστω και μια ανάσα οξυγόνο, μέχρι το συνεργείο καθαρισμού να ανοίξει τα παράθυρα, να μαζέψει τα πτώματα, να την βρει να κοιμάται, ακόμα ζωντανή, ύπνο βαθύ, ατάραχο, σαν βουνό, που κρύβει ένα χωριό, ένα κορίτσι, ένα όνειρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44
Θα της αλλάξουμε τα πάντα, θα της ξεριζώσουμε τα φρύδια, θα της κάψουμε τα μαλλιά, θα της τυλίξουμε τις τούφες, θα χύσουμε καυτό κερί πάνω στις γάμπες της και γύρω απ' το μουνί της, μετά θα την καίμε με laser, μια ριπή για κάθε τρίχα που φυτρώνει, οξύ θα ασπρίσει τα δόντια της, βορικό τα μάτια της, θα αλλάξουν και αυτά χρώμα, από καφέ σε γαλάζιο, το στήθος της θα τεμαχίσουμε, θα βάλουμε μέσα νερό, φουσκωτά μπαλόνια, οι θηλές θα κοπούν, με νυστέρι, θα τοποθετηθούνε λίγο πιο ψηλά, να δείχνει πιο περήφανο το βυζί, θα' ναι σκληρά τα μπαλόνια, θα ανεβοκατεβαίνουν άτσαλα, δεν θα τα σηκώνει άνετα η μέση της, εξ' άλλου θα της λείπουν κάνα δυο παΐδια, αφού θα της τα σπάσουμε όπου χρειάζεται, να κάνει λεπτή μέση, σαν σφήκα, θα σπάσουμε τα κόκαλα της, τα ζυγωματικά της θα πριονιστούν, θα χωνέψουν πλαστικά, καινούρια, πρόσθετα μάγουλα, το τσιτωμένο δέρμα που θα τα σκεπάζει θα αντανακλά καλύτερα το φως, ο μικροσκοπικός ιδρώτας θα ανακατεύεται με τα πανάκριβα, πολύχρωμα καλλυντικά, τις σκόνες, τις κρέμες τις λιωμένες, αυτές που θα κυλιέται μέσα τους ολημερίς, τον αρωματισμένο βόθρο, ανορεξική γουρούνα, με μαστάρια κατσίκας και μαλλιά πλαστικής κούκλας, τυφλωμένη από τους φακούς και τα καλλυντικά, έξαλλη, συνέχεια πεινασμένη, ποτέ χορτασμένη, τα ρουθούνια της ερεθισμένα από τις αμφεταμίνες και την κοκαΐνη, το δέρμα της ξερό αλλά βρεγμένο, θα ξεκολλάει φολιδωτό, θα πέφτει σαν λέπια, πιτυρίδα, ψηφίδες της, που με την σειρά τους θα ρετουσάρονται από τους ακούραστους νάνους στο εργαστήριο Photoshop, εκεί θα σβήνονται οι ρυτίδες της, τα σπυράκια της, τα τριχάκια που πετάνε κόντρα στα φώτα, μέχρι να γίνει μια σφήκα, να μεταμορφωθεί σε μια ανάμνηση του εαυτού της, ένα μέτρο σύγκρισης για το παρελθόν, το πρόσωπο της να γίνει το σήμερα που κοιτάει με τρόμο το χτες, ένα τέρας ομορφιάς, μια σφήκα χωρίς μυστικό, μια γυναίκα που πλένει τα πιάτα, όρθια, στον νεροχύτη, έχει ξεχάσει να κατεβάσει τα σκουπίδια, απ' έξω νυχτώνει, και εκείνη, πετάει τα γάντια της, χτυπάει ένα παλαμάκι, ανεβαίνει, από στέγη σε στέγη, πηδάει από κεραία σε κεραία, χορεύει μόνη της, μέσα στην νύχτα, οι ταράτσες είναι πίστες, αυτές θεοσκότεινες, εκείνη με τα μάτια κλειστά, τυφλή χορεύτρια, υπνοβάτιδα τσιφτετελού, τα μπουζούκια ανοιχτά μόνο για εκείνη, που χορογραφεί, διστακτικά, αλλά χαμογελώντας, το κάθε κομμάτι που τυχαίνει να ξεχύνεται από κάποιο παράθυρο, μέσα στην νύχτα, γίνεται δικό της, έχει παρέα όταν δεν κοιμάται, παρέα που εκείνη δεν γνωρίζει, αλλά εκείνη την γνωρίζει, της βάζει μουσικές χωρίς όνομα, προσκαλώντας την να ανεβάσει ένα μιούζικαλ πάνω στην ταράτσα, να χορέψει με τα μάτια κλειστά, μέχρι να κλείσεις τα δικά σου, μήπως αλλάξουν χρώμα και αυτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45
Το κεφάλι μου πονάει, γύρω μου βασιλεύει το ψυχρό ημίφως του νοσοκομείου. Αισθάνομαι ευφορία, κάποια ναρκωτικά κυλάνε αργά στις φλέβες μου, δεν μπορώ να κουνηθώ, είμαι δεμένη από τους καρπούς και τους αστραγάλους, το στόμα μου γεμάτο από έναν σωλήνα που κατεβαίνει βαθιά μέσα στο στομάχι μου, ρουφάει υγρά, ένας δεύτερος σωλήνας, φαρδύς, με μια κάμερα καρφωμένη στην άκρη του, αναδεύεται χωμένος βαθιά μέσα στον κώλο μου, από μια οθόνη που είναι στο ύψος των ματιών μου, μπορώ να δω το εσωτερικό του έντερου μου, η κάμερα χτυπάει στις στροφές του, εγώ βογκάω μουγκά, ο σωλήνας δεν επιτρέπει στις κραυγές μου να ακουστούν.
Από τις άκρες των ματιών μου, πέρα από τα δάκρια, βλέπω τον Τέλη, την διευθύντρια, τον γιο του αφεντικού, κοιμάται πάνω στον καναπέ, κάτι ένστολοι, της αντιτρομοκρατικής, με ανασύρανε πριν από λίγο από τον σωρό.
Ακούω μια συνεχή ανταπόκριση για τα θύματα της επίθεσης, ονόματα και αριθμοί ανάκατοι, εθελοντές μιλάνε στο ραδιόφωνο για τις εντυπώσεις τους από τον τόπο της σφαγής.
Κάποιος άγνωστος με πλησιάζει, από έναν δίσκο παίρνει ένα μικρό πριόνι, σκουριασμένο, και αρχίζει να μου κόβει ένα-ένα τα δάχτυλα, από την ρίζα. Είναι πολλά, δέκα, σκέφτομαι καθώς ακούω τον ανεπαίσθητο γδούπο που κάνουν καθώς πέφτουν στο πλαστικό δάπεδο του χειρουργείου.
Δεν αισθάνομαι τίποτε, ούτε την βελόνα που ράβει στις πληγές καινούρια, πιο μακριά, πιο φινετσάτα δάχτυλα. Δεν θα μπορώ να τα κουνήσω, άντε για να σηκώνω το κινητό, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, σημασία έχει να φαίνονται όμορφα χωρίς πολλή ώρα στο Photoshop, πιο όμορφη είναι εκείνη που προλαβαίνει να κυκλοφορήσει πρώτη τις φωτογραφίες της στα περιοδικά, δηλαδή να έχει υποστεί η εικόνα της όσο το δυνατόν λιγότερες επεξεργασίες, να την έχει καθυστερήσει ο χρόνος λιγότερο, η ομορφιά είναι πια θέμα χρόνου, ρεκόρ, δευτερολέπτων.
Όταν μου ξύρισαν τα μαλλιά, έβαλα τα κλάματα, φοβόμουν πολύ, έτρεμα, αλλά ένιωθα μέσα μου ακατανίκητη ανάγκη για αυτή την δουλεία, τον τεμαχισμό, τους ακρωτηριασμούς, τα εγκαύματα, τις στερήσεις, τις προσβολές, τα βαριά αναισθητικά, τα ναρκωτικά, τις συνεχείς αναρρώσεις, τους κατ' επιλογήν τραυματισμούς, διάλεξα να μην προλαβαίνω να συνέρχομαι από το σφυρί του ωτορινολαρυγγολόγου, που θα μου σπάει την μύτη, να μπαίνει ο γναθοχειρουργός, να μου τροχίσει το σαγόνι, ο εμφυτευτής να μου προσθέσει μαλλιά, ο λιποαναρροφητής να μου αδειάσει το αποθηκευμένο κακό, ο γυμναστής να κόψει την ανάσα μου, με ασκήσεις αντοχής για ιρακινούς φυλακισμένους, ο διαιτολόγος να με ταΐσει σκατά, και τέλος, το αφεντικό, να μου δείξει την κρυφή πόρτα, πίσω από τους ουρητήρες στις ανδρικές τουαλέτες, εκεί όπου οι θήκες από τα δόντια μου θα βιδώσουν στο σιφόνι, και θα καταπίνω τα κάτουρα των ανυποψίαστων διευθυντών, πίδακες ζεστοί, από τρύπες, μέσα στο σκοτάδι, κατευθείαν στο λαρύγγι μου, κάτουρα ανάκατα με κάψα απολυμαντικού, άσπρο χάπι με μυρωδιά νεκροτομείου, λιώνει λίγο λίγο, κάθε φορά που τρέχει το νερό, να μαζέψει τα κάτουρα από το ποτάμι, το ποτάμι που κυλάει μπροστά από τον τοίχο, πέρα από μένα, το ποτάμι στα πόδια εκείνων που με ξεδιψάνε χωρίς να το ξέρουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46
Οι υπόλοιπες υποψήφιες των καλλιστείων την ζηλεύουν, ξέρουν από τώρα, από τις κραυγές που ξεχύνονται από το χειρουργείο, έχουν όλες δει τις παχιές, μοβ ουλές, άλλωστε η ίδια τις δείχνει περήφανη, δείχνει τις ουλές που υπενθυμίζουν σε όλους ότι έχει ανοιχτεί το σώμα της, έχει ραφτεί απ' την αρχή το δέρμα της, οι μυς, το λίπος.
Η μητέρα της αυτοκτόνησε, και όλες οι ιστορίες που λένε οι υπόλοιπες ωχριούν, κανείς δεν ενδιαφέρεται για άλλη υποψήφια, μοιάζει σαν ο καναλάρχης να έχει σχεδόν αποφασίσει, να στέψει εκείνη, ακόμα και αν δεν την έχει δει μπροστά του, την είδε στα εξώφυλλα των περιοδικών, στην τηλεόραση.
Κανένας δεν την έχει δει ακόμα από κοντά, την έχουν πλησιάσει μόνο όσοι έχουν άμεση σχέση με τα καλλιστεία, οι συνεντεύξεις που δίνει είναι όλες από τηλέφωνο, τις υπόλοιπες ώρες μπαινοβγαίνει συνέχεια στα χειρουργεία και τα νοσοκομεία.
Από την ημέρα που γύρισε απ' την κηδεία της μητέρας της, οι επεμβάσεις είναι γρήγορες, εκείνη αναρρώνει εύκολα από την μία, πριν αρχίσει αντιβιοτικά για την επόμενη. Η συνεχής στέρηση φαγητού, επειδή πρέπει να χειρουργείται πάντα με άδειο στομάχι, έχει ξεράνει τους βλεννογόνους στο στόμα και στην μύτη, έτσι η ανάσα της μυρίζει, άσχημα, σαν κάτι να έχει πεθάνει μέσα στο κεφάλι της.
Συνέχεια αδυνατίζει, λιώνει σαν κερί, το δέρμα της αποκτά διαφάνεια πορσελάνης, το κρανίο της, από κάτω, εκπέμπει θαμπό λευκό φως, είναι μια κούκλα ταυτόχρονα φτιαγμένη από κιμωλία και αιώνια, εύθραυστη αλλά επίμονη, εδώ πριν από σένα, εδώ μετά από σένα, εκτός και αν την σπάσεις, αν με τα κομμάτια της νεκρής κιμωλίας, σκονισμένα δάχτυλα, γράψεις στον τοίχο το όνομα σου, στον μαύρο τοίχο που εκείνη ποζάρει, άγαλμα που διασχίζει το σκοτάδι, βιαστικό.
Τα ήσυχα βράδια, τις όμορφες μέρες, όταν ξεκουράζεται και περιμένει να την ξαναφωνάξουν στο χειρουργείο, για την επόμενη επέμβαση, είναι μόνη της, στο κρεβάτι της, μπροστά στην τηλεόραση, έχει νοικιάσει διαμέρισμα, με τα λεφτά που της έδωσε ο καλός κυριούλης από το παπουτσάδικο, εκείνος που θέλει να την βλέπει όποτε έχει καιρό, θέλει να της πλένει τα πόδια, να της μιλάει στοργικά, καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού της, στο μισοσκόταδο του νοσοκομείου, στο άδειο της το σπίτι, το ασανσέρ απ' έξω φλυαρεί, ανεβοκατεβαίνει ασθματικά, μεταφέρει άγνωστους επισκέπτες στα γειτονικά διαμερίσματα, πιθανόν εραστές, πιθανόν συγγενείς,.
Ένα τέτοιο άδειο απόγευμα, είναι εκείνος εκεί, ο καλός κυριούλης από το παπουτσάδικο, της έχει πλύνει τα πόδια, έχει βάψει τα νύχια, τους γαλάζια, σαν χώμα, εκείνη ρουφάει χυμό μήλου από το σωληνάκι, κίτρινος σαν κάτουρο, εκείνος ξεκολλάει απότομα την γάζα που σκεπάζει τις ουλές στις μασχάλες της, κοιτάει την πληγή, μοβ, ακόμα υγρή, βυθίζει το δάχτυλο του μέσα στην μαλακή της σάρκα, το περνάει κάτω από το δέρμα της, ξύνει με το νύχι του τα νεύρα της, εκείνη συσπάται, είναι δεμένη, αναγκαστικά, ο πόνος σαν υγρό γυαλί χύνεται στα αυλάκια του μυαλού της, ανακατεύεται με τα παυσίπονα και τα ηρεμιστικά, πνίγεται σε λάσπη από φρίκη, πόνο, τρόμο και πανικό, δεν μπορεί πια να κλάψει άλλο, εκείνος αναστενάζει, σηκώνεται και ανοίγει λίγο την κουρτίνα, γλύφει το αίμα από το δάχτυλο του, και αρχίζει να διευθύνει, σαν μαέστρος, οι κουρτίνες ανοίγουν σαν αυλαία, απ' έξω έχει ήδη βραδιάσει, σφυρίζει μόνος του, μια σκιά στο μπλε παράθυρο, στο περβάζι μαζεύονται άσπρα περιστέρια, τραγουδάνε όλα μαζί, μια χορωδία εκστατική, ένα τραγούδι παιδικό, μια εθνική γιορτή, στο ρεφρέν εκείνη δεν αντέχει, βήχει, σπρέι από χυμό μήλου και αίμα σκορπίζεται στο δωμάτιο, το τελευταίο απογευματινό φως πιάνει τις σταγόνες και τις ακινητοποιεί στο σκοτάδι, αμέσως πριν σβήσουν σαν κεριά σε παιδικά γενέθλια, τα περιστέρια πετάνε μακριά, κάνουν θόρυβο, τρομαγμένα, εκείνος είναι ήδη στο ασανσέρ, φεύγει χωρίς να πει αντίο, πιθανόν εραστής, πιθανόν συγγενής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47
Η θέα με κοιτάει έξω από το παράθυρο, στην γωνία η τεράστια τηλεόραση δείχνει το κανάλι του μπαμπά, αθλητικά χωρίς φωνή, διαφημίσεις για τα καλλιστεία. Όταν ξημερώνει, το χρώμα του ουρανού αλλάζει, από ροδαλό σε γκρι, μετά ανάβουνε τα φώτα, στα παράθυρα, στις βιτρίνες, στα φανάρια των αυτοκινήτων και στις διασταυρώσεις, η γη πιο φωτεινή από τον ουρανό, μέχρι να βρέξει πράσινες σπίθες, που θα καψαλίζουν την θάλασσα, φυτεύοντας παντού στο δέρμα του πλανήτη τρίχες από καπνό, μια τεράστια γκρι γούνα που εξατμίζεται καλύπτει όλο τη γη, νησιά γλιστράνε ανάμεσα στις αναθυμιάσεις, χαμένες οάσεις, πόλεις, και πλυντήρια, ρούχα μπαινοβγαίνουν σε αυτά τα πλυντήρια, ρούχα τώρα βρόμικα, που θα γίνουν όμως πάλι καθαρά, θα απελευθερωθούν από λεκέδες, ιδρώτα, δάκρια, αίμα, σπέρμα, ούρα και σκατά, γρασίδι και σκόνη, αλκοόλ και σιρόπι, παγωτό και γράσο, λάδι και σκουριά, μέρα και νύχτα, λερώνεται, το ύφασμα, τσαλακωμένο, πρώτα νεκρό, ξερό, το σπρώχνεις, βαθιά, ρίχνεις άσπρη σκόνη, μετά είναι μυρωδάτο, υγρό, πλεξιγκλάς και λεβάντα, ξεκοιλιάζεις το πλυντήριο, τραβάς το υφασμάτινο εντόσθιο μέσα από την μεταλλική κοιλιά, απλώνεις, κόντρα στον ουρανό, το ρούχο γίνεται οθόνη, ο ήλιος προβάλλει πάνω του εικόνες από στιγμές που το είχες φορέσει, άτυχες στιγμές, για να σε κοροϊδέψει, το ρούχο στεγνώνει, οι εικόνες εξατμίζονται, σαν την γούνα, βλέπεις ότι το ρούχο είναι αλλού φθαρμένο, αλλού γυαλιστερό σαν καινούριο, αλλού γυαλιστερό από την φθορά, αποφασίζεις να το τιμωρήσεις.
Παίρνεις μια σύριγγα, την γεμίζεις με θυμό, αρχίζεις να περιπλανιέσαι στον λαβύρινθο που σχηματίζουν τα απλωμένα ρούχα, από κάτω ατελείωτο γρασίδι, από πάνω ψεύτικος ουρανός από computer, στα πόδια σου αναθυμιάσεις από την γούνα που εξατμίζεται καθώς βρέχουν πάνω της πράσινες σπίθες, είναι οι εικόνες που στάζουν από τα ρούχα, οι εικόνες από την ζωή σου.
Δεν σε απασχολεί τίποτε, τρέχεις ανάμεσα στα σεντόνια, στα πουκάμισα, στα παντελόνια, στα κυριακάτικα, στα εσώρουχα, πάνω τους διαβάζεις σελίδα σελίδα το ημερολόγιο της ζωής σου, θες να το διορθώσεις όλο, λέξη λέξη, με την σύριγγα, κάνεις ένεση στο κάθε ρούχο, εκεί που πιστεύεις ότι την χρειάζεται περισσότερο, να αισθανθεί καλύτερα, τουλάχιστον να σταματήσει να θυμίζει, οθόνη, θέατρο σκιών, να θυμίζει εκείνα που προτιμάς να ξεχάσεις, το παρελθόν τριμμένο ύφασμα, μια βαρετή Κυριακή απόγευμα, με χαλασμένο κινητό, κομμένο ρεύμα, καθόλου λεφτά, τα ρούχα έξω στην βροχή, δεν θα στεγνώσουνε ποτέ.
Αποφασίζω να φάω κάτι, κάτι υγρό και κρύο, παγωτό, λίγο γιαούρτι ίσως, φοβάμαι μην χτυπήσω τα δόντια μου στο μεταλλικό κουτάλι, το μετανιώνω, καλύτερα ένα μπισκότο, μήπως αυτό με αφυδατώσει, ένα φρούτο, τα σιχαίνομαι, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να αλλάξω τώρα, τώρα που έμαθα ότι είμαι οροθετικός, με ένα τηλεφώνημα στο κινητό, από μια νοσοκόμα που αρνιόνταν να μου δώσει τα αποτελέσματα από το τηλέφωνο, αλλά εγώ κατάλαβα, ούτως ή άλλως τα άκουσα δια ζώσης, από την καλοσυνάτη γιατρό, μια εξηντάρα, αργότερα, την ώρα που θα περνούσα να πάρω εκείνη από το χειρουργείο, έμαθα ότι πεθαίνω από AIDS από ένα τηλεφώνημα που παρά λίγο να μην απαντήσω, άγνωστη κλήση από την κλινική που έκανα εξετάσεις αίματος πριν από μια εβδομάδα, ανήσυχος, θορυβημένος από κάποιες ασήμαντες ενοχλήσεις.
Το να δουλέψω υπό αυτές τις συνθήκες μου είναι από παρήγορο έως αφόρητο, δηλαδή αυτό που ήταν πάντα για μένα η δουλειά, ένα μίγμα ερασιτεχνισμού και ξενοιασιάς, αυτό που θα έπρεπε να είναι ο ιδανικός μου εραστής, ο εραστής που δεν είχα, έχοντας αφιερώσει την καριέρα μου σαν πούστης στο να εξυπηρετώ την όποια πούτσα είχε την ανάγκη μου.
Μάλλον έχω άρνηση αλλά δεν με έχει πάρει από κάτω, αισθάνομαι δυνατότερη την απόλαυση για τις ομορφιές της ζωής, έχει αυξηθεί το πάθος μου για όλα, ακόμα και η κίνηση στον δρόμο έχει γίνει μια ευκαιρία για γαλήνη, τα καλλιστεία ένα θόρυβος στο πίσω μέρος του μυαλού μου, διασκεδαστικός, αδιάφορος, εκείνη όπου να' ναι θα έχει ξεπρηστεί από τις πλαστικές, την έστησα στο χειρουργείο, αλλά είμαι σίγουρος ότι η Λέλα θα έχει λύσει το πρόβλημα στέλνοντας τον ταξιτζή, τον γνώριμο, σιωπηλό ταξιτζή, εκείνον που την πήγε στην κηδεία της μητέρας της, εκείνον που με πήγε στο γραφείο την ημέρα που έγινε η τρομοκρατική επίθεση, που κοιμόμουν ο μαλάκας στον καναπέ, εκείνον τον ταξιτζή που οδηγούσε το αμάξι όταν χτύπησε το κινητό μου για να μάθω σε μια στιγμή τι σημαίνει ιικό φορτίο και τι λεμφοκύτταρο, ο ιός τρέχει εδώ και δύο χρόνια μέσα στο αίμα μου, φθείρει τα κύτταρα μου, μιμείται το DNA μου, φτιάχνει μια βιολογική γελοιογραφία μου, άτυχη, για να με κοροϊδέψει, το αμυντικό μου σύστημα αυτοκαταστρέφεται, τώρα έχει πια συγκεκριμένο λόγο, μια ένεση θα με έσωζε, μια ένεση σε ένα πουκάμισο, στο μανίκι, στην μέση, στον ήλιο, κανείς δεν θα δει την μικροσκοπική τρύπα, το πλάνο θα είναι μακρινό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48
Την βλέπω να ανεβαίνει στο τραπέζι, το διάφανο μεταξωτό της φόρεμα, κόκκινα λουλούδια, εξαφανίζεται, τα φώτα του μαγαζιού περνάνε μέσα από τις πτυχώσεις του, ήλιος απογευματινός την περιβάλλει, αχτίδα που γλιστράει κάτω από λεωφορείο, καταλήγει στα παπούτσια σου, φωτεινός λεκές, που σε προκαλεί, να προχωρήσεις απέναντι, ενώ εγώ, στο πεζοδρόμιο, ακόμα κοιτάω το φανάρι.
Τα λουλούδια πέφτουνε βροχή, αυτοκτονούν στα πόδια της, εκείνα τα λεπτά πόδια που προχτές μόλις βγήκαν από το μαγαζί μου, παραμέρισαν την βροχή απ' έξω, κουρτίνα από άσπρες, υγρές χάντρες, διέσχισαν την γούνα που εξατμίζεται, και μπήκαν μέσα στο ταξί, δεκαεπτάχρονα πόδια που πάνε στην κηδεία της μάνας της, που αυτοκτόνησε.
Έχει αλλάξει πολύ από τότε που πρωτοήρθε στο μαγαζί μου να διαλέξει τα παπούτσια της για τα καλλιστεία, η Λέλα μου είπε ότι την πήγανε σε ινστιτούτα καλλονής, και φαίνεται. Είναι πιο νέα, πιο αδύνατη, πιο όμορφη από ποτέ, τα μάτια της αλλάζουν χρώμα κάθε λίγο και λιγάκι, η λεπτή της μέση δονείται, κορμός δέντρου που το τσεκουρώνουν αποφασιστικά, εκείνο τρέμει πριν πέσει με υπόκωφο γδούπο πάνω στα πούσια, πριν ξεκινήσει για να γίνει παιδικά έπιπλα, με αυτοκόλλητα επάνω, ξεθωριασμένα, οι άκρες ξεκολλημένες από μαλακά νύχια, νύχτες, οι γονείς είναι μέσα και βλέπουν τηλεόραση, αμίλητοι.
Νομίζω ότι, εννοώ θα ήθελα, μήπως, κάποια στιγμή, ίσως, να την παντρευτώ, όχι να ζούμε μαζί και τέτοια, αλλά να είναι μόνο δικιά μου, εγώ φυσικά έχω εκατό άλλα μπλεξίματα, μου αρέσουν οι γυναίκες, τι να κάνω, ένα μικρό κορίτσι σαν κι αυτό, θα πικραθεί, ας πούμε, αν μάθει, ότι η ταμίας στο μαγαζί ήταν πρώην γκόμενα μου.
Εγώ βέβαια δεν ψάχνω για κανένα τσόλι, ούτως ή άλλως θα πηδάω όποια μου κάτσει, αλλά θέλω κάποια να αγαπήσω, κάποια νέα και ωραία, σαν εκείνη, τώρα παραμερίζει με το πόδι πιάτα, σταχτοδοχεία, λουλούδια, χορεύει, παραμερίζει εμένα, και τους άλλους, όλοι βαράμε παλαμάκια, εκείνη ανεβαίνει, στην μέση της αίθουσας, αιωρείται στον αέρα, συνεχίζει να χορεύει ένα τσιφτετέλι, σφιχτό, σαν κοχλίας, περιστρέφεται γύρω από το αχόρταγο της κέντρο.
Ο κόσμος, ένας ένας και μετά ολόκληρα μπουλούκια, σηκώνονται μαζί της, πετάνε όλοι στο μαγαζί, οι καύτρες από τα τσιγάρα πυγολαμπίδες στα μπουζούκια, την κοιτάνε να χορεύει, εκείνη χαμογελάει, με τα μάτια κλειστά, αλλάζουν χρώμα μυστικά, εκείνη τρέχει μέσα στο πλήθος, τραβώντας τους τα ρούχα, εκείνοι τα βγάζουν χωρίς αντίρρηση, της τα δίνουν, εκείνη τα πλένει μαγικά, σε μια στιγμή μοσχοβολάνε, πηδάει από τραπέζι σε τραπέζι, από ταράτσα σε ταράτσα, απλώνει σε όλο το μαγαζί την μπουγάδα των αγνώστων, μετά, στρίβει ένα τσιγάρο, κάθεται να το πιει μαζί τους, όλοι γυμνοί πια, παρακολουθούν την ταινία που προβάλλεται πάνω στα ρούχα που μόλις βγάλανε.
Οι αναμνήσεις αναβοσβήνουν το σκοτάδι, μια εξωλέμβιος διασχίζει ένα φόρεμα, ένα φιλί στο αεροδρόμιο κρύβεται στις πιέτες ενός παντελονιού, εικόνες άλλοτε θαμπές, άλλοτε έντονες, άλλοτε από εφημερίδα, άλλοτε εκτυφλωτικές, με τα χρώματα της τελευταίας ψηφιακής μηχανής ή κινητού, όλοι είναι ευτυχισμένοι, οι μηχανές έχουν αναλάβει την διάσωση του τότε, χωρίς εδώ, χωρίς τώρα, χωρίς αύριο.
Ξαφνικά, μέσα στο πλήθος ακούγεται ένας καυγάς, μετά δύο. Κάποιος κρυφοκοίταξε την οθόνη κάποιου άλλου, και έτσι ανακάλυψε ότι είναι θύμα συναισθηματικής απάτης, εν αγνοία του, απάτη που παρακολούθησε να προβάλλεται πάνω στο φανελάκι του διπλανού.
Πολύ γρήγορα, ο καυγάς εξαπλώνεται σαν φωτιά, όλοι αρχίζουν να κοιτάζουν εξεταστικά, καχύποπτα, τις οθόνες γύρω τους, πολλοί ανακαλύπτουν ότι εκείνο που θυμούνται δεν είναι εκείνο που αληθεύει, και από θεατές, τα μπουζούκια γεμίζουν θύματα, γυμνούς ανθρώπους που αλυχτάνε, κρατάνε το κεφάλι στα χέρια τους, τρέχουνε μέσα σε έναν λαβύρινθο από φρεσκοπλυμένα ρούχα, οι εικόνες που προβάλλονται σε αυτά συνεχίζουν να τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι, σαν να έχασε κάποιος το τηλεκοντρόλ, το κανάλι να μην έχει σήμα, να μην μπορεί να αλλάξει το κανάλι, την συχνότητα καβαλάνε, σαν έντρομο άλογο, πολλές εκπομπές ταυτόχρονα, σειρά από εικόνες πέφτουν η μία πάνω στην άλλη, σπρώχνονται να ειδωθούν, μάταια, πεθαίνουν από ασφυξία, στριμωγμένες στην οθόνη, πίσω από το γυαλί, από την άλλη μεριά του αδιεξόδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Το φόρεμα είναι τυλιγμένο πάνω μου, σφιχτά, ότι περισσεύει καλά διπλωμένο σε μια υφασμάτινη ραχοκοκαλιά, καρφωμένη στην θέσης της, από πίσω μου, με καρφίτσες, δεν με τρυπάνε αν δεν κουνιέμαι, είμαι ήδη ένα τρίωρο εδώ μέσα και ακόμα να τελειώσει η μοδίστρα.
Που και που μπαίνει ο σχεδιαστής, μια γελοία αδερφή μεσόκοπη, με σπασμένες αρθρώσεις, τόσο στους καρπούς όσο και στις λέξεις, ένα τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί, κρύα αστεία για τεκνά και κουτσομπολιά για επώνυμους, ένας βασιλιάς της ασημαντότητας, τα ρούχα απαίσια, φτηνά τσαντίρια από γυαλιστερούς ταφτάδες, με τριαντάφυλλα, υπερφυσικά σαν λάχανα να κρέμονται απ' όπου έπρεπε να βάλει ένα φερμουάρ, μια κόπιτσα, προκειμένου να τσιτώσει ο ασφυκτικός κορσές από τον οποίο ξεχύνονται ατελείωτα μέτρα τούλι, κρύβουν την ανυπαρξία ταλέντου, κρύβουν τα δεκαεπτάχρονα πόδια μου.
Τον λυπάμαι τον κακομοίρη, ιδρώνει, χοντρός, βαμμένο μαλλί, κάτω από φτηνό air condition, σε ένα τριάρι στο Κολωνάκι, ζει μια φαντασίωση, δήθεν είναι μεγάλος καλλιτέχνης, ένας μετρ της κομψότητας. Έχει κάνει αρκετά λεφτά φυσικά, σχεδιάζει διάφορες αηδίες για επαρχιώτικες βιοτεχνίες, κανείς δεν ενδιαφέρεται, είναι και τσιγκούνης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξαργυρώσει την επιτυχία του.
Νομίζει ότι είμαι μια χωριατοπούλα, που να φανταστεί ότι τα ξέρω όλα, ότι έχω διαβάσει ατελείωτες σελίδες για εκείνον, για την μόδα, για την τέχνη.
Τώρα είναι στα πόδια μου, σαρκώδες στόμα γεμάτο καρφίτσες, προς στιγμήν μου έρχεται να τον χαστουκίσω, καρφίτσες να καρφωθούν στην γλώσσα του, να μην μπορεί να πιει ούτε νερό, μην σκουριάσουν, καρφιτσώνει το φόρεμα διστακτικά.
Εκνευρίζομαι, η αναποτελεσματικότητα του με εξαντλεί, αρπάζω το τελείωμα από το φόρεμα, τραβάω όσο πιο δυνατά μπορώ, εκείνο σκίζεται, μπλέκεται, ένα κουβάρι από τούλι και γαλάζιο ταφτά γεμίζει το δωμάτιο, εκείνος έχει μείνει άναυδος, δεν τολμάει να μιλήσει, η μοδίστρα σταυροκοπιέται, εγώ, γυμνή, τρέχω, γελώντας, με κλειστά μάτια, τρέχω γύρω από το υφασμάτινο κουβάρι, σηκώνω αέρα, μελτέμι, το ύφασμα αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, μεταμορφώνεται σε καλοκαιρινό ουρανό, ασύμμετρη και φωτεινή Τετάρτη Ιουλίου, πηδάω στο κέντρο της, φοράω το καλοκαίρι, ξανθά μαλλιά, φυσάει αέρας, μαζεύονται, σε μπούκλες πίσω από τα αυτιά μου, ένα στεφάνι χαμομήλι, το τραπέζι γίνεται άλογο, άσπρο, χαμογελαστό, το καβαλάω, βγαίνω, ξυπόλητη, τυλιγμένη με το πιο όμορφο φόρεμα του κόσμου, στον δρόμο, καλημέρα.
Καλπάζω, πάνω από βουνά και λίμνες, πάνω από φωτογραφίες, μέσα από εξώφυλλα, είμαι εκείνη, η μέρα που έφτανε ένα αεράκι για να σε κάνει ευτυχισμένο, είμαι η κουρτίνα που τρεμοπαίζει στην σιωπή, το σώμα σου είναι καυτό ακόμα, πυρωμένο από την παραλία, τα ρούχα σου μυρίζουν θάλασσα, στο πάτωμα, αρχαίο αλάτι σκεβρώνει το παρκέ, τα πέταξες εκεί χωρίς να κάνεις μπάνιο, ξάπλωσες γυμνός να με φιλήσεις, το στόμα σου ξερό από τα τσιγάρα, υγρό από εμένα.
Τα παπούτσια που μου χάρισες είναι τέλεια, κρέμονται σαν κρυστάλλινοι αναβατήρες από τα παΐδια του αλόγου, μόνο το δικό μου πόδι χωράει σε αυτά, κανείς άλλος δεν μπορεί να καβαλήσει το άσπρο μου άλογο, το έχω αφήσει δεμένο να βοσκήσει, εγώ κοιμάμαι, κάτω από την σκιά, που κάνει το δέντρο, στην μέση του αγρού, που λάμπει πίσω από την κουρτίνα, έξω από το δωμάτιο, το καλοκαιρινό αυτό απόγευμα, που εσύ κοιμάσαι, το στόμα σου στεγνό, τα ρούχα σου βρεγμένα, η θάλασσα στο πάτωμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50
Ονειρεύομαι τα ιδανικά καλλιστεία σαν ένα απελπιστικό reality game, ένα βάναυσο παιχνίδι που θα προβάλλεται από το κανάλι μου, θα αναμεταδίδεται από όλα τα υπόλοιπα, ονειρεύομαι εκείνη την επιτυχία που θα μου εξασφαλίσει την θέση που μου αξίζει στην τηλεοπτική ιστορία, εκείνη του καναλάρχη που έδωσε στον κόσμο αυτό που θέλει, τον θάνατο των ηλιθίων, τον διαμελισμό όσων ζούνε μπροστά στις κάμερες, τον εκμηδενισμό όσων χάνουν οικειοθελώς κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, εκούσιοι πίθηκοι σε ζωολογικό κήπο, σαρκοβόρα φυτά που τραβάνε μαλακία ερεθισμένοι από τα ξανθά μαλλιά των παιδιών που τους πετάνε φιστίκια.
Σε αυτό το παιχνίδι, σε αυτή την εκπομπή, σε αυτά τα νέα, σκοτεινά καλλιστεία καμία υποψήφια δεν θα βγαίνει ζωντανή, ενώ η προσωπικότητα της, τα λεγόμενα της, η συμπεριφορά της, ό,τι πει ή δεν πει, ότι εκφράσει ή αποκρύψει από τις κάμερες, και πιο ειδικά, η εμφάνιση της, όλα θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της, η ίδια η ψυχή της θα είναι όχι μόνο καταδίκη, αλλά και διαδικασία προς την τιμωρία, η ζωή της εισαγγελική έρευνα, συνεχής συλλογή αποδείξεων ενοχής, τα λάθη της αστραφτερό χιόνι που κρύβει το πρόσωπο της, τηλεοπτικό χιόνι, σκεπάζει πυκνό τις τελευταίες εικόνες της σφαγής της, οι σπόνσορες εξίστανται εναντίον της βίας λίγο πριν εκείνη ρευτεί την τελευταία της ανάσα, χαρακωμένη ζωντανά, η σάρκα της ανοιχτή στον αέρα, όσο χρειάζεται ζωντανή, βασανισμένη μέχρι θανάτου, με όποιο τρόπο προτείνουν οι τηλεθεατές, μέσω αιμοσταγών πλην κερδοφόρων sms, γράψε τώρα, άφησε κενό, συμπλήρωσε το βασανιστήριο που προτείνεις, στείλε το στον αριθμό της υποψήφιας που επιλέγεις να πονέσεις.
Πιέζω λίγο την πάρα φύσιν έδρα, αισθάνομαι ότι ακόμα δεν έχει γεμίσει με σκατά, εκείνη είναι στα γόνατα της, πάνω σε ένα μαξιλάρι, μου γλύφει τα αρχίδια, προσπαθώ να σηκώσω την πούτσα μου, αλλά η καρδιά μου δεν αντέχει πια, τα πόδια μου χαϊδεύουν τις σκληρές, πλαστικές, άψογα επανατοποθετημένες ρόγες της, σκύβω λίγο, βήχοντας χώνω το χέρι μου ανάμεσα από τα πόδια της, γεμάτα κοκκινίλες από τις συνεχείς αποτριχώσεις.
Χουφτώνω το μουνί της, οι άσπρες τρίχες από τα δάχτυλα μου μπερδεύονται με τις ελάχιστες που έχουν απομείνει γύρω από τις ουλές που άφησαν τα μουνόχειλα της όταν αφαιρέθηκαν με σκουριασμένο ξυράφι, ξανθιές κι αυτές πια, όπως και του κεφαλιού της.
Χώνω ένα δάχτυλο μέσα της, νιώθω την καυτή σπηλιά να ανοίγει λίγο, νιώθω έναν αναστεναγμό της πάνω στην ουρήθρα μου, μάλλον πονάει, ίσως το δάχτυλο μου σπρώχνει τον αέρα μέσα από τα σωθικά της, και εκείνη τον εκπνέει από το στόμα, ανάμεσα στα σκέλια μου, τα πόδια μου μοιάζουν με πέτσινα σακούλια γεμάτα με γιαούρτι, το πουκάμισο μου είναι ανοιχτό πάνω στην γκρίζα μου κοιλιά, απ' έξω βρέχει, κομμένα νύχια από μανικιούρ έχουν παγιδευτεί μέσα στην μοκέτα, της λέω να σηκωθεί, να πάει στην εκκλησία, να ανάψει ένα κερί για την μητέρα της, μετά την χαστουκίζω, και τότε, αποφασίζω ότι το reality αυτό που ονειρεύομαι, θα γίνει πραγματικότητα, ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνω.
Η καρδιά μου σφίγγεται, χάνω την ισορροπία μου, πέφτω, το κούτελο μου χτυπάει πάνω στο βαρύ, γυάλινο τραπέζι, το τζάμι ραγίζει, μια κοφτερή λεπίδα τρυπάει τον κρόταφο μου, διασχίζει το μυαλό μου, κόβει ότι βρει μπροστά του, βγαίνει κάτω από το μάτι, ένα τζάμι μου έχει κόψει το κεφάλι στην μέση, είμαι ήδη νεκρός, ζωγραφίζω το δωμάτιο με πίδακες από αχνιστό αίμα, η βρόμα από τις φλέβες μου ποτίζει όλο τον διάδρομο, εκείνη μου δίνει σπρωξιές, σαν να είμαι σβούρα, ένα σιντριβάνι κόκκινο, εγώ επιταχύνω την περιστροφή μου, σε λίγο δεν μπορείς καν να ξεχωρίσεις τίποτε άλλο εκτός από έναν μικρό τυφώνα που ματώνει, πάνω στην μοκέτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51
Δεν με νοιάζει τόσο που με χρησιμοποιεί για τα βίτσια του, με καυλώνει και μένα να είμαι η τουαλέτα του. Στα 24 μου δεν μπορώ να ελπίζω σε τίποτε περισσότερο, άλλωστε έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να γίνω η παρουσιάστρια της πρωινής του ζώνης.
Δεν είναι και άσχημα, δύο ώρες την ημέρα, να τηγανίζεις στην τηλεόραση, μετά από πολύ ξύλο, με πορτοκάλια τυλιγμένα μέσα σε πετσέτες, για να μην κάνουν σημάδια στην κοιλιά, στην πλάτη, στα πλευρά.
Τα δόντια μου παγιδεύουν κομμάτια από σκατά του, ακόμα και αν καταπίνω τις κουράδες γρήγορα, άλλοτε από την παρά φύση έδρα του, άλλοτε από όσα κατάφερε να φτιάξει ο γέρικος πρωκτός του, άλλοτε γονατισμένη μπροστά του, ο καυτός ήλιος να πυρακτώνει την αγκράφα του μπικίνι μου, να προκαλεί έγκαυμα πάνω στην πλάτη μου, γυμνασμένη, με το στόμα πάντα άψογα βαμμένο, ακόμα και στις δέκα το πρωί, η γλώσσα μου ζωγραφισμένη με τατουάζ, το σύμβολο του αντρικού ουρητηρίου φαίνεται ξεκάθαρα αν την βγάλω, όταν γελάω στην τηλεόραση πάντα βάζω το χέρι μου μπροστά.
Πριν ακόμα με δεχτεί ο καναλάρχης για δούλα του, πλήρωσε να μου κόψουν την κλειτορίδα, ροδαλή και σαρκωμένη, μικρό σάρκινο σύκο, σχισμή ελάχιστα χνουδάτη, κλειτορίδα σκύλας, μου την έκοψαν σε ένα νοσοκομείο για πλούσιες αραβίδες, στο Λονδίνο, ισλαμική παράδοση στην βροχή.
Δεν ήξερα τι έκανα, οι γιατροί όμως φρόντισαν να μην μείνει η παραμικρή ουλή, ένα γλιστερό ίσιωμα εκεί όπου έπρεπε να ξεπροβάλλει το όρος της Αφροδίτης, ο κόλπος χάσκει, μια τρύπα σαν πληγή, ανοιχτή κάτω από το τίποτε, τα μουνόχειλα ξυρισμένα από την ρίζα τους, είμαι μια γυναίκα που άλλαξε φύλο χωρίς να έχει υπάρξει άντρας, εξωτερικά, εκ γενετής και σύμφωνα με το μητρώο τέλεια θηλυκή, εσωτερικά απόλυτα ανύπαρκτη, ευνουχισμένη σαν παλλακίδα σε χαρέμι αποπνικτικής ανατολής, ο οργασμός βασανιστική ανάμνηση, πόνος η μόνη μου εκτόνωση, είμαι μυστικιστικά εξαρτημένη από την εκμηδένιση μου, είμαι σκόνη που απλώνεται στον αέρα, αόρατη αλλά όχι αδιάφορη, πάντα υπάκουη, εξουθενωτικά υπεραποδοτική, υπομένω, με κέφι, την επόμενη ηλεκτροπληξία, ξαφνικό οξύ, λιωμένο μολύβι, πιρούνια κάτω από τα νύχια, ψεύτικα νύχια που αντικαθιστούν εκείνα που σπάσανε από τα πιρούνια, γάζες στις πατούσες, πληγωμένες από τσιγάρα, τα σβήνει εκείνος επάνω μου, κάνει zapping με το άλλο χέρι, κοιτάει εκείνη, που η μάνα της αυτοκτόνησε, βγήκε μόλις από τα χειρουργεία, την πετσόκοψε με αναισθητικά, όχι σαν κι εμένα, που τόσο με έχει βαρεθεί, απλά ξυρίζει τα φρύδια μου, για να γελάει, μετά κοιμάται εκείνος, η ρίχνει χάπια στο ποτό μου για να με παίρνει ο ύπνος, και όταν ξυπνάω, πνίγομαι, ένα παιδικό χέρι χωμένο στο λαρύγγι, κομμένο από τον αγκώνα, ένα παιδικό κεφάλι χωμένο στον κώλο μου, μόνο το στόμα προεξέχει από την σκισμένη μου κωλότρυπα, ο γερασμένος πούτσος πηγαινοέρχεται βαριεστημένα στο κομμένο παιδικό λαρύγγι, μου λέει να σφίγγομαι, να στενεύει το κανάλι, να σφίγγει το λαρύγγι, να καυλώνει καλύτερα, χέζομαι από την ασφυξία, φεύγουν σκατά, περνάνε από το άντερο μου, μέσα από τον λαιμό του αποκεφαλισμένου παιδιού, σκατά λούζουνε την ματωμένη πούτσα, τα σάλια του γέρου τρέχουν, βρέχει πάνω από την πλάτη μου, είμαι στα γόνατα, εκείνος από πίσω μου, τα σάλια του μουσκεύουν την σχισμή του κώλου μου, κυλάνε, πηχτά, πάνω από τα παιδικά χείλια, γλιστράνε, ανάμεσα στα πόδια μου, μουσκεύουνε το εσωτερικό των μπουτιών μου, σχηματίζουνε διαφανή καλώδια, που ενώνουν σαν υγρά σύρματα το ένα μπούτι με το άλλο, πάνω σε αυτά τα σύρματα κάθονται σπουργίτια, σπουργίτια που κρυφακούν συζητήσεις από τηλεφωνήματα, φλυαρίες που κυλάνε μέσα στα υγρά καλώδια, μάνες που ρωτάνε πως πάει το παιδί τους στις σπουδές, φαντάροι που υπόσχονται αγάπη, λάθος τηλεφωνήματα, σε αριθμούς που δεν υπάρχουν ή σημειώθηκαν λάθος, η απλά, δεν απαντάνε πια, σπουργίτια που όλα αυτά τα κεηλαδάνε, καθισμένα στα καλώδια από σάλιο που απλώνονται ανάμεσα από τα μπούτια μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52
Πρώτα φροντίζω το πρόσωπο της να είναι απόλυτα καθαρό, απαλλαγμένο από ακαθαρσίες και λίπη. Αφού η επιδερμίδα είναι φρέσκια, σαν μωρού, τότε ο καμβάς είναι έτοιμος για να ζωγραφίσω επάνω του. Αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό, καθώς πιστεύω ότι το μυστικό ενός καλού μακιγιάζ είναι ένα καθαρό πρόσωπο.
Δεν είναι απαραίτητο να είναι όμορφη κάποια γυναίκα, αρκεί να έχει συμμετρικά χαρακτηριστικά και να είναι αδύνατη, αλλά αυτά δεν είναι δική μου δουλειά, είναι του πλαστικού και του διατροφολόγου.
Εγώ είμαι ο μακιγιέρ, των καλλιστείων, αποκλειστικά, με διάλεξε ο συνεργάτης της Λέλας, με ξέρει όλη η Ελλάδα, δίνω συχνά συμβουλές ομορφιάς στην πρωινή εκπομπή του καναλάρχη μας.
Πριν από κάθε φωτογράφηση, ανοίγω το κλουβί της, μέσα σε μεταλλικό κλουβί μεγάλου σκυλιού την φέρνουνε. Δεν μπορεί να γυρίσει να με δει, είναι στα γόνατα, με την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο του κλουβιού, δεμένη από μια κοντή αλυσίδα, που ενώνει τον τοίχο με τον κρίκο που κρέμεται ανάμεσα από τα πόδια της, το μεταλλικό δαχτυλίδι την έχει ερεθίσει, διαπερνάει ένα σάρκινο μηδέν, μια στρογγυλή ουλή, τυφλή οπή, ο κρίκος κρέμεται από το σκαμμένο της μουνί, από εκεί που έπρεπε να βρίσκεται η κλειτορίδα της, φρέσκια κομμένη, σαν σύκο έπεσε στα σκουπίδια του χειρουργείου, πάντα παρακολουθώ τους ακρωτηριασμούς, συγκινούμαι.
Τα μάτια της, σήμερα καφέ, γεμάτα τσίμπλες, δεν έχουν συνηθίσει το ξαφνικό φως που μπαίνει από τον διάδρομο της κλινικής, πρέπει να την έχουνε κανα δεκαήμερο στην απομόνωση.
Με στόμα κλειστό, μια λαστιχένια μπίλια σφηνωμένη μέσα, δένει με λουρί και αγκράφα στην βάση του σβέρκου, είναι αναγκασμένη να εισπνέει μόνο από τα ρουθούνια, έχουν ερεθιστεί πολύ.
Το πάτωμα του μεταλλικού κλουβιού είναι λερωμένο από τα κάτουρα και τα σκατά της, απλωμένα με φαρδιές γλωσσιές πάνω στην σκουριασμένη επιφάνεια, αποτυχημένη προσπάθεια να φάει τις ακαθαρσίες, μην τυχόν και εκνευριστεί το αφεντικό που την παρακολουθεί συνέχεια από τις κάμερες.
Είναι πολύ αδύνατη, και αν δεν έχει χάσει ήδη το μυαλό της, θα το χάσει σε λίγο. Εγώ είμαι εδώ για να την βάψω, μετά θα έρθει κάποιος να την χτενίσει, και αφού της δώσουνε τα χάπια της, θα την πάνε στο στούντιο, εκεί που θα φωτογραφηθεί, όμορφη, είδωλο.
Τραβάω το λουρί, εκείνη σαστίζει, αισθάνεται τον κρίκο να τραβάει την σάρκα της, ξέρει ότι μια μέρα πόνου αρχίζει και πάλι, τα χέρια της είναι δεμένα πίσω από την πλάτη της, παρατηρώ ότι τα καινούρια νύχια της μόλις άρχισαν να φυτρώνουν, ελπίζω να έχουν μανικιουρίστα να της φυτέψει μεταξωτά, αλλιώς ο στυλίστας πρέπει να έχει γάντια, δεν μπορεί να βγει φωτογραφίες με βγαλμένα νύχια, θα κάνει τουλάχιστον μισή ώρα να τα ρετουσάρει ο νάνος στο Photoshop, και τότε, θα καθυστερήσουν οι φωτογραφίες να μοιραστούν στα περιοδικά, δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χρονοβόρα ομορφιά.
Ανοίγω τον κρίκο που στερεώνει στον τοίχο το ξεριζωμένο της μουνί, εκείνη σωριάζεται στο πάτωμα, ο εμετός της διαγράφει την πορεία που ακολουθεί το στόμα της, μια καμπύλη στον αέρα καθώς εκείνη πέφτει, αναίσθητη, τα μάτια της ανοιχτά.
Την σηκώνω από τις μασχάλες και την σέρνω μέχρι το ντους, η πλάτη της γδέρνεται στα πλακάκια, κομμάτια από δέρμα αφήνουν πίσω της ίχνη, ο κοντορεβιθούλης στην κόλαση.
Την ακούω να με παρακαλάει, να την λυπηθώ, να την αφήσω να φύγει, ελεύθερη, ή να την σκοτώσω, κλαίει, με λυγμούς ξερούς, που ανεβοκατεβαίνουν στον λαιμό της σαν πολτοποιημένο καρύδι, πικροί, λιπαροί, αηδία πλημμυρίζει όλο το κορμί της, στο κεφάλι μου δυναμώνει η μουσική, ένα κυκλωτικό, ηλεκτρονικό κομμάτι κορυφώνει την επαναληπτική ανία του, ήχοι από υποβρύχιο σε κίνδυνο αντιλαλούν στο δωμάτιο, η μάνικα νερού στέλνει τον πίδακα ορμητικό πάνω της, μερικά κόκαλα σπάνε από την δύναμη του νερού, εκείνη είναι πεσμένη στο πάτωμα, εκεί που την ακούμπησα, ρεύεται ανάκατα εμετό και αίμα, ο πόνος έχει πυρακτώσει την ψυχή της, δεν μπορεί άλλο να σκεφτεί τίποτε, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να κλαίει, χωρίς δάκρια, με τα μάτια ανοιχτά, ακίνητη, καθαρή, περιμένοντας τον θάνατο σαν σωτήρα, όχι για πρώτη φορά, αλλά δυστυχώς, ούτε για τελευταία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 53
Άφησα τον Αλβανό, που με κοιτούσε επίμονα από το απέναντι κωλάδικο, να με πηδήξει, αμέσως μόλις ξημέρωσε η νύχτα που πέρασα γαμώντας την τριαντάρα αδερφή, που είχα ψωνίσει από το chat, για λεφτά, για φούντα, λίγο πριν μάθουμε ότι η μάνα της κρεμάστηκε, από την μάνα μου, στο κινητό μου, λίγο πριν εκείνη με στείλει να βγάλω τα μάτια της άλλης αδερφής, της καλοβαλμένης, εγώ όρθιος, μου πήρε τσιμπούκι, στην βρόμικη τουαλέτα, για λεφτά, το πορτοφόλι, το έκλεψα, για την πορσελάνινη θήκη, για το δόντι της, έσπασε από την σπανακόπιτα, μάτια που κρέμονται από το οπτικό τους νεύρο, στο τσοντάδικο, στις κατακόμβες, φαντάσματα, παρτούζες μυστικές, στο σκοτάδι, το φως καταπίνει εραστές, το μόνο που απομένει είναι ίχνη αθλητικής σόλας, γεωμετρικά κατανεμημένη λάσπη στο πάτωμα, σαν αγρός που βλέπεις από το αεροπλάνο, καλλιέργεια φυτεμένη με πόθο, ανθίζει μόνο τσαλακωμένες καπότες, το χύσι μέσα τους θλιβερό.
Αυτό πού ήθελα από εκείνον ήταν να με γαμήσει, χωρίς να με ρωτήσει αν θέλω, εγώ μόνο να στηθώ καλά, την τρύπα μου να φυσάει ο κρύος και υγρός αέρας που μπαίνει από το σπασμένο τζάμι, να χαϊδεύει καυλωμένος ο χειμώνας τα κωλόχειλα μου, πρόστυχα εκτεθειμένα, από κάτω οι περαστικοί βιάζονται, να με χρησιμοποιήσει ξεκούραστα, να τον βολέψω, όπως οι γκόμενες στις τσόντες, περισσότερο αναίσθητη παρά πρόθυμη, δεν θέλω να στήσω τον κώλο μου αθλητικά, προτεταμένο, σαν καλιφορνέζα πορνοστάρ, με κοφτερά ροζ νύχια, ούτε μίζερα, σαν τις ευρωπαίες ξέκωλλες, αυτές με τα κατσαρά πλατινέ μαλλιά, τα συναχωμένα μουνιά, κορδώνονται λες και ο άντρας γαμάει για να τις ευχαριστήσει, ήθελα να στηθώ σαν τις άλλες, τις μελανιασμένες, τις αχτένιστες, με τα βρόμικα γόνατα, τα απεριποίητα φρύδια, εκείνες τις γαμιόλες που είναι προφανώς θύματα απαγωγής, εκείνες που τις βλέπεις σε τσόντες ύπουλες, χωρίς ήχο, μεταμεσονύκτιες, ή στο internet, στο κινητό, τσόντες που δείχνουν βιασμούς, ανηλίκων συχνά, η, ακόμα καλύτερα, σκηνές μετά τον βιασμό, ο κάμεραμαν έχει πάει για κατούρημα, η κοπέλα κάθεται μόνη σε έναν σομιέ, άθλια κουβέρτα καφέ, τριχωτή, κοιτάει την κάμερα, προφανώς χαπακωμένη, τα πόδια της ανοιχτά, μελανιές, σκισίματα στα μπούτια, δαγκωματιές στον λαιμό, σαν να πάλεψε με αρκούδα και να γλίτωσε, κοιτάει την κάμερα, με απορία, βλέμμα κενό, ξαφνικά, ο νταβατζής της, χαμογελαστός και ευχάριστος, καφέ και τριχωτός σαν την κουβέρτα στον σομιέ, μπαίνει στο πλάνο, η κάμερα ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι, μόλις και φαίνεται το πλαστικό τραπεζομάντιλο, σπαρμένο γαλάζιες τρίλιζες, φωτορεαλιστικά ροδάκινα, θολό επειδή είναι κοντά στον φακό, μόλις φαίνεται, αυτή, ακίνητη, η κάμερα την καταγράφει σαν παράλυτος κύκλωπας, παρακολουθεί με το γυάλινο μάτι τον τελευταίο άντρα που θα την γαμήσει πριν αυτοκτονήσει, δεν θυμάται το όνομα της, δευτερόλεπτα πριν την βιάσει εκείνος που την απήγαγε, σίγουρα την έφερε εκεί παραμυθιάζοντας την με αγάπη και αφοσίωση, μόνο και μόνο για να την σκοτώσει στο γαμήσι ή να περιμένει πότε αυτή θα πηδήξει, από το μπαλκόνι, από την απελπισία, βγάζοντας κάποια φράγκα εις βάρος της, απλά παρατηρώντας την μέχρι η ζωή να λύσει το αδιέξοδο, να ανοίξει τον δρόμο, να φτάσει ως εκείνη ο θάνατος, η βαρύτητα να την σπρώξει, προς την άσφαλτο, και τους περαστικούς, τα αμάξια.
Με πηδάει ο γαμιάς, τσούζει η τρύπα μου, εμένα δεν με ενδιαφέρουν όλα αυτά, ειδικά αδιάφορη με αφήνουν τα φράγκα που θα βγάλει ο νταβατζής απ' το μουνί μου, τον κώλο μου, το συκώτι μου και το νεφρό μου, τις ταινίες και τα βίντεο μου, ούτε παραπονιέμαι, άλλωστε, σαν θύμα απαγωγής που είμαι, σκλάβα από την αγροτική επαρχία, μπορώ να πω ότι οι βασανιστές μου άνοιξαν καλύτερη μοίρα, το περιβάλλον του πολλαπλού βιασμού και της κινηματογράφησης μου δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνο που ήξερα από παιδί- δεν βλέπω διαφορά από την μια δυστυχία στην άλλη, ίδια γεύση, μικρό διαμέρισματάκι, κλειδωμένη, τα ουρλιαχτά δεν τα ακούει κανείς, σβήνουν τσιγάρα στα ρουθούνια μου, ουρλιαχτά πνίγονται από τα αυτοκίνητα της λεωφόρου, περνάει θυμωμένη κάτω από το κλειστό παράθυρο, πέρα από το πλαστικό παντζούρι, από εκεί που θα πηδήξω, δεν έχει διαφορά η κατάσταση μου τώρα από το να βρίσκομαι στο άθλιο χωριό, να με βιάζουνε τσάμπα οι τοπικοί αλήτες, τα βρισίδια τους σκεπάζονται από την σιωπή του χωριού.
Με ενδιαφέρει μόνο ο πούτσος του γαμιά μου, να γλιστρήσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα στον κώλο μου, να ανακατέψει τα πάντα, σκληρός λοστός, σπρώχνει την κωλότρυπα τόσο, αρχίζω να σκίζομαι, επιτέλους, η μικρή γροθιά μέσα μου αρχίζει να ανοίγει δίοδο, σαν κουταλάκι βαρυποινίτη μέσα στον υγρό τοίχο της φυλακής του, σκάβει, μέσα από το έντερο, μια καινούρια τρύπα, ο πούτσος του περνάει μέσα από τον δικό μου πούτσο, ξεμυτίζει από την βάση, μια τρύπα στ' αρχίδια μου, που κρέμονται ανίκανα, αχρηστεμένα πια, άχρηστα ανέκαθεν, η ύπαρξη τους προσβολή στο αντρικό φύλο, το νεύρο πού κάποτε τα σήκωνε προκλητικά τώρα δεμένο σαν κορδόνι, σφιχτά δεμένο γύρω από την καυλωμένη του ψωλή, τα αρχίδια λιωμένα, κρέμονται, στριμώχνονται πάνω στην άκρη του τραπεζιού, στην κόγχη, κάθε του σπρώξιμο μια εγκοπή, βαθιά, μέχρι να σκιστεί η μεταξωτή σάρκα που προστάτευε τα' αρχίδια μου, και να εμφανιστεί, θριαμβευτής, ο πούτσος του, σκατωμένος, ματωμένος, μέσα από την δίοδο, μέσα από την πληγή που άνοιξε σκάβοντας, μέσα από εκεί που μέχρι πριν από λίγο ήταν τα σκέλια μου.
Κοιτάω το αίμα που ποτίζει την κουβέρτα, χώνω το χέρι μου μέσα στην ανοιχτή πληγή, σαν μουνί γελάδας μετά από γέννα, πιάνω τον πούτσο του και του τραβάω μαλακία, τα χύσια του πετάγονται μέσα από τα ξεσκισμένα μου σκέλια, με γκαστρώνει, θα είμαι νεκρός μέχρι να γεννηθεί το παιδί, δεν με νοιάζει, μέχρι τότε έχω τι να κάνω.
Ξέρω ότι από αύριο θα περιμένω να τελειώσει εκείνη με τα χειρουργεία της, η τριαντάρα αδερφή από το chat με έχει υιοθετήσει, με κάνει βόλτες, η Αθήνα την νύχτα, κουραστική, ξαπλωμένη σε βουνά από τσιμέντο, πιο σκοτεινή από την νύχτα στο χωριό, όλοι τριγυρνάνε με μάτια αστραφτερά, κοκαΐνη, πρέζα, έκσταση, κρακ, αμφεταμίνη, κεταμίνη, κρίσταλ μεθ, ζάναξ, αλοπεριντίν, ρισπερτάλ, βικοντίν, λαντόζ, ό,τι μπορείς να φανταστείς παίρνουν εδώ, ποτέ δεν έχω κάνει τόσα πολλά ναρκωτικά, χωρίς να πληρώσω δεκάρα.
Σπρώχνω ανθρώπους στα club, παραμερίζουν, σαν να ξέρουν ποιος είμαι, η έκφραση τους περισσότερο αναγνωριστική παρά αδιάφορη, προσπαθούνε να θυμηθούνε το όνομα μου, ανακαλύπτουν ότι τους είναι αδύνατον. Τους συστήνομαι, είμαι ο Τέλης, και εκείνοι μου απαντάνε ότι μοιάζω εκπληκτικά με έναν κολλητό τους, κάνω λίγο πίσω, εκείνοι εξαφανίζονται, σαν τα φαντάσματα στο σινεμά, αλλά όχι κατατροπωμένοι από το ξαφνικό φως του διαλείμματος, τους καταπίνει μια σούπα από χρώμα και φως, καμιά φορά ακόμα και ασπρόμαυρη, αλλά πάντα φωτεινή, και σκιερή, τα πρόσωπα στην πίστα μοιάζουνε να φωτίζονται από λεκέδες σαν κι αυτούς που σκορπάει ο ήλιος στο δάσος, μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, μια κουρελού ραμμένη από διαφορετικό κομμάτια φως, σπαρμένη με μάτια, στόματα και μύτες, ένα χωράφι σπαρμένο άγνωστα πρόσωπα αναδεύεται, που και πού ένα χέρι υψώνεται στον ουρανό, τα φωτορυθμικά που σκεπάζουν την πίστα, κάθε φορά που η μουσική σταματάει για λίγο, ξεκινάει πάλι θριαμβευτικά.
Το πρωί, που ο ήλιος χαράζει, σαν απειλή πίσω από την τετραγωνισμένη οροσειρά που χαράζουν οι ταράτσες, βουνό από χαρακτικό κυβιστικό, πυκνοφυτεμένο με οστά, κεραίες τηλεοράσεων, καμένα μεταλλικά δέντρα, οι εκπομπές που δέχονται τα αποτέφρωσαν, οι σκελετοί τους μια φριχτή προειδοποίηση κόντρα στον πρωινό ουρανό, τόσο ύπουλα ωραίος, τόσο καθαρός, σαν φωτιά που καίει τα πάντα όσο δυναμώνει, η μέρα που πλησιάζει τυφλώνει.
Το χάραμα είναι η πιο βάναυση ώρα, το πρώτο φως τσούζει τα μάτια σαν αλάτι, είναι η ώρα που λυσσάω, παρατάω τους πάντες στα ξενυχτάδικα που περνάνε τις ώρες τους, πριν ανέβουν πάλι στην Κηφισίας, στα γραφεία και τους υπολογιστές, περπατάω μόνος, με τα πόδια, ξημερώματα, απ' όπου κι αν είμαι, ακόμα και από την Εκάλη έχω κατέβει, μέχρι την Αγίας Άννης, στα φορτηγά, εκεί που οι αδερφές κάνουν γύρους, μέσα σε αυτοκίνητα, γύρους μέσα στην πυκνή σκόνη που σηκώνουν τα λάστιχα των αμαξιών καθώς μαρσάρουν στην αλάνα, στρίβουν να αποφύγουν τους πεζούς, που περπατάνε, σαν αδιάφοροι περαστικοί, τα αυτοκίνητα περνάνε ξυστά, μέχρι ένα από αυτά να σταματήσει μπροστά μου, να κατεβάσει το τζάμι, να με ρωτήσει αν ψάχνω παρέα, να του πω την τιμή, να κάνουμε φάση, πάντα εγώ είμαι από κάτω, το σεξ έχει γίνει πλήξη, μου είναι αδύνατον έστω και να υποκριθώ ότι μου σηκώνεται με την ιδέα.
Έχω σπάσει στο ξύλο μερικούς, σε άλλους έχω χαράξει το πρόσωπο με σουγιά, τα χαράματα, αν προσπαθούν να μου πιάσουν τον πούτσο, δεν θέλω να τον αγγίζει κανείς άλλος, κανείς άλλος δεν είναι τόσο αδερφή όσο εκείνος που χαϊδεύει τον πούτσο μου, ο άντρας που με γαμάει, δεν είναι αδερφή. δεν μπορεί να θέλει να λερώσει τα χέρια του, στην πληγή που έχει πια απλωθεί ανάμεσα στα μπούτια μου, στην πληγή που τρίβεται επώδυνα σε κάθε μου βήμα, κομμάτια μελανιασμένης σάρκας ξεκολλάνε καθώς τα μπούτια τρίβονται, τα χέρια του γαμιά πασπατεύουν το τίποτε εκεί όπου άλλοτε ορθώνονταν ο πούτσος μου, το τίποτε άπειρα πιο απολαυστικό από το κάτι, το μυαλό μου πια ελεύθερο να μετράει τα αστέρια που καθρεφτίζονται στην λάσπη, ανάμεσα από τα ίχνη που η αφήνει η σόλα του στο χώμα, στο χώμα που περιμένει όλους μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 54
Πονάω από κάτω μου, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συμβαίνει, το μουνί μου έχει ανοίξει τόσο πολύ. Ένα κομμάτι σάρκα, πρησμένο ίσα με πορτοκάλι, μπαινοβγαίνει, κόκκινο, γυαλιστερό, στο μουνί μου, που έχει ανοίξει σαν γέννα, τα χέρια μου τυλιγμένα σε γάζες, κομμένα στις αρθρώσεις, τα πόδια στα γόνατα, ότι έχει απομείνει πίσω λίγα εκατοστά πιο ψηλό, τα τέσσερα οστά σαν πόδια, τα πίσω πιο ψηλά, ο κώλος μου πιο τουρλωμένος, ώστε το σκυλί, τσοπανόσκυλο, να με καβαλάει πιο άνετα, το μουνί μου υγρό, από το μουνί που στάζει πάνω από το κεφάλι μου, κρεμασμένη σκύλα, τα υγρά της πασαλειμμένα με ένα πινέλο, να μυρίζουν τα σκέλια μου σκυλίσια, να με γαμήσει στα τέσσερα σαν σκύλα, το τσοπανόσκυλο.
Γύρω από τον λαιμό μου τρίβεται, έγκαυμα, λουρί, δερμάτινο, με κόβει, δεν μπορώ να ανασάνω, καταπίνω τα ουρλιαχτά μου, σαν να καταπίνω σπασμένο γυαλί από ήχο, η αγκράφα πιέζει την καρωτίδα μου, η κομμένη μου ανάσα υπογραμμίζει την υγρή, βρομερή ανάσα του σκυλιού, τι το ταΐζουνε, αγανακτώ, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορώ να δω επειδή τα βλέφαρα μου είναι ραμμένα μεταξύ τους, με κλωστή, μαύρη, όσο και να τα ανοίγω δεν ανοίγουνε.
Βλέπω το φως να αστράφτει, μικροσκοπικό αστέρι, νιώθω την κοφτερή κορυφή ενός μεταλλικού αντικειμένου να σκαλώνει στο πρώτο ράμμα, την μύτη μιας βελόνας, σιγά σιγά, κόβει τα ράμματα που ενώνουν τα βλέφαρα, πρώτα του ενός ματιού, ύστερα του άλλου. Το αίμα τρέχει στα μάγουλα μου, τα δάκρυα μου ξεπλένουν την κόκκινη αυλαία, τα φώτα με τυφλώνουν είμαι πάνω στην σκηνή, δεν μπορώ να ισορροπήσω, πέφτω, τα πρώτα βήματα μου ως τετράποδο αποτυχημένα, οι αγκώνες μου θα δούνε μαύρες μέρες.
Αισθάνομαι έντονη την ανάγκη να κατουρήσω και να χέσω, μου φεύγουνε ξαφνικά, πάνω στο μαύρο γυαλιστερό πάτωμα, μέσα του αντανακλούνε λάμψεις, επιπλέω στην θάλασσα το βράδυ, με φωτίζουν οι προβολείς του λιμενικού, από κάτω μου μόλις διακρίνονται τα πρόσωπα των θεατών, πνιγμένοι, κοιτάνε εμένα, θα διασωθώ, τουλάχιστον τραυματισμένη, με τα χέρια κομμένα στους καρπούς, τα πόδια στα γόνατα, τα βλέφαρα σκισμένα, θα με παίρνει ο ύπνος μόνο στο πιο απόλυτο σκοτάδι, με σταγόνες, κλεμμένες, από άκαρδα φαρμακεία.
Κάποιος φωνάζει χέστηκε, το θέατρο ολόκληρο ξεσπάει σε γέλια, ένας τύπος που φοράει ένα ακριβό μπλε κοστούμι τρέχει πάνω στην σκηνή, τον βλέπω να περπατάει, ανάποδος, πάνω στο μαύρο νερό, μέχρι εμένα, πηδάει πάνω από τις αντανακλάσεις των προβολέων, φτάνει μέχρι εμένα, αρπάζει τον λαιμό του τσοπανόσκυλου, τον στρίβει, μια, δυο, μέχρι που ακούω τα κόκαλα που σπάνε, θυμάμαι πως σπάσανε τα δικά μου, από την πίεση του πίδακα, με την μάνικα, πριν με πάνε στο χειρουργείο να μου κόψουν τα χέρια και τα πόδια.
Είμαι στα καλλιστεία, δεν θυμάμαι καν πως βρέθηκα εδώ, είμαι υποψήφια, δεν ξέρω καν ποιες είναι οι ερωτήσεις που θα μου κάνουν, για την παγκόσμια ειρήνη και αυτά, όταν νιώθω την πρώτη κλωτσιά στον κώλο μου, σωριάζομαι φαρδιά πλατιά πάνω στην γυαλιστερή μαυρίλα της σκηνής, αντικείμενα προσθαλασσώνονται, γύρω μου, βρέχει αντικείμενα, ετερόκλητα, επιπλέουν πάνω σε αυτήν την μαύρη θάλασσα, ντομάτες, αυγά, προγράμματα, προφυλακτικά, κέρματα.
Προσπαθώ να συρθώ έξω από την σκηνή, να γλιτώσω τα γιουχαΐσματα, δεν μπορώ, ο σκύλος κρέμεται νεκρός από το μουνί μου, ο πούτσος του έχει στομώσει στον κόλπο μου, τον κουβαλάω σαν προβιά πάνω στην πλάτη μου, Ηρακλής που έχασε από τον Προκρούστη, ο ληστής του έκοψε τα πόδια, τα χέρια, του φόρεσε ένα σκυλί γαμιά αντί για ένα λιοντάρι προβιά, του πήγαινε τόσο πολύ.
Τα σκουπίδια που πετάνε για να με αποδοκιμάσουνε, έξαλλοι που χέστηκα την ώρα που γαμούσε ο σκύλος, οι θεατές των καλλιστείων, τα σκουπίδια σχηματίζουνε μικρά νησιά πάνω στη μαύρη, παγωμένη θάλασσα της σκηνής, το αίμα από το μουνί μου κόκκινος αφρός, αφήνει πίσω του διαδρομή, κολυμπάω με αγωνία στο ναυάγιο, τα πρόσωπα που αντανακλώνται στην επιφάνεια, από τα θεωρεία στον βυθό, πνιγμένοι, τώρα αγριωποί, με κατηγορούν που επέζησα, οι συνεπιβάτες μου, μια φλούδα μανταρίνι, ένα άδειο πακέτο τσιγάρα, ο καναλάρχης, η παρουσιάστρια του πρωινάδικου, η διευθύντρια του σταθμού, ένα αυγό, ο γιος του καναλάρχη, με μαύρα γυαλιά, η αδερφάρα, η τριαντάρα αδερφή που γαμάει ο Τέλης, ο Τέλης, ο κυριούλης από το παπουτσάδικο, η γκόμενα του, τα πόδια μου κομμένα, πάνω τους φορεμένα ακόμα τα κρυστάλλινα σανδάλια που είχα διαλέξει στο μαγαζί του, που να ήξερα ότι ήτανε καταραμένα, δεν με νοιάζει, επειδή κατρακυλάω, από την μαύρη θάλασσα πίσω πάλι, στα υπόγεια, στις ακτές που θα με κλειδώσουνε μέχρι την επόμενη φορά, το σκυλί παίζει με τα παιδιά του διπλανού, φοβάμαι μην τα δαγκώσει και μου κάνουν παρατήρηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 55
Και που τον κουβαλάω, τι νομίζει, δεν ξέρω ότι θα με πουλήσει με την πρώτη ευκαιρία, δεν είναι δυνατόν άλλωστε να κάτσει με μένα, ούτε που το σκέφτομαι, να ερωτευτώ ένα βλαχάκι που το παίζει μάνατζερ, όσο καλά και αν με γαμάει, όσο μεγάλο πούτσο και να έχει, ξέρω ότι αν κάνω μαζί του δεσμό σε δέκα το πολύ χρόνια θα έχω φορτωθεί μια επαρχιώτισσα αδερφή στο κανάλι, με προγούλια και τζελαρισμένα καρφάκια στο κεφάλι, να κουνιέται, να προσπαθεί να κάνει την σπουδαία, όπως όλοι οι επαρχιώτες γαμιάδες, πουλάνε αντριλίκι, στην αρχή, επειδή μετά, έχουνε καιρό, να προκαλέσουνε πολλαπλούς εμετούς, με τις εμετικές, εμετικές, εμετικές τους συμπεριφορές, τα γελοία τραπέζια, στα ντιζαινάτα εστιατόρια, εκεί που πληρώνεις όσο-όσο μια στιγμή κάτω από τα φώτα των παπαράτσι, που σε περιμένουνε, εσένα την βλάχα αδερφή, που ήρθες στην Αθήνα, για να μας φορτώσεις τις εμμονές σου, περί ρούχων Ιταλών σχεδιαστών, φτιαγμένα στα προάστια της Πνομ-πενχ, από ανήλικες τραβεστί, σε μεταξωτά κακοποιημένα, από εμετούς τεχνικολόρ, άσχημα εμπριμέ, πανάκριβα πληρωμένα σε Κολωνάκια και Γλυφάδες, από εσένα την βλάχα αδερφή, που σε λένε Τέλη, και πούλησες την κολλητή σου για να το παίζεις επώνυμη, και μάνατζερ, γελάει το πανελλήνιο που σε βλέπει από τώρα, να μπαινοβγαίνεις σε πάρτι, κρατώντας το χέρι της, κομμένο, με τα δόντια σου λένε, τα μάτια σου γυαλίζουν στα φώτα, το κοστούμι που σου δάνεισα σου πέφτει μεγάλο, δεν πειράζει, άλλωστε το ήξερες, μια τριαντάρα απελπισμένη αδερφή θα γαμούσες, σου είχα στείλει φωτό, κανείς δεν σε ανάγκασε.
Το ξέρω ότι δεν γυρνάς στο κωλοξενοδοχείο που έμενες τόσο καιρό με εκείνη, όποτε ξημερώνει σε έχουνε δει, όλη η Αθήνα, σέρνεσαι στο πάρκο, στην Αγίας Άννης, στο τσοντάδικο, άραγε γιατί μαζεύεις τα λεφτά που παίρνεις από τις αδερφές, ποιο ταξίδι έχεις ξεκινήσει, τα έξοδα σου συσσωρεύονται όσο πιο μακριά θες να φύγεις, να ξεχάσεις όσα έχουν γίνει, το φευγιό σας, την εξαφάνιση της, το τέλος της αρχής και της αρχής το τέλος, να πιεις ένα ποτήρι βότκα ακόμα, μια μυτιά, στο αριστερό ρουθούνι, το δεξί σου έχει φράξει, από μύξες και αμίαντο, δήθεν κοκαΐνη, που την θες επειδή είναι η μόνη λύση, στην Κολομβία, δέκα η ώρα το πρωί, λίγη ακόμα σκόνη, καθώς ο πελάτης σου παίζει με τα έντερα σου, κρεμασμένα από το ταβάνι, σε παίρνω στο κινητό και το σηκώνεις, ξεκοιλιασμένος, μου μιλάς, να κανονίσουμε, σε ποιο πάρτι θα συναντηθούμε, από ποιο θα φύγεις χωρίς να με χαιρετήσεις, σιγά μην ερωτευτώ εγώ εσένα, κλείσε την πόρτα, μάζεψε τα έντερα σου, κρέμονται απ' έξω, τα διπλανά αμάξια νομίζουνε ότι είναι η ζώνη ασφαλείας, στο φανάρι καταλαβαίνουνε ότι είναι τα έντερα σου, που κρέμονται από την πόρτα του συνοδηγού, κοιμάσαι, η ανάσα σου θολώνει το τζάμι, δεν βλέπεις τα ουρλιαχτά τους, τα παιδιά στα πίσω καθίσματα κλαίνε, δείχνουν στους μεγάλους την λωρίδα από αίμα που αφήνει πίσω μας το αμάξι, την νύχτα, μια κορδέλα κόκκινη που ενώνει το ένα πάρτι με το επόμενο, έδρα όπου κοιμηθείς, λίγο πριν έχεις φύγει, από ακόμα ένα πάρτι, τα ξημερώματα, το σχολικό ανατινάζεται, παιδικά κεφάλια βρέχουν πάνω στο καπό, μερικά προσγειώνονται πάνω σε μια τάβλα, ο κουλουρτζής ακούει λαϊκά, γιακάδες από σουσάμι, μάτια από βροχή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56
Κάθε μέρα αρνούμαι, τις ίδιες και τις ίδιες προσκλήσεις, στο τέλος θα πειστώ πως οι άνθρωποι έχουνε επινοήσει μια ειδική κατηγορία από εκδηλώσεις για να φυγαδεύουν τους ακάλεστους, όλους εκείνους που αν δεν στριμωχτούν σε κάποιο κλαμπ, ονόματι κάποιου χρυσού δίσκου ή παρόμοιας κατάπτυστης εκδήλωσης διασυνδέσεων, δεν έχουν που αλλού να πάνε, σε κανέναν να μιλήσουνε, οι κοσμικές εκδηλώσεις είναι η εκκλησία για μια κοινωνία που πιστεύει μόνο σε εξώφυλλα και οθόνες, τα κεριά που ανάβουνε σε αυτά εξίσου ματαιωμένα όσο και εκείνα που ανάβουνε γριές στα εξωκλήσια μιας άλλης εποχής, τα μπουζούκια, οι αίθουσες και τα ξενοδοχεία, οι πρεμιέρες και τα πάρτι, οι γάμοι και οι εκθέσεις, η ανάσταση, ο καθεδρικός, ναοί απελπισίας και μοναξιάς, σταυροί και αστέρια, πιστοί και επώνυμοι, λεζάντες και θαύματα, ελπίδες και καλησπέρες.
Δεν πάω ποτέ, θα ήτανε σαν να ζητάω συγγνώμη για τα όσα έχω κάνει, για τα καλλιστεία που οργάνωσα, τα e mail και τα τηλέφωνα που έκανα, σε χωριά, σε συνοικίες, σε παιδικά δωμάτια και τηλέφωνα δουλειάς γονιών, σε προποτζίδικα και σε πρακτορεία μοντέλων, μέχρι να τις βρω, να τις ετοιμάσω, να περπατήσουνε σε αυτή την πασαρέλα, τα μάτια τους ραμμένα, τα σκυλιά καβαλημένα στην πλάτη, τα χέρια και τα πόδια κομμένα, από τον καρπό και τα γόνατα αντίστοιχα, η επιτροπή να προσπαθεί με βία να κρατήσει τα γέλια της, άλλοι να χασμουριούνται, να τις πιάνει ακράτεια από την μορφίνη, να με κοιτάνε όλο συγγνώμη καθώς απλώνεται γύρω τους η λίμνη από διάρροια, κάτουρα, και αίμα, μετά, απλώνουν με άτσαλες σπρωξιές τα σκατά, σωριάζονται πάνω σε αυτά, το βάρος του σκυλιού που μόλις έπνιξε ο γιος του αφεντικού τραβάει την πρησμένη ψωλή έξω από το μουνί της, εκείνη προσπαθεί να αποφύγει τα αντικείμενα που της πετάνε οι θεατές, η σκηνή βαμμένη μαύρη, γυαλιστερή, αντανακλά τους προβολείς, το φως με ενοχλεί.
Σκέφτομαι ότι ακόμα δεν έχει τελειώσει η αποψινή βραδιά και έρχονται οι μέρες που θα αρχίσουν οι απαιτήσεις των δημοσιογράφων για φωτογραφίσεις και συνεντεύξεις, αναρωτιέμαι πόσο θα κοστίσει η συντήρηση της στην ζωή, το κανάλι συνήθως τις σκοτώνει μόλις αρχίζουνε και έχουνε προβλήματα υγείας ή γερνάνε ή δεν είναι της μόδας πια.
Δεν δέχομαι πάντως να πληρώσω δεκάρα από την τσέπη μου, εξάλλου, οι χορηγοί της έχουν ήδη κάψει τα λογότυπα τους στην πλάτη, ακόμα δεν έχουν ξεραθεί καλά καλά, η γούνα του σκυλιού τα μόλυνε, το αίμα δεν έπηξε καλά, η πλάτη όμως φωτογραφήθηκε και έχει ήδη αποσταλεί σε sms σε όλους τους συνδρομητές των καλλιστείων.
Από εκεί θα βγάλω σίγουρα κάποιο φράγκο, η φωτογραφία είναι δική μου, και αν και ζούμε στην μετά-copyright εποχή, κατάφερα να κωδικοποιήσω το πρόσωπο μου στην ανάλυση και έτσι δικαιούμαι έσοδα απεικονιζόμενης.
Δεν θα μπορούσα να ζήσω με τον γελοίο μισθό που μου δίνει ο καναλάρχης, είμαι σίγουρος ότι και μια καθαρίστρια βγάζει περισσότερα από εμένα, την διευθύντρια του δημιουργικού στον τηλεοπτικό του σταθμό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 57
Μα δεν μου αρέσει επειδή την ξέρω, ή επειδή την αγαπάω, η πιστεύω ότι θα την γνωρίσω κάποτε καλύτερα, μου φτάνει, κάθε φορά, από λίγο, αλλά εντελώς, αυτό που βλέπω, την έχω ερωτευτεί, ας μην μου ρίχνει ούτε βλέφαρο, άσ' την εκεί, στα εξώφυλλα, στις φωτογραφίες, στις διαφημίσεις, τρώει νωχελικά γιαούρτι, σε μια έρημη ακρογιαλιά, σε κάποιο νησί άσχετο, εκεί όπου έκανε διακοπές ο σκηνοθέτης που την νοίκιασε, τα γυρίσματα της ξεφλουδίσανε την μύτη, οι ουλές πίσω από τα αυτιά της δεν κλείνουνε, οι εκδορές τραβάνε τα κουνούπια, τα μάτια της είναι σήμερα γαλάζια, αύριο πράσινα, μεθαύριο καφέ, τα αληθινά τα φάγανε σε ένα εστιατόριο την πρωτοχρονιά, είναι ήδη ένας χειμώνας που αυτοκτόνησε η μάνα της, από την ημέρα εκείνη που έφυγε με τα κρυστάλλινα σανδάλια από το μαγαζί μου, ακόμα να την βαρεθώ, περνάω τα μεσημέρια καρφωμένος στην τηλεόραση, το βρασμένο κεφάλι της ανταγωνίστριας της σκάει στον τοίχο του σκηνικού, κάθε μέρα σε replay, το αίμα βάφει τα αρκουδάκια που της στέλνουνε οι θαυμαστές, σκόρπιο μες στο σπίτι καλλιστεία reality, παιχνίδια πεταμένα στα κουτιά που έχουνε μουσκέψει απ΄ το αίμα, στοιβαγμένα ολόγυρα στο δωμάτιο, η μυρωδιά από τα κομμένα μέλη που σαπίζουνε μέσα σε αυτά δεν φτάνει από αυτή την μεριά της οθόνης, γύρω από τα ρουθούνια της άσπρη αποσμητική κρέμα, άλλοι λένε ότι είναι ξεραμένες μύξες και κόκα, άλλοι ότι της στέλνουνε ακόμα κουραμπιέδες, η άχνη ζάχαρη ακόμα την λερώνει, και ας πέρασαν οι γιορτές.
Δεν δίνει πια συνεντεύξεις, όχι από τότε που της έκοψε την γλώσσα ο καναλάρχης, εδώ και μέρες την είχε παρκαρισμένη πάνω σε μια πλαστική σημαδούρα, να καλουπώσει το μουνί της, με την πλάτη στις κάμερες, να φαίνονται τα χαρακωμένα λογότυπα καλύτερα, τα προσθετικά κρυστάλλινα πόδια της, οι κρυστάλλινοι καρποί της, όμορφοι, ταγιαρισμένοι, αστράφτουνε στα φώτα, διαχέουν το φως, σκορπάνε μικροσκοπικά ουράνια τόξα, σε όλο το σκηνικό, κάπου κάπου μια κούτα υποχωρεί μες στο σκοτάδι, το περιεχόμενο της φουσκώνει, σκάει, το χαρτόνι σκίζεται, ξεχειλίζει αναβράζον, λάσπη από σάπια σάρκα, λίμνη από ανθρώπους που απλώνονταν στο πάτωμα γύρω της, λερώνοντας τα κρυστάλλινα της δάχτυλα, πόσο θα ήθελα να έτρεχα με το Ajax να τα πλύνω, να είναι πάντα καθαρά, στέλνω ένα ακόμα sms, κάθομαι αναπαυτικά να δω τον βοηθό στιλίστα που θα της καθαρίσει τα δάχτυλα, να γίνουν αστραφτερά όπως πρώτα, τότε, όταν έκανε τα πρώτα, θαρραλέα βήματα μέσα στην βροχή, έξω από το μαγαζί μου, μέσα στο ταξί που οδηγούσε ο καναλάρχης, κάτι που κάνει συχνά, όταν βαριέται, παίρνει και τον κολλητό του μαζί, ο σοφέρ συνεπιβάτης, εγώ θεατής, της πλάτης της, τότε και τώρα, στην οθόνη σήμερα, εκείνη την ημέρα πίσω από την βιτρίνα που έδειχνε τον κόσμο μέσα από το μαγαζί μου, το παπουτσάδικο μου δρόμος, χωρίς περαστικούς, τα βήματα τους εκεί, διατεταγμένα, ένα δεξί ή ένα αριστερό, ποτέ παρέα, το μαγαζί μου δρόμος διάσπαρτος με τα παπούτσια που περιμένουν, ποιος ξέρει τι περιπάτους, ο κόσμος λαμπερή πραμάτεια πίσω από το τζάμι, τα παπούτσια διαλέγουν τους περαστικούς, εκείνη τους γυρνάει την πλάτη, ξέρει που πάει, είναι μια κούκλα ζωντανή, επώνυμη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58
Είμαι η γυναίκα του καναλάρχη, η μάνα αυτής της αδερφής με τα μαύρα γυαλιά, πού όταν δεν κοιμάται στον καναπέ του γραφείου της Λέλας, γαμιέται στα τσοντάδικα, ποιος ξέρει τι θα με κολλήσει κάθε φορά που τον φιλάω στο μάγουλο, όσο λιγότερο μπορώ, μόνο όσο το επιβάλλουν οι αγαθοεργίες μου και οι φωτογραφίσεις με τον γιο μου, θα ξεράσω.
Το πρόσωπο μου, τέλεια απλωμένο και ανέκφραστο, σαν παγωτό από βινίλιο έχει αναφερθεί ήδη μια φορά, παρεμπιπτόντως, ως φιλάνθρωπος κυρία που είμαι, με έχει αναφέρει μια φορά ο γιος μου, καμία ο σύζυγος μου, επειδή ο ένας δεν μπορεί να με ξεχάσει και ο άλλος δεν αντέχει να με θυμάται. Και οι δυο τους με σιχαίνονται, ο άντρας μου, το παιδί μου, οι φιλανθρωπίες μου τους προκαλούν ρίγη αμηχανίας, όσο και τα πανάκριβα Dior που φοράω στις εκδηλώσεις που οργανώνει ο σύλλογος, οι πενηντάρες που μου τα τρώνε με το άλλοθι μιας νέας πτέρυγας, ενός νέου μηχανήματος για αιμοκάθαρση, μιας ακόμα παράστασης με τον Λουτσιάνο Παβαρότι στο Ηρώδειο, ο χοντρομαλάκας, βάφει και το μαλλί, όλοι οι άντρες είναι γελοίοι και αδερφές. Η αλήθεια είναι ότι τα ρούχα που φοράω είναι πιο νεανικά απ' ότι πρέπει, τα ρυτιδιασμένα μπράτσα τρεμουλιάζουν κάτω από τα φλας, μέσα από τις μπεζ μεταξωτές οργάντζες, αλλά εμένα δεν με νοιάζει το ρεζιλίκι, ο κόσμος θέλει ακριβά φορέματα για να μου δώσει την άδεια να κρατάω ένα ακόμα κουφαράκι, καραφλό από την χημειοθεραπεία, μάτια γουρλωμένα, θυμωμένο, αλλά πειθήνιο, η φτωχή του μάνα γελάει δίπλα μου, τα χρυσά της δόντια καθρεφτίζουν το δωμάτιο του νοσοκομείου, αισθάνεται ότι ανήκει στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας επειδή πληρώνω να τιγκάρουν το ήδη νεκρό παιδί της με κοβάλτιο.
Γιατί τα κάνω όλα αυτά, αναρωτιέμαι, σίγουρα όχι για την συμπόνια κανενός, κανείς δεν αγάπησε ποτέ κανέναν επειδή τον είδε να αγκαλιάζει ένα μελλοθάνατο παιδί, η φροντίδα του, ειδικά αν έχεις χρήμα, αν είσαι πλούσια σύζυγος καναλάρχη σαν και μένα, η φροντίδα ενός άρρωστου παιδιού είναι καθήκον, οι άνθρωποι σε λιντσάρουν αν είσαι πλούσια και δεν δίνεις σε νοσοκομεία, σχολεία, ιδρύματα.
Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω, είναι ότι όλα αυτά τα κάνω επειδή βρίσκω περίεργα ανακουφιστικό να κρατάω τον θάνατο σε συσκευασία ενός μικρού παιδιού, να περιφέρω το σύμβολο της φρίκης μπροστά στις κάμερες, να προσπαθώ να συγκρατώ το γέλιο μου, τα παραφουσκωμένα χείλια μου σφιχτά, άψογα βαμμένη σιλικόνη, από πίσω τους κρύβονται τα υπερλευκασμένα δόντια μου, πανάκριβα αγορασμένη πορσελάνη, το παιδί, χαμένο ήδη στα φάρμακα και στους μεγάλους, στους διαδρόμους και στις μυρωδιές, στα κλάματα και την τηλεόραση, με ανακουφίζει, που πεθαίνει πρώτο αυτό, και μετά εγώ, κάθε ένα από αυτά που πεθαίνει σημαίνει ότι σίγουρα, πήδηξα την σειρά προτεραιότητας, τουλάχιστον καρκίνο δεν έχω, αν είχα, δεν θα με ένοιαζε, ό,τι ήτανε να κάνω το έκανα, ακόμα και προσευχή να πάθω έναν καρκίνο έκανα, και περιμένω, την απάντηση, που δεν θ' αργήσει, ούτε για μένα, ούτε για το παιδί.
Αγκαλιάζω ακόμα ένα καρκινάκι, με σαλιώνει, προσέχω μην ξεπροβάλλουν από τα μανίκια του Chanel μου τα τελειώματα στα γάντια, τι φινέτσα, γάντια από τα χέρια εκείνης, γάντια από τα γδαρμένα χέρια εκείνης, η ελάχιστη σάρκα τους πεταμένη από καιρό στα σκουπίδια, οι καρποί της αντικατεστημένοι με κρυστάλλινα υποκατάστατα, το δέρμα των χεριών της συντηρημένο, ραμμένο σε γάντια, καλουπωμένο δέρμα στο νούμερο των χεριών μου, η φρεσκάδα του ταριχευμένου δέρματος εκείνης σκεπάζει τους ηπατικούς μου λεκέδες, έχω τα χέρια εκείνης, χαϊδεύω ένα ακόμα άτριχο, μικρό κρανίο με τα νεανικά μου, δανεικά μου, χέρια.
Ειδικά μου αρέσει το πόσο χαριτωμένα έχουν επικολλήσει τα νύχια που της βγάλανε προσεκτικά πριν της γδάρουνε τα χέρια, και τα κόλλησαν, στο αποξηραμένο, αρωματισμένο δέρμα που περικλείει σφιχτά, σαν αληθινό, τα γερασμένα μου χέρια.
Καθώς παραμερίζω τα ξανθά, φυτευτά, πανάκριβα μαλλιά μου, για να μην πέφτουν στο κεφάλι του παιδιού, και νομίζει κανείς ότι φοράμε το ίδιο χρώμα περούκα, ανακαλύπτω με τρόμο ότι επάνω στην παλάμη του ενός γαντιού είναι σημειωμένος ένας αριθμός τηλεφώνου, προφανώς σημειωμένος από εκείνη πριν της γδάρουνε τα χέρια, για να φτιάξουνε τα γάντια μου, ένας αριθμός τηλεφώνου που έμεινε χαραγμένος, με στυλό, ένας αριθμός πάνω στην παλάμη, ένας αριθμός κινητού, που αντί να χαθεί, όπως χάνονται όλοι οι αριθμοί στις όχθες της μνήμης του κινητού, πέρα από τον ορίζοντα της ατζέντας, ξεβρασμένοι αριθμοί, αντί να κατρακυλήσουν πέρα, κάτω από τον πάτο της λίστας των εισερχομένων κλήσεων, αριθμοί που αντί να βουλιάξουν στην λήθη, πνιγμένοι αριθμοί από τα κύματα των επόμενων κλήσεων, σκάνε, με παφλασμό, πάνω στην οθόνη, σκορπώντας ring tones σαν θρύψαλα, ένας από τους αριθμούς διασώθηκε, δεν γράφτηκε με το δάχτυλο στον αέρα, αλλά με στυλό στην παλάμη εκείνης, λες και το' ξέρε ότι θα της έγδερναν τα χέρια, ότι ο αριθμός θα έφτανε ως εμένα, διασταυρώνοντας την γραμμή της ζωής της με την δική μου.
Η γραμματέας μου ήδη έχει καλέσει το νούμερο που είδε σημειωμένο στο γάντι μου, μεγενθυμένο ψηφιακά μέσα από την κάμερα του φωτογράφου, προσπαθεί να με αποθανατίσει με το νεκρό παιδί στην αγκαλιά, στο αυτί μου κολλάει ένα κινητό, ακούω να μου λένε ότι ο Τέλης είναι στο τηλέφωνο, του λέω καλημέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59
Καλημέρα της λέω, θέλω πολύ να σας γνωρίσω από κοντά, αρκεί να μου υποσχεθείτε ότι δεν θα μου κάνετε κακό. Απορώ, τόσο καιρό περίμενα να με πάρετε τηλέφωνο, βδομάδες περάσανε από τότε που της γδάρατε τα χέρια, από τότε που σημείωσε το τηλέφωνο μου στο χέρι της, στο ξενοδοχείο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωί, που έμαθα από την μάνα μου, στο τηλέφωνο, ότι η μάνα της αυτοκτόνησε.
Ξέρετε, εδώ και καιρό, φοβάμαι πολύ, τους ανθρώπους, το ραδιόφωνο που δεν με αφήνει να κοιμηθώ τις Κυριακές τα μεσημέρια, και άλλα τόσα, που ξεχύνονται από αυτοκίνητα που περνάνε, κρύβονται πίσω από κουρτίνες, στα παράθυρα απέναντι, οι εποχές αλλάζουν πριν προλάβω να τις συνηθίσω, από την στιγμή που κατέβηκα στην Αθήνα, τώρα που γνώρισα όλους εσάς.
Την φίλη μου, εκείνη, έχω βδομάδες να την δω, της λέω μια καλημέρα στο εξώφυλλο όποτε την βλέπω, είναι άλλη τώρα πια, πιο ξανθιά, πιο νέα, πιο καλοντυμένη, πάντα αδύνατη.
Την βλέπω δίπλα σας, στα κοσμικά, καμιά φορά, αν και εσάς δεν σας γνωρίζω προσωπικά, ακόμα, με εκείνη όμως φαίνεται να κάνετε καλή παρέα, αγκαλιάζετε μαζί καρκινοπαθή παιδάκια, όλοι σας τόσο επώνυμοι και διάσημοι, καλή κοινωνία, εγώ χέστηκα, τα βαρέθηκα όλα αυτά πριν μπω στον κόπο να τα κατακτήσω, ίσως είμαι και πολύ χωριάτης για να με δεχτούνε τα σαλόνια σας.
Παρ' όλα αυτά, εγώ, ο Τέλης, δεν γύρισα ποτέ στο χωριό, άλλωστε δεν είχα κανένα λόγο. Είμαι εδώ, εκεί είναι πίσω, το πίσω δεν με ενδιαφέρει. Ναι, κόλλησα στην κόκα, πούλησα μερικά γραμμάρια, μπορώ να σας πω, έβγαλα κάποια φράγκα, τώρα, δεν σηκώνομαι από τον καναπέ, άντε για να καθαρίσω λίγο, σε αυτό το άθλιο διαμέρισμα που με πετύχατε, βαρέθηκα και είπα να αράξω.
Από το ένα πάρτι στο άλλο, από την μία γκόμενα στην άλλη, βούλωσαν τα ρουθούνια μου, οι αδερφές που με γουστάρανε., οι ίδιες που με πληρώνανε να τις γαμάω πριν δύο-τρεις βδομάδες με βαρεθήκανε, δεν μου σηκώνεται πια από την ντρόγκα αλλά είμαι συνέχεια καυλωμένος, ο πούτσος μου μερικές μέρες ξεφλουδίζει από την προσπάθεια να χύσω τραβώντας μαλακία, η αναισθησία από την κόκα βουίζει σαν πυρετός στο κορμί μου.
Σε λίγο, η μούρη μου θα είναι κρεμασμένη, το μυαλό μου θολό, θα έχω πια τριανταρήσει, από τώρα δεν έχω το κουράγιο ούτε πόρτα σε nightclub να κάνω, στοιβαγμένες οι συλλογές από djs στο ράφι, ούτε να τις ακούσω πια.
Με βλέπω να βγάζω κάνα φράγκο προσφέροντας καμία εκδούλευση, να σπρώχνω κάνα μοντελάκι, να πουλάω καμιά γραμμούλα, δημόσιες σχέσεις, και καλά, με ξέρουνε όλοι στην Αθήνα, καλησπέρα σας, περάστε, πως είστε, στην τουαλέτα τώρα.
Εσείς όμως, η γυναίκα του καναλάρχη, ας είναι, προφανώς βαριέστε κι εσείς, περνάτε τις ώρες σας παριστάνοντας την αγία, τι θα θέλατε από μένα ωραία μου κυρία, όμορφη πυργοδέσποινα, σαν να σας βλέπω τώρα, σε μια ακόμα εκδήλώση, τα φλας αστράφτουν γύρω σας, καθισμένη σε παιδικό κρεβάτι, λεπτοί, διάφανοι σωλήνες ρίχνουν χρωματιστές σκιές στους τοίχους, σαν φευγαλέες ρωγμές από φως στο ολοκαίνουριο νοσοκομείο, πληρώσατε από την τσέπη του άντρα σας, τι μπορώ να κάνω για εσάς, αρκεί μόνο να μου πείτε.
Θέλετε να μάθω ποια είναι εκείνη, σας ακούω να μου απαντάτε, εκείνη, που έχει κλέψει τα μυαλά όλων, εκείνη που ο άντρας σας έχει κλειδωμένη σε υπόγειο, με μια κάμερα μονόφθαλμη συνέχεια καρφωμένη πάνω της, και αφού την βρω, θέλετε να την σώσω, να την πάρω υπό την προστασία μου, να μην την αφήσω να πεθάνει, ποτέ.
Πιο σκληρή τιμωρία δεν έχω ακούσει, σας λέω, αγαπημένη μου φιλάνθρωπο, με πιάνει σύγκρυο από την παγωνιά της βαναυσότητας σας, μα την μισείτε τόσο πολύ, την καταδικάζετε έτσι απερίσκεπτα στην ζωή, να είναι αιώνια μελλο-αθάνατη, μια βρικόλακας, και μάλιστα επώνυμη;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 60
Δεν ξέρω γιατί με περιμένει, έξω από την πισίνα, τα πόδια του στο κράσπεδο βρέχονται από το νερό που πιτσιλάει το κεφάλι μου καθώς αναδύομαι, με περιμένει στο κομμωτήριο, ξεφυλλίζοντας περιοδικά, γεμάτος τρίχες, με περιμένει ακούραστος, για να με πάει σπίτι, από το μεσημέρι στο απόγευμα, στο γυμναστήριο, στην αισθητικό, στα πάρτι, στις δεξιώσεις, στα φιλανθρωπικά της μητέρας του γιου του αφεντικού του καναλιού των καλλιστείων, τρέχω, η φιγούρα μου θολή από ταχύτητα, η βιασύνη ζωγραφισμένη στο περίγραμμα των λέξεων, γραμμένες σε λεύκωμα από τρεμάμενο κοριτσίστικό χέρι, ζωγραφίζει ακτίνες γύρω από κάθε γράμμα, ή ακόμα και λέξεις αγορίστικες, σαν λέξεις που διάλεξε ένα αγόρι να γράψει με στυλό στην τσάντα του, έχει ζωγραφίσει λεκέδες από αίμα να στάζουν από το λογότυπο που αντέγραψε, στρατιωτική τσάντα, ηλίθια heavy metal συγκροτήματα, από εκείνα που αρέσουν μόνο στα αγόρια, και σε λίγα κορίτσια, οι νεκροκεφαλές στα εξώφυλλα δεν είναι καθόλου κομψές.
Δεν ξέρω γιατί με περιμένει ο Τέλης έξω από κάθε πόρτα, να τελειώσω, την μυτιά που κόβω πάνω στην χέστρα, ρουφάω κόκκους ηπατίτιδας μαζί με την ψευτοκοκαΐνη, έξω από τα στούντιο που τον αφήνουν οι σεκιουριτάδες, περιμένει, το χαμόγελο του καθώς μου δίνει φωτιά περίεργο, σαν να τον εντυπωσιάζει ότι βγαίνω ζωντανή από τα έγκατα μιας ακόμα φωτογράφησης, ζωντανή από τις τουαλέτες ενός πάρτι.
Δεν μπορώ να καταλάβω πως βρίσκει προσκλήσεις για όλα αυτά, πόσο εύκολα έρχεται και φεύγει, πόσο εύκολα κοιμάται στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας που με πηγαινοφέρνει.
Η Λέλα τα κανονίζει όλα αυτά φαντάζομαι, εγώ απλά τσεκάρω ότι τα ναρκωτικά που θα χρειαστώ για να ξεπεράσω ένα ακόμα δίωρο βρίσκονται στην τσάντα μου, μια πλαστική σακούλα φαρμακείου που σέρνω μαζί μου όπως και αν είμαι ντυμένη, έχει γίνει μόδα.
Πολλές φορές παίρνω τα χάπια μου μπροστά στις κάμερες, τα βυζιά μου έχουν αρχίσει ήδη να κρεμάνε, στο πλάι, η σιλικόνη βαριά, ένα δίχτυ από γαλάζιες φλέβες ασθμαίνει, μάταια προσπαθεί να συγκρατήσει το πλαστικό στην θέση που το έχωσε ο χειρούργος, σαν αερόσακος που έχει ανοίξει απροειδοποίητα, πιέζει τα πλευρά μου, όταν πέφτω να κοιμηθώ καμιά φορά με ξυπνάει το ίδιο μου το ροχαλητό, τόσο πολύ μου κόβει η σιλικόνη την ανάσα.
Τον αγαπάω, και αν σου πω ότι είναι ο τελευταίος φίλος που περίμενα να μου μείνει, θα με πιστέψεις? Όλοι οι άνθρωποι που γνώρισα στην Αθήνα, από την ημέρα της αυτοκτονίας της μητέρας μου, αποδείχτηκαν στιγμιαίες σπίθες του μυαλού μου, σβήνουν από μπροστά μου τόσο γρήγορα όσο εμφανίζονται, το κάθε πρόσωπο μένει τόσο λίγο επί σκηνής που έχω σταματήσει εδώ και καιρό να συγκρατώ ονόματα και ιστορίες.
Αισθάνομαι σαν σκυτάλη, περνάω από χέρι σε χέρι, επιφανειακά είμαι η ουσία της συναλλαγής, στο βάθος όμως είμαι ένα αντικείμενο που παραμένει περίεργα στατικό, όσα χέρια και να αλλάξει, τα πρόσωπο του κάθε δρομέα στραμμένο στο βηματισμό του και στον επόμενο, όχι σε μένα.
Ο Τέλης, στην άκρη του δρόμου, παρακολουθεί την σκυταλοδρομία, περίεργα τηλεμεταφερόμενος από την μια στροφή στην άλλη, την μία στέκεται πάνω σε εξέδρα, την άλλη κάτω από ένα πεύκο, σε κάποιο δασάκι, άλλοτε δίνει νερό στον δρομέα και άλλοτε βενζίνη για να γεμίσει η δάδα, να συνεχίσει η φλόγα μου να καίει, μάταια, μην μπορώντας να φωτίσει τίποτε, το φως του ήλιου την πνίγει, είναι πιο δυνατό, η φλόγα μου είναι μια πυγολαμπίδα που φαίνεται μόνο στο σκοτάδι.
Και όμως, και όμως, η φλόγα μου δεν σβήνει, πετάει από τον ένα στον άλλον, διαγράφοντας την διαδρομή που κάνει το χέρι του θεού που την οδηγεί, μόλις νυχτώσει πετάει από αστέρι σε αστέρι, σχηματίζεται το πρόσωπο μου στον ουρανό, δεκάδες αδύναμες αλλά φωτεινές πυγολαμπίδες, καθρεφτίζονται στα μάτια του Τέλη, που στέκεται στην άκρη της διαδρομής, καπνίζοντας τσιγάρα, κάνοντας μυτιές, κοιτώντας τον ουρανό, ανακαλύπτοντας ότι από τον αστερισμό του χαμόγελου μου λείπει ένα δόντι, πέφτει από τον ουρανό, ένα δόντι αστραφτερό, από πορσελάνη που λάμπει, παίρνει φωτιά, το δόντι μου είναι ένας κομήτης στον ουρανό, πρώτα ανάβει, μετά σβήνει, οι σπίθες του φωτίζουν ακόμα πιο λαμπερά, η ουρά του καδράρει το πορτρέτο μου που σχηματίζεται από αστέρια και φλόγες που διανύουν τις αποστάσεις ανάμεσα τους, πυγολαμπίδες στον ουρανό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61
Υπέροχο το δάσος, μέσα του κρύβομαι, για να την δω να περνάει, εκείνη, το χώμα στρωμένο με σκισμένα εξώφυλλα, εκείνη, χάρτινη, δισδιάστατη, παραπεταμένη από εκδρομείς, σκόρπια πορτρέτα, σκισμένες σελίδες από περιοδικά, λιώνουν ξεχασμένα κάτω από τα δέντρα, εξώφυλλα μουλιασμένα από την πάχνη, το πρόσωπο της υγρό, δάκρια, για εκείνη, όχι δικά της όμως, φταίνε τα πουλιά που πετάνε γύρω μας, τα δάκρυα είναι βροχή, στάζει νωρίς το πρωί, την ώρα που πρέπει ακόμα να ανάψεις το φως για να διαβάσεις, ο πρωινός ήλιος ακόμα δεν έχει αποφασίσει αν θα δουλέψει, το πρωί, η βροχή, ελάχιστη, κάθεται γεμάτη αμφιβολίες στις άκρες των φύλλων, μαζεύει σε χάντρες το φως, ρυάκι που στομώνει, μέχρι να στάξει, όταν ένα πουλί καθίσει στο κλαρί, το τινάξει, ελάχιστα, όλα τα πτηνοκινούμενα κλαδιά μαζί, όταν τινάζονται, ακούγονται σαν δίσκος που δεν έχεις καθαρίσει καλά, γλιστράει η βελόνα του μυαλού σου πάνω στον ήχο της σκόνης, της σκόνης που φτιάχνει η βροχή, που στάζει από τα κλαδιά, στο πρόσωπο της, δακρυγόνα πουλιά.
Προσέχω, μην βραχούνε τα χαρτάκια για τα γάρα, αφουγκράζομαι τον ήχο της σκόνης, από κλαριά, τα πουλιά υποκρίνονται ότι κλαίνε, κελαηδάνε δήθεν λυπημένα, κοιλιές γεμάτες κουνούπια και σκουλήκια, στιλπνά, ιπτάμενα παιχνίδια, σε μέγεθος τρωκτικού, ποντίκια με φτερά, καλλονές, καλλιστεία στο δάσος, όμορφα πουλιά, μικρά, για παιδικά χέρια και πρώτα πιάτα, πουλιά που ξεθαρρεύετε μετά την βροχή, μετά το ξημέρωμα, πουλιά που ξυπνάτε, κι εσείς, το ξέρω, για να την δείτε, να ανάβει, σαν αστέρι, από εξώφυλλο σε εξώφυλλο, να χαμογελάει σε διαφημιστικά που αναβοσβήνουν στις τηλεοπτικές οθόνες, οθόνες που φέγγουν μέσα από τα παράθυρα, πουλιά που αράζετε στα κουφώματα τις κρύες νύχτες, να ζεσταθείτε, πουλιά που την κοιτάτε καθώς ομορφαίνει, ξέρετε εκείνο που εκείνη δεν ξέρει, ό,τι δεν είμαι εδώ απλά για να την κερνάω καμιά μυτιά, αλλά για να βεβαιωθώ ότι δεν θα πεθάνει ποτέ, να φροντίσω να την σκορπάνε στην αιωνιότητα κάτω από τα δέντρα, να μαζεύει στα αυλάκια του χάρτινου προσώπου της το νερό της βροχής, που στάζει, σιγοντάροντας την σκόνη, που ακούγεται από τα κλαδιά, τα έπιπλα των πουλιών, που είναι μουσικά όργανα, ο ψυθιριστός τριγμός τους σιγοντάρει το κελάηδημα τους, τινάζουν τραγουδώντας τις σταγόνες, πέφτουν χοντρές, σαν γινωμένα, διαφανή ροδάκινα, δάκρυα στα τυπωμένα μάγουλα, πέφτει βροχή στα ξεθωριασμένα εξώφυλλα, πουλιά χορτάτα, στεγνά, κουρνιάζουν έξω απ΄ τα παράθυρα, οι φωλιές φτιαγμένες από λάσπη, ράμφη και κλαριά, μουσικά κλαριά, είναι οι σπηλιές των πουλιών, πρωτόγονες και ξεπερασμένες, λίγη από την πετρελαιούχα ζέστη του σπιτιού σου δραπετεύει, από κάποια χαραμάδα, η από ένα σπασμένο τζάμι, στον χειμώνα φτιάχνει τοίχους, η ζέστη σου σκαλίζει σπίτια στο κρύο, το σπίτι σου γεννάει σπίτια, σπίτια φτιαγμένη από ζέστη για να κουρνιάζουν τα δακρυγόνα πουλιά.
Και εσείς, εκεί, στα περιοδικά, στα κανάλια, στα πάρτι, κάνετε ότι δουλεύετε και διασκεδάζετε, αλλά το μόνο που σας νοιάζει είναι να διαστρεβλώνετε μυαλά και να τεμαχίζετε εφηβική σάρκα, σας προσέχω και εσάς, το ξέρετε, τίποτε επάνω της δεν είναι περιττό, τίποτε δεν πρέπει να πάθει τίποτε, η έλλειψη συμβάντων στην ζωή της αντίστοιχη με εκείνη των εγκεφάλων χωρίς σώμα, που επιπλέουν στην φορμόλη, σε ένα δοχείο κιτρινισμένο από τον καιρό, σε κιτρινισμένα, παλιά, κόμικς, η λειτουργία τους επιβεβαιώνεται μόνο από τις βελόνες που ανεβοκατεβαίνουν στο μηχάνημα, καλώδια και αισθητήρες καρφωμένοι στην επιφάνεια του ασώματου εγκέφαλου, σίγουρα ένα ασώματο μυαλό παράγει ήχους και εικόνες, αντλεί από όσα έχει ήδη αποθηκεύσει, στην μνήμη, αν υποθέσουμε ότι οι αναμνήσεις είναι ατόφιες μόνο στο μυαλό, χωρίς το σώμα, αν βεβαιωθούμε ποτέ ότι οι άκρες των δαχτύλων μας ξεχνάνε τι έχουνε χαϊδέψει, όταν τα δάχτυλα δεν είναι πια εκεί.
Και τώρα, ο θεός με δοκιμάζει, σκληρά, επειδή του ζήτησα πολλά, του ζήτησα εκείνη, και για να την έχω, πρέπει να σιγουρευτώ ότι δεν θα πεθάνει ποτέ.
Υπάρχουν δυο λύσεις για το αίνιγμα - είτε εκείνη θα μας εκπλήξει όλους, κάνοντας κάποια καλή πράξη, μια πράξη για την οποία θα την μνημονεύουν στην αιωνιότητα, είτε η αθανασία της θα μας αποκαλυφθεί με έναν νέο τρόπο, κάτι που εγώ, ο Τέλης, ένας ημι-αγράμματος χωριάτης δεν δύναμαι, να σας αποσαφηνίσω, ωραία μου κυρία, και κύριοι, υψηλή κοινωνία, και χρόνια πολλά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 62
Εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 63
Όποτε ακούω ότι η ζωή είναι ωραία, δεν έχω τίποτε να απαντήσω, ποτέ δεν ανοίγω κουβέντες με ανθρώπους που πιστεύουν ότι η ζωή είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από φρίκη, πόνο, ανία, και μικρές, κακοήθεις, φάρσες χαράς, ειδικά φτιαγμένες για να ανακτήσεις τις αντοχές σου πριν από τον επόμενο κύκλο βαναυσότητας που σε περιμένει.
Απεχθάνομαι τα αφελή κέφια, τα γελάκια και τα πειράγματα έξω από το γραφείο μου, ξερνάω με τους χαζοχαρούμενους δούλους που τραγουδάνε στις βαμβακοφυτείες του καναλάρχη, περπατάνε βιαστικά, δήθεν απασχολημένοι, τα χρεωμένα τους παπούτσια σέρνονται πάνω στην καινούρια μοκέτα, τίποτε δεν θυμίζει τους νεκρούς από τα αέρια πια, την παλιά μοκέτα την δωρίσαμε στο νοσοκομείο που έχει χτίσει η φιλάνθρωπος κυρία του αφεντικού, αφού την καθαρίσαμε από τα σκατά και τα δάκρια, τα ζουμιά που έσταζε η ανθρώπινη πυραμίδα που χτίστηκε αυτοστιγμεί καθώς πατάγανε ο ένας τον άλλον, σκαρφάλωναν για να γλιτώσουνε, να πάρουν μια ανάσα καθαρό αέρα, από τον εξαερισμό, εκεί απ΄ όπου θα έπρεπε να μπαίνει οξυγόνο, εκεί απ΄ όπου ανακάλυπταν ότι διέφευγε χαιρέκακα και σιωπηλά το θανατηφόρο αέριο, Zyklon-B, κλασικό.
Κάθε φορά που γίνεται μια τέτοια άσκηση ελέγχου του πληθυσμού, η δουλειά μου πάει πίσω, η γραμματέας μου, οι βοηθοί μου, γίνονται τροφή για σκουλήκια και εικόνες για επικερδή ρεπορτάζ, αλλά, κι εγώ, ολόκληρα καλλιστεία έχω στην πλάτη μου, δεν μπορώ να τα οργανώσω όλα μόνη μου, χρειάζομαι βοήθεια, διευθύντρια δημιουργικού είμαι, η Λέλα, η φθονερή νονά της κάθε σταχτοπούτας, δεν είμαι τηλεφωνήτρια, δεν είμαι λοβοτομημένη δούλα, να ξεφυλλίζω χαρούμενη περιοδικά την ώρα που γερνάω, βιδωμένη σε μια φτηνή καρέκλα γραφείου, τα μάτια τους βγαλμένα, οι βολβοί κρέμονται πάνω στα κοσμικά, κρέμονται από το οπτικό νεύρο, σαν τικ-τακ, το θυμάσαι εκείνο το ξεχασμένο παιχνίδι με τις μπάλες που κρέμονται από κορδόνι;
Εκείνη, είναι ήδη γνωστή, από τώρα, την έχω κάνει δεκάδες γύρες, την έχω επιδείξει σε εκατοντάδες πάρτι, την έχω πουλήσει σε εξώφυλλα και εκπομπές, βγάζω πολλά λεφτά νοικιάζοντας την, απλά μένει να βρεθεί ο τελικός αγοραστής της, το γουρούνι που θα έχει αρκετά λεφτά, και ακόμα περισσότερη σκληρότητα, θα έχει όλα εκείνα που χρειάζονται για να την αποκτήσει ολοκληρωτικά, να την οδηγήσει στην μοίρα της, την μοίρα που διάλεξε, εκείνη.
Σήμερα την κάλεσα σε meeting, δηλαδή σε συνάντηση με σκοπό την αποδόμηση της προσωπικότητας της και άλλοθι την συνεργασία και την ενημέρωση. Κάθεται απέναντι μου, στο γραφείο μου, της εξηγώ τι πρέπει να απαντήσει στις ερωτήσεις που θα της κάνουν, στα καλλιστεία, αύριο, εκείνη χαμογελάει αυτάρεσκα, ικανοποιημένη με τον εαυτό της, απελπισμένα εκλιπαρώντας για ένα μπράβο, καθώς αποστηθίζει τα γελοία κλισέ περί παγκόσμιας ειρήνης και αγάπης για τα παιδιά, νομίζει ότι το να συναλλάσσεται επιτυχώς μαζί μου, να με υπακούει, είναι απόδειξη της αξίας της, ένδειξη επιτυχίας, ακόμα και να της εξηγούσα ότι απλά ακονίζει το τσεκούρι του δήμιου που θα την αποκεφαλίσει, δεν θα με πίστευε, άσε που αν καταλάβει σε τι παγίδα έχει πέσει θα προσπαθήσει να δραπετεύσει, και αν τα καταφέρει, θα χάσω τα φράγκα που πληρώνουν όσοι την νοικιάζουνε για πάρτι, εγκαίνια, κοσμικές εκδηλώσεις, για κάθε είδους χρήση.
Είναι όμορφη, πολύ όμορφη, η ομορφιά της είναι μια κατάρα μεταμφιεσμένη, σύμπτωμα μιας φιλάσθενης μοίρας, λάμψη που την προδίδει στο σκοτάδι, ειδοποιεί τους θύτες, τα μάτια της αναβοσβήνουν σαν φάρος που έχει σαν σκοπό όχι την αποτροπή του ναυαγίου αλλά την πρόκληση του, αλλάζουν χρώμα συνέχεια, χριστουγεννιάτικα φώτα που αρνούνται να δεχτούν την θλίψη της γιορτής που τα εγκατέλειψε, ορφανά, στις βιτρίνες και στους δρόμους, τρεμοπαίζουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι, κρεμασμένα στα περίπτερα.
Το απόγευμα, στην πρόβα, πετάνε γύρω της, σαν σαχλά πουλιά, οι στυλίστες και οι κομμωτές, οι μακιγιέρ και οι image makers, στροβιλίζονται σαν τυφώνας πολυτελείας, το μάτι του εκείνη, ατάραχη και χαμογελαστή, την ντύνουν, την γδύνουν, την βάφουν, την χτενίζουν, την τσιμπάνε παραμάνες και καρφίτσες, την ανεβάζουν σε τακούνια, την χειροκροτούν, την αποκαλούν θεά, την θαυμάζουν, την υπνωτίζουν, την ετοιμάζουνε για το σφαγείο, εκείνη ισιώνει την πλάτη, τεντώνει τον λαιμό της, λευκός και διαφανής, μέσα του σφηνωμένοι οι λυγμοί από την συγκίνηση που νιώθει λίγο πριν γίνει αυτό που ονειρεύτηκε, αυτό που πάντα ήθελε, επώνυμη, εκείνη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 64
Φοράω ένα μακρύ, βυσσινί, κομμένο λοξά, μάξι φόρεμα, γλιστράει επάνω μου σαν υδράργυρος, οι ελάχιστες ραφές του καταλήγουν σε ρυάκια από ύφασμα, η ουρά του ακολουθεί κυματιστή τα βήματα μου, σαν να λιώνω καθώς περπατάω, να πλατσουρίζω σε μια αυτοκινούμενη λιμνούλα από υφασμάτινο αίμα, βήματα αργά, κινέζικα, τα πόδια μου σφιχτά δεμένα στα κρυστάλλινα σανδάλια που μου χάρισε ο κύριος παπουτσάς, εξάλλου μόνο σε μένα έκανε το νούμερο τους. Τα γυμνά μου χέρια είναι πασπαλισμένα με μαργαριταρένια σκόνη, αντανακλά θολά το φως, σαν επιφάνεια παγωμένης λίμνης, λευκή, ελάχιστα διαφανές δέρμα, οι φλέβες από κάτω γαλάζιες και μενεξεδί, εύθραυστη ρυμοτομία, σαν ίχνη που ορίζουν που ακριβώς θα ραγίσω αν με σπάσεις, τα νύχια μου βαμμένα πιο βαθύ κόκκινο, γυαλιστερά, καπό πανάκριβου αυτοκινήτου, μέσα τους μπορείς να δεις το πρόσωπο σου, αν φυσικά αντέχεις, και δεν σπάσεις, σαν από γυαλί εσύ, αντί για τον καθρέφτη, που θα αντανακλά, εσένα να ραγίζει, να καταρρέεις, σπασμένος σε μεγάλα κομμάτια από γυαλί του εαυτού σου, λεπίδες, λόγχες, κοφτερές, σκληρές, σαν το είδωλο που είδες, που σε είδε, μέσα από τον καθρέφτη, και σε έσπασε.
Είμαι ένας βυσσινί, γυαλιστερός ελέφαντας, όλοι υποκρίνονται ότι με αγνοούν, μόνος, καταμεσής στα παρασκήνια του μπουζουξίδικου που νοίκιασε ο καναλάρχης για τα καλλιστεία, η πρόχειρα στημένη πασαρέλα δείχνει υπέροχη από τα μόνιτορ στα παρασκήνια, όλες οι κοπέλες με κοιτάνε με στραβό μάτι, φαίνεται ότι είμαι εκείνη που υπέστη τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις με την μεγαλύτερη ταπεινότητα, η αυτοκτονία της μητέρας μου ήδη κάτι παραπάνω από στέμμα στο κεφάλι μου, αιωρείται σαν αόρατο φωτοστέφανο, με οδηγεί στην κορυφή.
Ο φθόνος των υπόλοιπων φιναλίστ είναι αδιόρατος, σαν αραιός ιδρώτας εμπύρετου παιδιού, εξατμίζεται κάθε φορά που περνάει η μητέρα του πάνω από την κούνια, απορροφάται από τα μαλλιά της, σαν τον καπνό από το τσιγάρο που καπνίζει ένοχα, χαστουκίζοντας τον προδότη αέρα, που αντί να σκορπίσει το μυστικό της, εγκλωβίζει την μυρωδιά στην μικρή, γυαλιστερή, ροζ τουαλέτα, εκεί που αργότερα ο άντρας της θα μιλάει στο κινητό ψιθυριστά, κάνοντας τηλεφωνικό σεξ, ενώ εκείνη θα ροχαλίζει στο κρεβάτι μόνη, το προτιμάει πια.
Το σεξ, το σεξ που δεν έκανα, το σεξ που μου έκαναν, το σεξ που έκανα, μόνη η με άλλον, με άλλη, με άλλους, θέλοντας και μη, με επώνυμους, ανώνυμους, ανθρώπους, ζώα, αντικείμενα και αναμνήσεις, όλων των ηλικιών, σχημάτων, προτιμήσεων, το σεξ, ενώνει τους ανθρώπους μου λέγανε, αλλά τώρα γελάω, καθώς χάνομαι μέσα στην απόσταση που δημιουργεί ανάμεσα σε μένα και σε όλους, το δάσος από υπεκφυγές, το ημίφως που δημιουργούν οι ακούσια μειωμένες αισθήσεις, το σκοτάδι που πυκνώνει ανάμεσα μας, εμένα και των άλλων την ώρα που γαμάνε το μουνί μου, τον κώλο μου, το στόμα μου, δέντρα σκοτεινά, πίσω από το καθένα τους κρύβεται και ένας εαυτός μου με άλλη στολή, ο εαυτός μου πουτάνα, ο εαυτός μου κυρία, κοριτσάκι, γαμιάς, αφέντης, αφέντρα, παιδί, τουαλέτα, σκλάβα, δούλα, καριόλα, μωρό τους, σκυλί τους.
Αν ο πόλεμος δικαιώνει την ανάγκη των ανθρώπινων θηλαστικών για βία, τότε το σεξ δικαιώνει την ανάγκη τους για πολλαπλές προσωπικότητες, για περισσότερη ζωή, από άλλο, άλλο, άλλο μάτι.
Αν θέλω να κρατήσω κάποιον σε όσο μεγαλύτερη απόσταση γίνεται, κάνω αμέσως σεξ μαζί του, καταδικάζοντας τον πάντα στην ευνουχισμένη θέση του να ξέρει ότι ξέρω για αυτόν πράγματα που ούτε η μητέρα του δεν ξέρει, εκτός και αν η μητέρα του ξέρει, που κάνει την θέση του ακόμα πιο ευνουχισμένη.
Είναι οξύμωρο το ότι η εξουσία, που είναι και το ισχυρότερο αφροδισιακό, όπως λέει ένα ακόμα πανάρχαιο κλισέ, εφαρμόζεται εξ αποστάσεως, και όχι από κοντά, ίσως επειδή οι ρυτίδες φαίνονται ασυγχώρητες από κοντά, από μακριά τις ατέλειες της εξουσίας τις ρετουσάρει η άρνηση του υποτελή να παραδεχτεί ότι κάποιος ξέρει για εκείνον περισσότερα από όσα θα ήθελε.
Το σεξ όμως, που είναι ο πλέον διαδεδομένος τρόπος άσκησης εξουσίας, το αληθινό πολίτευμα και καθεστώς που όλοι μας υπηρετούμε, γίνεται από κοντά, και όσο πιο κοντά είσαι με τον άλλον, τόσο πιο μακριά θα φύγεις μετά.
Εν τέλει, το σεξ είναι ένας ενστικτώδης τρόπος περιφρόνησης μεταξύ ανθρώπων, μια πράξη που έχει σαν σκοπό να επιβεβαιώσει την βαθιά μας ανάγκη για μοναξιά, να μετρήσει το πόσο λίγο ανεχόμαστε τους άλλους κοντά μας, ο θάνατος σε προειδοποιεί όταν ανακαλύπτεις ότι δεν ανέχεσαι κανέναν πια.
Το σεξ τότε ισοπεδώνει τους πάντες σε μια λίστα από ανατομικά προσόντα κι ελαττώματα, το σεξ γίνεται ένας ανελέητος εξισωτής, ακριβώς όπως και ο θάνατος, που μοιάζει στα μάτια μου σαν τιμωρία για την περιφρόνηση που δείξαμε σε όσους μας φιλήσανε.
Δεν είμαι κυνική - αντίθετα, πιστεύω ότι η αγάπη, ο έρωτας, όλα τα υπόλοιπα ευγενή συναισθήματα μεταξύ ερωτευμένων, υπάρχουν, το ξέρω επειδή τραγουδιούνται, γίνονται θεατρικά έργα, επιτυχίες στο σινεμά, μοναδικά βιβλία, ιστορίες ζωής, να τις ακούς και να τις χαίρεσαι, μέχρι να έρθει εκείνη η στροφή, που θα σου δείξει πως μια τόσο όμορφη αρχή μπορεί να έχει ένα τόσο κακό τέλος, πάντα έρχεται η ώρα που θα σου δείξει την καταστροφή καρέ-καρέ, σελίδα-σελίδα, στίχο-στίχο.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ευκολία με την οποία λέγονται οι σκληρότερες κουβέντες, ξεσπάνε οι πιο αιματηροί φόνοι, γίνονται οι πιο φρικαλέες πράξεις, την ευκολία που έχουν να εκδηλωθούν τα κτήνη, εκεί που έβλεπες πριν λίγο δύο ανθρώπους, που κάποτε αγαπιόνταν, και τώρα δεν αγαπιούνται πια, εκδικούνται το είδωλο που τους ράγισε, ξεσκίζοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου, ανοίγοντας σαν δερμάτινες αυλαίες τις σάρκες που προσκυνούσαν, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν, τώρα κάτι άλλάξε, απροειδοποίητα, χαιρέκακα, για πάντα.
Αυτό που ακούγεται είναι ο ήχος που κάνει το σεξ καθώς μας φέρνει πιο κοντά στον θάνατο, από γλοιώδης και υγρός μεταμορφώνεται, ο ήχος του σεξ γίνεται η μακρόσυρτη κραυγή ενός θυμωμένου, κόκκινου, γυαλιστερού ελέφαντα, που όλοι υποκρίνονται ότι αγνοούν, αλλά όλοι θέλουν να χαστουκίσουν, ένοχα, ροζ, γυαλιστερή, τουαλέτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 65
Περνάω ξυστά από τον μικροσκοπικό νοβοπάν διάδρομο που χωρίζει τα σκοτεινά παρασκήνια από την εκτυφλωτικά φωτεινή πασαρέλα, τα φώτα μου βγάζουν τα μάτια, οι βολβοί κρέμονται από τα οπτικά νεύρα πάνω στο φόρεμα, ο εγκέφαλος μου δέχεται ανάκατες εικόνες από το δωμάτιο, καθώς οι βολβοί βλέπουνε προς όποια κατεύθυνση τους στέλνει το στήθος μου, καθώς αναπηδούν πάνω του, τα φυτευτά βυζιά μου ανεβοκατεβαίνουν κάτω από το κόκκινο σατέν, η πλάτη μου πουντιάζει από το air condition, εκτεθειμένη εντελώς, στην ραχοκοκαλιά μου αστράφτει μια σειρά από μεταλλικούς γάντζους, ασημένιοι, βιδώνουν με μικρές, ασημένιες πεταλούδες, από εκεί κρέμονται συρματόσχοινα, που όσο προχωράω στην πασαρέλα τόσο τεντώνουν, αίμα αρχίζει και στάζει από την πλάτη μου καθώς το δέρμα τσιτώνει, τα κρυστάλλινα γοβάκια σφίγγουν δροσερά τα πόδια μου, η πασαρέλα είναι ανηφορική, διαπιστώνω έντρομη.
Αρχίζω να σκαρφαλώνω πάνω στην ολόφωτη πασαρέλα, ένας λευκός Γολγοθάς διασχίζει το σκοτάδι, φωτεινός διάδρομος, γύρω τα πάντα μαύρα, τα συρματόσκοινα αστράφτουν στο σκοτάδι, επάνω τους κυλάνε σαν χάντρες οι σταγόνες από αίμα, από τις πληγές που ανοίγουνε οι ασημένιοι γάντζοι, χωμένοι μέσα στην σάρκα, κάποια στιγμή ο πόνος με ακινητοποιεί, ακούω το κοινό να κρατάει την ανάσα του, κάποιος από την επιτροπή ανάβει τσιγάρο, η καύτρα είναι το μόνο φως που ξεχωρίζω πέρα από την εκτυφλωτική πασαρέλα, σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι, που με οδηγεί να τσακιστώ στον βράχο του, αντί να αποφύγω το ναυάγιο.
Μόλις είμαι ακίνητη, τα συρματόσκοινα κρέμονται από την πλάτη μου, τεντωμένα σαν σειρές από κόκκινα, υγρά μαργαριτάρια, συνειδητοποιώ ότι η πασαρέλα αρχίζει να κινείται κάτω από τα πόδια μου, σαν διάδρομος αεροδρομίου, σαν διάδρομος γυμναστηρίου, στην αρχή αργά, μετά όλο και πιο γρήγορα, τα πόδια μου τρέχουνε άθελα τους, αλλιώς θα σκιστούν οι σάρκες στην πλάτη μου, ο κάθε γάντζος θα τραβήξει έξω κι έναν σπόνδυλο, θα μου ξεριζώσουν κομμάτι-κομμάτι την ραχοκοκαλιά, θα πιτσιλάνε παντού τα αίματα, ψεκάζοντας ναρκωτικά και ηπατίτιδα πάνω στο κοινό, μολύνοντας ακόμα περισσότερο τον αέρα.
Με λούζει ιδρώτας, τρέχω, στην φωτεινή ανηφόρα, μοιάζει φτιαγμένη από πάγο, σαν θραύσμα παγωμένης λίμνης, αιωρείται σε γωνία 45ο μέσα στο σκοτάδι, που ξαφνικά ανάβει, αναπτήρα -αναπτήρα, κεριά τσέπης που όλοι ανάβουν στο σκοτάδι, οι μικρές τους φλόγες σχηματίζουν το πορτρέτο μου, το κίτρινο φως που γεμίζει το μπουζουξίδικο αντανακλά την εικόνα μου πάνω σε ένα τζάμι, συνειδητοποιώ ότι μας χωρίζει μια τζαμαρία, εμένα, και το κοινό, είμαι πίσω από μια βιτρίνα, εκεί έξω πρέπει να κάνει κρύο, είναι όλοι τους ντυμένοι με παλτό και με μπουφάν, με κουβέρτες και σακούλες σκουπιδιών, τα χνώτα τους φτιάχνουν σύννεφα μέσα στο κρύο, στα πόδια τους κουρνιάζουν πουλιά, το κοινό με τους αναπτήρες.
Ανάμεσα στον κόσμο που με παρακολουθεί, τα βγαλμένα μου μάτια, ξεχωρίζουν μια μάνα, κρατάει τα δύο της παιδιά από τους ώμους, τα πρόσωπα τους βρόμικα, τα χέρια τους κόκκινα από το κρύο, ένας δήμαρχος σφίγγει μια αρμαθιά από αδέσποτα σκυλιά, τα κεφάλια τους κομμένα, ένα μοντέλο τρώει τον εμετό της, από την χέστρα, τα αρχικά του καναλάρχη χαραγμένα με χρυσάφι πάνω στην πορσελάνη, η Λέλα βάζει τα χέρια της σε ένα μπλέντερ, όσο την σπρώχνει πιο βίαια ο Τέλης, που την πηδάει από τον μελανιασμένο της κώλο, τόσο περισσότερο τα μπράτσα της γίνονται κιμάς, το πρόσωπο της εκστατικό, αίματα κυλάνε από τα ρουθούνια της, ο γιος του καναλάρχη είναι κάτω από το τραπέζι, μυρίζει τα πόδια των ακέφαλων σκυλιών, εισπνέει από ένα φαρμακευτικό μπουκαλάκι, κάθε ρουθουνιά που τραβάει γεμίζει τον χώρο με αποφορά σάπιου ποδιού, η μυρωδιά είναι το χειρότερο σε μια σφαγή, κάποιου τα μαλλιά αρπάζουν φωτιά, είναι η τριανταπεντάρα αδερφή που κυκλοφορεί τον Τέλη, μεταμορφώνεται σε αυτοκινούμενη δάδα, το φλεγόμενο κεφάλι του μάταια προσπαθεί να ρουφήξει τις φλόγες, τα πνευμόνια είναι ήδη κάρβουνο, τρέχει σπασμωδικά, σκοντάφτει μέσα στην κοιλιά μιας σφαγμένης εγκύου, το μεγάλο του δάχτυλο στο στόμα του μωρού, η φτέρνα του μπλέκεται με την σπλήνα της.
Μόλις η αδερφή σκάει στο πάτωμα, απλώνεται παντού φωτιά, οι άνθρωποι ανάβουν ο ένας μετά τον άλλον, οι φλόγες μεταδοτική αρρώστια, ο φριχτός τους θάνατος μεταδίδεται σαν φως ανάστασης, από μαλλί σε μαλλί, όλοι τους λιώνουν, ο καπνός που βγαίνει από τα κουφάρια τους σχηματίζει ένα πυκνό, μαύρο σύννεφο, που κρύβει την εικόνα της σφαγής, εγώ ακόμα τρέχω, μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο, από το οποίο ξεπροβάλλουν που και που ανθρώπινα μέλη, ματωμένα, ακρωτηριασμένα, με κοσμήματα, παπούτσια, η εντόσθια, σκάνε στο τζάμι, που χωρίζει εμένα από την πυρκαγιά, το πυρακτωμένο τζάμι τσιτσιρίζει κεφάλια, χέρια, πλάτες, ο αέρας πυρακτώνεται, οι βλεφαρίδες μου καίγονται, μυρίζει κοτόπουλο, τρέχω, όχι για να φτάσω, αλλά για να μην φτάσω, που θα φτάσω, όταν κουραστώ να τρέχω, και οι γάντζοι θα ξεκολλήσουνε την ραχοκοκαλιά μου, θα σκάσω, εκσφενδονισμένη με ταχύτητα στην κορυφή ενός βουνού που οι πλαγιές του γλιστράνε, προς τα κάτω, τρέχω στην ανηφόρα ενός Γολγοθά που θέλει να είναι μόνο κατηφόρα, όταν αναπόφευκτα θα φτάσω, στην κορυφή, θα σκάσω στο πυρακτωμένο τζάμι, τότε θα καταφέρω, να διαβάσω, τι έγραφαν στο ταβάνι, όλα αυτά τα ανθρώπινα κεριά, καθώς καίγονταν, κοιτώντας με, εμένα, επώνυμη, για πάντα, καθώς θα καίγομαι εγώ πια, η πλάτη μου ασπόνδυλη, το μάγουλο μου κολλημένο, πάνω στο πυρακτωμένο τζάμι, που θα με χωρίζει, απ' ότι έχει κολλήσει, από την άλλη μεριά, από την μεριά του φωτός, καθώς το μαύρο σύννεφο θα έχει καθαρίσει, αφήνοντας τόσες ιστορίες στο ταβάνι, όσες νεκροκεφαλές θα προλάβω να μετρήσω, πριν καώ κι εγώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 66
Όλα σε αργή κίνηση, περιστρέφονται γύρω από την απότομη στάση μου, είμαι εκείνη, είμαι το ατύχημα που καίγεται στην κορυφή της ανηφορικής κατηφόρας, εκεί που τελειώνει η πασαρέλα, και αρχίζει το πυρακτωμένο τζάμι, εκεί που σταματάω βίαια, αφού εκσφενδονίζομαι, όταν ξεκολλάνε οι γάντζοι την ραχοκοκαλιά μου, αφού κουραστώ να τρέχω, αφού ο διάδρομος με ανεβάσει μόνος του στην κορυφή, κυλιόμενος Γολγοθάς, εκεί, με περικυκλώνουν οι υπόλοιπες φιναλίστ, χειροκροτάνε, μια από αυτές μου περνάει ένα ακάνθινο, κρυστάλλινο στεφάνι στο κεφάλι, κορδέλα, μπλε, γυαλιστερή, τυλιγμένη γύρω από τα υπολείμματα μου, αναγγέλλει τον τίτλο μου, βασίλισσα της ομορφιάς για όλη την χρονιά, τον χειμώνα, την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, η πιο ωραία θα είμαι εγώ, ακόμα και τις Δευτέρες στο χωριό, με γούνα η με μαγιό, στα κοσμικά και στα εξώφυλλα, θα είμαι ακίνητη ή θα βλέπεις μόνο κολακευτικές γωνίες και εκφράσεις, οι ρυτίδες και τα τραύματα, οι ουλές και οι χαρακιές, οι τσαμπουκάδες και οι μαύροι κύκλοι, το λίπος στα μαλλιά και στην περιφέρεια, θα ρουφιούνται από εκατοντάδες υπολογιστές, πίσω τους θα κάθονται ακούραστοι οι νάνοι, θα χιονίζουνε ψηφίδες πάνω στην φετινή χιονάτη.
Χαμογελάω, αναγκαστικά, καθώς το μάγουλο μου ξεφλουδίζει, ξεκολλάει από το σαγόνι μου, αποκαλύπτει τα δόντια από κάτω, μια σειρά από καταναγκαστικά χαμογελαστά δόντια, το μάγουλο μου τσουρουφλίζεται, κολλάει στο πυρακτωμένο τζάμι, σαν μπριζόλα στο καυτό μαντέμι, το στέμμα μπερδεύεται στα ματωμένα μου μαλλιά, το φόρεμα έχει καεί πάνω στην σάρκα μου, ένα με το δέρμα μου, το συνθετικό μετάξι έχει λιώσει πάνω μου, για να το βγάλω θα πρέπει να με γδάρουνε ολόκληρη.
Τα χέρια μου πληγιάζουνε από τα αγκάθια που έχουν επίτηδες αφήσει στην ανθοδέσμη, κι άλλο αίμα, κι άλλη μπόχα, το ουρλιαχτό πίσω από τα ξεγυμνωμένα μου δόντια ακούγεται σαν αναγούλα, μπερδεύεται με το αίμα που αναβλύζει από την ανοιχτή μου πλάτη, η ραχοκοκαλιά μου έχει ξεκολλήσει, έχει φύγει σπόνδυλο-σπόνδυλο, είμαι σκισμένη στα δύο, σαν αγελάδα ανοιγμένη πάνω από θράκα, τα μάτια μου κρέμονται από τα οπτικά τους νεύρα, μπλέκονται πάνω στα λουλούδια, τα πέταλα τους με ενοχλούνε, σαν να τσιμπάνε κουνούπια τα μάτια μου, που κρέμονται, τα λουλούδια μου φέρνουν φαγούρα και δάκρια, που στάζουνε πάνω στην άσπρη πασαρέλα, εξατμίζονται αμέσως.
Θυμάμαι από ένα ντοκιμαντέρ ότι ο Χίτλερ μισούσε τα νεκρά λουλούδια, τα βρίσκω όλα αστεία, όπως βρίσκει ένας τρελός αστείο ένα κομμένο κεφάλι παιδιού, καθώς προσπαθεί να το παραγεμίσει με πουλιά, να κάνουνε φωλιά, εκεί όπου άλλοτε φώλιαζε το παιδικό μυαλό, που το' δώσε στον σκύλο, το παιδικό κεφάλι ταξιδεύει στον αέρα, ο τρελός το κλωτσάει, στα πέναλτι της κλινικής, τα απομεσήμερα που προπονείται, ο τρελός, στο παιδικό ποδόσφαιρο, το καλοκαίρι.
Ατενίζω βουνά από ανθρώπους, πυραμίδες από μέλη και πρόσωπα, ατελείωτο τοπίο καταστροφής, πέρα από την τζαμαρία, είναι όλοι τους νεκροί, οι ιστορίες τους γραμμένες στο ταβάνι με καπνό, σαν από αναστάσιμη λαμπάδα, στην κάσα της πόρτας, του νέου διαμερίσματος, μια παλιά επίκληση, τώρα ξεχασμένη, όνειρα από τρεμάμενο καπνό, στο ταβάνι, στον ουρανό, καιρός από γράμματα, σύννεφα από όνειρα, που δεν τολμήσανε να ζήσουν, και τώρα, γράφτηκαν, από κεφάλια που έγιναν πυρσοί, φωτεινές γραφίδες στο σκοτάδι, εξομολογητικές πυγολαμπίδες, από τις ουρές τους ξετυλίγονται ιστορίες.
Εκείνος, γράφει η ιστορία του, ήθελε να τον αγαπάνε, εκείνη να την φοβούνται, ο παραδίπλα ονειρεύονταν να πετάει, σαν πιλότος, ακολουθώντας εναέριες διαδρομές εξίσου ατίθασες με τις σαΐτες που κάρφωνε στα μαλλιά της δασκάλας, όταν έπαιζε στο σχολείο, κάποια θέλει να κάνει μια τελευταία φορά έρωτα πριν πεθάνει από καρκίνο, τώρα που έχει ακόμα μαλλιά, η άλλη ζηλεύει τα κομμένα μου πόδια, με βρίσκει αξιοθαύμαστη και τον εαυτό της δειλό, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, συναντάω την δική μου ιστορία, λίγες ιστορίες παρακάτω, στο πυκνογραμμένο ταβάνι συναντάω τον εαυτό μου, πρέπει να έγραψα κι εγώ κάτι καθώς το κεφάλι μου καίγονταν, την στιγμή που έσκασα πάνω στην τζαμαρία, η ιστορία μου ξεχωρίζει από τις άλλες, τα γράμματα έχουνε κόκκινο περίγραμμα και καρδούλες αντί για τόνους, είναι με γράμματα παιδικά γραμμένη, ολοστρόγγυλα τα γράμματα μου στο ταβάνι, πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών, περίεργο πως ο γραφικός χαρακτήρας αλλάζει με τις ηλικίες, όταν έκανα αυτή την ευχή ήμουν ακόμα παιδί, καθισμένη στο κρεβάτι μου, στο εφηβικό μου δωμάτιο, οι αφίσες μάταια προσπαθούν να κρύψουν το απαίσιο ροδακινί χρώμα που το είχε βάψει η μάνα μου, ροδακινί σαν εσωτερικό εντέρου, ταριχευμένου, το εφηβικό μου δωμάτιο ταρίχευσε την ευχή μου, την έχωσε στο κεφάλι μου βαθιά, και μόνο τώρα που καίγομαι, ζωντανή, γδαρμένη, στην πασαρέλα, την θυμάμαι, καθώς την διαβάζω, γραμμένη εκεί ψηλά, από καπνό, και αίμα, στο ταβάνι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 67
Την σπρώχνω στην λιμουζίνα, θρονιάζομαι δίπλα της στο πίσω κάθισμα, μπεζ δέρμα, από παιδικές πλάτες, η μυρωδιά απολυμαντικού δυνατή, χυδαία, πράσινη, σαν φως νεκροτομείου, εκείνη γελάει σαστισμένη, τα δόντια της αστράφτουν κάτασπρα στα φλας, σαν να τα γυμνώνει αγριεμένη, σκύλα που αγριεύει, το γρύλισμα της δεν ακούγεται, δεκάδες κινητά ανακατεύουν τον αέρα γύρω μας με το παράφωνο, ηλεκτρονικό τους τιτίβισμα, είμαι εξαντλημένος από τα χάπια, τα t-cells μου έχουν πέσει κάτω από τα 250, ήδη παίρνω τις πιο ισχυρές αντιβιώσεις που έχει πάρει ποτέ άνθρωπος.
Τα μαύρα μου γυαλιά κρύβουν καλά τις άδειες κόγχες των ματιών μου, το κοστούμι μου ταιριάζει τέλεια με την νύχτα, την νύχτα ετούτη που καθρεφτίζεται στην μαύρη λιμουζίνα, όποτε δεν ανάβουνε τα φλας, η νύχτα είναι ένα ανάποδο στροβοσκόπιο, σκορπάει στιγμιαίο σκοτάδι αντί για λάμψεις, τα φλας είναι μικροί κεραυνοί, ξεπηδάνε από την γη, προσπαθούν να φτάσουνε τον ουρανό, να γίνουν αληθινοί, μεγάλοι κεραυνοί, δεν τα καταφέρνουν, αποτυχημένοι κεραυνοί, γελοία πυροτεχνήματα, σαν πουλιά που δεν μπορούν να πετάξουν, κότες από φως.
Γελοίοι και γελοίες, με τα μικρόφωνα και με τις κάμερες, σαν όπλα, στο χέρι, χαμογελάνε, για να την ρωτήσουν πως αισθάνεται, που είναι η ομορφότερη στην χώρα, υπέροχα τους λέει εκείνη, και πατάω το κουμπί, στο τηλεκοντρόλ, μέσα στον κώλο της είναι θαμμένος ένα μεταλλικός δονητής, τηλεκατευθυνόμενος, της προκαλεί στιγμιαία ηλεκτροπληξία στο λεπτό έντερο, εκείνη το βουλώνει όποτε πατήσω το κουμπί, τα μάτια της γυρνάνε μέσα στις κόγχες, πρόχειρα βαλμένα γυάλινα μάτια, την τελευταία στιγμή τα αληθινά βγήκανε από τις κόγχες, ευτυχώς έπεσαν διαφημίσεις και κανένας δεν τα είδε να σκαμπανεβάζουν πάνω στο βυσσινί της ντεκολτέ.
Στο απέναντι κάθισμα γλιστράει η Λέλα, ο Τέλης, και αυτή η μαλακισμένη η τριαντάρα πούστρα, η γελοία αδερφή που κάνει την έξυπνη επειδή είναι και κοσμική και απένταρη, μεγάλο κατόρθωμα, μου φεύγει μια μπουκιά σκατό από τον κώλο, λερώνω το βρακί μου, η μυρωδιά από τα σκατά, στην ουσία λιωμένα χάπια, δεν γίνεται αντιληπτή από κανέναν, τα αρώματα τόσο βαριά όσο η λιμουζίνα ολόκληρη.
Έξω από το αλεξίσφαιρο τζάμι κάποιος υπάλληλος του μπαμπά ρωτάει μια πενηντάρα που ουρλιάζει αν βρήκε το πόδι του γιου της, πως αισθάνεται που είναι εθελόντρια για τον καθαρισμό του μπουζουξίδικου από τα πτώματα, ήταν αθώος, στο λογιστήριο του καναλάρχη δούλευε, το παιδί μου, το παιδί μου, αντιπαθητική στριγκή φωνή χαροκαμένης μάνας, που προειδοποιεί να μην πλησιάσει κανείς, ο πόνος που ξεχύνεται από την καρδιά της δηλητηριάζει τον αέρα, δεν μπορώ να αναπνεύσω, βήχω όλο και πιο συχνά.
Κάνω νεύμα στον σοφέρ, είναι ο πατέρας μου, ως συνήθως, αυτή η γελοία μασκαράτα, το ρεζίλι ενός πατέρα που υποδύεται τον οδηγό, ένα φθαρμένο πια αστείο, ο καναλάρχης παιδί του λαού, η Λέλα κατουριέται πάνω της, το πράσινο της φόρεμα κολλάει πάνω στο δέρμα της, τα σάλια της φεύγουνε, μαζί πέφτει και ένα κομμένο ζάναξ, ο Τέλης τραβάει τα μαλλιά του, φεύγουν τούφες-τούφες, η ματωμένη κεφαλή του καπνίζει ακόμα, ανοίγω το παράθυρο να πάρω αέρα, η τριανταπεντάρα προσπαθεί να το σκάσει απ' το μισάνοιχτο παράθυρο, απ' έξω κάποιος την αρπάζει από τα μαλλιά, προσπαθεί να την τραβήξει έξω από την λιμουζίνα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα ουρλιαχτά της αδερφής από τα ουρλιαχτά του πλήθους, ξαφνικά σκάνε με γδούπο τα πόδια της αδερφής ανάμεσα στα πόδια μας, στο πάτωμα, η μισή αδερφή, κομμένη από την μέση και κάτω, τα έντερα της ακόμα κρέμονται έξω από το παράθυρο, το έξαλλο πλήθος την κάνει κομμάτια με τα δόντια του, ουρλιάζω στον πατέρα μου να βάλει μπρος, να φύγουμε, για το πάρτι, προς τιμήν εκείνης, που χαμογελάει ακόμα, δίπλα μου, στην λιμουζίνα, που βρομάει σαν νεκροφόρα, βρομάει άσπρα λουλούδια, άσπρο δέρμα, άσπρα δόντια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 68
Διασχίζουμε, ο ένας πίσω από τον άλλον, το ασπρόμαυρο δάσος, όλο σκεπασμένο με τηλεοπτικό χιόνι, μπροστά ο καναλάρχης, πίσω η Λέλα, ο Τέλης, εγώ, η νέα βασίλισσα της ομορφιάς, ακολουθεί ο γιος του καναλάρχη, βήχει, δείχνει πολύ κουρασμένος, και πίσω, ακολουθεί σκοντάφτοντας και κουτουλώντας, στους γκρίζους κορμούς, στις μαύρες πέτρες, ο μισός τριανταπεντάρης βοηθός της Λέλας, τα πόδια του διατηρούνε το αδερφίστικο του βάδισμα, και ας έχει γίνει ο υπόλοιπος κιμάς έξω από το μπουζουξίδικο, τι' το' θελε να προσπαθήσει να δραπετεύσει από την λιμουζίνα, δεν είναι τυχαία τεθωρακισμένη.
Μπροστά μας ξεπροβάλλει η βίλα του καναλάρχη, ευθυγραμμισμένη, φωτεινή, φωτισμένη με τρόπο θεατρικό, διαγώνιες φέτες από ψυχρό φως κάνουν την πρόσοψη επιβλητική, λιτή αλλά και τεθλασμένη, σαν τσαλακωμένο χαρτί που φωτίζεται πλαγίως, διαφανές χαρτί, ένα σπίτι από τσαλακωμένο σελοφάν, μέσα του βλέπεις κυβιστικές εκδοχές των καλεσμένων, όλοι σπασμένοι σε εκατομμύρια κομμάτια, σαν ένα αναρχικό καλειδοσκόπιο που επανασυντίθεται σε όλο και λιγότερο συμμετρικά σχήματα, καθώς πλησιάζουμε οι λεπτομέρειες μεγεθύνονται, μέσα από τον τσαλακωμένο, μεγεθυντικό φακό που φτιάχνει το φως πάνω στην επιφάνεια της γυάλινης πρόσοψης, μια ακόμα βιτρίνα.
Με το που μπαίνουμε με χτυπάει κρύος αέρας, ανατριχιάζω, το ταβάνι είναι πολύ ψηλό, σαν καθεδρικός, το πάτωμα όλο καλυμμένο με μια γκρι μεταξωτή μοκέτα, απαλή σαν κοιλιά νεογέννητου σκυλιού. Γύρω μου κολυμπάνε οι καλεσμένοι, κομψοί και αποκρουστικοί σαν χέλια, οι μύτες των ποδιών τους απέχουν μόλις δύο εκατοστά από το έδαφος, οι πιο αδύνατοι άνθρωποι που έχω δει ποτέ, όταν στρίβουν δεν τους βλέπεις, άνθρωποι σαν σελίδες που κινούνται, μηδενικού πάχους, τρομερής όψης, όλοι ντυμένοι στα μαύρα, την μια στιγμή, όλοι ντυμένοι στα κόκκινα την επόμενη, σαν κάποιος να αλλάζει το χρώμα των ρούχων με τηλεκοντρόλ, ο κώλος μου έχει αρχίσει να καίγεται, ο δονητής ηλεκτρίζεται όποτε σκέφτομαι κάτι λάθος, όποτε κάνω κάτι λάθος, όποτε λέω κάτι λάθος.
Αποκεφαλισμένα γκαρσόνια περνάνε με ασημένιους δίσκους, πάνω τους σοταρισμένα είναι τα μάτια και οι γλώσσες τους, κάποιοι τους βάζουνε τρικλοποδιά, εκείνα γλιστράνε, πέφτουν, οι δίσκοι δημιουργούν μια μικρή βροχή από όργανα, πέφτουν πάνω στους καλεσμένους, εκείνοι διαμαρτύρονται, τότε τα ρούχα αλλάζουν πάλι χρώμα, οι λεκέδες από τα μάτια και τις γλώσσες των αποκεφαλισμένων γκαρσονιών έχουν πια εξαφανιστεί.
Κοιτάω το πάτωμα, η μοκέτα είναι διάσπαρτη με κόκαλα από γκαρσόνια που έχουν πέσει, που έχουν σκοντάψει σε τρικλοποδιές, μερικά απομεινάρια ακόμα τα γλύφουν σκυλιά, σκυλιά που γαμάνε παιδιά, ανάμεσα στα πόδια των καλεσμένων, που γελάνε, καθώς βλέπουν ένα ακόμα γκαρσόνι να πέφτει, από τρικλοποδιά σε κόκαλα, από τα σκυλιά, στα παιδιά, στην μοκέτα.
Κάποια από τις αποτυχημένες φιναλίστ με τραβάει από το χέρι, θέλει να μοιραστούμε μια τελευταία μυτιά, είναι η τελευταία της επιθυμία πριν την βράσουν ζωντανή, μαζί με όλη της την οικογένεια, όπως υποσχέθηκε δημοσίως ότι θα κάνει, αν δεν βγει σταρ Ελλάς, μαστουρωμένη, σε ένα παράθυρο, στις ειδήσεις, μια μέρα πριν τα καλλιστεία, αφού είχε χάσει το κινητό της, και ήταν συγχυσμένη, λέει, και κόβει μια παχιά, άσπρη μυτιά κοκαΐνη, πάνω στην τσάντα της, ένας δημοσιογράφος είναι πάνω από το κουβούκλιο της διπλανής τουαλέτας, παρέα με τον Τέλη, που ξερνάει μέσα στην χέστρα μας από ψηλά, ο δημοσιογράφος βγάζει μια ψηφιακή μηχανή για να αποθανατίσει την στιγμή, μου τραβάει το ντεκολτέ να φαίνονται οι ουλές στα φυτευτά μου βυζιά, ζητάει να τον κεράσουμε κι αυτόν μια ψιλή.
Η κόκα χτυπάει κέντρο στην ανάσα μου, την κόβει, είμαι μουδιασμένη, είμαι αλλού, η σκέψη μου σκαλώνει στην πραγματικότητα, πριν γίνουν όλα από λιωμένο γυαλί που μόνο η καθαρή κοκαΐνη μπορεί να σου προσφέρει, ένας κόσμος φτιαγμένος για σένα, από κανέναν, μια κόλαση χωρίς άλλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 69
Η βότκα είναι σάλιο πνιγμένων γέρων, τους κρεμάνε ανάποδα και τους τιγκάρουν τον κώλο με νερό βραστό, αυτό μαζεύεται στις γέρικες κοιλιές τους, και αφού τις τρυπήσει, στάζει από τα γέρικα ρουθούνια και τα βρόμικα τους στόματα, γεμίζει μεγάλα βαρέλια, μαζεύεται, το νερό, από τις κοιλιές των κρεμασμένων γέρων, το γλυπτό από πάγο έχει γίνει από καλούπι που φτιάχτηκε από τα πτώματα των γέρων στο εργοστάσιο πάγου, η διαφανής ανθρωπόμορφη πυραμίδα λιώνει, η δεξίωση προχωράει.
Δεν μπορώ να πιω, αν και διψάω, είμαι μόνο πόδια, το υπόλοιπο φαγώθηκε από κάτι πεινασμένους έξω από το μπουζουξίδικο, η απόπειρα μου να δραπετεύσω από το μισάνοιχτο παράθυρο της λιμουζίνας αποτυχημένη και γελοία, ακουμπάω το ένα μου πόδι στον τοίχο από πίσω μου, το άλλο μπροστά, για να σκοντάφτει κανένα γκαρσόνι επάνω του, δεν φαίνομαι καλά εξάλλου, που να ξεχωρίσεις ένα ζευγάρι κομμένα πόδια μέσα στο πλήθος, τα έντερα που κρέμονται από το κομμένο μου κορμί θα μπορούσαν να είναι ένα πιάτο με αλλαντικά, ιδρωμένο πατέ ντε φουά.
Αναρωτιέμαι αν τ' αρχίδια μου λειτουργούνε, φαντάζομαι πως αφού μπορώ και περπατάω, θα μπορώ και να καυλώνω, σκέφτομαι, με τα νύχια, και τρίβομαι στον κώλο όποιου περνάει, οι σπρωξιές που τρώω με οδηγούνε στην μέση της πίστας, ακούω τα χαχανητά των χορευτών, είναι έξαλλα χαρούμενοι οι προσκεκλημένοι του καναλάρχη, με σπρώχνουν με αηδία, τελικά τους γίνομαι ενοχλητικός, με αρπάζουν, με ανεβάζουν σε ένα τραπέζι, από κάτω βάζουν φωτιά, χτυπάνε παλαμάκια, τα παπούτσια μου αρπάζουν φωτιά, οι σερπαντίνες γύρω μου φλέγονται και αυτές, δυο σκυλιά κυνηγιούνται γύρω από το τεράστιο σαλόνι, από τον καυλωμένο πούτσο του ενός σκυλιού κρέμονται δυο παιδικά πόδια, ο κώλος που τα ενώνει ματωμένος, μέσα του σφηνωμένος ο σκυλίσιος πούτσος.
Εκείνη, τινάζει τα μαλλιά της, σπέρνοντας χρυσόσκονη, στον γεμάτο καπνούς αέρα, το φόρεμα της φάρος βυσσινί, αστράφτει λυγερή, χαμογελαστή, στην μέση της πίστας, δίνει τον ρυθμό με τις βλεφαρίδες της, εστεμμένη, εκείνη είναι ένα διαφανές ροδάκινο, ελαφρύ και δροσερό σαν δάκρυ, δάκρυ που χύνεις καθώς ακούς ένα τραγούδι που αγαπάς, το αγαπάς και ας σε κάνει να κλαις, μόνος σου, τα βράδια, εκείνα τα βράδια που έχεις μείνει μόνο εσύ και τα πόδια σου, να περπατάς, μέχρι να ξημερώσει, και η μέρα σε τυφλώσει, με το φως της, έκπτωτη.
Μόλις με βλέπει να καίγομαι πάνω στο τραπέζι, χτυπάει παλαμάκια, μαζί με τους καλεσμένους και εκείνη, αλλά με απελπισία, όχι με ενθουσιασμό, ξαφνικά με πιάνει από τους γοφούς, από εκεί που ούτως ή άλλως σταματάνε τα κομμένα μου τα πόδια, τα χέρια της τυλίγουν τα έντερα μου, σαν χειρολαβές, αρχίζει να χορεύει, κουνώντας τα πόδια μου, δηλαδή εμένα, πέρα δώθε, με στριφογυρίζει πάνω από τα κεφάλια των προσκεκλημένων, το πάρτι παγώνει, παλλόμενο ηλεκτρονικό ντίσκο ψυγείο, εκείνη δονείται, χάνεται στον ψυχρό λαβύρινθο, οι τοίχοι είναι ψηφιακοί παλμοί, την ακολουθώ, χορεύω κι εγώ με εκείνη, το γέλιο της ξεσπάει μέσα στο τραγούδι, πρώτα γάργαρο, μετά κοφτό, όλο και πιο κοφτό, σαν ανάσα λαχανιασμένη, το γέλιο της μετράει τις ανάσες που της απομένουν, με παρατάει και χάνεται μες στο πλήθος, τρέχω πίσω της, ένα γκαρσόνι σκοντάφτει πάνω μου, πέφτω από πάνω του, σωριάζομαι, είμαστε ένα ζευγάρι χωρίς κεφάλι και σώμα, μόνο τέσσερα πόδια, ένα σώμα αντί για δύο, αποκεφαλισμένο, με τέσσερα πόδια, ο πανικός στην θέα των σκυλιών που έρχονται να μας κατασπαράξουν είναι ακόμα πιο έντονος και από τα γέλια των καλεσμένων που κοροϊδεύουν το ανάπηρο κουβάρι που έφτιαξα πέφτοντας πάνω στον αποκεφαλισμένο σερβιτόρο.
Νιώθω τα χνώτα των σκυλιών στις πατούσες μου, βλέπω τον αποκεφαλισμένο σερβιτόρο να σηκώνει τα χέρια ψηλά, τα σηκώνει μέσα από τον ανθρώπινο σωρό που έχουμε μπλεχτεί, ένα μικρό βουναλάκι από μέλη, μπροστά στα πεινασμένα σκυλιά, στα βιασμένα παιδιά, γελάνε κι αυτά.
Έκπληκτος βλέπω τα δάχτυλα του σερβιτόρου να συσπώνται νευρικά, οι παλάμες του ανοιγοκλείνουν και χτυπιούνται μεταξύ τους, μιλάει στην γλώσσα των κωφάλαλων, το κεφάλι δεν του χρειαζόταν ούτως η άλλως, μιλάει στα σκυλιά, εκείνα κουνάνε την ουρά τους.
Μια μεταφράστρια της νοηματικής προβάλλεται στο φόρεμα που κακαρίζει δίπλα μας, ερμηνεύει τις χειρονομίες του αποκεφαλισμένου γκαρσονιού, είναι οι στίχοι του Imagine, λίγο πριν φτάσει στο ρεφρέν, τα σκυλιά σιγοντάρουν, μια σκυλίσια gospel χορωδία απλώνεται στο πάρτι, οι καλεσμένοι συνεχίζουν να χτυπάνε παλαμάκια, μόλις τελειώσει το τραγούδι τα σκυλιά μας ορμάνε, αρχίζουν να τρώνε πρώτα τα χέρια του αποκεφαλισμένου γκαρσονιού, το τελευταίο πράγμα που αισθάνθηκα σε αυτή την ζωή είναι τα δόντια ενός λυκόσκυλου να σκίζουν την πατούσα μου, που πριν από λίγο χόρευε, με εκείνη, μισός, ολόκληρη, επώνυμη, παιδί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 70
Είμαι νέος, ωραίος, δηλαδή, δεν έχω μετανιώσει ακόμα τίποτε, και, ίσως, για τελευταία φορά στην ζωή μου, οι ευκαιρίες γύρω μου χορεύουν, σε κάθε ηλικία, σχήμα, μέγεθος και γεύση, χαϊδεύω την επίπεδη κοιλιά πάνω από το μεταξωτό μου πουκάμισο, είναι λεία και γραμμωμένη, την διασχίζει ένα ρυάκι από προκλητικές τρίχες, το γυμναστήριο και η κοκαΐνη έχουν αποδώσει κοιλιακούς, κατεβάζω ένα σφηνάκι βότκα μονομιάς, η κάψα καίει το λαρύγγι, ο παράδεισος είναι εδώ όταν το αλκοόλ και τα ναρκωτικά είναι τσάμπα, ποτέ δεν ήτανε πιο τσάμπα για μένα απ' ότι τώρα, τώρα που είμαι ο ωραίος Τέλης, φύλακας άγγελος εκείνης, σε μυστική αποστολή, προσέχω μην τυχόν πεθάνει, εκείνη, όπως με διέταξε να κάνω, από τηλεφώνου, η φιλάνθρωπος σύζυγος του καναλάρχη.
Είμαι στο πάρτι μετά τα καλλιστεία, στο σπίτι του καναλάρχη, με κοιτάνε όλοι, επειδή δεν είμαι γκρι, δεν έχω ακόμα χάσει το χρώμα μου, το χρώμα που πήρανε τα μάγουλα μου από τις κρύες βόλτες που έκανα γύρω από το κωλοχώρι, αυτό που εγκατέλειψα, με εκείνη παραμάσχαλα, παραλίγο να την σκοτώσει ο πατέρας της, την μέρα που ξημέρωνε κρεμάστηκε η μάνα της, όλα έγιναν πραγματικότητα, κάτι έχω να κάνω, τώρα πια, εκτός από το να περιμένω μηνύματα στο κινητό, κάτι έχω να κάνω, τώρα πια, πέρα από το να κοροϊδεύω πούστηδες στο chat, είμαι ο Τέλης, γαμιάς, τεκνό, ωραίος, νέος, με επώνυμους παρέα, ακόμα και από μεσημεριανές εκπομπές με παίρνουνε τηλέφωνο, με παρακαλάνε να βγω στα παράθυρα, να μιλήσω, για σατανιστικές τελετές και διαζύγια ξεπεσμένων μοντέλων, με ρωτάνε αν μυρίζει η αναπνοή μου και αν τα βίτσια μου είναι δωρεάν, το κλείνω το κινητό, παίρνω μια μυτιά ακόμα, κοιτάω στην τηλεόραση την έκφραση απορίας της τηλεπαρουσιάστριας με τα φυτευτά μαλλιά, έκπληκτη μόλις ακούει τον βόμβο του κινητού που μόλις έκλεισα, η εκπομπή ακολουθεί τα κέφια μου.
Στο πάρτι, μια κυρία με φιλάει στο μάγουλο, ανταποδίδω στον αέρα που βαραίνει πίσω από τα αυτιά της, άρωμα μπερδεύεται με βενζίνη, εξατμίζεται στα ρουθούνια μου, έχω ακούσει ότι καθαρίζουν την κόκα με αμόλυβδη, μου έρχεται εμετός, τον καταπίνω, στρίβω επιτόπου, η μουσική γλιστράει από κομμάτι σε κομμάτι, ο ρυθμός δεν αλλάζει ούτε στιγμή, στρατιωτικός, σκληρός, η ηλεκτρονική του μπότα χτυπάει θυμωμένα τον αέρα, σαν παιδί που έχει πεισμώσει, σαν μητέρα σε παιδικό πάρτι που επιμένει να χορέψουν τα παιδιά, που έχουν πεισμώσει, επειδή δεν θέλουν η μητέρα να είναι εκεί, και να τα ενοχλεί, παρακολουθώντας αν χορεύουν, με γεροντική εμμονή.
Και τώρα, δείτε πως κουνιέμαι στον ρυθμό, ο βασιλιάς του τίποτε, ανάμεσα σας θα γδυθώ, το σώμα μου να δείτε, και να πείτε, ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα του υπόλοιπου της ζωής σας, τέρμα τα νοίκια και οι λογαριασμοί, τα κινητά και τα διακοποδάνεια, σκόνη να γίνει η Μύκονος, στάχτη το Κολωνάκι, απ' τις κολώνες να κρεμάσουμε ρουφιάνους και προδότες, τους άσχημους εκείνους γέροντες με τα πανάκριβα τα ρούχα, τα τζιπ, και τα πουράκια, να σταματήσει ο χορός, ν' αρχίσει η ποίηση, στο μισοσκόταδο της λάμπας του Καβάφη, να λαθραναγνώσετε την ηλικία του, και την απογοήτευση του, που σκύψαμε όλοι το κεφάλι στους βάρβαρους ξανά, και υποκύψαμε, στον ένα και στον άλλον, να σταματήσουμε να απολογούμαστε, να εξηγούμε, να γκρινιάζουμε, να δούμε, στον καθρέφτη που ραγίζει το είδωλο μας, ότι κανένας μας δεν είναι αθώος, το κινητό και μόνο, πομπός και δέκτης που σε βρίσκει όπου και να' σαι, σε έχει κλείσει μέσα του, στην πρώτη θέση αιώνια πτήση, αναρωτιέσαι ποτέ που είσαι όταν κατουράς μέσα στην στενή τουαλέτα του αεροπλάνου, εναέρια, στο κάθισμα με την σακούλα εμετού να τσαλακώνεται στα γόνατα σου, πού είσαι όταν ταξιδεύεις, θυμήσου, όσο πιο ψηλά πετάς, τόσο πιο πολύ θα είσαι εκεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 71
Είναι όλοι καλεσμένοι μου, εργαζόμενοι στο κανάλι μου, υπάλληλοι μου, δηλαδή δούλοι μου, άνθρωποι που τους πληρώνω για να ζούνε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προσκεκλημένοι στο σπίτι μου, έπαυλη φτιαγμένη από τσαλακωμένο σελοφάν, τσιμέντο και κόκαλα εργατών στα θεμέλια, το καλύτερο αντισεισμικό, οι ζωές των άλλων, όταν πατάς πάνω τους κανένα Ρίχτερ δεν μπορεί να σε κουνήσει.
Τα χνώτα μου βρομάν ψοφίμι, γαϊδούρι ξεχασμένο κάτω από ελιά τον Αύγουστο, τυμπανισμένο από τα αέρια, μαγαρίζει τον αέρα με την απόκοσμη του μπόχα.
Περιφέρομαι επιτηδευμένα ανάμεσα τους, παρατηρώ το πόσο αλλάζουν τον τρόπο που μιλάνε, χορεύουν, η κουνιούνται καθώς περνάω από δίπλα τους, στα αυτιά μερικών ψιθυρίζω απολύεσαι, έτσι για να τους βλέπω να μαζεύουν πρόχειρα το παλτό τους και την γυναικούλα τους, να μου αδειάζουν γρήγορα την γωνιά, σβήνω το πούρο μου μέσα στο κομμένο λαρύγγι ενός αποκεφαλισμένου γκαρσονιού, το αίμα καίγεται και μυρίζει σαν φιλέτο που τσιτσιρίζει πάνω σε μαντέμι.
Εκείνη είναι το κέντρο της προσοχής όλων, ηλιοκαμένη, τα μάτια της αστράφτουν, μαργαριταρένια σκόνη απλώνεται σε όλο της το δέρμα, λάμπει, η ντίσκο μπάλα πασπαλίζει φωτεινούς λεκέδες, περιστρέφονται, πέφτουν σαν νιφάδες πάνω της, το δέρμα της σαν λεοπάρδαλη από φως και σκιά, τα μαλλιά της άγρια λεοντή, τινάζονται ανάλογα με την κατεύθυνση που γελάει, το στήθος της ξεχειλίζει ζουμερό μέσα από το γυαλιστερό της φόρεμα, ροζ ύφασμα, ροζ σαν τσιχλόφουσκα, σαν σκισμένη κωλότρυπα, σαν έντερο που πέφτει φρέσκο στο πάτωμα του σφαγείου, για να σκουπιστεί παρέα με τα υπόλοιπα απομεινάρια, να αλεστεί, να γίνει η πρώτη ύλη για παιδικά αλλαντικά, που θα μασιούνται σε τηλεοπτικές διαφημίσεις, διαλυμένες από το χιόνι της κακής τηλεοπτικής λήψης, σε τηλεοράσεις που αναβοσβήνουν κάθε πρωί, σε δυαράκια γέρων, που δεν θυμούνται το όνομα τους, προσπαθούν μάταια, με χαλασμένο τηλεκοντρόλ και άκοπα νύχια, να αλλάξουν το κανάλι, την ζωή τους, που πληρώνω εγώ να βλέπουνε, ο καναλάρχης, που μετά, οργανώνω πολυτελείς δεξιώσεις, πληρωμένες από τα έσοδα των διαφημίσεων των παιδικών αλλαντικών από αλεσμένα ροζ γυαλιστερά έντερα και πανάκριβα μεταξωτά, που παίζουνε αδιάκοπα στα καλλιστεία, στις ειδήσεις και στα πρωινάδικα.
Δίπλα μου, δεμένη από μια σκουριασμένη αλυσίδα, σέρνεται ό,τι απέμεινε από την τηλεπαρουσιάστρια σκλάβα, εκείνη που ταΐζω σκατά πάνω στα κότερα και μέσα από πανάκριβες ιταλικές πορσελάνες, ειδικά σχεδιασμένες χέστρες εισαγωγής με υποδοχή για στόμα, σε μυστικό κουβούκλιο από κάτω, με ηχομόνωση, ώστε να μην ακούγονται οι αναγούλες της όταν ξερνάει γύρω από το σκατό μου, που εμφανίζεται από την τρύπα που έχει εφαρμόσει τα πλαστικά της χείλια, μέσα από την οποία ξεπροβάλλει, εκτός από την κουράδα μου, και το φως, ή όσο φως επιτρέπει ο γέρικος μου κώλος να γλιστρήσει, μέσα από την τρύπα, στο σκοτεινό κουβούκλιο που την έχω κλειδωμένη, κάτω από την χέστρα, μια μικρή φυλακή, υποδοχή για την τηλε-οικοδέσποινα, μια αχτίδα στραφταλίζει στα μαλλιά της, μυρίζουν σκατά.
Κάποιος ξέχασε να την βγάλει, δυο εβδομάδες έμεινε κλεισμένη στο μικροσκοπικό μπουντρούμι, πέθανε από την δίψα, και την πείνα, δεν ήμουν εκεί για να την κατουράω, εγκαινίαζα νοσοκομεία για καρκινοπαθή σκυλιά, για να την βγω στην μαλάκω την γυναίκα μου, την μητέρα της πούστρας, της αδερφής που παριστάνει τον γιο μου για να με εκνευρίζει, την σπασμένη καπότα, που κάθεται και παριστάνει τον καμπόσο, θα' θελα να τον δω να προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς εμένα για πατέρα του, να γεννηθεί χωρίς να χύσω, χωρίς να σπάσει η καπότα, να φωτογραφίζεται χωρίς επώνυμο, να μην χρειάζεται τα γυαλιά ηλίου, που κρύβουνε το βλέμμα του, τρυπάνε το φως με σκοτάδι, ένας σκοτεινός διάδρομος ανοίγεται στην λιακάδα, ή ανάμεσα στα φλας, και εκείνος, ο γιος μου, διασχίζει, ατάραχος, την δροσερή σκιά, που απλώνεται από το βλέμμα του, σε όλο το δωμάτιο, σαν ιός, έχει κάνει την νύχτα αξεσουάρ τσέπης, χωράει σε μια σκληρή δερμάτινη θήκη, μικροσκοπικό φέρετρο πανάκριβων ιταλικών γυαλιών ηλίου.
Πεθαίνει από AIDS, εγώ του το κόλλησα, πλήρωσα τον ηλίθιο τον Τέλη, γαμιάς του πεντακοσάρικου, Διόνυσος τσέπης, καυλωμένο πρεζόνι χωριάτης σκατάς, να τον γαμήσει, δήθεν για να τον πάρω μάτι, που να ξέρει το βλαχαδερό ότι είμαι ο πατέρας του, όταν θα του έβγαζε τα μάτια, στην τουαλέτα του τσοντάδικου, μέσα από την κάμερα του κινητού του είδα όλη την σκηνή, τον γιόκα μου στα γόνατα να παίρνει το μοιραίο του τσιμπούκι, τα ούλα του να μουσκεύουν από τον τσουχτερό ιό, τα χύσια του Τέλη να μαζεύονται, ανάμεσα σε ούλα και σφραγίσματα, μολυσματικά και βρόμικα, όσο το πάτωμα της τουαλέτας που φιλοξενούσε την υπέροχη αυτή στιγμή, χωρίς την βοήθεια της τεχνολογίας κινητής τηλεφωνίας θα έπρεπε να βασιστώ στα λόγια του χωριάτη, και τώρα, δεν θα ήμουν τόσο σίγουρος, ότι η πούστρα πεθαίνει, επιτέλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 72
Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό δεν αισθάνομαι καθόλου καλά, ακόμα και μικρές αποστάσεις, όπως από το γραφείο στο γυμναστήριο, ή από τα πλατό στο τσοντάδικο, ή από το ένα γαμήσι στο επόμενο, με κουράζουν υπερβολικά, η ενέργεια μου έχει πέσει στο μισό, συνέχεια βήχω, και νυστάζω.
Τώρα είμαι στο πάρτι, που γίνεται μετά τα καλλιστεία, κάθε χρόνο, στην έπαυλη του πατέρα μου, όλο το κανάλι καλεσμένο, βαριέμαι να σηκωθώ να πάρω ένα ποτό, όλοι μου χαμογελάνε, και ας είμαι αδύνατος, κάτωχρος, χωρίς φρύδια, τα μάτια διαρκώς γουρλωμένα πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά, όποτε με σκουντάνε ή όποτε σκύβω να αποφύγω κάποιον πυροβολισμό μου πέφτει κάποιος βολβός, τον ξαναχώνω στην κόγχη βιαστικά, τουλάχιστον οι κάμερες είναι διακριτικές, οι σκηνοθέτες ρίχνουν διαφημίσεις όταν προσπαθώ να ξεμπερδέψω το οπτικό νεύρο, Dixan όταν δεν μπορώ να ρουφήξω, με βλέμμα δυνατό, μονομιάς, τον βολβό πίσω στην θέση του, τότε κάνω συγκαταβατικές εκφράσεις στον φακό, σαν γέρος που του έπεσε το μονόκλ μέσα στην σούπα, ξεπερασμένη κωμωδία.
Είμαι καταδικασμένος να πεθάνω δημοσίως, άλλωστε έχει στηθεί ένα ολόκληρο reality show γύρω απ' την ασθένεια μου, οι τηλεθεατές προτείνουν λύσεις, θεραπείες για μένα, πολλές από αυτές είναι μοναδικά διεστραμμένες, λεπτεπίλεπτες διαδικασίες αφανισμού που ίσως ξεπατίκωσαν από κάποιο εγχειρίδιο βασανισμού στην Κίνα, ή από το πρόγραμμα MK-ULTRA, που βρίσκεται στην διάθεση οποιουδήποτε επίδοξου ανακριτή, δημοσιευμένο στο internet, από την ίδια την CIA, που το έχει μελετήσει.
Τα ευρώ από τα sms που στέλνουν οι τηλεθεατές στο AIDStory διατίθενται για φιλανθρωπικό σκοπό, δηλαδή για να παράγονται τα καρκινοπαθή παιδιά που αγκαλιάζει η μητέρα μου στις φιλανθρωπικές της εκδηλώσεις.
Τα κακόμοιρα αυτά παιδιά χρειάζονται πολλά χρήματα για βομβαρδισμούς κοβαλτίου και ηπατικές ενέσεις ιντερφερόνης, ωκεανοί χρήματος διασχίζονται προκειμένου να λιώσει στην σωστή ταχύτητα η παιδική σάρκα, άσε που δεν μπορείς να βασίζεσαι στην τυχαία επιλογή του κάθε καρκίνου προκειμένου να κάνεις casting για τις φωτογραφήσεις της μητέρας μου, εννοείται ότι είναι τόσο απαιτητική όσον αφορά την εμφάνιση του παιδιού που θα πεθαίνει στην αγκαλιά της όσο για τα ξανθά, φυτευτά της μαλλιά.
Σκύβω να χαϊδέψω ένα σκυλί, από το στόμα του πέφτει ένα μισό-μασημένο παιδικό αυτί, από το λοβό κρέμεται σκουλαρίκι σκιουράκι, το ανθρωποφάγο σκυλί με κοιτάει ένοχα, χάνεται γαβγίζοντας στο δάσος από πανάκριβα πόδια, τα αντρικά είναι ντυμένα με ατσαλάκωτες φανέλες, τα γυναικεία τυλιγμένα σε πανάκριβα, γυαλιστερά μεταξωτά καλσόν, άλλα φοράνε σανδάλια, άλλα γόβες, κεντήματα και τρέσες κρέμονται στον ορίζοντα, σαν διαδοχικές αυλαίες από μικρά θέατρα, τρεμοπαίζουν, ένα δάσος από χάντρινους και υφασμάτινους ήχους, οι ποδόγυροι των βραδινών φορεμάτων με ζαλίζουν με την πολυπλοκότητα των στολισμών τους, τα διπλά τους υφάσματα, τις δαντέλες, τα τούλια, τους φιόγκους, τα απλικέ λουλούδια, πουλιά, πεταλούδες.
Ξαφνικά, ξεχωρίζω εκείνη, ροζ, έντονο, τα πόδια της ξεπροβάλλουν χαρούμενα, χορεύουν στον ρυθμό, της έχουν ράψει τα πόδια ανάποδα στον αστράγαλο, οι μύτες των νυχιών, βυσσινί, κοιτάνε από την πλευρά της πλάτης, τα κρυστάλλινα τακούνια αστράφτουν από την μεριά του στήθους, εκείνη δεν μοιάζει να νοιάζεται, χορεύει, σαν παριζιάνικη εκδοχή τσιγγάνας, τέλεια σχεδιασμένη με μελάνι και κάρβουνο, ίσως καταφέρω να την έχω προσκεκλημένη στο AIDStory, να μου πει πως μαγειρεύει ταιλανδέζικο ρύζι, αν ο Ερμής είναι ανάδρομος, αν διασκεδάζει εδώ στην έπαυλη του καναλάρχη.
Ανάμεσα από τις κάμερες που την περικυκλώνουν, εμφανίζεται η μητέρα μου, κρατάει στην αγκαλιά της ορούς και καλώδια, που ξεπροβάλλουν από μια δερμάτινη σακούλα, που ξεχειλίζει από κόκαλα, μάτια, τρίχες και σάλια, ό,τι απέμεινε από κάποιο παιδί που πέρσι ψόφησε και ακόμα να βρομίσει.
Τα μάτια της αστράφτουν, τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της ακουμπάνε τρυφερά τους ώμους, καιρό έχει να νιώσει κάποιο χάδι στους γερασμένους της ώμους, εκείνοι είναι σκεπασμένοι από μια ολομέταξη δαντέλα, στο χρώμα της σκόνης, αιώνια σκόνη που πέφτει πάνω από όλη την δεξίωση, όλοι ακίνητοι και σκονισμένοι, σαν μονόχρωμη φωτογραφία, από πάρτι ξεχασμένο σε σαλόνια άλλου αιώνα, το νεκρό παιδί φταρνίζεται, σκορπάει σάλια στον αέρα, εισπνέω άθελα μου ανάσα νεκρού παιδιού, στα πνευμόνια μου απλώνεται η πνευμονία, ο βήχας μου απότομος, σαν μαχαιριά, μου σκίζει το λαρύγγι, δεν μπορώ να καταπιώ, η τελευταία μου εικόνα καθώς πεθαίνω, πέφτω, το πρόσωπο μου σκάει στην σόλα ενός σκονισμένου παπουτσιού, ο βήχας μου τινάζει την σκόνη, μέσα στην γυαλάδα του μαύρου δέρματος βλέπω το πρόσωπο μου, τα γυαλιά μου φεύγουνε καθώς πέφτω, με έναν γδούπο, ανάμεσα στα ολοκέντητα βραδινά φορέματα, πεθαίνω, με σπασμούς, τα μάτια μου βγαίνουν από τις κόγχες τους, κυλάνε μες στην σκόνη, ακινητοποιούνται με τις ίριδες στραμμένες στο ταβάνι, βλέπω κάτω από τους ποδόγυρους, μια θέα από μουνιά που αναδεύονται στο σκοτάδι, ακίνητα, τα μόνα που έχουνε μείνει ανέπαφα από την σκόνη, λουφάζουνε βαθιά μέσα στους ταφτάδες και το μετάξι, τις χάντρες, ένας ανάποδος βυθός, ένας ουρανός από μικρούς βυθούς, αναδεύεται, στο σκοτάδι που απλώνεται πάνω από τα βγαλμένα μου μάτια, καθώς πεθαίνω, σε ζωντανή σύνδεση, στο σπίτι του καναλάρχη πατέρα μου, ποιος ξέρει πόσα φράγκα θα βγάλει από τις διαφημίσεις κάθε φορά που θα προβάλλεται ο θάνατος του γιου του, ο θάνατος μου, η εκπομπή σου, Dixan.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 73
Βαριέμαι στην δεξίωση, παρακαλάω να με πετύχει καμιά σφαίρα να πεθάνω, παρ' όλα αυτά βρίσκω το κουράγιο να ανατρέξω στο κουρασμένο μου μυαλό, γεμάτο άχρηστες πληροφορίες που νομίζω ότι με κάνουν ξεχωριστή, με σώνουν από την πλήξη που με περικυκλώνει σαν Λονδρέζικη βροχή, επίμονη, λιπαρή, σαν ιδρώτας χοντρού παιδιού.
Από μια παλιά Αμερικάνικη Vogue μου είχε μείνει αξέχαστο εκείνο που είχε παρατηρήσει ο Hamish Bowles, ο συντάκτης μόδας, για την μυθική Sao Schlumberger, την πάμπλουτη Παριζιάνα οικοδέσποινα, που έτρωγε την περιουσία του νεκρού συζύγου της, σαράντα χρόνια αφού η αλλοτινή μις Πορτογαλία Sao τον είχε ερωτευτεί σε μια ανεπίσημη παρτούζα για βαριεστημένους γόνους ευρωπαίων Κροίσων.
Ο Hamish λοιπόν είχε πει "η Sao αποδεικνύει ότι τα διαμάντια ταιριάζουν απόλυτα με την νόσο του Πάρκινσον, υπέροχες οι λάμψεις τους καθώς οι ακούσιοι μικροσπασμοί τρεμοπαίζουν τις πέτρες στα γέρικα αυτιά, στα γέρικα δάχτυλα."
Ακόμα ποτέ δεν ξεχνώ τον Γάλλο φιλόσοφο και πολεοδόμο του 20ου αιώνα Πολ Βιριλιό, που έχει αποκαλέσει πυκνοληψία εκείνη την στιγμή που το φλιτζάνι του καφέ γλιστράει, το φρένο μπερδεύεται με το γκάζι, το δάχτυλο μαγκώνεται στην πόρτα, την στιγμή που το ασυνείδητο κάνει φάρσες, οδηγώντας το σώμα στην λάθος κίνηση, εκείνη που θα σπάσει το φλιτζάνι, θα χύσει τον καφέ στο πάτωμα, θα συγκρουστείς με το αυτοκίνητο μπροστά, θα σπάσεις το δάχτυλο σου με φριχτούς πόνους.
Στις φωτογραφίες που είχε κάνει ο Helmut Newton, πάλι για μια παλιά Αμερικάνικη Vogue, τα πανύψηλα πόδια της Nadja Auerman ήταν φυλακισμένα σε μεταλλικές κατασκευές, ανάγοντας την αναπηρία της σε ευκαιρία για τεχνολογική πρόοδο και εναλλακτικούς τρόπους στολισμού και πειθαναγκασμού του θεϊκού, και περιστασιακά ανάπηρου σώματος της. Στην προσπάθεια της να κατέβει τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του μεσημβρινού Μονακό, το πλατινέ τοπ μόντελ υποβαστάζονταν από ηλιοκαμένους επιβήτορες, όλοι τους ντυμένοι με την απρόσωπη στολή του εποχιακού σοφέρ, κοστούμι, γραβάτα, γυαλιά McArthur της Rayban.
Το ήξερες ότι ο στρατηγός McArthur φορούσε αυτά τα γυαλιά την δεκαετία του '50, προκειμένου να προστατεύει τα μάτια του στις πυρηνικές δοκιμές του Άλαμο; Αναρωτιέμαι, εγώ, η Λέλα, η διευθύντρια του τηλεοπτικού δημιουργικού του καναλάρχη, για το πώς είναι δυνατόν το μυαλό μου να είναι τόσο γεμάτο με αδιάφορες πληροφορίες, καμία από αυτές ουσιαστική, όπως ας πούμε το να ξέρω ότι για να πηδήξεις από τον πέμπτο, θα πρέπει να έχεις την πλάτη γυρισμένη στο κενό, η θέα της ασφάλτου που σε περιμένει προκαλεί ναυτία και δέος, η αυτοκτονία είναι ζήτημα αποφασιστικότητας και όχι ανάμικτων συναισθημάτων φόβου και θαυμασμού.
Ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο, κρυφοκοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, ακουμπάω μοιραία το κεφάλι μου στον τοίχο, από κάτω η έπαυλη σείεται, η μουσική υπόκωφη, ο απόκοσμος ήχος της έχει γλιστρήσει σε μια περιοχή που μοιάζει περισσότερο με γλυπτική, έχει πάρει αλληλεπιδραστική μορφή, τα μπάσα δονούν τα θεμέλια του κτιρίου, το πάτωμα τρίζει, οι υψηλές συχνότητες κάνουν παρεμβολές στα κινητά, σκορπώντας γύρω μας τους πιο ενοχλητικούς ήχους που έχουν γίνει ποτέ, παραμορφώσεις και ηχώ, οι πύλες της κολάσεως σέρνονται πάνω σε σκουριασμένους μεντεσέδες, τις σπρώχνουν δεκάδες τεμαχισμένα ανθρώπινα μέλη που κινούνται χάρη στα πόδια εντόμων που έχουνε φυτρώσει στις πληγές τους, αρθριτικά και μαύρα πόδια αράχνης, κατσαρίδας και σκορπιού, σκαλώνουν πάνω στην μοκέτα, στα σκυλιά, που τρώνε τα αποκεφαλισμένα γκαρσόνια, που σκοντάφτουν στα παιδιά που γαμάνε τα σκυλιά, μερικά από τα ακρωτηριασμένα μέλη ξεφεύγουν από το κάτεργο τους, σταματάνε να σπρώχνουν τις πύλες της κολάσεως, σκορπάνε ύπουλα ανάμεσα στα πόδια των καλεσμένων, χάνονται κάτω από βραδινά φορέματα και φούστες, ανεβαίνουν μέσα από μπατζάκια, τρυπώνουν σε κόλπους και πρωκτούς, ένα δάχτυλο χώνεται εκεί, ένα συκώτι γλιστράει εδώ, γραπώνονται μέσα στους απρόθυμους οικοδεσπότες τους, όλοι οι καλεσμένοι συσπώνται, η αιώνια γκρι σκόνη τινάζεται σε σύννεφα από πάνω τους, σύννεφα στο χρώμα της δαντέλας που σκεπάζει τους γερασμένους ώμους της φιλάνθρωπου συζύγου του κυρίου καναλάρχη μας, καθώς οι νεκροί του δούλοι γλιστράνε, ουρλιάζοντας στο πάτωμα, κρατάνε τα στομάχια τους, τραβάνε τα πόδια των εντόμων που έχουν γαντζωθεί πάνω τους, σε αφαλούς, ρουθούνια και ουρήθρες, ακρωτηριασμένα μέλη τους αγκαλιάζουν σαν πεταλίδες σε βράχο, χρειάζεται σουγιάς και υπομονή για να τις ξεκολλήσεις, όταν τελικά τα καταφέρεις, η πεταλίδα αφήνει μια ουλή στον βράχο, φαντάσου τι προκαλεί ένας ακρωτηριασμένος θώρακας γριάς μαμής στο πρόσωπο μου, από τα γερασμένα βυζιά φυτρώνουν, ακτινωτά τα πιο γυαλιστερά πόδια αράχνης που έχω δει ποτέ, οχτώ πόδια, αμέτρητες αρθρώσεις, τυλίγουν σφιχτά το λαρύγγι μου, με πνίγουν, ασφυκτιώ ρουφώντας μια γερασμένη θηλή, πεθαίνω λίγο πριν δω το εσωτερικό της κόλασης να ξεπροβάλλει από τις πύλες που επιτέλους άνοιξαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 74
Μπροστά μου απλώνεται η κόλαση, οι κάμερες έχουνε γυρίσει προς την κατεύθυνση της, απέραντη, κόκκινη και μαύρη, τα πάντα φτιαγμένα από δέρμα οισοφάγου, όλα ραγισμένα παντού με φλέβες που σφύζουν σάπιο αίμα, ένα ολόκληρο δάσος φτιαγμένο από ανθρώπινα μέλη, επενδυμένο με γδαρμένο ανθρώπινο δέρμα.
Δέντρα, βουνά, λίμνες, μονοπάτια, ζώα και σπίτια, όλα από ανθρώπινα μέλη και δέρμα, κολασμένος ορίζοντας πέρα από τις πόρτες που μόλις άνοιξαν, τις έσπρωξαν χιλιάδες ακρωτηριασμένα μέλη, πόδια εντόμων φυτρώνουν από τα ανθρώπινα απομεινάρια, αρθρόποδα που σκαλώνουν πάνω στην μοκέτα, απαλή σαν κοιλιά νεογέννητου σκυλιού, απλώνεται ματωμένη κάτω από τα πόδια μου, εμένα, την σύζυγο του καναλάρχη, φιλάνθρωπος, αγαπάω τα παιδιά, ειδικά όσα έχουνε καρκίνο, τα καημένα.
Πετάω βιαστικά την αγκαλιά από παιδικά υπόλοιπα, που κρατούσα για τις κάμερες, ακόμα να συνηθίσω την μυρωδιά νεκρού παιδιού, τα κοσμήματα μου μπλέκουνε με τα καλώδια και τους ορούς, οι βελόνες γαντζωμένες γερά πάνω στο άσχημο ανήλικο κουφάρι, το ντεκολτέ μου έχει γεμίσει παιδικές τρίχες, απαλές, από εκείνες που χρειάζονται ειδικές παιδικές βούρτσες όταν χτενίζεις το μωρό, μετά το μπάνιο, μαλακά παιδικά μαλλιά, την ώρα που οι ειδήσεις δεν έχουνε αρχίσει ακόμα, τον Νοέμβρη, κλείνεις τις πόρτες για να μην κάνει ρεύμα, μην πάθει το παιδί σου πνευμονία.
Ανοίγω εκστατικά τα χέρια, σαν να θέλω να χωρίσω στα δύο το πυκνό κρεάτινο δάσος, θάμνοι από ξανθές μπούκλες θροΐζουν, κορμοί από τένοντες υψώνονται στον ουρανό, φύλλα από φθινοπωρινά βλέφαρα σηκώνονται από τον αέρα, βρόμικος σαν ανάσα γέρου, βρέχει φωτιά, στην στράτα, που ανοίγει, ανάμεσα στα σάρκινα λοφάκια, ανασαίνουν βαριά, από τις κουφάλες ακούγονται βογκητά, σάπια δόντια τις στολίζουν, λάμπουνε στο κόκκινο φως, πατάω πάνω σε δέρμα παιδικής πλάτης, διάσπαρτο από σπόνδυλους και νύχια, ακονισμένα δάχτυλα γδάρανε την επιφάνεια που πατάω, ποιος ξέρει σε πιο λυσσασμένο γαμήσι, σε ποιο σκληρό μαρτύριο.
Αισθάνομαι χαρά, το φόρεμα μου εξατμίστηκε, η δαντέλα στο χρώμα της αιώνιας σκόνης εξαφανίστηκε, σαν να την έσβησαν οι νάνοι από το Photoshop, είμαι γυμνή, ανάμεσα στο γδαρμένο, σάρκινο τοπίο, ο κόσμος ένα χασάπικο, περπατάω πάνω σε νεφρά και συκώτια, άλλα γερασμένα, άλλα φρέσκα, τα κλαδιά κάνουν έναν θόρυβο που δεν σταματάει, μοιάζει με γρατζούνισμα βελόνας σε παλιό δίσκο βινυλίου, κολλημένη βελόνα, στην αιώνια σκόνη, που γίνεται δαντέλα για φορέματα, που εξαφανίζονται, στην κόλαση, η μαγική ακίδα του Photoshop αρχίζει και μου αφαιρεί το δέρμα, από κάτω η ανατομία μου ξεπροβάλλει σαν χάρτης μιας χώρας γεμάτης αναμνήσεις, το γόνατο μου έχει επάνω σημειωμένο το πρώτο πέσιμο από την παιδική καρέκλα, ο ώμος μου το αυχενικό από τις ώρες που σπατάλησα μελετώντας τον υπολογιστή, τα μάγουλα μου διάσπαρτα με μικρά χωριά που κατοικούνε τα φιλιά που χάρηκα, το στέρνο μου μια πρωτεύουσα από στεναχώριες, το σώμα μου ο χάρτης της ζωής μου, γδαρμένη, ραγισμένη από φλέβες, που σπρώχνουν σάπιο αίμα, πόνο.
Ταυτόχρονα, με εξίσου εντυπωσιακά ειδικά εφέ, ενσωματώνομαι σε ένα εφηβικό δωμάτιο, το στομάχι μου περικλείει όλα εκείνα τα ροδακινί χρώματα που διάλεξε η μητέρα της, είμαι το παιδικό δωμάτιο εκείνης, οι πρίζες είναι τα αυτιά μου, και οι τοίχοι έχουν αυτιά, την ακούω να μιλάει στον εαυτό της, είναι οχτώ χρονών, μέσα μου, τότε δεν την ήξερα, δεν ήταν ακόμα επώνυμη, δεν ήτανε εκείνη, ακόμα δεν έχει κοιμηθεί, πάνω από την πόρτα της, που μόλις έκλεισε η μάνα της, ακόμα τρεμοπαίζει η ονειροπαγίδα, την κρέμασε η μάνα της τα προηγούμενα Χριστούγεννα, την είδε στην απογευματινή εκπομπή που τόσο λάτρευε να βλέπει, πριν κρεμαστεί, σκέφτηκε μήπως καταφέρει και μαζέψει τα όνειρα της κόρης της πριν σκορπιστούν σαν τα δικά της, σαν αιώνια σκόνη, η σκόνη που κατακάθεται σε ένα σπίτι αποτελείται από 95% νεκρό δέρμα, κύτταρα που τινάζουμε από πάνω μας, κάθε φορά που προσπαθούμε να πιάσουμε το τηλεκοντρόλ, να αλλάξουμε κανάλι, να αλλάξουμε ζωή, κύτταρα σαν νιφάδες από χιόνι, χιόνι κακής τηλεοπτικής λήψης στην οθόνη, η ζωή φτιάχνει παρεμβολές από το ίδιο το πετσί μας, σκονίζουμε την ζωή μας με τα νεκρά κύτταρα του ίδιου μας του εαυτού, τα όνειρα μας κηδεύονται σαν σκόνη πάνω σε δίσκο βινυλίου, η βελόνα έχει κολλήσει σε αυτήν, χιλιάδες πουλιά κάθονται πάνω σε χιλιάδες κλαδιά, ο ήχος σαν το σούρσιμο βελόνας πάνω στην σκόνη, πέρα από την μουσική, στα αυλάκια τα κενά, τώρα τα καταλαβαίνω όλα πια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 75
Τα πάντα γυρίζουν, η κόκα με πείραξε, το βυσσινί φόρεμα αλλάζει χρώμα άσχετα με τα ρούχα των υπόλοιπων, θέλω να πάω σπίτι μου, ευτυχώς που καλός κύριος κυριούλης παπουτσάς μου έχει το νοίκι πληρωμένο, αλλιώς ο σπιτονοικοκύρης θα με ανάγκαζε πάλι να τσιμπουκώσω το παράλυτο σκυλί του, και δεν έχω κανένα κέφι πάλι, απόψε, την βραδιά μου, την νύχτα που είμαι η πιο ωραία επώνυμη, εκείνη.
Ο Τέλης γελοιοποιείται στην πίστα, τι καραγκιόζης, ούτε δημόσιες σχέσεις σε νυχτερινό μαγαζί δεν είναι ικανός να κάνει, από τόσο νωρίς τόσο πρεζόνι, δεν μπορώ ούτε να τον κοιτάω, μαζεύω τα δάχτυλα των ποδιών από αμηχανία, με φέρνει σε δύσκολη θέση, είναι και τα πόδια μου ραμμένα ανάποδα στους αστραγάλους, τα νύχια προς την πλάτη, το τακούνι προς το στήθος, φοράω τα κρυστάλλινα πέδιλα, αστράφτουν, θέλω να πάω σπίτι, επί τόπου αρπάζω το παλτό μου, φτιαγμένο από απαλό δέρμα αγέννητων προβάτων, βγαίνω τρέχοντας από την έπαυλη του καναλάρχη.
Ξαφνικά το ρολόι χτυπάει δώδεκα, και με κάθε μου βήμα γίνομαι όλο και νεότερη, μέχρι τα σανδάλια να μοιάζουνε με βάρκες στα αναπάντεχα παιδικά μου πόδια, το φόρεμα γλιστράει πάνω από το όλο και πιο παιδικό κορμί μου, τα μαλλιά μου στριφογυρίζουν από πανάκριβα κομμωτηριακά σε αγγελικά παιδικά, τα πανάκριβα κοσμήματα μεταμορφώνονται σε πλαστικές καρδούλες και κονκάρδες με ποπ σταρ, μέχρι να φτάσω στην λιμουζίνα είμαι οχτώ χρονών, πάλι παιδί.
Ο σοφέρ ανοίγει την μαύρη, γυαλιστερή πόρτα, μπαίνω μέσα, κάνει πιο κρύο μέσα στην λιμουζίνα από όσο κάνει έξω, κρύο σαν Νοέμβρης στο χωριό, είμαι πια ένα γυμνό παιδί, το σώμα μου καλύπτει ένα τατουάζ που μιμείται παιδικές πυτζάμες.
Μέσα στην λιμουζίνα βλέπω το παιδικό μου δωμάτιο, ροδακινί, όπως το είχε βάψει η μαμά, σαν στομάχι, σαν έντερο, σαν εντόσθιο, που με χωνεύει αργά, σαν η παιδική μου ηλικία να είναι μια τεράστια φάλαινα, σαν εκείνη που κατάπιε τον Πινόκιο, αλλά ω του θαύματος, δεν τον έλιωσε ποτέ με τα υγρά του υπερωκεάνιου στομαχιού της, στοργική καταπιόνα, φάλαινα καράβι.
Εκεί, φοράω τις αληθινές πιτζάμες μου, πάνω από την τατουάζ πιτζάμα που είναι ζωγραφισμένη στο οχτάχρονο πετσί μου, ακόμα θυμάμαι το σχέδιο τους, σαράντα άσπρα προβατάκια και ένα μαύρο, πηδάνε έναν φράχτη που επαναλαμβάνεται, κάμποσες φορές στο βυσσινί ύφασμα, προβατάκια τυπωμένα υπέροχα, σχεδιασμένα μαγικά, πέρασα ατελείωτες νύχτες μετρώντας τους φράχτες της αϋπνίας μου, άσπρα προβατάκια πηδάνε τον φράχτη από πάνω, το μαύρο πρόβατο περνάει από κάτω, δεν κάνει κόπο, απλά περνάει, σαν πυρετός.
Χασμουριέμαι, και όπως ανοίγει διάπλατα το παιδικό μου στόμα, ένα δόντι πέφτει, από το στόμα στο πάτωμα, σκύβω και το πιάνω, το δείχνω στην μητέρα μου, εμφανίστηκε ξαφνικά, σαν φάντασμα, αν και ακόμα δεν έχει κρεμαστεί, κρεμάει την ονειροπαγίδα που μου αγόρασε για τα Χριστούγεννα πάνω από την πόρτα, κατεβαίνει από την καρέκλα, με φιλάει, μου χαϊδεύει τα μαλλιά, οι μπούκλες μου θροΐζουν, κλείνει το φως, κλείνει την πόρτα, βάζω το δόντι κάτω από το μαξιλάρι, κάνω μια ευχή, να είμαι εγώ εκείνη στην αφίσα, επώνυμη, αστραφτερή στα πάρτι και στα εξώφυλλα, ήτανε η πρώτη μου φορά, συνήθως ζητούσα ρούχα για τις κούκλες μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 76
Ο θάνατος μου θα έρθει ξαφνικά και απροειδοποίητα, απόψε, στην δεξίωση μετά τα καλλιστεία, στην έπαυλη από τσαλακωμένο σελοφάν και κόκαλα, μπροστά στην πύλη της κολάσεως, που την ανοίγουν αγκομαχώντας και ιδρώνοντας, τεμαχισμένα μέλη, χέρια, πόδια, κεφάλια, προάγγελοι και υπόλοιπα του σάρκινου τοπίου που απλώνεται, αχανές, πέρα από εδώ, πέρα από αυτούς.
Ο κακομοίρης, νόμισα πως θα την γλιτώσω, όπως όλοι μας άλλωστε, ξεκουμπώνω την νύχτα αστέρι-αστέρι, η ψυχή μου τρέχει επιδέξια στον σκοτεινό ουρανό, ψαχουλεύοντας τις μικροσκοπικές λάμψεις που τρυπάνε το μαύρο πουκάμισο, αν ανοίξει από μέσα θα ξεπροβάλλει το στέρνο που ονειρεύομαι να φιλήσω, το στέρνο μου, τα καλοκαίρια, στην άμμο, είμαι ηλιακό ρολόι ακόμα και την νύχτα, είμαι σεληνοδείκτης, το φως του φεγγαριού περιστρέφει την σκιά μου, ωροδείκτης ακίνητος, ο ουρανός γυρίζει από πάνω μου, μέχρι να συναντηθούμε ξανά, και ξανά, τα πόδια, το κεφάλι, σταθερά, καρφωμένα στην άμμο, κοιτώντας ψηλά, κοιτώντας κατάματα το περιστρεφόμενο πρόσωπο της νύχτας, πάντα, η νύχτα θα περνάει βιαστικά κάτω από τα πόδια μου σαν σκιά, θα γυρνάει πάνω από το κεφάλι μου σαν ανήκουστο βινίλιο, σκιερές ώρες από τον σεληνόφωτο ουρανό, σιωπηλά τηλέφωνα στη σιωπή.
Είμαι ο Τέλης, το νόημα της ζωής είναι ότι δεν έχει νόημα, η φιλοσοφία είναι το καταφύγιο των καταναγκαστικά τεμπέληδων, όσων αναγκάστηκαν να μην κάνουν τίποτε, καταδικάστηκαν στην αδράνεια από εκείνους που έκαναν τα πάντα για να μην γίνει τίποτε, η πέτρα της απραξίας είναι το υλικό εκείνων που για λόγους αντρίκειους και ευγενείς αρνήθηκαν να πιάσουνε ξανά μαχαίρι, και με τις λέξεις, κοφτερές αλλά υπόλογες στην μνήμη, μάχονται για να χάσουν, εν άμιλλες πονηρές αθλιότερος ο νικήσας έγραψε ο άστεγος στον τοίχο του εγκαταλελειμμένου σπιτιού που έχει καταλάβει, μια γάτα γλιστράει στην χαραμάδα του μισογκρεμισμένου τοίχου, ανάμεσα από χαρτόκουτα και γυάλινα δοχεία γεμάτα βίδες, ο γέρος κοιμάται, είναι Νοέμβρης, είναι σκεπασμένος με μια κουβέρτα φτιαγμένη από μαλλιά πνιγμένων παιδιών, ηλεκτρική κουβέρτα, οι απαλές της τρίχες ηλεκτρίζονται, το μαλακό ροχαλητό του γέρου ανεβοκατεβάζει την κουβέρτα, σαν γούνα ζωντανή, οι τρίχες της λεπίδες από καπνό που αναδεύεται, αργά, σαν μαλλιά στον βυθό.
Κάθομαι δίπλα του, τον κοιτάω στο σκοτάδι, βρομάει αλκοόλ, η ανάσα του με ανακατεύει, κάθε του ροχαλητό και μια προσπάθεια ενός βρομερού φιδιού να ξεσκαλώσει από μέσα του, η σάρκα του φιδιού είναι σφιχτή, πνιγμένη ανάσα, τα λέπια φυσαλίδες από σάλιο, προσπαθεί μάταια να ξεφύγει από τα γερασμένα έγκατα που θάφτηκε, το φίδι από εξατμισμένο αλκοόλ, μπαγιάτικο, θυμωμένο.
Τον σκουντάω, μισανοίγει ένα από τα πρησμένα του μάτια, ο βολβός είναι κίτρινος, γλιστράει από την κόγχη, κρέμεται από το οπτικό νεύρο, ξαναβάζω το μάτι στην κόγχη του με στοργή, στο τριχωτό του πρόσωπο αναγνωρίζω τον πατέρα εκείνης.
Με το βρόμικο, γέρικο, κατακόκκινο από το κρύο δάχτυλο, ο άστεγος δείχνει ανάμεσα στα σκουπίδια, διακρίνω ένα ξέφωτο στο σκοτάδι, τσαλακωμένες εφημερίδες σχηματίζουν ένα δάσος μέσα στην νύχτα, τα σκοτεινά πρωτοσέλιδα σκίζονται από μια αχτίδα στιλπνού ασημένιου φωτός, έρχεται κατευθείαν από το φεγγάρι που λάμπει πάνω από την τρύπια στέγη, η αχτίδα φωτίζει το ξέφωτο, περνάει ανάμεσα στα χάρτινα δέντρα, διασχίζει γράμματα αναγνωστών, φαρμακεία, αποτελέσματα ποδοσφαίρου, φωτογραφίες κοσμικών, διαφημίσεις αλλαντικών από αλεσμένα γυαλιστερά ροζ έντερα, σκουπισμένα από πάτωμα σφαγείου.
Στο κρύο φως της αχτίδας εμφανίζονται δύο αρουραίοι, ο ένας αρσενικός, μεσήλικας, ο δεύτερος θηλυκός, γριά, ο ένας κρατάει ένα τηλεκοντρόλ, η άλλη κοιτάει αποχαυνωμένη μια σπασμένη τηλεόραση, κάνει απαίσιους ήχους με το στόμα της, αναγνωρίζω στις ποντικίσιες φάτσες τους τον πατέρα εκείνης και την μητέρα του, την γιαγιά εκείνης, μόνοι στο άδειο σπίτι, πίσω στο χωριό, ο σοβάς από πάνω τους ακόμα να επιδιορθωθεί, η σκιά στο ταβάνι χαρτογραφεί ακόμα τον λεκέ που άφησε η μητέρα εκείνης από κάτω της, λίμνη στο πάτωμα, όταν κρεμάστηκε, της φύγαν τα σκατά απ' τους σπασμούς, λίγες ώρες αφού πήρα την κόρη της παραμάσχαλα και την έφερα στην κόλαση.
Οι αρουραίοι συνεχίζουν την σιωπηλή, φεγγαρόλουστη, παράσταση τους, ακίνητοι, ούτε κουβέντα, ξαφνικά ο αρσενικός πετάει το τηλεκοντρόλ στους εφημεριδένιους θάμνους, αρπάζει την γριά από τον λαιμό, την στραγγαλίζει, εκείνη δεν αντιδράει καθόλου, τον κοιτάει με ευγνωμοσύνη, τα μάτια της υγρά, η κακία του άτιμου αυτού τρωκτικού εξατμίζεται μπροστά στην δολοφονική μανία του γιου της, μένουν μόνο δύο καφέ μάτια στο σκοτάδι, κοιτάνε με ευγνωμοσύνη τον δήμιο τους, πριν σβήσουν, σαν φως που ενοχλήθηκε από τα όσα έδειξε, σαν λάμπα που σβήνει ανακουφιστικά όταν δεν αντέχεις να διαβάσεις άλλο.
Ο γέρος παρακολουθεί την παράσταση, το έχει ξαναδεί το έργο, την σκότωσε την μάνα του τελικά, του μιλούσε από την τηλεόραση, παίρνοντας κρυφά τηλέφωνο την απογευματινή εκπομπή από το υπνοδωμάτιο της νεκρής γυναίκας του, εκείνη φταίει που κρεμάστηκε, αν δεν είχε σαλέψει τα μυαλά της εγγονής της με όλα αυτά τα ηλίθια περιοδικά και εκπομπές, εκείνη δεν θα είχε φύγει για την Αθήνα, να πάει στα καλλιστεία, η κωλόγρια έπαιρνε τηλέφωνο την τηλεόραση την ώρα που εκείνος παρακολουθούσε την εκπομπή, άκουγε την ραγισμένη της φωνή, από το διπλανό δωμάτιο, και από την τηλεόραση ταυτόχρονα, δήθεν γεμάτη θλίψη, λέει πως η νύφη της αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι η εγγονή της πήγαινε για Σταρ Ελλάς, μετά κατηγορεί εκείνον, ότι και καλά δεν την αγαπάει, δεν την φροντίζει, είναι αλκοολικός, αλκοολικός αρουραίος, φίδι στον κόρφο της, οι σκιές των αρουραίων πέφτουν πάνω στην σπασμένη οθόνη, λάμπει φεγγαρόλουστη μέσα στο σκοτάδι, σχηματίζουν το περίγραμμα της τηλεοικοδέσποινας, που κάνει νεύματα συγκατάβασης, την μια προς την κωλόγρια που λέει τον επαρχιώτικο της πόνο, την άλλη προς το κοντρόλ που την ειδοποιεί πως είναι ώρα για να διακόψουμε για διαφημίσεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 77
Τσαλαβουτάω μέσα σε λίμνες από υγρά που μόνο ένας ιατροδικαστής θα ήξερε το όνομα τους, ίσως και αυτός να χρησιμοποιούσε κάποιο ευφημισμό για να τα εξηγήσει, υγρές ντροπές λερώνουν τα σανδάλια μου, αλλά τίποτε δεν μπορεί να με σταματήσει πια, θέλω να ξεκουραστώ, ακόμα και στην κόλαση.
Το φόρεμα μου έχει ήδη καεί πάνω μου, το στομάχι μου φουσκώνει σαν καρπούζι, μέσα του καυτά αέρια πιέζουν ασφυκτικά τον αφαλό μου, σκίζεται, πέφτω ανάσκελα, σπρωγμένη από την πίεση του πίδακα ατμού που ξεφεύγει από την τρύπα που ανοίγει στο κέντρο του κορμιού μου, το φως στον ουρανό μοιάζει με ηλιοβασίλεμα στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, πορτοκαλί, χρυσό, οι σκιές είναι μενεξεδί, τα κόκκινα βαθιά, οι σάρκες και τα εντόσθια μοιάζουν λαξεμένα από εξωτικούς, πολύτιμους λίθους, η μόνη διαφορά είναι η μυρωδιά, ξινή σαν βιτριόλι μου έχει κάψει εντελώς την μύτη, τρύπα και εκεί, θυμάμαι την μπόχα των καρκινοπαθών παιδιών, γελάω με την αφελή μου σκέψη, ότι δεν μπορούσε να υπάρχει χειρότερη, πιο εμετική μυρωδιά, η κόλαση μου θα είναι λοιπόν ένα διαρκές μαρτύριο από εξατμιζόμενες εκκρίσεις τεμαχισμένων άλλων.
Αναρωτιέμαι αν με ακολουθεί κανένας από την δεξίωση, φοβάμαι να κοιτάξω πίσω μου, μπορεί κάτι, ένα βλέμμα, να με κρατήσει ακίνητη ή ακόμα χειρότερα, να με βάλει στον πειρασμό να επιστρέψω, στην ζωή, ούτε στιγμή δεν θέλω να σκέφτομαι πια την χώρα των αποχαιρετισμών, θέλω να είμαι εδώ, στην κόλαση, να λιώνω και να επανασυντίθεμαι αιώνια, ο χρόνος να είναι η μοναδική μου παρέα, οι ώρες που περνάνε το μοναδικό μου καύσιμο, από λεπτό σε λεπτό μέσα σε ένα ακριβώς λεπτό, ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω, καθόλου χτες, καθόλου αύριο.
Ο πόνος, η αγάπη μου, με κάνει καλύτερη, όσο πιο καλή μπορώ, όσο πιο ανηλεής είναι τόσο πιο πολύ πιστεύω στις υποσχέσεις που δίνω, τις τηρώ, είμαι καλός άνθρωπος, καλό παιδί, δεν κάνω πια τα όσα δικαίως μου καταλογίζουνε, αρκεί να σκεφτεί η κόλαση, που είναι οι άλλοι, ότι δεν ήξερα τι με περίμενε, δεν φανταζόμουν τι θα φανταζόταν, πόσο στραβά μπορεί να πήγαιναν τα πράγματα για μένα αφού πεθάνω, πόσοι τρόποι υπάρχουν να πονέσεις, αφού ζήσεις απρόσεκτα, δεν σκέφτεσαι τι μπορεί να σε περιμένει, παρακάτω, τι θα πληρώσεις για τα όσα πήρες, και απόλαυσες, τα στρέμματα από ιλουστρασιόν χαρτί, τα σπίτια από τσαλακωμένα σελοφάν, μου φαίνονται όλα τόσο αστεία πια, τώρα που δεν είμαι η γυναίκα του καναλάρχη, τώρα που με χωνεύει η γη, και γίνομαι ένα, ένα με το υπόλοιπο τοπίο από σάρκα, ο θεός είναι χασάπης και διακοσμητής, η κόλαση είναι ο παράδεισος γδαρμένος, από τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρα, η αλήθεια χωρίς ψέμα, επώδυνη, αφόρητη.
Τα χέρια μου, τα πόδια μου, και τα πλευρά μου μασιόνται από τα στόματα που ανοιγοκλείνουν, ένα κοπάδι από δαύτα έχει μαζευτεί γύρω μου, ο πίδακας από ατμό έχει εξαντληθεί, μόνο μια κοτσίδα από γκρι καπνό αργοσαλεύει τεμπέλικα, σαν γλώσσα δράκου από την σπηλιά που άνοιξε στην σκασμένη μου κοιλιά, το κεφάλι μου πλέει σε μια θάλασσα από πόνο, μου έχει κοπεί η ανάσα, η λαλιά, η σκέψη, ένα κομμένο χέρι με χαϊδεύει στοργικά, γδαρμένο, τα νύχια κίτρινα από την νικοτίνη, μια φωνή με ρωτάει αν μετάνιωσα, απαντάω με ένα νεύμα, σηκώνω τον ώμο, μισοχαμογελάω, δεν έχει σημασία, ούτως ή άλλως δεν είναι εκπαιδευτική εκδρομή, ακόμα και αν σωφρονίστηκα θα συνεχίσω να τιμωρούμαι, αιώνια, η τιμωρία αυτή το τίμημα για να μην ξαναζήσω ποτέ, μιας και καμία κόλαση φτιαγμένη από γδαρμένα ανθρώπινα υπολείμματα δεν μπορεί να συγκριθεί με την φρίκη της κόλασης των ζωντανών ανθρώπων, εκεί όπου ακόμα και ο πόνος είναι πολυτέλεια εκείνων που αισθάνονται, και όχι ένα απλό μαρτύριο στην αιωνιότητα, όπως ανακαλύπτω ότι είναι εδώ, στην κόλαση που λιώνω, για να γίνω κι εγώ με την σειρά μου, ένα αναπόσπαστο τμήμα του σάρκινου τοπίου, ένας σάρκινος λοφίσκος, ένας θάμνος από κόκαλα, ένα σπίτι από τσαλακωμένες μεμβράνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 78
Την ώρα που ο Τέλης παρακολουθεί την παράσταση των αρουραίων, ανεβάζουνε τον Φόνο της Υπερήλικης Τηλεθεάτριας, πνιγμένη από τον μανιοκαταθλιπτικό γιο της, τον στραγγαλισμό της ξεμωραμένης από τον πατέρα εκείνης, την ώρα που η σύζυγος του καναλάρχη χωνεύεται μέσα σε μια κόλαση από εντόσθια που πλάθουν ένα τοπίο πόνου, πλαστελίνη με φλέβες, την ώρα που εκείνη κρύβει το παιδικό της δόντι κάτω από το μαξιλάρι και κάνει την ευχή να γίνει Σταρ Ελλάς, την ώρα που ο γιος του καναλάρχη πεθαίνει από τα μικρόβια που σκορπίζει στον αέρα ένα φτάρνισμα καρκινοπαθούς παιδιού, την ώρα που η μουσική σκορπάει ηλεκτρονικά θραύσματα μέσα στην έπαυλη από τσαλακωμένο σελοφάν, την ώρα που το φεγγάρι αναζητάει τρύπες σε στέγες για να φωτίσει τις μικροσκοπικές παραστάσεις που στήνουν τα παράσιτα αυτού του κόσμου, πρεμιέρες στα σκουπίδια, την ώρα που τα ανθρώπινα μέλη σκαρφαλώνουν κάτω από φούστες και μέσα από μπατζάκια, καρφώνοντας τα κατσαριδένια πόδια τους στις ανυποψίαστες σάρκες των ξενιστών τους, την ώρα εκείνη, εγώ, το κοριτσάκι με τους αναπτήρες, η πρώην γκόμενα, η καψούρα πωλήτρια, το φάντασμα του ταμείου, είμαι σπίτι μου, ακάλεστη, το φόρεμα που πήρα κρέμεται στην ντουλάπα, κανένας δεν θυμήθηκε να στείλει πρόσκληση σε μένα, για την δεξίωση μετά τα καλλιστεία, κάθομαι στο σαλόνι του σπιτιού μου, ακάλεστη, παρακολουθώ την αναμετάδοση από την βραδινή εκπομπή της τηλεπαρουσιάστριας του πρωινάδικου, κάθε νύχτα έχει έξι τηλεοπτικές ώρες δικές της, αναμεταδίδει εικόνες από τις ζωές, τα σπίτια, την καθημερινότητα αλλά και την λάμψη των καταδικασμένων σε επωνυμία.
Σήμερα, έχει κατασκηνώσει με το συνεργείο της στην μέση της πίστας του πάρτι στην έπαυλη του καναλάρχη, ενοχλεί τους καλεσμένους με ανόητη φλυαρία και αδιάκριτες, ουσιαστικά κακοήθεις, παρατηρήσεις, τινάζει ξανθά μαλλιά κάθε φορά που μια σφαίρα διασχίζει το κεφάλι της, είναι διάτρητο, το κρατάει όρθιο, κρυμμένος από πίσω της, ένας αόρατος βοηθός παραγωγής, τα γέλια και η μουσική του πάρτι συνοδεύουν την εικόνα της πυροβολημένης με κοροϊδευτικό, κλειστοφοβικό τρόπο.
Γελάω με την θλιβερή της κατάσταση, αλλά δεν φτάνει ούτε για ένα πιάτο φαγητό το ρύζι που ξέμεινε, καλύτερα, θα είμαι πιο αδύνατη αύριο, περπατάω πάνω-κάτω στο άδειο διαμέρισμα, τα σπασμένα τζάμια αφήνουν τον κρύο Νοέμβριο να περνάει ορμητικός μέσα από τα δωμάτια, παντού γύρω μου στοίβες από περιοδικά και άχρηστα αντικείμενα, έχω μάθει πια καλά τα μονοπάτια ανάμεσα στα σκουπίδια που μαζεύει η ζωή μου, τα μονοπάτια μέχρι τα ξέφωτα, εκεί που τα τρωκτικά ανεβάζουν κάθε βράδυ παραστάσεις, φωτισμένες από το φεγγάρι που τελικά βρήκε τρύπα, από το κατεστραμμένο πατζούρι, φωτίζει, σοφά, την μικρή σκηνή που θα σας αφηγηθεί πως πέθανα εγώ, αντί να με παντρευτεί και να γλιτώσω, απ' το μετρό, απ' το ταμείο, από το ρύζι.
Μια κατσαρίδα πρωταγωνιστεί, και υποδύεται εμένα, κάτι που καταλαβαίνεις μόνο αν ξέρεις ότι το μανό με το οποίο έχει βάψει το σκληρό της καβούκι είναι το αγαπημένο μου.
Προφανώς χωρίς πολλές απαιτήσεις, πέρα από απόλυτη στωικότητα και αυτοσυγκέντρωση, ο ρόλος απαιτεί από την κατσαρίδα να κοιτάει το κενό, που περνάει μπροστά από τα μάτια της, γεμάτο στριμωγμένους επιβάτες, ο ένας πάνω στον άλλον, σαν πολλαπλοί Πινόκιο στην κοιλιά μιας ανύπαρκτης φάλαινας, απασχολημένοι από τις μυρωδιές και τα περιοδικά που διαβάζουν οι γύρω τους, τα μάτια καρφωμένα στο κενό ή σε λαθραίες σελίδες, νομίζεις ότι από στιγμή κάποιος θα αναφωνήσει βρήκα την έξοδο και τότε όλοι θα τρέξουν, σπρώχνοντας, πανικόβλητοι μην τυχόν και δεν καταφέρουν να βγούνε έξω από το τιποτένιο τρένο, θα πεθάνουν από ασφυξία στην στενή χαραμάδα που οδηγεί έξω από το τίποτε, που περνάει μπροστά από τα μάτια μου, το τίποτε που δεν έχει θέση για μένα.
Χαζή, πουτάνα, φορτωμένη με διαμάντια, και γούνες, στο γυαλιστερό εξώφυλλο, εσένα ερωτεύτηκε, ο μαλάκας ο παπουτσής που το παίζει πρίγκιπας, σκατοπούτα, κακιά πανούργα άκαρδη χωριάτα, εμφανίστηκες ξαφνικά και μου πήρες την ελπίδα κάτω από την μύτη, τράβηξες το χαλί κάτω από τα πόδια μου, ανακουφίστηκα, τώρα πια το παίζω μαλακισμένη εκδοχή του Καζαντζάκη, δεν πιστεύω σε τίποτε, είμαι πια ελεύθερη, όποιος ελπίζει απελπίζεται, μαρτυρική φαγούρα, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, σαν κακιά αρρώστια, μολύνει ακόμα και τα σκουλήκια που τρώνε το κουφάρι.
Πιάνω ένα βιβλίο, το ποτήρι με την κόκα κόλα ιδρώνει, η υγρασία στο ταβάνι διασχίζεται από αόρατα υπερωκεάνια, είμαι η σκιά στον τοίχο, η γεροντοκόρη στον καναπέ, ξεφυλλίζω, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω, θα πάω ένα σινεμά μόνη μου, θα την πέσω στο αγόρι που πουλάει εισιτήρια, στα ίσα, θα του ζητήσω να με βάλει στην ταινία, να έρθει και αυτός μαζί μου, να παίξουμε μαζί τους ρόλους που μας αξίζουνε, είναι ωραίος, τον ερωτεύτηκα σε μια μεταμεσονύκτια, πάλι μόνη μου, αγκαλιάζω τον εαυτό μου στο σκοτάδι, τον φιλάω, του αγοράζω ποπ κορν, περπατάω πίσω προς το σπίτι, η ταινία στεγνώνει στο μυαλό μου, αφήνοντας σημάδια από υγρασία που εξατμίστηκε, αρχαία δαχτυλίδια, ακτές από μούχλα, εκεί ξεβράζουνε σακούλες που πετάω από τα καράβια τα καλοκαίρια, όποτε πάω διακοπές, τρώω πατατάκια στο κατάστρωμα, μικρή ακόμα, οχτώ χρονών, η πράσινη λαδομπογιά του καταστρώματος αντανακλά τον ουρανό, γλιστράω στην καυτή λαμαρίνα, πράσινα σύννεφα, ο θαλασσινός αέρας, αρμυρός, ανακατεύεται με τον λιπαρό καπνό του φουγάρου, η θάλασσα σχίζεται στα δύο, στο αφρισμένο μονοπάτι πνίγεται ένα εισιτήριο, για ένα έργο που προβάλλεται από κάτω μας, στον βυθό, ένα έργο με τους ρόλους που τελικά θα παίξουμε, εγώ και ο εαυτός μου, μια σκιά γεμάτη πίκρα ακολουθεί υποθαλάσσια το καράβι, όλοι νομίζουμε ότι θα μας πάει στο νησί για διακοπές, αλλά απλά θα βυθιστούμε στις εικόνες που πνίγονται από κάτω μας, πάνω σε ράχες από απόκοσμα σαλάχια προβάλλονται τα ηλίθια όνειρα μας, καλοχτενισμένα και ντυμένα από εκκεντρικούς ενδυματολόγους, όλα υποτιτλισμένα με υπέροχες ατάκες, σε γλώσσες που δεν καταλαβαίνει κανείς, το φως του ήλιου γίνεται ακτίνες φεγγαριού κάτω από την θάλασσα, η θάλασσα είναι η νύχτα του ουρανού, το νερό φυλάει το σκοτάδι απ' τον αέρα, οι ακτίνες του ήλιου διασχίζουν το υγρό σκοτάδι, μεταμορφώνονται σε ακτίνες φεγγαριού, δέσμη φωτός από εξωθαλάσσιο, διαπλανητικό προβολέα, προβάλλουν έργα στον βυθό, στις ράχες των ψαριών, μονοπάτι από σχισμένο νερό, και αφρό, λαμπερό, σαν λέπια φιδιού, που πνίγεται, στα σωθικά μας, βαθιά.
Η κατσαρίδα σταματάει τον μονόλογο της, οι παιδικές της διακοπές χωρίζουν από τα όνειρα της, το κουδούνι της εξώπορτας την επαναφέρει στην πραγματικότητα, σαν κουδούνι σχολείου που σταματάει το παιχνίδι των παιδιών, μουτρωμένα επιστρέφουν στα θρανία, η κατσαρίδα που είμαι εγώ είναι γριά, σηκώνομαι, πάω αργά μέχρι την πόρτα, να δω ποιος είναι, και τι με θέλει, γλιστράω πάνω στα νερά που έτρεξαν από το χαλασμένο μου πλυντήριο, πέφτω κάτω, η λεκάνη μου χωρίζεται στα δυο, δεν σπάει καν, απλά χωρίζεται και μένω παράλυτη για λίγο, μέχρι να πεθάνω, αβοήθητη πάνω στο μωσαϊκό, το ακουστικό από το θυροτηλέφωνο τρέμει στο χέρι μου, οι θόρυβοι από τον δρόμο φτάνουνε μέχρι εμένα αλλά εγώ δεν μπορώ να μιλήσω, ο θάνατος απλώνεται σαν οργασμός βαθύς σε όλο μου το κορμί, αρχίζει από τα πόδια μου, ξαφνικά κρυώνουν, το πρόσωπο μου παγώνει σε μια έκφραση φρίκης, μάτια γυρισμένα ανάποδα, προσπαθούν να δούνε προς τα πού γλιστράνε όλες οι εικόνες που έχουνε απορροφήσει, από το θυροτηλέφωνο ακούω την φωνή της συζύγου του καναλάρχη, είναι η τελευταία φωνή που ακούω πριν πεθάνω, είμαι πολύ γρια από πολύ νωρίς, από τον δρόμο το θυροτηλέφωνο αναμεταδίδει μια μηχανή με πειραγμένη εξάτμιση, ακόμα και την στιγμή που φεύγει η ψυχή μου μια ενόχληση με πιέζει να βιαστώ, να πεθάνω, μια ώρα αρχύτερα, άνοιξε μου φωνάζει η πλούσια γριά από κάτω, συνεχίζει να πατάει το κουδούνι επίμονα, είμαι νεκρή, και να ήθελα δεν θα μπορούσα να της ανοίξω, επιτέλους, για πρώτη φορά δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, το προνόμιο του θανάτου είναι ότι σε απαλλάσσει από τις ευθύνες, μια βουτιά στο χώμα δεν έχει ανάδυση, πίσω από το μάρμαρο του τάφου σου προβάλλεται ταινία, τα νεκροταφεία είναι μυστικοί κινηματογράφοι, οι ταφόπλακες παίζουν άλλο έργο η κάθε μια, άλλα κάνουν θραύση, άλλα παίζουνε χωρίς κοινό, η ταξιθέτρια ονειρεύεται μέσα στο σκοτάδι της άδειας αίθουσας, το όνομα σου είναι τίτλος, μιας ταινίας που όταν γυρίζεται ακόμα, δεν ξέρεις αν θα δει κανείς, πρέπει να περιμένεις την προβολή και τις κριτικές, κάτω από το χώμα, πίσω απ' την ταφόπλακα, πρεμιέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 79
Ο κλειδαράς, επιτέλους, ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος της πωλήτριας του ηλίθιου παπουτσή, σίγουρα πρώην διαρρήκτης, το παίζει αδιάφορος για το ότι είμαι επώνυμη, πάμπλουτη γυναίκα, ίσως και να με αναγνώρισε, να έχει δει την φωτογραφία μου στα κοσμικά, στα περιοδικά που αφήνει η γυναίκα του κουρέα πάνω στο μικρό τραπέζι, το μόνο έπιπλο που υπάρχει στο συνοικιακό μπαρμπέρικο, εκεί που συντηρεί το πρωτόγονα αντρικό του κούρεμα, βλέπω το κεφάλι του να αναδεύεται από κάτω μου, καθώς, σκυμμένος ο πρώην διαρρήκτης-κλειδαράς, στρίβει μυστήρια αντικλείδια, τα ξετρυπώνει από την τσάντα με τα εργαλεία.
Μόλις η πόρτα ανοίγει διάπλατα, ο κλειδαράς τρέχει να ξεφύγει από τους σεκιουριτάδες μου, εκείνοι τον προλαβαίνουν, του καρφώνουν ένα σουγιά στο μάτι και του βγάζουνε τον βολβό έξω, κρέμεται από το οπτικό νεύρο, μέχρι να επιστρέψω θα τον βασανίζουνε, οι εικόνες από τους ακρωτηριασμούς και τα μαρτύρια θα αναμεταδίδονται στον εγκέφαλο του, αλλά το βλέμμα του δεν θα υπακούει πια στην θέληση του, δεν θα μπορεί ούτε τα μάτια να κλείσει.
Εκτός από ανυπόμονη, κατουριέμαι κιόλας, ο ηλίθιος ο σοφέρ με περιμένει κάτω, είναι ο άντρας μου φυσικά, μεταμφιεσμένος σε οδηγό λιμουζίνας, όπως συνηθίζει να κάνει αν και κανείς δεν το βρίσκει διασκεδαστικό, από το θυροτηλέφωνο άκουσα την πωλήτρια του ηλίθιου παπουτσή, να ρωτάει, ποιος, ποιος, η επεξεργασμένη από το φτηνό ηχείο φωνή της έμοιαζε σαν φάρσα στο κρύο δρόμο που στεκόμουνα, οι περαστικοί ούτως ή άλλως δεν άκουγαν τίποτε, τα αυτιά τους παρακολουθούσαν παγωμένες συζητήσεις από τα κινητά τους, έτρεχαν κυνηγημένοι από φωνές που δεν ακούγονταν πέρα από το κεφάλι τους, οι σκέψεις είναι η τελευταία λειτουργία του ανθρώπινου μυαλού που δεν μπορεί να αναπαραχθεί τεχνολογικά και να αναμεταδοθεί, ή όραση είναι ήδη ανατεθειμένη σε οθόνες, από το κινητό μέχρι την τηλεόραση, έχουμε ήδη τυφλωθεί, επειδή δεν χρειάζεται να βλέπουμε, το κάνουνε οι μηχανές για μας.
Αφήνω την κύστη μου να ξεφουσκώσει, τουλάχιστον ένα λίτρο γεροντικά κάτουρα μουλιάζουνε την πάνα ακράτειας που κρύβεται κάτω από την εφαρμοστή, μίντι φούστα που φοράω, η τεχνητή λίμνη δεν φαίνεται καθώς διασχίζω το ημίφως του μικρού, κρύου διαμερίσματος, το μωσαϊκό κάτω από τα τακούνια μου μοιάζει με χάρτη από χώρες που ήταν ναρκοπέδια για πολλούς αιώνες, νησιά πνιγμένα στο τσιμέντο, θάλασσα γκρι, χειμωνιάτικη, άμμος γκρι, γκρι ουρανός, έξω από το παράθυρο, περνάει γκρι φως μέσα από τις τρύπες στα κατεβασμένα πατζούρια, μια συννεφιασμένη ντίσκο μπάλα σκορπάει μουντές κηλίδες στο δωμάτιο, η κωλοπωλήτρια είναι πεσμένη στο πάτωμα, νεκρή, τα μάτια της γυρισμένα μέσα στο κρανίο, πως σκατογέρασε έτσι, μια απόλυση της έγινε, για πλάκα, στην δεξίωση του καναλάρχη, του άντρα μου, στο σπίτι μας, την πήρε από κάτω, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της, το στόμα της μισάνοιχτο, δεν πρόλαβε να απαντήσει όταν της είπα στο θυροτηλέφωνο ότι διέσχισα την κόλαση για να μου δώσει πίσω το δόντι εκείνης, που το είχα κλέψει τόσα χρόνια πριν, όταν άρχισα να την παρακολουθώ, κρυμμένη μέσα στις φωτογραφίες των κοσμικών, χωμένη στις στοίβες από περιοδικά που άφηνε η γιαγιά της, δίπλα από το κρεβάτι της, περιοδικά που αργότερα θα την έκαναν εξώφυλλο, όπως ακριβώς είχε ευχηθεί, από οχτώ χρονών παιδί, να γίνει, ψιθυριστά, κρύβοντας το δόντι, κάτω από το μαξιλάρι, το δόντι πέθανε και ξεκόλλησε μέσα από το παιδικό της στόμα, μια πορσελάνινη ανάσα, σαν ευχή ξετρύπωσε από το κοριτσίστικο της στοματάκι, αντί να εξατμιστεί, σαν γούνα από ατμό, τυλίχτηκε σαν φίδι, γύρω από τον λεπτό της λαιμό, έγινε ένα μόνιμο, αόρατο περιλαίμιο, περιμένοντας οποιονδήποτε, να τραβήξει το λουρί, να την πάει βόλτα, όπου εκείνος ή εκείνη ήθελε, από οχτώ χρονών αδέσποτη, σαν σφαίρα.
Κάνω το διαμέρισμα φύλλο και φτερό, ξεσκίζω στρώματα και μαξιλάρια, τινάζω στον αέρα ολόκληρες βιβλιοθήκες γεμάτες σαχλαμάρες, κομμένα κεφάλια από κρυστάλλινα ελαφάκια σκορπίζονται στο πάτωμα, κόβω με τα δόντια μου μπουκάλια από σαμπουάν, σκίζω τις πίσω πλευρές επίπλων, ανεβαίνω στο πατάρι, χώνω το κεφάλι μου μέσα στο φούρνο, μάταια, το δόντι εκείνης δεν είναι πουθενά, ανάθεμα την, αυτήν, τα όνειρα της, το μίζερο διαμέρισμα, της, σκίζω τα ρούχα της, κρέμονται αφόρετα, ακόμα με τις ετικέτες, στην μίζερη ντουλάπα της, και αυτή βαμμένη με το ίδιο φτηνό πλαστικό άσπρο που είναι πρόχειρα πασαλειμμένο το υπόλοιπο της διαμέρισμα, αν ήξερα σε τι αθλιότητα ζούσε δεν θα της είχα δώσει ποτέ το δόντι για να το κρύψει μέσα στο τακούνι, το κρυστάλλινο τακούνι, που ήξερα ότι εκείνη θα διαλέξει να φορέσει για τα καλλιστεία. Ξεβιδώνω το σιφόνι κάτω από τον νεροχύτη, αναποδογυρίζω το πλυντήριο πιάτων, σκίζω στα δυο το πλυντήριο ρούχων, σπάω σε χίλια κομμάτια τον φούρνο μικροκυμάτων, κατεβάζω τις κουρτίνες μαζί με τα κουφώματα, γύρω μου το σπίτι μοιάζει με βομβαρδισμένο σπίτι στο Ιράκ, είμαι εξοργισμένη, σαν να θέλω να πάω σε ραντεβού και να μην βρίσκω τα κλειδιά μου, όχι, είμαι χίλιες φορές πιο πολύ θυμωμένη απ' αυτό.
Αρχίζω να κλωτσάω το ακόμα ζεστό κουφάρι της πωλήτριας, τα δάχτυλα των ποδιών μου σκαλώνουν στις δίπλες της αγύμναστης κοιλιάς της, αυτό με κάνει έξω φρενών, ειδικά ο ιδρώτας που έχει μαζέψει στις σάρκινες ρυτίδες καθώς πέθαινε, μπαίνει κάτω από τα βαμμένα νύχια των ποδιών μου, ξεπροβάλλουν από το ολοκέντητο σανδάλι μου, κλωτσάω, κλωτσάω, κλωτσάω, μέχρι που το πόδι μου χώνεται ολόκληρο μέσα στην κοιλιά της, μόλις το τραβάω ένας πίδακας από μαύρο, πηχτό αίμα με κάνει λούτσα, στο πόδι μου είναι σκαλωμένο το κεφάλι ενός αγέννητου μωρού, ουρλιάζω, κλωτσάω στον αέρα, το κεφάλι ξεσκαλώνει, σκάει στον τοίχο σαν παιχνίδι για σκυλιά, το μαλακό κρανίο σκάει σαν ρόδι, από μέσα αντί για μυαλό ξεπροβάλλει ένα δόντι, το δόντι εκείνης, καλά φυλαγμένο στο κεφάλι του παιδιού που φυλούσε η πωλήτρια στην κοιλιά της, το μυστικό παιδί στο ροδακινί στομάχι της, το πρόσωπο του αγέννητου μωρού ίδια η μητέρα εκείνης, η χωριάτα που κρεμάστηκε, πιάνω το δόντι στον αέρα και το καταπίνω. .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 80
Γλιστράω, μέσα στον οισοφάγο της φιλάνθρωπου συζύγου του καναλάρχη, ο καταπιόνας της συσπάται μοχθηρά, με σπρώχνει γρήγορα, αδηφάγα, στο ροδακινί στομάχι της, πέφτω σε έναν βούρκο από λιωμένα αντικαταθλιπτικά, γαστρικά υγρά, γερασμένο αίμα και μισομασημένα κεράσια, είμαι ένα παιδικό δόντι, είμαι μια ευχή, με χωνεύει η σπηλιά που είναι το στομάχι της, τοπίο από εντόσθια, σκιερό, ζεστό, υγρό, οξύ.
Κατρακυλώντας σε επαρχιώτικους καμπινέδες, κρυμμένο μέσα σε μαλακά, γεροντικά σκατά, ταξιδεύοντας μέσα σε σπανακόπιτες, αντανακλώντας τηλεοπτικά συνεργεία, κρυμμένο κάτω από μαξιλάρια, είμαι το χαμένο δόντι, άλλοτε σπασμένο, άλλοτε πορσελάνινο, άλλοτε χρυσό, είμαι η ευχή εκείνης, η ευχή που όταν μεγάλωσε έγινε κατάρα, το όνειρο που όταν πλησίασε τον καθρέφτη είδε την αλήθεια, έγινε εφιάλτης, είμαι η ελπίδα που έβγαλε δόντια, κοφτερά, σαν άδεια Κυριακή, σαν παιδικό απόγευμα, περιοδικό που ξεφύλλισες, μέσα στις σελίδες του κρυμμένη η Λέλα, ο καναλάρχης, ο γιος του, η γυναίκα του, η παρουσιάστρια του πρωινάδικου, η τριαντάρα αδερφή, ο Τέλης, και τόσοι άλλοι, που φαίνονται ή όχι στις αστραφτερές φωτογραφίες που κοιτάς, σε κοιτάνε, είσαι ο φακός, παράλυτος κύκλωπας.
Θα με χωνέψει, η μέγαιρα, η σύζυγος του καναλάρχη, ελπίζει να λιώσω, να εξαφανιστώ, να μην μάθει κανείς ότι με έκλεψε, μέσα από την κοιλιά της καψουρεμένης πωλήτριας παπουτσιών, την κοιλιά που έσκασε σαν σάρκινο καρπούζι απ' τις κλοτσιές, με έβγαλε μέσα από το κεφάλι του μωρού, του αγέννητου μωρού της πωλήτριας, του μωρού που σκάλωσε ανάμεσα στα δάχτυλα της συζύγου του καναλάρχη, γυμνά μέσα από το ακριβό πέδιλο, όπως με είχε κλέψει και παλιότερα, η σύζυγος του καναλάρχη και τότε, αλλά μεταμφιεσμένη, πριν από χρόνια, με πήρε, κάτω από το μαξιλάρι εκείνης, αφού η μάνα της έσβησε το φως, εμφανίστηκε αθόρυβα, η σύζυγος του καναλάρχη, σου λέω, μεταμφιεσμένη σε καλή νεράιδα, αρρώστια από την κόλαση, εκείνη δεν την είδε, μόλις την είχε πάρει ο ύπνος, ύπνος παιδικός, ήσυχα, ήσυχα, ήσυχα, θυμάμαι ακόμα την ανάσα της, καραμέλα από αέρα, πιπιλούσε το σκοτάδι, κρυβόμουν, κάτω από το μαξιλάρι, με άρπαξε, με ρώτησε, της ομολόγησα την ευχή που κουβαλούσα, σαν μικρό πορσελάνινο άλογο, την ευχή εκείνης, να γίνει διάσημη, πλούσια, επώνυμη.
Αργότερα, ένα μεσημέρι Πέμπτης, η φιλάνθρωπος σύζυγος του καναλάρχη, πάλι, μεταμφιέστηκε ξανά, αυτή τη φορά σε εργάτρια, πήγε στο εργαστήριο παρασκευής σπανακόπιτας, η ξινή μυρωδιά από το κατεψυγμένο σπανάκι, η πράσινη λάσπη που έβραζε στα καζάνια, έκανε μέρες να φύγει από τα φυτευτά μαλλιά της η μπόχα, έριξε το δόντι, μέσα στην σπανακόπιτα, σταύρωσε ανάποδα το κομμάτι, το καταράστηκε, να φέρνει την τιμωρία που έρχεται σαν απάντηση στις προσευχές εκείνης, όταν κοιμάται, όταν περιμένει την νεράιδα να πάρει το δόντι που της έπεσε, παιδί ακόμα, χαζή, που να' ξέρε τι την περιμένει όταν μεγαλώσει, βηματίζει σαν υπνοβάτης, κατευθείαν στον θάνατο, την δυστυχία, την μοναξιά, την αρρώστια, μην ακούω για ευτυχίες και τέτοια, απορώ πως δεν βαριέστε, που βρίσκετε το κουράγιο να πιστεύετε κάτι άλλο, εκτός από αυτό που νιώθετε στο πετσί σας κάθε μέρα, η ζωή είναι μια κακοήθης φάρσα ενός σαδιστή θεού, οι ανάπαυλες από την φρίκη είναι απλές εκτονώσεις, αναβολικά χαράς για να πάρετε δύναμη, να αντέξετε και άλλα βασανιστήρια, η ευτυχία είναι ναρκωτικό, διεγερτικό, εθιστικό, ένεση για να συνέλθετε από την λιποθυμία που σας επιφέρει το μαρτύριο της ζωής, σουτάρετε ενδοφλέβια ευτυχία μέχρι να πεθάνετε, υπάρχουν όμως εκατομμύρια τρόποι για να ηττηθείτε, και εσείς κρύβετε δόντια κάτω από μαξιλάρια, κάνετε ευχές, χαζά, άτυχα δόντια παιδιών που γεννήθηκαν, όχι από αγάπη, αλλά για εκδίκηση, η σκέψη των γονιών όταν αποφάσισαν να σας κρατήσουν δηλητηριώδης, απλή, φίδι, τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό τους, σφυρίζει, στο αυτί, το φίδι της εκδίκησης στο αυτί των γονιών σας, λέει, τόσο που υπέφερες, κάνε ένα παιδί να υποφέρει μαζί σου, να έχεις παρέα στα μπουντρούμια, στους τροχούς, στις σιδηρές παρθένες, στην θράκα, στην πυρά, στην αγχόνη, στην λαιμητόμο, στο προκρούστειο κρεβάτι, στο λιντσάρισμα, στο εκτελεστικό απόσπασμα, στην ηλεκτρική καρέκλα, στην αυτοκτονία, παντού, όπου και αν βασανίζεσαι, με όποιον τρόπο, ένα παιδί είναι αυτό που θα σε παρηγορήσει, θα είναι μια ανακούφιση, έστω στιγμιαία, το γέλιο που θα σου προκαλεί η αφέλεια του, όταν το βλέπεις να κρύβει δόντια κάτω από το μαξιλάρι, τα παιδιά είναι ακούσιοι διασκεδαστές των ενήλικων, αθώοι και ανυποψίαστοι παλιάτσοι μικρού μεγέθους και ακόμα πιο μικρών απαιτήσεων, σε λίγο έτοιμα κι αυτά να πάρουνε την θέση που τους περιμένει, θέση περίοπτη, στα χέρια των βασανιστών, των δήμιων, των άλλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 81
Δεν με ενδιαφέρει αν με βλέπουνε, ούτως ή άλλως το ασανσέρ έχει σαν μοναδική έξοδο κινδύνου τον καθρέφτη, το φως τρεμοσβήνει, κίτρινο, σαν ηπατίτιδα, από πάνω, ανακριτικό, κάνει κύκλους κάτω από τα μάτια, ανοίγω την πόρτα, είμαι στον όροφο μου, έχω φύγει από το πάρτι για τα καλλιστεία, προς τιμήν μου, αφού είμαι Σταρ Ελλάς, εγώ είμαι εκείνη, επώνυμη, αστραφτερή.
Σαν προσευχή, φυλλομετράω τα εξώφυλλα που με λοιδορούν για την ευχή να γίνω εκείνη, ανοίγω την τηλεόραση, το δελτίο ειδήσεων αναμεταδίδει ένα παιδικό μου ρέψιμο, μου έρχεται αναγούλα, ο εμετός από το αλκοόλ με βία συγκρατιέται στο αλαβάστρινο λαιμό μου, είμαι ένας κύκνος που γλιστράει πάνω σε παγωμένες λίμνες, γκρι, γκρι ουρανός, Νοέμβρης, Στοκχόλμη, Πέμπτη, κάνω ζάπινγκ, όλα τα κανάλια αναμεταδίδουν την ίδια σκηνή, εμένα, εκείνη, στα 8 μου, δείχνουν να βάζω το χέρι μπροστά στο στόμα, δεν είναι ρέψιμο τελικά, κάτι φτύνω, ένα δόντι, το κρύβω κάτω από το μαξιλάρι, μια κάμερα με κατέγραφε από τότε, υπάρχουν πλάνα μου, οχτάχρονη ακόμα, στο χωριό, χειμώνας, παιδική κουβέρτα, βάζω το δόντι κάτω από το μαξιλάρι, η παρουσιάστρια του πρωινάδικου πληροφορεί το κοινό ότι μπορεί να δει το επεισόδιο με την κακιά νονά από Δευτέρα, που θα έχουν τελειώσει τα γυρίσματα και ο καιρός θα είναι καλός, βλέποντας τηλεόραση στην λιακάδα, ένα λιβάδι γεμάτο τηλεθεατές, η μέρα φέρνει την νύχτα, οι τηλεθεατές κοιτάνε τον νυχτερινό ουρανό, καθρεφτίζεται στις σκοτεινές οθόνες, μετράνε τα αστέρια που πέφτουν σαν τηλεοπτικό χιόνι στον ουρανό, στέλνουν ερωτικά μηνύματα σε τηλεοπτικά παράθυρα, κάνουν σεξ κοιτώντας τηλεόραση, ψάχνουν το τηλεκοντρόλ ενώ φιλάνε τον έρωτα της ζωής τους, που μιλάει ταυτόχρονα στο κινητό, δίνει συνέντευξη στον αέρα για την καταγγελία του υδραυλικού, που ξέχασε την κάμερα του σπίτι σου, συνδεδεμένη στο διαδύκτιο, τώρα όλοι μπορούν να ξέρουνε ότι έχεις βίτσιο να αφήνεις το καπάκι της μαγιονέζας δίπλα στα σκουπίδια, αλλά κανείς δεν θέλει να το μάθει, ή κανείς δεν αντιδρά, και έτσι, η ελευθερία γίνεται η μεγαλύτερη σου παγίδα, το σύνορο που δεν έπρεπε να ξεπεράσεις, αν ήθελες να την γλιτώσεις, να μην γίνεις σαν κι εκείνη, ένας απλήρωτος λογαριασμός, έχει σημειωμένο πάνω ένα κινητό, μια αόρατη σειρά συμπτώσεων με οδηγεί στο κρεβάτι μου, είμαι εκείνη, όλοι είμαστε εκείνη, όλη.
Το μαξιλάρι ξεφουσκώνει, γύρω από το προφίλ μου, τα ξανθά μου μαλλιά απλώνονται σαν τριχωτό φωτοστέφανο, τα βλέφαρα πεταρίζουν πάνω από τα όνειρα που έχω αρχίσει ήδη να βλέπω, ο λαιμός μου είναι ακόμα αλαβάστρινος, η κάμερα γουργουρίζει, όλοι κρατάνε την ανάσα τους, μέχρι να ανάψουν τα φώτα, μέχρι να με τυφλώσουν, ανακριτικά, απόλυτο σκοτάδι, εκείνο του παιδικού μου ύπνου, σκοτάδι χωρίς διάλογο, χωρίς συζήτηση, χωρίς υπότιτλους, σκοτάδι από σκιές, υποψίες, κάνει πολιτική της απέχθειας, ψηφοθηρεί μοχθηρά, ζητάει να είμαι αποκρουστική, το κάνω, ο εφιάλτης έχει αρχίσει όταν όλα έχουν τελειώσει, τότε είσαι πια ελεύθερος να πεις ότι θες, κανείς δεν σε ακούει, συνεχίζεις όμως να ονειρεύεσαι, αλλά μόνος τώρα πια, μην περιμένοντας τίποτε, όταν η ελευθερία έχει γίνει η απόλυτη παγίδα, για έναν, από έναν, χωρίς άλλους, χωρίς εγώ, μόνο αυτοί, η κόλαση.
Πρέπει να κοιμηθώ, επειδή αύριο έχω καταναγκαστική φωτογράφηση μόδας στο εργοστάσιο παιχνιδιών, θα πάρουνε τα μέτρα μου, θα φτιάξουνε αντίγραφα μου, από ροδακινί, πλαστική σάρκα, μικροσκοπικές κούκλες για κορίτσια, ακόμα και video games για αγόρια, τα βυζιά μου κωνικά εξογκώματα, τα πλευρά μου ύπουλα λεία, χωρίς παΐδια, δυο χαρακιές χωρίζουν τα πλαστικά μου πόδια από την λεκάνη, το μουνί είναι σβησμένο, σαν κώλος σκύλου που σβήνεται με computer από τις διαφημίσεις για χαρτί υγείας, να μην ερεθίζονται σεξουαλικά οι κτηνοβάτες, που στον δρόμο δεν θα έδιναν σημασία σε έναν σκύλο που χέζει περήφανα το ραγισμένο πεζοδρόμιο του σπιτιού τους.
Το φόρεμα μου, βυσσινί, και γυαλιστερό ροζ, λιώνει μέσα στην παγωμένη λίμνη του κρεβατιού μου, πτυχώσεις που αναδεύονται με περιτυλίγουν, γλιστράω κάτω από τα σκεπάσματα, ανάβω ένα κερί, αρχίζω να παίζω θέατρο σκιών, οι σιλουέτες προβάλλονται πάνω στο σεντόνι, περίτεχνες σκιές πάνω στα λευκά σεντόνια, ένα ιγκλού από κλινοσκεπάσματα, ο κόσμος από έξω δεν υπάρχει, φτιάχνω μια παράσταση αρουραίων στο εγκλωβισμένο φως, αντίσκηνο μέσα στην νύχτα, οι αρουραίοι γυρίζουνε ταινία, τα κοστούμια που φοράνε, κεντημένα με μοναδική μαεστρία, σχήματα απόκοσμα, τα τρωκτικά κάνουν ένα κύκλο και αλληλοκατηγορούνται, για τα χειρότερα που θα κάνει ο ένας στον άλλον στην περίπτωση που κάποιος είναι τελικά αθώος, αν κανείς γλιτώσει την σκληρή τιμωρία που τους περιμένει όλους, ανεξαιρέτως όλους τους ένοχους αρουραίους, που είναι ηθοποιοί και σκιές, μέσα στο σκοτάδι τρεμοπαίζουν, παίζουν μοναδικά τους ρόλους, ηθοποιός σημαίνει σκιά, η σκιά άλλα αποκαλύπτει και άλλα κρύβει.
Το δικαστήριο των αρουραίων βγάζει τον σκασμό μόλις εμφανίζεται η σύζυγος του καναλάρχη, ντυμένη κακιά νονά, μητριά, εγκληματική, νεκρόφιλη, παίρνει, κλέβει, το δόντι που βρίσκει κάτω από το μαξιλάρι μου, εγώ από τον ύπνο δεν μπορώ να αντιδράσω, το αλκοόλ εξατμίζεται από το στόμα μου, μουσκεύει το μαξιλάρι, αφήνει λεκέ εκεί που τα χείλια μου αναπνέουν την ίδια αέρινη καραμέλα από τότε που ήμουνα παιδί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 82
Είναι ώρες τώρα που δεν απαντάει το τηλέφωνο, κανένα από τα τρία, ώρες τώρα που δεν ανοίγει την πόρτα, χτυπάω το κουδούνι, δεν παίρνω καμία απάντηση, χτες βράδυ έφυγε βιαστικά από την έπαυλη του καναλάρχη, το βυσσινί της φόρεμα το κατάπιε μια μαύρη λιμουζίνα, το ροδακινί εσωτερικό μεγάλο όσο ένα παιδικό δωμάτιο, ένα μεταλλικό αντίσκηνο, φωτεινό μες στο σκοτάδι, σαν να ήταν η λιμουζίνα γεμάτη κεριά, και μετά, με το που έκλεισε ο σοφέρ την πόρτα, εκείνη χάθηκε, μαζί της, μέσα στην νύχτα.
Κρατάω τα κομμένα της πόδια στα χέρια μου, θέλω να της τα δώσω, εκείνη όμως έχει πια χαθεί, το άρμα της χωνεύεται στις αντανακλάσεις από νέον στην βρεγμένη άσφαλτο, η νύχτα είναι μια λεωφόρος σε αντανάκλαση.
Ξημερώνει, ο πρωινός ουρανός σαν τηλεοπτικό χιόνι, μου τσούζει τα μάτια, σκέφτομαι ότι πρέπει να πάω να ανοίξω το μαγαζί, μου έρχεται εμετός με την ανάμνηση της καψουρεμένης πωλήτριας πίσω από το ταμείο, εγώ φταίω που την γαμάω ακόμα, θέλω να σπάσω την πόρτα, να μπω στο σπίτι εκείνης, να της δώσω τα πόδια που ξέχασε μέσα στο τσαλακωμένο σελοφάν, ανάμεσα σε σκυλιά που γαμούσαν παιδιά και αποκεφαλισμένα γκαρσόνια που σκόνταφταν σε πόδια καλεσμένων, εμπόδια απλωμένα επίτηδες, για πλάκα.
Τα πράγματα έγιναν πολύ σοβαρά όταν είδα το όνομα εκείνης σβησμένο από το κουδούνι, μια ετικέτα λευκή εκεί που έπρεπε να είναι το ονοματεπώνυμο της, ένας μικροσκοπικός λευκός καθρέφτης, ένα λευκό φέρετρο, παιδικό, ανάμεσα στα άλλα κουδούνια, γεμάτα άγνωστα ονόματα, άλλα ανορθόγραφα, άλλα ξενικά, τουλάχιστον ήταν εκεί, εκείνης το κουδούνι ήταν απλά άδειο, κουδούνι χωρίς όνομα, επώνυμη χωρίς πρόσωπο, τότε κατάλαβα, ότι την είχαν απαγάγει, πράκτορες από το διπλανό τηλεοπτικό παιχνίδι, εκείνο όπου οι βασίλισσες της ομορφιάς εξαναγκάζονται να είναι παίκτες reality παιχνιδιού, και διαγωνίζονται σε βασανιστήρια μέχρι θανάτου, πάντα on camera, ενώ διάσημοι καλλιτέχνες όπως ο Joel Peter Witkin, ο Goya και οι Chapman Brothers εμπνέονται έργα μνημειώδους φρίκης από τα πάθη τους, γίνονται μάλιστα διαμελισμοί επωνύμων μέσω sms, πως δεν το είχα μαντέψει, οι κραυγές και τα παρακάλια τους κυκλοφορούνε σε όμορφα mp3s στο internet, γίνονται επιτυχίες έχω ακούσει, υπάρχουν περιοδικά που ασχολούνται μόνο με superstars του αυτό-ακρωτηριασμού και καλλιτέχνες του πόνου, θυμάμαι, καθώς σπρώχνω την πόρτα, κάποιος Franko B, κάποιος Bob Flanaggan, τα λέει ο παρουσιαστής, ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, που είναι ο αντίχριστος σύμφωνα με επιστήμονες και αστρολόγους, ένας νεκρός κλειδαράς κρατούσε τα αντικλείδια της πόρτας του διαμερίσματος εκείνης, βρήκα το πτώμα σε αποσύνθεση μέσα στο ασανσέρ, το διαμέρισμα της είναι πασίγνωστο από δεκάδες γυρίσματα διαφημίσεων και εκπομπών που έχουν γίνει εδώ, ακουμπάω το κινητό μου στον αέρα, στο άλλο του μισό, το τηλέφωνο που πάει παντού ενώνεται με την κάμερα που μαγνητοσκοπεί τα πάντα, και έτσι, ο ήχος και η εικόνα, ταυτίζονται με τον αέρα, τον αέρα που μεταφέρει την σκόνη, του μυαλού και των ματιών μας, την αιώνια σκόνη που μας φέρνει δάκρια στα μάτια, καθώς το μυαλό μας την ανασηκώνει σε σύννεφα πυκνά, που κρύβουν την οθόνη, μέσα από την οποία κοιτάμε αν μας βλέπουν.
Όντως, το διάλειμμα για διαφημίσεις μας προετοιμάζει να δούμε έναν τεμαχισμό πτώματος, ενώ προκύπτει θέμα για τα δελτία ειδήσεων, αναρωτιούνται πάλι κατά πόσο είναι στημένο το παιχνίδι, εφ' όσον το πτώμα είναι ήδη σε αποσύνθεση.
Το τηλεοπτικό κοινό ψηφίζει ότι αρκεί ο τίτλος που έχει ως βασίλισσα της ομορφιάς, και τότε αρχίζει ένα βίντεο που δείχνει τα πιο ενδιαφέροντα στιγμιότυπα από την ζωή της, με υπέρτιτλους τα sms που στέλνουν τηλεθεατές και υπότιτλους τους αριθμούς τηλεφώνων για εκβιασμούς, καταγγελίες, γάμους και αγοραπωλησίες μωρών και οργάνων.
Συνειδητοποιώ ότι η οθόνη δείχνει και εμένα, μιας και το γύρισμα γίνεται στην κρεβατοκάμαρα της, όπου έχω ήδη μπει, όπου πουλούσε σερβιέτες ντυμένη πλακούντας, όπου τώρα μοιάζει να κοιμάται, εκείνη, νεκρή από αναρρόφηση, τα zanax και η κοκαΐνη είναι κακός συνδυασμός, ένα μοιραίο χημικό λάθος έγινε ένας μικρός λεκές εμετού, μια υγρή λίμνη έχει μουλιάξει το μαξιλάρι της, τα ακρωτηριασμένα πόδια της κρύβονται από ένα σεντόνι με πτυχώσεις αντάξιες του Caravaggio.
Γύρω της έχει σχηματιστεί ήδη η ιδιότυπη κοινωνία που παρατηρείται στο οικοσύστημα των τηλεοπτικών γυρισμάτων, ο κάμεραμαν ξύνει τ' αρχίδια του και μυρίζει τα δάχτυλα του, ο νευροχειρούργος έχει ήδη ζεστάνει τα κουτάλια που θα χρησιμοποιήσει για να της βγάλει τα μάτια, μιας και είναι φιλανθρωπική δωρεά του τηλεοπτικού παιχνιδιού προς κάποιον συνάνθρωπο μας έχει ανάγκη να της βγάλει τα μάτια, και να μεταμοσχευτούν σε εκείνον, μιας ως τυφλός σαδιστής δεν μπορεί να αυνανιστεί αν δεν κοιτάει περιοδικά με γυναίκες πρόχειρα σκιτσαρισμένες σε σκηνές απαγωγής και εξευτελισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 83
Είμαι ο σπιτονοικοκύρης εκείνης, και η αλήθεια είναι ότι μου χρωστούσε δύο νοίκια, αν και έπαιρνε τέλεια τσιμπούκια και σε μένα, και στο σκυλί μου. Δεν ήξερα ότι είχε πεθάνει από την Παρασκευή, επειδή η τηλεόραση μου δεν πιάνει πάντα το κανάλι σας. Αυτό που έχω να πω είναι ότι ανησυχώ για την τιμή του διαμερίσματος μου, μιας και υπάρχει η φήμη ότι είναι καταραμένη. Σας υπόσχομαι να κάνω ότι μου ζητήσετε, μιας και το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να φύγει το πτώμα της από εδώ μέσα και να ξεχαστεί το όλο ζήτημα, ούτε λόγος για λεφτά, ούτε εγώ σας ζητάω, ούτε με ενδιαφέρει να είμαι διάσημος, τα έχω φάει τα ψωμιά μου, έχω και μια άρρωστη μάνα στην ντουλάπα, την ταΐζω με ποντίκια, τι να κάνω, ξέρετε πόσο έχει πάει η σύνταξη σήμερα, κόλλησα AIDS μόνο και μόνο για να μου δώσουν επίδομα αναπηρίας να πληρώνω τουλάχιστον το πετρέλαιο να μην ξεπαγιάζω.
Πείτε μου που θέλετε να κόψω και εγώ θα το κάνω, τα εργαλεία μόνο κάποιος να μου δίνει και να βάλει το συνεργείο την αλοιφή κάτω από τα ρουθούνια, η μυρωδιά είναι πολύ εμετική. Οι μασχάλες είναι ένα αρκετά μαλακό κομμάτι, και χώνοντας το μαχαίρι εκεί, ευχαριστώ, μπορείς να σπάσεις τις αρθρώσεις των ώμων, με αποτέλεσμα να αρχίσει να υποχωρεί το δέρμα από τα πλευρά της. Το μυστικό είναι να χώσεις βαθιά την σπάτουλα και να ξεκολλήσεις έτσι το πετσί της, με προσοχή, να μην σχιστεί, μετά θα πέσει η τιμή του στην αγορά.
Ο λαιμός θέλει πολύ ακονισμένο ξυράφι, σαν εκείνο που χρησιμοποιούν ακόμα κάποιοι συνοικιακοί μπαρμπέρηδες, και κόβεται, ορίστε, με την μία, σαν να είναι από μαλλί της γριάς. Τον βάζουμε αμέσως στον φούρνο μικροκυμάτων και ανατινάζουμε το κεφάλι σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, έχει πολύ πλάκα να παρακολουθείς τις αλλοιώσεις στο δέρμα και τα μαλλιά της που καίγονται καθώς ο πορσελάνινος δίσκος περιστρέφεται μέσα στην καταιγίδα από ακτίνες. Το κεφάλι είναι έτοιμο όταν ακούσετε τα δόντια να σκάνε με κρότο πάνω στο τζάμι, εμείς το λέμε αυτό ποπ κορν κόλαση, εσείς βαφτίστε το όπως θέλετε.
Η κοιλιά αδειάζει με μια μεγάλη κουτάλα, και τα εντόσθια μπορείτε να τα ψιλοκόψετε για ριζότο ή να τα δώσετε στα σκυλιά, η ακόμα και να σκεφτείτε τα παιδάκια που πεινάνε στον τρίτο κόσμο. Μην λυπάστε καθόλου, δεν μπορούνε να συντηρηθούνε και οι αφροδισιακές τους ιδιότητες είναι υπερεκτιμημένες.
Το πτώμα που έχω μπροστά μου είναι έτοιμο για τεμαχισμό, που μόνο με αλυσοπρίονο μπορεί να γίνει σωστά και γρήγορα. Θυμηθείτε να απλώσετε σακούλες σκουπιδιών, μιας και το αίμα θα λούσει τα πάντα. Όσο πιο μικρά κομμάτια την κόψω, τόσο λιγότερο εύκολο θα είναι να αναγνωρίσει ο ιατροδικαστής το πτώμα, άρα τόσους περισσότερους θα προλάβετε να βασανίσετε και να σκοτώσετε πριν σας συλλάβουν.
Με ειδοποιούν για διάλειμμα για διαφημίσεις, και έτσι σας αφήνω βάζοντας τα υπολείμματα της στις σακούλες, εσείς μην ξεχνάτε τα sms.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 84
Η κάμερα με δείχνει στα προσεχώς, το κανονικό επεισόδιο θα μεταδοθεί αργά το βράδυ, ίσως άκοπο, όπως ο σκηνοθέτης απαίτησε, βάσει του σεναρίου που έγραψε η αρχισυντάκτρια, με υλικό τα γεγονότα που συνέβησαν καθώς κοιτούσα να τεμαχίζουν το πτώμα εκείνης από την τηλεόραση που αναμετέδιδε την δραστηριότητα στην κρεβατοκάμαρα της, την απαγωγή του πτώματος εκείνης από το αντίπαλο reality, που γυριζόταν μες στο σπίτι της, την μέρα του πάρτι στο σπίτι του καναλάρχη, αφού την είχα πάρει αρκετά τηλέφωνα και εκείνη δεν είχε απαντήσει, και εγώ είχα ανησυχήσει, εγώ ο ερωτευμένος παπουτσής, αποτυχημένο πριγκιπόπουλο, ένα καθίκι.
Αυτό που θα δει όλη η Ελλάδα το βράδυ θα είναι η ανάγνωση που έχει προκύψει σε συνεννόηση με την παραγωγή, και όχι η εκδοχή που οι σπόνσορες απαίτησαν, δηλαδή με πολύ περισσότερη βία, έχοντας διαβάσει ατελείωτα αιμοδιψή sms με οδηγίες καταστροφής για κάθε ίνα από τα νεύρα της, από κάθε αριστοκράτη της οθόνης, κάθε κάτοικο του χαμένου εδώ, του ατέρμονου τώρα, δίπλα μου, εκείνη, πλησίον μου.
Τα πόδια της, τα πόδια της, ακόμα φοράνε τα σανδάλια, τα κρατάω στα χέρια μου, η μπουτίκ δεν θα ανοίξει τελικά σήμερα, είναι κλεισμένη για συνέντευξη τύπου, όπου πρέπει να βραβεύσω την προσπάθεια της συζύγου του καναλάρχη για πιο υγιή δόντια στα καρκινοπαθή παιδιά, πιο αστραφτερά χαμόγελα αντιμέτωπα με τις παιδικές ταφόπλακες, με τα νεκροτομεία, τα κρεματόρια, τα στρατόπεδα, τα μεσημέρια στο τραπέζι με ή χωρίς οικογένεια, μόνος ή με άλλους, για όλα αυτά που πιστεύει εκείνη, που είναι, θέλοντας και μη, η σύζυγος του καναλάρχη, φωτογενής φιλάνθρωπος και έρμαιο της κατεστραμμένης λογικής της, η λύπη, ουρλιάζει, στο αυτί της, σαν ενοχλητική παραμόρφωση κινητού, μέχρι να μην μπορείς να ακούσεις τίποτε άλλο από τον συναγερμό του οίκτου, για τον εαυτό σου, της μετάνοιας, για όλα, το περίεργο εκείνο συναίσθημα που μεταμορφώνει την αδράνεια σε ταχύτητα, αντιληπτή μόνο από γαλαξίες μακριά, η απόσταση συμπτύσσει το φως της ζωής σου, που ταξιδεύει, έστω και κάτω από τα σκεπάσματα της νύχτας, από μακριά, αλλά να είσαι σίγουρος ότι κάποιο μηχάνημα μπορεί να καταγράψει την πορεία που κάνει το φως σου, σαν άκρη από ένα σπίρτο που κρατάς στο σκοτάδι, και η κάμερα διαγράφει την φωτεινή του πορεία, ζωγραφίζοντας με φως στο σκοτάδι, προχωρώντας με ασπίδα το σκοτάδι, φορώντας γυαλιά ηλίου, πάνω από γυαλιά μυωπίας, στην παραλία, να μην τυφλωθείς, από την σάρκα εκείνης, ακτινοβολεί, ξαπλωμένη, αιώνια γιγαντοαφίσα, ρετουσαρισμένη εφηβική σάρκα ανατέλλει πάνω από την πόλη, στο κούτελο χαραγμένο το σλόγκαν της και ο αριθμός συμμετοχής τηλεθεατών στον θάνατο της.
Όποιος τηλεθεατής σκαρφίστηκε το αποφασιστικό μαρτύριο, διώκεται ποινικά, μιας και ο βασανισμός της βασίλισσας της ομορφιάς, έστω και νεκρής, είναι από τις πλέον επιτυχημένες τηλεοπτικές στιγμές της σεζόν, και εγώ ομολογώ ότι έστειλα ένα sms να ενθαρρύνω την παραγωγή, αλλά δεν πέρασε, το δίκτυο είχε φρακάρει, ή ίσως ο θάνατος της έκανε παρεμβολές στην κινητή τηλεφωνία, η ακινησία της σταμάτησε το σήμα, μόλις έσβησε το φως δίπλα από το μαξιλάρι, λίγο μετά αφού έκρυψε το δόντι, λίγο πριν πάθει αναρρόφηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 85
Αν είσαι εκεί, και με ακούς, να το σηκώσεις, και να σταματήσεις να υποκρίνεσαι ότι κοιμάσαι, το ξέρω, δεν θες να μου μιλήσεις, θες να είσαι μουγκή αφίσα, χαμόγελο ξασπρισμένο, από το Photoshop, απ΄ την βροχή, στην οθόνη, στο εξώφυλλο, πίσω από την βρόμικη τζαμαρία του κομμωτηρίου της θείας σου, που έκλεισε, την μέρα που κούρεψαν όλες τις γυναίκες στο χωριό γουλί, και τις ανάγκασαν να κάνουν βόλτα στην κεντρική πλατεία του χωριού, ανάποδα πάνω σε ξεσέλωτα μουλάρια, οι ψύλλοι ανέβαιναν μέχρι την μήτρα τους, μόνο κλύσμα με χλωρίνη μπορεί να σκότωνε τα αυγά τους, καίγοντας ταυτόχρονα το ευαίσθητο δέρμα του κόλπου τους.
Εγώ είμαι αυτή που σου επιτρέπει να είσαι, η τηλεθεάτρια που θα αποφασίσει αν θα παραμείνεις ζωντανή, πατώντας ένα πλήκτρο στο κινητό μου, αποστέλλοντας στον σταθμό που σε έχει απαγάγει το μαρτύριο που θέλω να υποστείς, νεκρή βασίλισσα της ομορφιάς, σε λίγο τεμαχισμένη ή αναγεννημένη με τεχνικές μυστήριες, σε πιατάκια γυάλινα, γραφεία αποστειρωμένα και εργαστήρια μυστικά, κάτω από μέτρα τσιμέντου, με ζωντανή αναμετάδοση σε όλο τον πλανήτη, απ' έξω ο χειμώνας ραγίζει, μέσα από τις χαραμάδες του μυαλού σου ξεφυτρώνει δειλά η άνοιξη, τρυφερά μπουμπούκια, στιλπνά, πράσινα και ροζ.
Στο πρόχειρα στημένο νεκροτομείο είσαι ξαπλωμένη, και φωτισμένη μαγικά, λεκέδες από ροζ φώτα σκάνε πάνω στο πανέμορφο κορμί σου, φοράς μόνο ένα μπικίνι από ανθρώπινο δέρμα, φτιάχτηκε από το σώμα της προκατόχου σου, που γδάρθηκε ζωντανή με μια ξύστρα Hello Kitty, από τα ηχεία του πλατό τώρα αναμεταδίδουνε, σε χορευτικό remix, τις τελευταίες σου ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, τώρα τα κινητά του συνεργείου αστράφτουν, στο ημίφως, σιωπηλά, σαν γαλάζια κεριά σε ψηφιακό επιτάφιο, σε φωτογραφίζουν, στέλνουν τα jpegs ως mms στο internet, αναπάντητες εικόνες παντού.
Θα επιλέξω να πεθάνεις, για να συνεχίσεις να ζεις, να μην σβήσεις, το άστρο σου να εκραγεί, το φως του να στάξει σαν βροχή, βροχή περιορισμένης έκτασης μα απεριόριστης διάρκειας, οι σταγόνες της πέφτουν η μία μετά την άλλη, φωτεινές σταγόνες από τον ουρανό, στο ίδιο σημείο πάντα, στους αιώνες των αιώνων καρφωμένη στον ουρανό, εσύ, επώνυμη βασίλισσα της ομορφιάς, τα πόδια σου κομμένα, τα σανδάλια σου αστραφτερά, κρυστάλλινα, μαζί σου ερωτευμένη όλη η πλάση, σημείωμα αυτοκτονίας για ένα ήσυχο καλοκαιρινό μεσημέρι, το κρύο τσάι θα σε περιμένει στην βεράντα, κι εσύ θα αλλάζεις τα κανάλια λες και θα αλλάξει τίποτε.
Θα σου στείλω την εικόνα σου, εκείνη τη βραδιά, στο πατρικό σου, θα' σουνα δεν θα' σουνα 14 χρονών, το τελευταίο από τα παιδικά σου δόντια είχε ξεκολλήσει, το μαξιλάρι έμελλε να γίνει η φωλιά του, η μητέρα σου θα το έπαιρνε μόλις εσύ κοιμόσουν, αλλά η ευχή, η προσευχή, εκείνη η προσευχή για την οποία ο Θεός αποφάσισε να σε τιμωρήσει απαντώντας την, η προσευχή σου, να γίνεις επώνυμη, εκείνη την νύχτα, φώλιασε, μέσα στο ακόμα παιδικό σου κεφάλι, τρύπωσε από την τρύπα που άφησε πίσω του το παιδικό σου δόντι, τερηδόνα της αθωότητας, συνειδητοποίηση των άλλων, εθιστική αρέσκεια.
Η γιούχα από τις τηλεοπτικές κερκίδες είναι εκκωφαντική, ξέρω ότι θα ανάψει το όνομα μου και το GPRS που μετέδωσε το sms που σε καταδικάζει σε θάνατο, ξέρω ότι σε λίγο τα τηλεοπτικά συνεργεία, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι θαυμαστές, οι προστάτες, οι πλαστικοί χειρούργοι, οι σκηνοθέτες, ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, θα είναι έξω από την πόρτα μου, η ζωή μου μια κόλαση, μέχρι να αποφασίσουν να με λιντσάρουν, κατά το έθιμο.
Είμαι αποφασισμένη να ζητήσω άσυλο, σε πρωινή εκπομπή, ως υλικό μαγειρικής, τα παΐδια μου θα καίγονται σε δεύτερο πλάνο, πίσω από την βασική τηλεπαρουσιάστρια, ενώ το αγαπητό πάνελ, θα ξεκολλάει καμία ξεροψημένη πέτσα από το κεφάλι μου, θα φτύνει τις τρίχες, και μετά, θα γλύφει τα δάχτυλα του, gros plan, μετά διαφημίσεις, έκτακτο δελτίο, ζώδια, πάνες ακράτειας, αποσμητικά.
Έχω ακούσει ότι δεν σε σουβλίζουν, για να παραμένεις ζωντανή, απλά σου δένουν τα χέρια και τα πόδια σε έναν πάσαλο, όπως τους εξερευνητές σε παλιές γελοιογραφίες, σε βάζουν πάνω από την θράκα σε μεγάλη απόσταση, ώστε να ψηθείς, όχι να καείς.
Α, το παλούκι, γυρνάνε παιδιά ντυμένα τσολιαδάκια, τραγουδώντας επιτυχίες της Zara Leander.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 86
Χρησιμοποιούσα κρέας, πολύ συχνά περίσσευε και το μαγείρευα, ακόμα και το σκυλί μου ο Μπούμπης έτρωγε περισσεύματα από το τμήμα ειδικών εφέ, τα σνίτσελ μάλιστα ήταν εξαιρετικά για να τυλίγεις ένα σώμα, έμοιαζαν σαν γδαρμένη σάρκα, που πάντα αρέσει στο κοινό.
Κάποια μέρα, εκεί που το συνεργείο βαριόταν, άρχισαν να παίζουν παιχνίδια που δεν μπορούσες ακριβώς να τα πεις σεξουαλικά, αλλά είχαν σχέση με την βία, χτυπούσαν ο ένας τον άλλον στα γεννητικά όργανα, στον κώλο, στα βυζιά, χτυπήματα, γραπώματα, σφαλιάρες, τέτοια.
Εκείνη, ήδη επώνυμη, είχε χάσει την υπομονή της, κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, την ακολουθούσαν άλλες δέκα εκπομπές από κανάλια και ραδιόφωνα. Έπαθε υστερία και άρχισε να μας βρίζει, να μας πετάει πράγματα, να κλαίει, ζητούσε μάλιστα την μητέρα της, που είχε αυτοκτονήσει λίγες εβδομάδες πριν.
Εκείνη, επώνυμη, συμπεριφέρονταν λες και την είχαν απαγάγει, ενώ όλοι ξέρουμε ότι είχε υπογράψει συμβόλαιο με όλα τα κανάλια, άνευ όρων και ορίων. Εγώ ήμουν κουρασμένος, καθόμουν παραδίπλα, διάβαζα ένα βιβλίο, το ρεύμα συνέχεια κόβονταν, η βροχή έκανε σαματά πάνω στο ελενίτ που σκέπαζε το στούντιο, οι περιοχές γύρω από την Αθήνα, εκεί όπου κρύβονται τα τηλεοπτικά αρχηγεία, είναι περιοχές μυστήριες και υγρές, τυλιγμένες από άδεια ποτάμια, λεωφόρους τάφρους, στις κοίτες τους αυτοκίνητα, με άγνωστη κατεύθυνση, όλες τις ώρες.
Καταλαβαίνω όλο και λιγότερα, ο συνεχής συνδυασμός νικοτίνης και καφέ έχει θολώσει το μυαλό μου, οι σκέψεις μου ηδονικές αλλά κουρασμένες, σαν μαυρισμένο δέρμα που δεν έχεις πλύνει και τσούζει από το αλάτι, αλλά δεν βαριέσαι, καλοκαίρι είναι, ας ψηθεί το πετσί μου.
Τα παιχνίδια μεταξύ του συνεργείου έχουν βγει εκτός ελέγχου, βλέπω κάποια δοκάρια με καρφιά να σαρώνουν τον αέρα, το πρώτο κεφάλι δεν αργεί να σκάσει σαν καρπούζι. Όλο το στούντιο πέφτει σε βαθιά σιγή, κανένας ήχος δεν σκεπάζει το γουργουρητό της κάμερας που γυρνάει προς το πολτοποιημένο κρανίο του βοηθού παραγωγής.
Πέρα από το πλάνο, μια άγνωστη αντρική φωνή ουρλιάζει πως το έκανε κατά λάθος, αλλά είναι πια αργά, η εικόνα αναμεταδίδεται παγκόσμια, σε επαναλήψεις δίχως τέλος, το αστέρι έχει εκραγεί, αλλά το πότε θα σταματήσουμε να βλέπουμε το φως του είναι θέμα αιωνιότητας και όχι επιλογής.
Η επώνυμη έχει σωπάσει, η υστερία της έχει σταματήσει, ο θυμός της έχει διαλυθεί σαν αμμωνία σε βομβαρδισμένα ουρητήρια, κοιτάει αποσβολωμένη το συντετριμμένο κεφάλι, προχωράει διστακτικά, χώνει το χέρι της μέσα στα μυαλά, δοκιμάζει. Ανασηκώνει τους ώμους αδιάφορα, η κάμερα έχει παγώσει πάνω στο γκρίζο της βλέμμα, σαν Νοέμβριος στο χωριό, εκείνη ανάβει ένα τσιγάρο, γαλάζια σπίρτα, κρύα μάτια, ιερή στιγμή, όλοι ανασηκώνονται από τον καναπέ τους, τα τηλεκοντρόλ αλλάζουν μπαταρίες, φρέσκιες, να παράγουν κι άλλες εικόνες, να αναπαράγουν την καταγραφή της στιγμής που η πραγματικότητα συνάντησε την αναπαράσταση, στις ίριδες εκείνης, στο σαλόνι του σπιτιού σου, τηλεκοντρόλ.
ΤΕΛΟΣΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2004-11-22